ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
& ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα
στον χρόνο
Καλοκαιράκι
Tου Νίκου Αμμανίτη
Τραγανίζουμε λοιπόν τον
Ιούλιο, με τα κυνικά καύματα, που είναι στο φόρτε τους και τσουρουφλίζουν από
τη ζέστη τους ανθρώπους. Και όμως υπάρχουν κάτι γραΐδια, με το μαύρο τσεμπέρι
στο κεφάλι, που όλο μουρμουράνε την παροιμία «του Προφήτη Ηλιού - τέλος του
καλοκαιριού…», υπονοώντας ότι το γλυκό καλοκαιράκι πέρασε και ο γεροχειμώνας
έρχεται κούτσα κούτσα.
Δεν γνωρίζουμε, φυσικά,
βάσει ποιων στοιχείων χρησιμοποιούν την εορτή του Προφήτη Ηλία, που είναι στις
20 του Ιούλη, για να οριοθετήσουνε το φινάλε του θέρους, παραβλέποντας πως
έχουνε μπροστά τους έναν ολόκληρο Αύγουστο, μήνα διακοπών και ραχατιού, που μια
άλλη παροιμία θέλει και εύχεται να «ήταν δύο φορές τον χρόνο» για τα μπερικέτια
με τα οποία έρχεται φορτωμένος.
Πάντως, είτε εκ πλάνης
είτε εκ γεροντικής άνοιας, φορτώσανε στην πλάτη του δύστηνου Ηλία την ευθύνη
πως αποδιώχνει το ανέμελο καλοκαιράκι.
Ο εορτάζων προφήτης δεν
ανήκει στους «γκλαμουράτους» αγίους και εύκολα μπορεί να ισχυρισθεί κάποιος
ασεβής αμαρτωλός ότι τον έχουν παραπεταμένο.
Ο φτωχούλης ο Ηλίας δεν
στεγάζεται σε μεγαλοπρεπείς ναούς, στολισμένους με τοιχογραφίες επιφανών
αγιογράφων. Ούτε και αινούν την αγιοσύνη του ιερείς με χρυσοκέντητα άμφια.
Στεγάζεται συνήθως σε ξωκλήσια στις κορυφές των ελληνικών βουνών, γιατί,
βλέπεις, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, ο Προφήτης Ηλίας είναι ο αρχαίος
έλληνας θεός Ήλιος, που πληροφορήθηκε πως το δωδεκάθεο πήγε κατά διαόλου,
έφτασε στα αυτιά του και ο χρησμός του Μαντείου των Δελφών ότι «ουκ έτι έχει
Φοίβος καλύβην» και έγινε χριστιανός.
Στο ξωκλήσι του, που το
αντίκρισμά του ενέπνευσε τον ποιητή να γράψει το παιδικό τραγουδάκι «Εις το
βουνό ψηλά εκεί / ειν’ εκκλησιά ερημική - ποτέ καμπάνα δεν χτυπά / δεν έχει
ψάλτη ουδέ παπά…». Και εκεί, ψηλά, στην άκρη του βουνού, ανεβαίνει καθημερινά
κάποιος ευλαβής χωρικός απ’ τα ριζά και του ανάβει το καντήλι. Έτσι ο άγιος δεν
μένει ποτέ σκοτεινός και παραπονεμένος.
Με βάση τη λαϊκή δοξασία
ότι ο Προφήτης Ηλίας είναι η μεταμόρφωση του θεού Ήλιου των αρχαίων, στις αρχές
του 1950 -εάν θυμάμαι καλά-, η Ομοσπονδία Ορειβατικών Σωματείων Ελλάδος
διοργάνωσε στις 20 Ιουλίου νυκτερινή εορτή στα κορφοβούνια, τιμώντας τη μνήμη
του Προφήτη Ηλία με την αναβίωση του πρώτου τηλέγραφου του κόσμου, τις
φρυκτωρίες, τα σήματα που έστελναν με αναμμένους πυρσούς από πόλεως σε πόλη και
αποτελούσαν σύστημα τηλεπικοινωνιών της εποχής.
Ήταν πράγματι μια πάρα
πολύ επιτυχημένη εκδήλωση και οι φωτιές που λαμπύριζαν μέσα στο σκοτάδι της
νύχτας ήσαν πραγματικά γραφικότατες. Εδώ, στην πρωτεύουσα, με τη χαμηλή δόμηση
που υπήρχε εκείνα τα χρόνια, οι φωτιές στα γύρω βουνά ήσαν ορατές απ’ όλα τα σημεία
της πόλεως. Ήταν ένα πολύ παράξενο θέαμα να βλέπεις τις φλόγες να χοροπηδάνε
στην κορυφή του Υμηττού, της Πεντέλης, της Πάρνηθας και του Αιγάλεω, όπως τότε,
που με τις φρυκτωρίες πληροφόρησαν αυθημερόν την ανθρωπότητα πως στον Μαραθώνα
«νενικήκαμεν».
Αλλά ας επιστρέψουμε στα
καθ’ ημάς, τα σημερινά μας. Διανύουμε το κατακαλόκαιρο και μουσκεμένοι από τον
ιδρώτα βγαίνουμε στο μπαλκόνι να πάρουμε λίγο αέρα. Κοιτάμε γύρω μας και
βλέπουμε πως είμαστε περικυκλωμένοι από αδιαπέραστα τείχη πανύψηλων πολυκατοικιών.
Και πουθενά, μα πουθενά, δεν συναντά το μάτι σου ανθρώπινη ψυχή. Όλοι, μα όλοι,
λες και υπακούν στις διαταγές ενός παράφρονα δικτάτορα, είναι ταμπουρωμένοι
μέσα στα σπίτια τους, με κλειστά παράθυρα και κατεβασμένες τις τέντες.
Ταμπουρωμένοι και παραδομένοι
στη δροσιά του κλιματιστικού και την… «πνευματική τροφή» της τηλεόρασης, φεύγει
μέσα από τα χέρια τους, «και πίσω δεν γυρνά», το μοναδικό, το ανεπανάληπτο,
γλυκό ελληνικό καλοκαιράκι, που σπάταλα, σκορπά τις χαρές του, τις οποίες
κανένας δεν θέλει να γευτεί πια.
Τρομοκρατημένοι από τα
δελτία καιρού, τα θερμόμετρα που δείχνουν να… σκαρφαλώνουν και την απειλή του
καύσωνα, που συνεχώς επισείουν τα ΜΜΕ, μετέβαλαν τους ανθρώπους σε
πανικόβλητους φυγάδες.
Και θυμούνται οι
παλαιότεροι την ομορφιά που είχε το καλοκαιράκι τα χρόνια εκείνα. Άνθιζαν το
απόγευμα τα δειλινά, ευωδίαζαν τα γιασεμιά στους κήπους και οι άνθρωποι
απολάμβαναν κάτω από την πυκνή σκιά της μουριάς στην αυλή τους μια κουταλιά
βύσσινο γλυκό με ένα ποτήρι δροσερό νερό απ’ το κανάτι.
Και μετά, φορώντας τα λινά
τους, πήγαιναν στο Ζάππειο, στο Πεδίον του Άρεως ή στο παγκάκι κάποιας πλατείας
να δροσιστούν. Με μια γκαζόζα στο αναψυκτήριο της γειτονιάς, ψυχαγωγούνταν με
τα άσματα μιας στρουμπουλής ξανθιάς… καρακαϊδόνας και άλλοτε, με ένα χωνάκι πασατέμπο
στο χέρι, περνούσαν τη βραδιά τους στο θερινό σινεμαδάκι με το γαρμπίλι, όπου
μοσχομύριζε το νυχτολούλουδο.
Και ύστερα, οι μοναδικές
σε όλη την υφήλιο βεγγέρες, με σύσσωμη τη γειτονιά, καθισμένη σε καρέκλες και
σκαμνιά στο αδιαμόρφωτο πεζοδρόμιο, που είχε καταβρέξει από νωρίς ο δήμος, για
να κάτσει η σκόνη, κουτσομπόλευαν τη Λίτσα και ποια ώρα γύρισε χτες το βράδυ.
Ένα ατέλειωτο κουβεντολόι, ένα άνοιγμα ψυχής, γεμάτο όνειρα και καημούς, τότε
που ζούσαμε…
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου