Ένα
πολύ τρυφερό κείμενο σε κρητική διάλεκτο που θα σας συγκινήσει ιδιαίτερα με την
ΑΝΘΡΩΠΙΑ του
Ο
ΚΑΤΣΑΟΥΝΗΣ ΚΙ Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ ΤΟΥ
του Μιχάλη Πριναράκη
Σκαλίζοντας τα παλιά
χαρτιά μου βρήκα τούτο το κείμενο που 'χα γράψει τον Αύγουστο του 1962 πριν
δηλαδή, κάτι παραπάνω από μισόν αιώνα. Θυμόσοφοι και χορατατζήδες οι γερόντοι
του χωριού μας δίνανε πολλές αφορμές σ' όσους είχανε διάθεση ν' ασχοληθούνε μαζί
τους και να τους καταγραφούνε. Ένας τέτοιος ήτανε κι ο μπάρμπα - Μανώλης, ένα
γεροντοπαλίκαρο, που τόνε παρανομιάζανε Κατσαούνη. Κείνα τα χρόνια υπήρχανε στα
χωριά μας, γάιδαροι με τέσσερα πόδια, σχεδόν όσοι κι οι αθρώποι. Τότες δεν
υπήρχανε ούτε οι αγροτόδρομοι, ούτε τ' αγροτικά αυτοκίνητα, που εκτοπίσανε
εντελώς τα τετράποδα. Ένας κι αμοναχός γάιδαρος, υπάρχει ακόμα στο χωριό μας.
Κι είναι να λυπάται κανείς πως μαζί με τσι γαϊδάρους, εχάθηκενε κι η αθρωπιά
από πολλά απ' τα χωριά μας.
Κατσαούνη τόνε παρανομιάζανε
το μπαρμπα-Μανωλή στο χωριό. Ήταν ένας καλόβολος κι αγαθός γέρος, ξερακιανός κι
αποκούντουρος τύπος, πετραντράκι, όπως τσοι λέμε. Τα ογδονταδυό ντου χρόνια
είχανε στραπατσάρει το λιγνό και λίγο κορμίν-του κι όμως δεν το λυγίσανε.
Ντρέτος ντρέτος ο
μπαρμπα-Μανώλης εσηκώνουντανε μόλις έκραζεν' ο πρώτος πετεινός, έστρωνε ν-το
γάιδαρο κι εκαβαλίκευγενε να πάει στου Τρούλου, ετσά το λέγαν το κατατόπι, για
να ξεπατώσει αχινοπόδους, προσανάμματα δηλαδή, να τσοι πάει στη χώρα για το
μεροκάματο.
Χασαρής έτυχε κι ο
γάιδαρος κι ούλη ν-την ώρα καβγάδες και τραχαπαλέματα είχανε με το
μπαρμπα-Μανώλη, που ωστόσο δεν του κουγιουρντούσανε οι ίδιες έγνοιες του
γαϊδάρου και δεν έπαιρνεν' από τέθοια. Με λίγα λόγια δεν εσυβάζουντονε σε τούτο
να κι η στραβόβεργα του Κατσαούνη πλιο πολλή ώρα εβρίσκουντονε στον αέρα και
στη ράχη του γαϊδάρου για να τόνε κατσαμουλώσει, να τον ηρεμήσει θα πει, παρά
στο χώμα, για να βοηθά τα γέρικα πόδια να σέρνουνται.
"Να σε κάμω θέλω
παντέρμε να μη σου μυρίζει μουδέ πουλόζουμο". Έλεγεν ο γέρος κι
ανεβοκατέβαζεν' τη στραβόβεργα στη ράχη του γαϊδάρου όντε θελα τύχει να σταθεί
να μυρίζεται τσοι καβαλίνες στο δρόμο.
"Μυρωδικά θέλεις
παντέρμε;" είπενε πάλι ο γέρος μιαν άλλην ημέρα μανισμένος. "Εγώ θα
σου δώσω". Και φτάνοντας στη χώρα αγόρασενε μια μουστρουχίνα και την εγέμωσενε
καβαλίνες και την έδεσενε στη μούρη του γαϊδάρου, να τσι 'χει λέει να τσι
μυρίζεται, για να μην ξαργεί στη στράτα. Μα 'χενε λέω και τούτος ο γάιδαρος
πολλά κουσούργια και μαζί με ούλα ήταν και ξεσελιάρης και λίγο λίγο βάρος να
'χεν πάει από τη μια μπάντα παραπάνω, εξεσέλανε κι έφευγε ν-το σομάρι μπίτι από
τη ράχη ν-του.
"Ω την παντέρμη τη
ράχη σου α δεν είναι ζυγαριά του φαρμακοτρίφτη». Έλεγεν ο Κατσαούνης του
γαϊδάρου όντε θελα ξεσελίσει κι έβανενε μιαν πέτρα στο πλιο αλαφρέ δεμάτι για
να σοβαρίζει.
Κάθε φορά που ξεφόρτωνε
ν-τα δεμάθια, έβγανενε κι έναν τρόχαλο πέτρες από μέσα κι οι χωραίτες τόνε χορατεύγουντανε:
«Αγκάθες, ετσά τσοι λεν
τσ' αχινοπόδους οι χωραίτες, έφερες μπαρμπα-Μανώλη γή πέτρες;"
«Έμαθα ζάβαλο πως αρχίζετε
και στι πετάτε και μια και δεν έχετε επαδά μπόλικες σας τσι 'φερα...», έλεγε κι
εκείνος πειραχτικά, γιατ' ήτανε και τούτος χορατατζής.
Είχενε και το κακό Χούι ο
γάιδαρος, όπως έλεγεν ο μπαρμπα-Μανώλης κι ατζοπάθιενε όντε τον εφόρτωνενε και
πολλές φορές του πάθιενε το σκοινί και δεν εμπόργιεν' ο γέρος να το σύρει, να
το περάσει στο σκαρβέλι κι εταραχούντανε. Εγκάνιζενε κιόλας κι εξανέμιζενε όντε
θελα δει άλλους γαϊδάρους κι εσκαρνεύγουντανε διαολοπαράξενα όντε θελα
μυγιαστεί.
Τουτανά και τουτανά
εταραχούσα ν-το γέρο, μα 'τόνε το παντέρμο "γερό χτήμα", όπως το
'λεγεν ο ίδιος και δεν ήθελενε λέει να το βγάλει από τα χέργια ν-του.
«Μπαρμπα-Μανώλη, μην
ξεσυνορίζεσαι του γαϊδάρoυ,
μα όπως δεν μπορεί αυτός να σε κάμει γάιδαρο, δεν μπορείς και του λόγου σου να
τόνε κάμεις άθρωπο. Του λόγου σου 'σαι κακό μπράμα μπλιο, μόνα να ξανοίξεις να
βρεις κιανένα κακογαϊδουράκι να ταιργιάζετε, μα δεν είναι δα και βαρέ φορτίο οι
αχινοπόδοι». Του 'πεν ένας χωριανός μια μέρα που τον είδενε να τσακώνεται πάλι
με το γάιδαρο.
«Δεν είναι ζάβαλε ετσά που
τα λες, μόνο γύρευγε τη δουλειά σου...». Αποκρίθηκεν ο γέρος μανισμένος, που
δεν ήθελεν ωστόσο να το βάλει κάτω.
«Οχ' άλλως μπαρμπα-Μανώλη,
μα δε σ' είπα δα και καμπούρη...» Διαμαρτυρήθηκεν ο άλλος για το ύφος του
γέρου.
«Είντα κι ανε ν-το 'πες
μωρέ δεν είμαι...» Είπενε πάλι ο γέρος πλιο μανισμένος τούτην τη φορά.
«Θωρώ το μπάρμπα μόνο γεια
σου και... ξα σου...»
Ο Κατσαούνης ήταν ακόμα
περήφανος για δυο πράγματα, για τη ντρέτη ράχη ν-του, που δεν μπορέσανε τα 88
ν-του χρόνια να σκεβρώσουνε και για το γιοργαλή και γερό γάιδαρο ντου. Κι
ετούτος λέω δα, του τα σούρεψενε, τα κουτσομπόλεψενε θα πει και τα δυο. Για
τούτο να του κακοφάνηκενε του Μανωλιού, ειδάλλως ήταν εκείνος και καλοσυνάς και
γλυκομίλητος με τσ' αθρώπους, μόνο πως ετσακώνουντανε με το γάιδαρο γιατί δεν
του πολυπήγαινενε σορδινιά, με τα νερά ν-του δηλαδή. Οι Κυριακάδες κι οι σκόλες
ήτανε μέρες καλές και ξεκούραστες για το μπαρμπα-Μανώλη μα και για το γάιδαρο.
Χαράματα, πάλι,-σηκώνουντανε ο γέρος, αχεροτάιζεν κι επότιζεν το γάιδαρο ν-του,
ετάιζενε κι' επότιζενε στσ' όρθες και τα κουνέλια, και με την πρώτη καμπάνα
έμπαινενε στην εκκλησά τ' Αι-Γιαννιού, γιατ' ήτανε και θρήσκος. Απολείτουργα
εγιάερνενε στο φτωχικό ν-του, έτρωεν' ό,τι θελα πέψει ο Θεός, όπως το 'λεγενε
κι ύστερα εξεκόπριζενε το στάβλο κι εκαταγίνουντανε με τσ' όρθες και τα
κουνέλια γή εμαστόρευγενε ό,τι θελα τύχει. Πολλές φορές εκάθουντανε στο ψηλό,
πέτρινο κατώφλι τσ' οξώπορτας, με τα σύνεργα ν-του, για ν' αναμπαλώνει και να
μπροκώρει το ξεπατωμένο καθημερνό ν-του στιβάνι.
«Κακό μ-πράμα 'ναι μωρέ,
μα θα τ' αναμαζώξω 'να ψιχάλι, να πορευτώ κάμποσο γ-καιρό...».
Εμονολόγαν ο γέρος κι
επεριεργάζουντονε ένα ξεχαμπετωμένο παλιοστίβανο, που χάσκενε γύρω γύρω στο
βάρδουλο.
Κατοχικό πράμα το στιβάνι,
με χοντρό λάστιχ' από κάτω, το 'βαλεν ο γέρος στο σίδερο κι άρχιξενε να το μπροκώνει.
Μα οι μπρόκες ανππηδούσανε στο χοντρό λάστιχο και ξεφεύγανε, βινίζοντας στον
αέρα σαν τα σκάγια. Εζορίστηκεν ο Κατσαούνης, εβάρηκεν και κιανά δυο φορές με
το σφυρί στα δαχτύλια ν-του, τά 'γλυψενε για μια στιγμή, μα στο τέλος επήρεν το
κολάι του στιβανιού. Εχτύπαν' ο γέρος με το σφυρί, μα οξαποπίσω από το χτύπο
του σφυργιού ακούγουντονε κι άλλος ένας χτύπος, αλλιώτικος κι αποσίγανος...
«Να το μπροκώσεις θες
παντέρμε ανε χεστείς κιόλας...», είπεν ο γέρος σε μια στιγμή τ' απατού ν-του
συνεχίζοντας το μονόλογο και τη δουλειά ν-του.
«Μπαρμπα-Μανώλη, απού
θαρεύγεται του κώλου ντου, χέζει τη βράκα ν-του...» Του 'πεν' ένας περαστικός,
μα κείνος δεν αποκρίθηκε μον' αναχάσκισε ν-το στόμα ντου σ' ένα ντροπιάρικο
χαμόγελο και δυο σπασμένα, κιτρινερά δόντια φανήκανε μέσα. Οι χτύποι
συνεχίζουντανε ζευγαρωτοί κι ο Θεός κι η ψυχή ν-του είντ' απογίνηκενε στο
τέλος.
Τούτα να κι άλλα πολλά
γεμίζανε τη ζωή του καλοσυνά και χορατατζή γέρου κι ο καιρός έφευγενε, μα ούτ'
ο γάιδαρος έβανενε νου, ούτ' ο μπαρμπα-Μανώλης το' βάζε γ-κάτω.
"Από δικού σου,
παντέρμε, θα τη φας την κεφαλή σου", έλεγεν ο γέρος του γαϊδάρου όντε θελα
τόνε βρει κιαμιά φορά μπερδεμένο γύρω γύρω στη δεματαρέ και πεσμένο χάμω.
Είχεν' και δίκιο ο γέρος, γιατί δεν εβγήκενε στο τέλος ψεύτης.
Ένα καλοκαιριάτικο πρωινό,
ο γέρος σηκώθηκε πάλι πρωί πρωί και πήγαινε οθέ ντο σόχωρο να πάρει το γάιδαρο.
Τον είχενε δεμένο στη μεγάλη συκιά κι εκείνος ανήσυχος εγύριζεν' όλη νύχτα γύρω
γύρω, εμπέρδεψεν' το σκοινί κι έπεσεν' κάτω. Ετσά πεσμένο τον ηύρεν' ο
μπαρμπα-Μανώλης κι ούτε και μπόρεσενε να τόνε σηκώσει ποτέ ν-του. Ο πισινός,
ζερβός του πόδας ήτανε σπασμένος και δεν τον βοηθάνε ν' ανασηκωθεί.
'Εφερενε πραχτικούς ο
γέρος, έφερενε και χτηνογιατρό, μα του 'πάνε πως δε γίνεσαι πράμα, γιατ' ήτανε
λέει σπασμένος ο πόδας ψηλά στην κουτάλα και δεν έδενενε. Ένα βαρύ σύννεφο
λύπης απλώθηκε στο γερασμένο πρόσωπο, πού 'κάνε ν-το γέρο να φαίνεται ακόμα
γεροντότερος.
«Κάλλια στο ζο παρά στον
άθρωπο, μπαρμπα-Μανώ-λη...», το μ-παρηγόρησε κάποιος χωριανός.
«Το κακό 'ναι κακό παιδί
μου, όποιο γ-κι ανε βρει. Και τα έχνη έχουνε ψυχή και νοιώθουνε κι εκείνα σα
τσ' αθρώπους, μόνο που δε μιλούνε για να πούνε τον πόνο ν-τω-νε...»
Ώρες ολόκληρες ο
μπαρμπα-Μανώλης εκάθουντονε σ' ένα πελέκι δίπλα στο γάιδαρο και τόνε τάιζενε,
χαϊδεύοντας τα μεγάλα, τριχωτά αυθιά ν-του με τα αδρέ, γέρικα χέρια ν-του.
Εκείνος πάλι ανασήκωνενε την κεφάλα ντου, εμυρίζουντανε την ξεφτισμένη βράκα
του γέρου κι έτριβγεν' τη μούρη ν-του στο ξεπατωμένο ν-του στιβάνι. Η κακοτυχιά
είχενε φερμένο τον ένα πλιο κοντά στον άλλο.
«Μπαρμπα-Μανώλη, να το
σκοτώσομε το ζωντανό κι αυτό να μην παιδεύγεται κι εσύ να μη στεναχωράσαι...»,
του 'πεν ένας χωριανός μιαν ημέρα.
Ο μπαρμπα-Μάνώλης στην
αρχή δεν το δέχουντανε, μα ύστερα 'δένε πως δεν εγίνουντανε κι αλλιώς.
Οι χωραίτες εχάσα ν-το
γέρο που τους εφοδιαζενε με αγκάθες και πέτρες κι αναρωτιούνταν είντα να
γίνηκενε μαθώς.
Ο μπαρμπα-Μανώλης ζει
ήσυχα εδά μπλιο στο φτωχικό ν-του και καταγίνεται με τσ' όρθες και τα κουνέλια
ν-του, πραγιά ζωντανά όπως τα λέει, μα θυμάται και τ' αδικοπαομένου γαϊδάρου.
Θωρεί την γ-καντωνάδα του σοχώρου που τον έχει θαμμένο κι ένα ξεθυμασμένο γέρικο
δάκρυ ξεχειλά τα βαθουλά μάθια ν-του και χάνεται στσι βαθιές ρυτίδες και στα
ασπροκίτρινα, πολυκαιρισμένα γένια του γέρου.
Τύποι σαν το
μπαρμπα-Μανώλη υπάρχουν ακόμα πολλοί στην Κρήτη, σκληροί μα γελαστοί, στην
καθημερινή βιοπάλη και που παραστέκουνται στον πόνο και στη λύπη και στα
ζωντανά και στσ' αθρώπους...
Αύγουστος 1962
ΚΡΗΤΙΚΑ ΝΕΑ/ ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου