Ο Φαίδων Ματθαίου
άφησε μια σπουδαία κληρονομιά η οποία θα φανεί χρήσιμη και στις επόμενες γενιές
του αθλητισμού
Φαίδων
Ματθαίου
(12
Ιουλίου 1924 - 17 Σεπτεμβρίου 2011)
Ο Φαίδων Ματθαίου ήταν
Έλληνας πρώην διεθνής αθλητής και προπονητής καλαθοσφαίρισης. Θεωρείται ο
πατριάρχης του ελληνικού μπάσκετ και έχει γράψει το αυτοβιογραφικό βιβλίο: 60
χρόνια στο Ελληνικό μπάσκετ.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη
στις 12 Ιουλίου 1924 και καταγόταν από οικογένεια με αθλητικές καταβολές. Ο
πατέρας του ήταν ο Μάνθος Ματθαίου, πρόεδρος του Άρη, ο οποίος σκοτώθηκε κατά
το βομβαρδισμό από ιταλικά αεροπλάνα. Ασχολήθηκε με πολλά σπορ και ήταν
πρωταγωνιστής σε όλα: πετοσφαίριση, πόλο, πινγκ πονγκ, τένις, σκοποβολή,
ξιφασκία, αναβάτης σε αγώνες μοτοσυκλετών και ήταν μέλος των εθνικών ομάδων
μπάσκετ και κωπηλασίας. Πέθανε στις 17 Σεπτεμβρίου 2011
Στον Φαίδωνα Ματθαίου που
έφυγε «πλήρης ημερών» στο 87ο έτος της ηλικίας του το 2011 δεν ταίριαζαν τα
δάκρυα. Για την ανεκτίμητη κληρονομιά της μεταλαμπάδευσης της αγάπης του για το
μπάσκετ στους διαδόχους του, αλλά και της εκπαίδευσης του αθλήματος που
εξελισσόταν συνεχώς, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα «ευχαριστώ» φαντάζει ως
μικρός φόρος τιμής στον άνθρωπο που έγινε σύμβολο του ελληνικού μπάσκετ για
περισσότερα από 40 χρόνια.
Στο βιβλίο του «Εξήντα
χρόνια στο ελληνικό μπάσκετ», ο Φαίδων Ματθαίου ξεδίπλωσε τις πάμπολλες
αναμνήσεις του από τα γήπεδα του μπάσκετ. Ας αφήσουμε τον ίδιο να μας διηγηθεί
μέσα και από την παρακάτω συνέντευξή του στο «Κ» του 2009 μερικές χαρακτηριστικές στιγμές της
πολυποίκιλης ζωής του στο μπάσκετ που υπηρέτησε, αλλά και δοξάστηκε, σχεδόν,
όσο κανείς άλλος μέχρι σήμερα.
Ο παππούς Φαίδων
Ματθαίου ποζάρει περήφανα με τον εγγονό του και την πορτοκαλί μπάλα,
τη μαγική
σφαίρα που γεφυρώνει τις εποχές...
«Μου...
είπαν ότι γεννήθηκα στις 12 Ιουλίου 1924 στη Θεσσαλονίκη. Σε ηλικία οκτώ ετών
προσβλήθηκα από βαριά πνευμονία. Θυμάμαι τη μητέρα μου, Ανθή να προσπαθεί να
ρίξει τον πυρετό (4042), τυλίγοντας το γυμνό σώμα μου με παγωμένα σεντόνια. Στη
μάνα μου δεν οφείλω μόνο την ανάρρωσή μου, αλλά και το πρόγραμμα διατροφής και
ύπνου. Δεν ήξερα πως ήταν η ζωή μετά τις 8 το βράδυ, έως τα 16 χρόνια μου και
μετά τις 10, έως τα 22. Δεν ήξερα τι θα πει αλλαντικά, οινοπνευματώδη και
καρυκεύματα, ενώ όταν πήγα φαντάρος στο Μεγάλο Πεύκο και παίρναμε
διανυκτέρευση, οι άλλοι ξενυχτούσαν και εγώ νύσταζα από τις 12 τα μεσάνυχτα»,
αφηγείται ο Ματθαίου, ενώ αναφερόμενος στα προβλήματα προπόνησης στις δεκαετίες
του ’50 και του ‘60, έλεγε: «Τα ανοιχτά γήπεδα, το κρύο και οι βροχές δεν μας
βοηθούσαν να κάνουμε προπονήσεις. Οι παίκτες δεν διέθεταν ώρες προπόνησης, λόγω
καιρικών συνθηκών και κυρίως δεν είχαμε μπάλες. Όταν παίζαμε με ομάδες του 6ου
αμερικάνικου στόλου, ρίχναμε επίτηδες την μπάλα έξω από την περίφραξη, στη
θάλασσα και κάποιος με βάρκα τη μάζευε και την επόμενη ημέρα την έφερνε στην
προπόνηση!
Κάποια
μέρα, ανακάλυψα τυχαία το κλειστό γυμναστήριο της Αμερικανικής Βάσης στο
Ελληνικό. “Τρελάθηκα”! Παρακάλεσα να μας το παραχωρήσουν για τις προπονήσεις
της Εθνικής ομάδας, ενώ κάναμε ατομικές προπονήσεις με τον Κολοκυθά, τον
Γκούμα, τον Χαϊκάλη, τον Κατσαφάδο. Το πορτ μπαγκάζ ενός Ρενό Ντοφίν, ήταν η
αποθήκη υλικού της Εθνικής. Ευχαριστιόμασταν τόσο πολύ που παίζαμε μπάσκετ σε
κλειστό χώρο που οι Αμερικάνοι μας λυπόντουσαν και μας άφηναν περισσότερη
ώρα...».
Από άρθρο του Γ. Βαλαβάνη
στην Καθημερινή
Ο Φαίδων Ματθαίου
υπήρξε «πατερούλης» τριών διαφορετικών γενεών παικτών και προπονητών.
Ολοι είχαν μια μικρή ή μεγάλη ιστορία να αφηγηθούν από τη συναναστροφή τους με
τον «θρύλο» του ελληνικού μπάσκετ.
Φαίδων
Ματθαίου
Ένας
μύθος χαραγμένος στο παρκέ
Ο άνθρωπος που ενσαρκώνει
την ιστορία του ελληνικού μπάσκετ συνδέει με μια συγκινητική αφήγηση τις
«εποχές του χαλκού»: από το πρώτο ευρωπαϊκό μετάλλιο της Εθνικής Ελλάδος το '49
ως το πρόσφατο, το οποίο πανηγύρισε μαζί με το εγγόνι του...
ΤΟΥ
ΑΝΔΡΕΑ ΚΙΚΗΡΑ
Ένα «χάλκινο σαν χρυσό »:
κάπως έτσι αντιμετώπισε σχεδόν σύσσωμος ο Τύπος της χώρας την 3η θέση της
Εθνικής Ομάδας Μπάσκετ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Πολωνίας. Λίγοι θυμήθηκαν
ότι ένα τέτοιο μετάλλιο από μπρούντζο είχε βρεθεί σε ελληνικά χέρια 60 χρόνια
πριν, σ' ένα «ανοιχτό» γήπεδο του Καΐρου, στην πρώτη διεθνή επιτυχία του
εγχώριου αθλητισμού σε ομαδικό επίπεδο. Κεντρική φιγούρα εκείνης της εθνικής ο
Φαίδων Ματθαίου. Ογδόντα πέντε χρόνων σήμερα, ζει ήσυχα σ' ένα μικρό σπίτι στον
Υμηττό και μοιράζεται ανεξίτηλες εικόνες που οδηγούν στο αβίαστο συμπέρασμα: «Έτσι
γεννήθηκε το ελληνικό μπάσκετ».
Πώς σας φάνηκε η Εθνική
στο Κατοβίτσε;
Την παρακολούθησα την
ομάδα, όλα στο τσακ τα πήραμε, ε; Και Τουρκία, και Σλοβενία. .. Κάναμε πολλά
λάθη στο τέλος των αγώνων, όμως και οι άλλοι έκαναν λάθη, περισσότερα. .. Καλά
τα πήγαμε τελικά, πολύ καλά!
Έξοχοι όλοι οι παίκτες,
υπάρχει όμως κάποιος που να ξεχωρίζει;
Ο Σπανούλης! Αυτό το παιδί
το πίστευα από καιρό ότι είναι ο πιο χρήσιμος. Οχι ότι ο Διαμαντίδης, ο
Παπαλουκάς και τα άλλα παιδιά δεν είναι καλοί παίκτες, κάθε άλλο. Ο Σπανούλης
όμως έχει κάτι παραπάνω. Όταν είναι μέσα, ταράζει τα νερά, μου δίνει την
εντύπωση ότι θα πάρει πάνω του τις φάσεις για να κερδίσει η ομάδα το παιχνίδι.
Δεν είναι τυχαίο ότι αναδείχτηκε ΜVΡ
στο φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας και μπήκε και στην καλύτερη πεντάδα του
Ευρωμπάσκετ, σε «καυτά» παιχνίδια δηλαδή. Έχει ταχύτητα, ντρίμπλα, πάσα,
δίποντο, τρίποντο, ντράιβ και άμυνα, είναι ολοκληρωμένος. Εγώ έλεγα ότι θα πάει
καλύτερα η ομάδα με τις απουσίες, γιατί, αντί να παίζει ο Σπανούλης δέκα λεπτά,
θα έπαιζε αναγκαστικά τριάντα. Αν ο καλός ο παίκτης παίξει παραπάνω, θα πάρει περισσότερα
η ομάδα από αυτόν, άρα θα 'χει κέρδος!
Τι απήχηση είχε η δική σας
επιτυχία πριν από 60 χρόνια ακριβώς;
Μην το ψάχνεις, αδιάφορο
πέρασε τότε, αμφιβάλλω αν έγινε καν πρωτοσέλιδο στην Αθλητική Ηχώ (σ.σ. η
μοναδική αθλητική εφημερίδα της εποχής), πόσω μάλλον στις πολιτικές εφημερίδες.
Ούτε τιμές, ούτε φώτα, ούτε προνόμια, ούτε και σκέψεις για κάποιο όραμα
αναπτυξιακό.
Αλήθεια, πώς και είχε γίνει
στην Αίγυπτο η διοργάνωση;
Είχε περάσει πολύ λίγος
καιρός μετά το τέλος του πολέμου, οι χώρες ήταν διαλυμένες και ο Γουίλιαμ
Τζόουνς, ο Αγγλος γενικός γραμματέας της ΕΙΒΑ τότε, είδε ότι κανένας από την
Ευρώπη δεν μπορούσε ν' αναλάβει τη διοργάνωση. Έδωσε, λοιπόν, τελικά το
Ευρω-μπάσκετ στην Αίγυπτο. Ήρθαν και οι Σύριοι και οι Λιβανέζοι, αν θυμάμαι
καλά, και από την Ευρώπη έπαιξαν οι Γάλλοι, οι Ολλανδοί, εμείς και οι Τούρκοι. Ήταν
η πρώτη έξοδος που έκανε η Εθνική, δίχως καμιά εμπειρία, ένα πρωτάθλημα
πρωτόγνωρο για μας, χωρίς καμιά εικόνα των αντιπάλων από πριν, τους βλέπαμε
πρώτη φορά την ώρα του αγώνα.
Πώς χτίστηκε αυτός ο
πρώτος θρίαμβος του ελληνικού μπάσκετ;
Στο πρώτο ματς με την
Ολλανδία, εγώ, που με θεωρούσαν ψηλό παίκτη (σ.σ. 1,90 μ.), μπήκα ανάμεσα στους
Ολλανδούς και χάθηκα, οι περισσότεροι ήταν ενάμισι κεφάλι πιο ψηλοί από μένα,
κάτι παλικάρια μέχρι απάνω. Καθίσαμε λίγο και λέγαμε πώς να τους καταφέρουμε
αυτούς, πώς να τους βολέψουμε, με λίγο σπρώξιμο, λίγο έτσι, λίγο αλλιώς, τελικά
τους κερδίσαμε (46-28). Γενικά, ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον τουρνουά, κυρίως για
τους πολλούς Έλληνες που ζούσαν τότε στην Αίγυπτο και οι οποίοι γέμιζαν το
γήπεδο κάθε μέρα, μας έκαναν χαρές... Ήταν στην Ηλιούπολη, ένα κοσμοπολίτικο
προάστιο του Καΐρου, σ' ένα γήπεδο 5.000 θέσεων, ανοιχτό, με ταρτάν κάτω.
Στο επόμενο ματς, κόντρα
στον Λίβανο, έκανα το καλύτερο μου παιχνίδι με τα χρώματα της Εθνικής,
πετυχαίνοντας 20 πόντους. Νικήσαμε 45-36. Τα είχα πάει καλά συνολικά, ήμουν ο
πρώτος ριμπάουντερ του τουρνουά, ενώ στο τέλος των αγώνων οι διοργανωτές βράβευσαν
τους τρεις καλύτερους παίκτες: ήταν ο Μοντάσερ ο Αιγύπτιος, εγώ και άλλος ένας
που δεν θυμάμαι, ίσως να ήταν ο Οζτούρκ της Τουρκίας... Τελικά, πετύχαμε δύο
ακόμα νίκες, κόντρα σε Τουρκία (54-41) και Συρία (49-45), ενώ χάσαμε από τη
Γαλλία (36-41) και την Αίγυπτο (39-50) σε ένα παιχνίδι που, αν κερδιζόταν, ίσως
και να χάριζε την 1η θέση... Ακούς Αίγυπτο και νομίζεις ότι ήταν τίποτα
άσχετοι, όμως στο Ευρωμπάσκετ που είχε προηγηθεί (1947) είχαν τερματίσει
τρίτοι, ενώ το 1948 είχαν συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Ήταν
πολύ καλοί παίκτες και έπαιζαν και στην έδρα τους. Εμείς τότε δεν ήμασταν
πουθενά.
Τι απέγινε αυτή η φουρνιά
Ελλήνων παικτών;
Πολλοί έχουν φύγει πια,
δυστυχώς, ο Αλέκος ο Αποστολίδης, ο Γιάννης ο Λάμπρου, ο Μίσσας ο Πανταζόπουλος,
ο Νίκος ο Μήλας... Άλλους τους βλέπω πού και πού, τον Αλέκο τον Σπανουδάκη, τον
Νίκο τον Νομικό, που έγινε ωτορινολαρυγγολόγος περίφημος, τον Νίκο τον
Σκυλακάκη, που έγινε πρόεδρος στον Τρίτωνα. Έρχεται καμιά φορά και ο Τάκης ο
Ταλιαδώρος από τη Θεσσαλονίκη και τα λέμε, συνήθως σε εκδηλώσεις του Συνδέσμου
Προπονητών. Πολύ καλός παίκτης ο Τάκης, μαζί βάζαμε τους περισσότερους πόντους.
Να φανταστείς ότι εκείνος το '49 εφάρμοσε την ντρίμπλα πίσω από την πλάτη («reverse»), όταν δεν την ήξερε
κανένας, ποιος ξέρει πού την είδε, πώς του ήρθε να την κάνει... Εγώ, από την
άλλη, φημιζόμουν για τη «ραβέρσα» που έκανα, το «Hook-Shot» που λένε οι Αμερικανοί.
EUROBASKET 1949 - H ΕΛΛΑΔΑ 3η ΘΕΣΗ
Εσείς πώς ασχοληθήκατε με
το άθλημα;
Ήμουν Θεσσαλονικιός,
γέννημα-θρέμμα στον Άρη, όπου έπαιζα και πόλο, πινγκ πονγκ, τένις, ενώ έκανα
και κωπηλασία, συμμετείχα μάλιστα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου ως
κωπηλάτης. Μου έλεγαν τότε ότι, αν έβγαινε ένα ολοκαίνουργιο άθλημα, θα έτρεχα
να το κερδίσω, τέτοια έφεση είχα στα σπορ. Μέσα από «κινηματογραφικά» γεγονότα,
που ακόμα δεν έχω ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου, βρέθηκα το '49 στον Παναθηναϊκό,
όπου φτιάξαμε την ομάδα-βάση της εθνικής μπάσκετ. Πήραμε τρία από τα τέσσερα
πρωταθλήματα Ελλάδας από το 1950 ως το 1954.
Και η Ιταλία πώς προέκυψε;
Κάπου προς τα μέσα της
δεκαετίας του '50 ήμουν ακόμα στον Παναθηναϊκό και τότε ο Άρης κλήθηκε να
συμμετάσχει στο διεθνές τουρνουά του Βιαρέτζιο, σημαντική διοργάνωση για την
εποχή, μια και δεν υπήρχαν ακόμα ευρωπαϊκά κύπελλα. Με πήραν λοιπόν και εμένα
για ενίσχυση, γινόταν αυτό τότε. Παίξαμε εκεί, γυρίσαμε πίσω και λίγο καιρό
μετά, το '55, με θυμήθηκαν και με φώναξαν να πάω στην Ιταλία. Έπαιξα για ένα
χρόνο στην Ινίς Βαρέζε, μπορείς να το πεις και επαγγελματικά: στην Ελλάδα
έπαιρνα τότε γύρω στις 5.000 δραχμές το μήνα ως γεωπόνος της Αγροτικής
Τράπεζας, ενώ από το μπάσκετ μην το συζητάμε καν, τζάμπα τα κάναμε όλα. Στη
Βαρέζε μού έδιναν 20.000. Όπως και να το κάνεις, ήταν λογαριασμός... Για ένα
διάστημα, μάλιστα, όταν έδιωξαν τον προπονητή, με έβαλαν στη θέση του, παίκτη
και προπονητή μαζί!
Έτσι μπήκαν οι σκέψεις για
το προπονητικό μέλλον;
Εφόσον έκανα τον προπονητή
στη Βαρέζε, μπορείς να πεις ότι κάτι με τριβέλισε να συνεχίσω να ασχολούμαι με
το αντικείμενο. Έγινα προπονητής της Εθνικής Ανδρών το '59. Όταν ο Τζον Κένεντι
κέρδισε τις εκλογές στις ΗΠΑ, το 1960, έβαλε υπεύθυνο για τον αθλητισμό έναν
Ελληνοαμερικανό, τον Νικ Ρόντις. Ο Ρόντις είχε έρθει και εδώ για ένα σεμινάριο,
οπότε τον πιάνω και του λέω: «Ρε Νικ, δεν κανονίζεις να 'ρθω στην Αμερική, να
σπουδάσω το άθλημα...». Και αυτός έφτιαξε τελικά ένα ειδικό πρόγραμμα, μόνο για
ομοσπονδιακούς προπονητές απ' όλο τον κόσμο, οπότε πήγα και εγώ για τρεις μήνες
Νέα Υόρκη, Βοστώνη, Φιλαδέλφεια, σε όλες τις μητροπόλεις του αμερικανικού
μπάσκετ. Πέρασα όλη τη διαδρομή παρακολουθώντας πώς διδάσκουν το άθλημα σε
δημοτικό, γυμνάσιο, πανεπιστήμιο και για ένα διάστημα είδα και τους
επαγγελματίες, τους Νικς της Νέας Υόρκης. Πριν φύγω για τις ΗΠΑ, δεν μπορώ να
πω ότι ήξερα κάτι παραπάνω από τους υπολοίπους στην Ελλάδα, ό,τι ήξεραν όλοι
ήξερα και εγώ. Όταν πήγα εκεί και είδα,
κατάλαβα ότι στην ουσία δεν ήξερα τίποτα, άρα δεν ήξερε και κανένας άλλος.
Ποιο «μοντέλο», όμως,
μπορούσαμε να ακολουθήσουμε εδώ;
Υπήρχε λοιπόν ο
αμερικανικός τρόπος, μέσα από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, εφοδιασμένα με
ειδικές εγκαταστάσεις και διευκολύνσεις, γήπεδα, μπάλες, προπονητές, φαγητό,
υποτροφίες στα παιδιά κ.λπ. Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκε και ο σοβιετικός τρόπος,
ένα είδος αθλητισμού που καθιστούσε εκείνους που είχαν ταλέντο κρατικούς
υπαλλήλους, αξιωματικούς με προνόμια κ.λπ., ένα σύστημα που και αυτό ανέδειξε
παγκόσμιους πρωταθλητές και ολυμπιονίκες. Και εγώ καθόμουν και σκεφτόμουν,
εμείς πού ανήκουμε;
Δύσκολη ερώτηση...
Δοκιμάσαμε να κάνουμε κάτι
που μάλλον ήταν πιο κοντά σε αυτό που έκαναν οι Σοβιετικοί, αξιοποιώντας το
διάστημα της στρατιωτικής θητείας που τότε στην Ελλάδα ήταν πολύ μεγάλο, δύο
χρόνια και βάλε. Φτιάξαμε έτσι την Εθνική Ενόπλων και τα παιδιά με ταλέντο, που
έρχονταν από την Εθνική Εφήβων και πήγαιναν φαντάροι, αντί να υπηρετήσουν στα
σύνορα, έμπαιναν στην Ενόπλων και συνέχιζαν το μπάσκετ, κάτω από μια σχετική
πειθαρχία και τις δικές μας γνώσεις. Αν το εξετάσεις, από εκεί πέρασαν όλοι οι
μεγάλοι παίκτες της εποχής, ήταν η ίδια η Εθνική Ανδρών: Κόντος, Γιαννουζάκος,
Γκούμας, Κολοκυθάς, Τσάνταλης, Ραφτόπουλος, Ιωαννίδης, μην το ψάχνεις, όλοι! Το
μπάσκετ έτσι έγινε, τότε δεν υπήρχαν ούτε σχολές προπονητών ούτε η Γυμναστική
Ακαδημία έβγαζε ακόμα προπόνητές-επιστήμονές. Η Εθνική Ενόπλων ήταν η πρώτη
σχολή του μπάσκετ, όπου οι αθλητές είχαν το χρόνο να διδαχτούν πράγματα.
Στην πορεία πολλά άλλαξαν,
προς το καλύτερο...
Υπάρχουν σήμερα πολλοί
δάσκαλοι του μπάσκετ, όπως ο Μίσσας, ο Δενδρινός, ο Τσοσκούνογλου, που έχουν «
βγάλει» πολλά παιδιά. Και αυτοί πέρασαν από την Ενόπλων, μετά πήγαν στους
συλλόγους τους, ταξίδεψαν ακόμη περισσότερο και δίδαξαν τα σωστά πράγματα, πώς
πρέπει να είναι τα πόδια, τα χέρια, η ντρίμπλα, η πάσα, το σουτ... Οπότε και ο
Σπανούλης, για παράδειγμα, μέσα από αυτήν τη γραμμή που είχε ξεκινήσει τότε,
έπεσε σε κάποιους δασκάλους στους συλλόγους του, έμαθε τα βασικά και έγινε
αυτός που είναι σήμερα, με δουλειά και υπομονή.
Και έπειτα είναι και η
φιλοσοφία της κάθε ομάδας...
Το θέμα είναι να μπορείς
σταδιακά να απομονώνεις πράγματα απ’ όσα βλέπεις, το πώς κάνει ένας παίκτης
ντρίμπλα, πώς αμύνεται, πώς παίρνει το αμυντικό, το επιθετικό ριμπάουντ. Για
παράδειγμα, μέχρι και σήμερα, εμείς υστερούμε στα ριμπάουντ. Θυμάμαι όταν ήμουν
ακόμα παίκτης, είχαν έρθει οι Σοβιετικοί για κάποιους αγώνες και ο προπονητής
τους μας έλεγε: «Καλά παίζετε, αλλά ακόμα δεν έχετε μάθει να δίνετε έμφαση στα
ριμπάουντ». Έβλεπα τώρα, στο τελευταίο Ευρωμπάσκετ, τους Ρώσους πώς έτρεχαν να
τα πάρουν! Αυτό ξεκινάει από κάπου παλιά, μια διδαχή που έχει μείνει σαν
φιλοσοφία. Το ίδιο και οι Ισπανοί, που έχουν σαν φιλοσοφία το γρήγορο παιχνίδι
και τον αιφνιδιασμό: για να κάνεις αιφνιδιασμό, πρέπει πρώτα να περάσει στο
μυαλό του παίκτη η ιδέα του αιφνιδιασμού και μετά η εκτέλεση, να ξεκινάει από
το νου και μετά να πηγαίνει στα πόδια...
Οι Ρώσοι τα ριμπάουντ, οι
Ισπανοί την ταχύτητα, εμείς τι έχουμε;
Λίγο απ' όλα. Ίσως την
άμυνα! Θυμάμαι τους Αμερικανούς να μου λένε: «Με την άμυνα κερδίζεις και με την
επίθεση κόβεις εισιτήρια». Βλέπεις τώρα ότι όλες οι ομάδες έχουν χωνέψει ότι η
άμυνα βοηθά στην επιθετική ικανότητα της ομάδας. Ήθελα και εγώ να τους μάθω τη zone press, άντε όμως να πείσω τότε τον Κολοκυθά
ή τον Γκούμα να κυνηγάνε αντιπάλους, να παίζουν όβερ πλέι... Αυτοί ήθελαν μόνο
να πάρουν την μπάλα και να κοπανήσουν το σουτ!
Ο Βαγγέλης Αλεξανδρής πανηγυρίζει την κατάκτηση του τίτλου του Κυπέλλου
από τον ΠΑΟΚ το '84 μαζί με τους Φαίδωνα Ματθαίου, Νίκο Σταυρόπουλο,
Γιάννη Πολίτη και Ζαχαρία Κατσούλη
Πολλοί θυμούνται ακόμα
αυτό τον τελικό Κυπέλλου, ο Άρης του Ιωαννίδη με Γκάλη -όχι ακόμα τον Γιαννάκη-
να χάνει από τον ΠΑΟΚ του Ματθαίου και των «ξυρισμένων κεφαλιών»...
Ήταν πράγματι κάτι το
διαφορετικό ο τελικός αυτός. Σε ανύποπτο χρόνο στη διάρκεια της σεζόν έλεγα στα
παιδιά του ΠΑΟΚ ότι υπήρχε στις ΗΠΑ μια πανεπιστημιακή ομάδα μπάσκετ, οι
παίκτες της οποίας ξύρισαν από μόνοι τους τα κεφάλια τους, γιατί ήθελαν να τους
δει όλο το πανεπιστήμιο ότι εκείνοι είναι η ομάδα τους... Σιγά-σιγά φαίνεται
ότι μπήκε στο μυαλό των παιδιών αυτή η ιδέα και, όταν μαζευτήκαμε στο
ξενοδοχείο για τον τελικό, σηκώνεται ένας και μου λέει: «Κόουτς, να
κουρευτούμε;». Του λέω: «Άμα αντέχετε στη σκέψη ότι μπορεί και να χάσετε και να
είστε και κουρεμένοι, κάντε το». Και άρχισαν ένας-ένας να κουρεύονται.. . Πήγα
και εγώ το πρωί του αγώνα στον δικό μου κουρέα, φανατικό Αρειανό μάλιστα.
Ακούστηκε επίσης ότι
βάλατε τους παίκτες του ΠΑΟΚ να παρακολουθήσουν πολεμική ταινία.
Το προηγούμενο βράδυ, μου
λέει ο Βαγγέλης ο Αλεξανδρής: «Κόουτς, να πάμε ένα σινεμά;». «Να πάτε», του
λέω, « μόνο μην πάτε και δείτε κάνα δακρύβρεχτο», σαν τη «Λόλα» του Φασμπίντερ
που παιζόταν τότε. Και πήγαν σε έναν κινηματογράφο που έπαιζε την «Αποστολή στη
Νικαράγουα». Έγραψαν τότε ότι εγώ τους έβαλα να τα κάνουν όλα αυτά. Μα πώς ήταν
δυνατόν ένας προπονητής να πείσει αθλητές με προσωπικότητα όπως τον Φασούλα,
για παράδειγμα, να πάει να κουρευτεί ή τον Μάνθο τον Κατσούλη, που όλη η
γοητεία του ήταν στο μαλλί του!
Το παρατσούκλι
«πατριάρχης» πώς βγήκε;
Πριν από χρόνια είχαμε
πάει με τη σύζυγο μου στα Μέθανα για ιαματικά λουτρά, αλλά και ένα μπασκετικό
σεμινάριο που γινόταν εκεί. Είχε βγει λοιπόν από το πρωί ένα αμάξι με
ντουντούκα και γύριζε το χωριό, καλώντας τον κόσμο στις 5 το απόγευμα να πάει
να ακούσει τον «πατριάρχη Φαίδωνα Ματθαίου». Φτάνω λοιπόν και εγώ στο γήπεδο
για να μιλήσω και βλέπω πρώτο-πρώτο στην πόρτα τον παπά, την παπαδιά και τα δύο
τους παιδιά. Περίμεναν
να δουν τον αληθινό Πατριάρχη!
«Κ» 18.10.2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου