Translate -TRANSLATE -

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Ο ΚΑΠΝΟΣ ΕΓΙΝΕ ΜΕΝΤΑ

Οι αποδοτικές καλλιέργειες αρωματικών φυτών κερδίζουν έδαφος στο νομό Κοζάνης. Συναντήσαμε παραγωγούς που αποφάσισαν να ακολουθήσουν αυτόν τον διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης.


Ο ΚΑΠΝΟΣ ΕΓΙΝΕ ΜΕΝΤΑ

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Τα τελευταία χρόνια στην περιφέρεια της δυτικής Μακεδονίας, με επίκεντρο το νομό Κοζάνης, συντελείται μια «επαναστατική» στροφή από την παραδοσιακή καλλιέργεια καπνού προς τα αρωματικά φυτά. Η κοιλάδα της Εορδαίας και οι ορεινοί όγκοι του Βοΐου, του Ασκιού και του Βερμίου γεμίζουν σιγά-σιγά με το μοβ της λεβάντας, το ροζ των τριανταφυλλιών, το λιλά του κρόκου και το λευκό της ρίγανης. Δύο δραστήριοι αγροτικοί συνεταιρισμοί, μία ιδιωτική μονάδα μεταποίησης και αρκετές ατομικές πρωτοβουλίες δείχνουν το δρόμο, όχι μόνο προς τις εναλλακτικές καλλιέργειες, αλλά και προς ένα καινούργιο, βιώσιμο, οικολογικό μοντέλο αγροτικής οικονομίας, το οποίο στηρίζεται στην επιστημονική γνώση και είναι απεξαρτημένο από τις επιδοτήσεις.


Το χρυσάφι της δαμασκηνής
Πρώτη επίσκεψη στην περιοχή, μέσα Μαΐου, εποχή της ανθοφορίας της τριανταφυλλιάς. Γύρω στις 6 το πρωί βρισκόμαστε σε ένα κτήμα με πέντε στρέμματα ανθισμένες τριανταφυλλιές στην επαρχία Βοΐου, 35 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Κοζάνης. Ο παραγωγός Χρήστος Μυλωνάς, μαζί με τη γυναίκα του και δύο εργάτριες, συγκομίζουν τα ροδοπέταλα πριν «μαραγκιάσουν» από τον ήλιο και χάσουν το αιθέριο έλαιο τους. Από τη ρόζα τη δαμασκηνή (έτσι ονομάζεται η ποικιλία), εκτός από το ροδόνερο, παράγεται και το ροδέλαιο, που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία των αρωμάτων και των καλλυντικών. Για ένα λίτρο ροδελαίου, χρειάζεται να αποσταχθούν 4 τόνοι ροδοπέταλα. Γι’ αυτό και η τιμή του στη χονδρική αρχίζει από 8.000 ευρώ το λίτρο!
«Δεν τις ξέραμε εμείς αυτές τις προοπτικές ούτε ήταν στην κουλτούρα μας να χρησιμοποιούμε προϊόντα από τριαντάφυλλο», ομολογεί ο κύριος Χρήστος, καθώς κόβει προσεκτικά ένα μπουμπούκι από τον κάλυκα. «Διαπίστωσα ότι η καλλιέργεια είναι αποδοτική και το 2005, με παρότρυνση του βουλευτή Γιώργου Κασαπίδη, αποφάσισα να φυτέψω τριανταφυλλιές». Φέτος, οι 2.000 ρίζες απέδωσαν 1.500 κιλά ροδοπέταλα, περίπου 2.500 χιλιάδες ευρώ. «Δεν το λες κι άσχημα να σου αποφέρει το στρέμμα πεντακόσια ευρώ, με είκοσι μέρες εργασίας και σχεδόν μηδενικό κόστος. Άσε που δουλεύουμε μέσα στα αρώματα, μοσχοβολάνε τα χέρια μας», μου λέει χαζογελώντας. Πράγματι, ο τόπος ευωδιάζει.
Το τριαντάφυλλο δεν είναι απαιτητική καλλιέργεια - χρειάζεται μόνο σχολαστικό σκάλισμα γύρω από τις ρίζεδ και από τον τρίτο χρόνο προσεκτικό κλάδεμα. Οι τριανταφυλλιές «ζουν» 25 χρόνια, δεν έχουν ανάγκη από συχνό πότισμα, ο μόνος τους εχθρός είναι η παγωνιά. Στην πειραματική ροδοκαλλιέργεια που ξεκίνησε το 2004 στην Ελλάδα, χρησιμοποιήθηκαν φυτά από τη Βουλγαρία, μετά από εδαφολογικές μελέτες που επιβεβαίωναν την καταλληλότητα του χώματος. «Πρόσφατες έρευνες της Φαρμακευτικής Σχολής Αθηνών έδειξαν ότι έχουμε το καλύτερο ροδέλαιο στον κόσμο, καθώς, συγκρινόμενο με το βουλγαρικό, περιέχει σε μεγαλύτερη αναλογία τις ουσίες κιτρονελόλη, γερανιόλη και αιθυλ-μεθυλ-αλκοόλη, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως δείκτες ποιότητας. Προσανατολιζόμαστε να αυξήσουμε την παραγωγή μας, για να μπορέσουμε να επενδύσουμε στις εξαγωγές», επισημαίνει ο Γιώργος Κασαπίδης, γεωπόνος, ο πρώτος άνθρωπος που πίστεψε στην εμπορική αξιοποίηση της ρόζαςτης δαμασκηνής. Μέχρι το 2006 η χώρα μας δεν παρήγε ροδέλαιο - εισήγε από την Τουρκία, το Μαρόκο και τη Βουλγαρία. Ωστόσο, το 2009, με την ίδρυση του Συνεταιρισμού Αρωματικών Φυτών Βοΐου Κοζάνης, η κατάσταση άλλαξε άρδην, καθώς για πρώτη φορά λειτούργησε βιομηχανικός αποστακτήρας για την παραγωγή ροδόνερου και ροδέλαιου. Σταδιακά, η καλλιέργεια άρχισε να διαδίδεται στο νομό και όλο περισσότεροι παραγωγοί πηγαίνουν τη σοδειά τους στο αποστακτήριο του συνεταιρισμού, στην Εράτυρα. Ο συνεταιρισμός τη φετινή χρονιά έφτασε τα είκοσι πέντε μέλη και τα 100 στρέμματα καλλιεργήσιμης έκτασης, ενώ η παραγωγή ξεπέρασε τους 6,5 τόνους ροδοπέταλα.

Ρίγανη και θυμάρι στην Εορδαία


Βόρεια, εκεί όπου συνορεύουν οι νομοί Κοζάνης και Φλωρίνης και συγκεκριμένα στην κοιλάδα της Εορδαίας, ο Δημήτρης Πεσκέλογλου, 51 ετών, σε συνεργασία με το Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας, καλλιεργεί εδώ και δύο χρόνια 46 στρέμματα ρίγανης και 15 στρέμματα με διάφορα άλλα αρωματικά φυτά (θυμάρι, μέντα, μελισσόχορτο και δυόσμο). Ο ίδιος κατάγεται από οικογένεια καπνοκαλλιεργητών. Για περισσότερα από τριάντα χρόνια ασχολιόταν με τον μπασμά (είδος  καπνού). Συναντηθήκαμε στα χωράφια του με ρίγανη νωρίς το πρωί, τέλη Ιουνίου. Στο βάθος, δεσπόζουν τα φουγάρα του ατμοηλεκτρικού σταθμού του Αμυνταίου -Φιλώτα και από την άλλη πλευρά εκτείνεται μια απέραντη έκταση με καλαμπόκια. «Τα αρωματικά φυτά είναι ανώτερα συγκριτικά με τα σιτηρά. Δεν εξαντλούν τα αποθέματα του υδροφόρου ορίζοντα, καθώς απαιτούν ελάχιστο πότισμα, και δεν μολύνουν το έδαφος, γιατι στην πλειονότητα τους δεν χρειάζονται χημικά λιπάσματα και ραντίσματα. Επιπλέον, έχουν λιγότερο κόστος και μεγαλύτερη χρηματική απόδοση. Στο ένα στρέμμα ρίγανης κερδίζω κατά μέσον όρο 130 ευρώ, δηλαδή 50 ευρώ παραπάνω από ό,τι με το καλαμπόκι», περιγράφει ο κύριος Δημήτρης, ο οποίος θεωρεί ότι οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις για την αποσύνδεση του καπνού δεν βοήθησαν ουσιαστικά τους αγρότες. «Επιδοτούσαν για να μην παράγουμε καπνό, αλλά δεν μας υπέδειξε κανείς συντονισμένα τι να καλλιεργήσουμε. Αυτοί που είχαν μεγάλη παραγωγή μπόρεσαν με τις αποζημιώσεις να αλλάξουν επάγγελμα, π.χ. αγόρασαν λεωφορεία ή βενζινάδικα. Όσοι είχαμε μικρές καλλιέργειες καπνού προσπαθήσαμε να βρούμε συμφέρουσες εναλλακτικές», εξομολογείται πριν από την ξενάγηση στο ξηραντήριο.
Την ετήσια σοδειά του πρώην καπνοπαραγωγού απορροφά εξ ολοκλήρου η «Διοσκουρίδης Ο.Ε.», μια εταιρεία που ιδρύθηκε το 2005, με σκοπό τη μεταποίηση αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, αλλά και την παραγωγή προϊόντων που βασίζονται σε αυτά. «Γνωρίζοντας τον πλούτο της ελληνικής χλωρίδας, θέλησα να αξιοποιήσω τις φαρμακευτικές ιδιότητες των αρωματικών φυτών και να φτιάξω προϊόντα που απαλύνουν τα συμπτώματα διάφορων παθήσεων», εξιστορεί ο ιδρυτής της εταιρείας και ειδικός παθολόγος Στέργιος Τζιμίκας. Το εγχείρημα ξεκίνησε πειραματικά το 2004, όταν με την επιστημονική βοήθεια του ΕΘΙΑΓΕ εγκατέστησαν 22 είδη φυτών σε 16 στρέμματα. Κατέληξαν στα είδη που τους ενδιαφέρουν και μετέδωσαν την τεχνογνωσία στους αγρότες. Σήμερα, η εταιρεία, η οποία εδρεύει στην Αναρράχη, συνεργάζεται με 30 παραγωγούς στην περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας. Τα καλλιεργήσιμα χωράφια της ανέρχονται στα 300 στρέμματα, εκ των οποίων τα 250 με ρίγανη, διαχειρίζεται ετησίως 30 τόνους αρωματικών φυτών, ενώ τα προϊόντα της ταξιδεύουν από την Ουκρανία μέχρι την Αυστραλία.
«Είναι παράλογο να καλλιεργείς σιτάρι και να θέλεις να ανταγωνιστείς τη Γαλλία, όπου δεν θεωρείσαι παραγωγός αν δεν έχεις τουλάχιστον 10.000 στρέμματα. Στην Ελλάδα, λόγω μικροτεμαχισμού της γης και των ορεινών όγκων, η καλλιέργεια των αρωματικών φυτών είναι ιδανική. Σίγουρα θα μπορούσε να εξελιχθεί στο συγκριτικό μας πλεονέκτημα», λέει ο Δημήτρης Μιχαηλίδης, γεωπόνος και μέτοχος της επιχείρησης. «Η ελληνική ρίγανη είναι αποδεδειγμένα η καλύτερη στον κόσμο, διότι, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες, εμπεριέχει σε διπλάσια αναλογία σημαντικές ουσίες, όπως είναι τα τερπένια και η θυμόλη. Και όμως, το ελληνικό κράτος δεν διαθέτει πιστοποιημένο γενετικό υλικό και δεν έχει καταφέρει να πιστοποιήσει την προέλευση της», μου λέει ο κ. Μιχαηλίδης.

Επιστροφή στον κρόκο


Τέτοια προβλήματα δεν αντιμετωπίζει ο κρόκος Κοζάνης, ο οποίος από το 1998 βρίσκεται στο μητρώο των Προστατευόμενων Ονομασιών Προέλευσης. Ο αναγκαστικός συνεταιρισμός κροκοπαραγωγών Κοζάνης λειτουργεί από το 1971, με κάποιες περιόδους κάμψης. Μετά το σεισμό της Κοζάνης το 1995, π.χ., πολλοί νέοι εγκατέλειψαν την επίπονη καλλιέργεια του κρόκου για να εργαστούν στην οικοδομή με ακριβότερα μεροκάματα. Ωστόσο, η ανεργία τους οδήγησε ξανά, στην καλλιέργεια του σπάνιου φυτού που ευδοκιμεί αποκλειστικά στην περιοχή. Σήμερα, ο συνεταιρισμός αριθμεί 900 μέλη, η καλλιεργήσιμη έκταση ξεπερνά τις 2.000 στρέμματα και η φετινή συγκομιδή του Οκτωβρίου αναμένεται να ξεπεράσει τον ενάμιση τόνο. «Καθημερινά σχεδόν δεχόμαστε καινούργιες αιτήσεις, κυρίως από νέους ανθρώπους που επέστρεψαν στο χωριό και αναζητούν τρόπους για να διασφαλίσουν το εισόδημα τους», μου εξηγεί η διευθύντρια του συνεταιρισμού Ελένη Καλύβα.
Το χρυσάφι της ελληνικής γης, όπως αποκαλούν οι ντόπιοι τον κρόκο, την τελευταία τριετία δίνει και πάλι το στίγμα του στην τοπική οικονομία. Και αν παλιότερα ο κρόκος αποτελούσε τη μοναδική εξαίρεση σε ένα νομό που είχε βασίσει την ανάπτυξη του στα εργοστάσια της ΔΕΗ και στην καπνοκαλλιέργεια, τώρα έχει άξιους συμπαραστάτες τη ρίγανη, τη λεβάντα, το τριαντάφυλλο και τα υπόλοιπα αρωματικά φυτά που ευδοκιμούν στην περιοχή. Ο νομός Κοζάνης μπορεί να χρησιμεύσει ως πυξίδα ενός καινούργιου αγροτικού μοντέλου. Το μέλλον διαγράφεται ευοίωνο, αρκεί το κράτος να σταθεί αρωγός στη συγκεκριμένη προσπάθεια και να επισπεύσει τις διαδικασίες για την κατοχύρωση των ελληνικών ειδών. ·

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΠΑΓΙΔΕΣ


Βασική προϋπόθεση για να τολμήσει κάποιος μια καινούργια καλλιέργεια είναι να έχει εξασφαλίσει έκτων προτέρων είτε την απευθείας διάθεση του προϊόντος ως πρώτης ύλης είτε την επεξεργασία του. Αλλιώς, αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να εγκλωβιστεί στο χωράφι η παραγωγή και να μη συμφέρει η συγκομιδή της. Ο Χρήστος Αδαμόπουλος, ένας νέος αγρότης στο Τσοτύλι, το 2009 αποφάσισε μαζί με τη μητέρα του να αφήσουν το σιτάρι και να καλλιεργήσουν 15 στρέμματα λεβάντα, γιατί ο παραδοσιακός φούρνος που διατηρούν στην ορεινή κωμόπολη είχε αρχίσει να παρουσιάζει κάμψη στις πωλήσεις λόγω της κρίσης και έψαχναν τρόπο για να συμπληρώσουν το εισόδημα τους. Όμως, η συμφωνία που έκλεισαν με έμπορο της περιοχής, για να τους μαζεύει τη σοδειά και να αποστάζει τη λεβάντα, στην πορεία αποδείχθηκε καταστροφική. Ο έμπορος τρεις χρονιές δεν τους πλήρωσε το προϊόν, ισχυριζόμενος ότι το κόστος και το κέρδος είναι ίσα βάρκα ίσα νερά. «Ελπίζουμε να μπορέσουμε να αποστάξουμε τη λεβάντα μας φέτος. Και τη φετινή έχουμε πρόβλημα. Για την επόμενη έχουμε ήδη συμφωνήσει με το συνεταιρισμό», παραδέχεται προβληματισμένος ο Χρήστος, που σκέφτεται το Σεπτέμβρη να επεκτείνει την καλλιέργεια της λεβάντας σε άλλα 50 στρέμματα.
«Κ» Ιούλιος 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: