Translate -TRANSLATE -

Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

O μάντης Μεγιστίας και το τέλος του Εφιάλτη



ΕΜΕΙΝΕ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟΝ ΛΕΩΝΙΔΑ... ΑΝ ΚΑΙ «ΕΙΔΕ» ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

O μάντης Μεγιστίας, το τέλος του Εφιάλτη 
και η ιστορική αλήθεια για τους «300» των Θερμοπυλών!

Η μάχη των Θερμοπυλών, που έγινε στα τέλη Αυγούστου (κατά την επικρατέστερη εκδοχή) του 480 π.Χ., αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα πολεμικά γεγονότα όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. Έχουν γραφτεί γι’ αυτήν χιλιάδες άρθρα και βιβλία, ενώ δεν άφησε ανεπηρέαστη και την τέχνη. Στο άρθρο αυτό, θα επικεντρωθούμε, κυρίως, σε σχετικά άγνωστες λεπτομέρειες της μάχης. Βασική πηγή γι’ αυτήν, είναι ο «πατέρας της ιστορίας» Ηρόδοτος.
Κατά την αρχαιότητα, η περιοχή των Θερμοπυλών, διέφερε πολύ από την εικόνα που έχει σήμερα. Ο Στράβωνας (64 π.Χ. – 19 μ.Χ.), τοποθετεί τα στενά μεταξύ του Μαλιακού Κόλπου και του όρους Καλλίδρομο. Ο Σπερχειός και οι παραπόταμοί του, δημιούργησαν με τις προσχώσεις τους, τους επόμενους αιώνες, τη σημερινή κοιλάδα.
Κατά τη δεύτερη περσική εκστρατεία στην Ελλάδα, υπό την αρχηγία του Ξέρξη, ο στρατός των Μήδων, αφού διέσχισε τη Θράκη, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, στρατοπέδευσε κοντά στην Τραχίνια, ανάμεσα στους ποταμούς Μέλα και Ασωπό. Υπολογίζεται ότι ο Ξέρξης είχε μαζί του 300.000 – 400.000 στρατιώτες.
Οι Έλληνες, στο συνέδριο της Κορίνθου (481 π.Χ.) επέλεξαν ως καταλληλότερη τοποθεσία για την αντιμετώπιση των Περσών, το στενό των Θερμοπυλών. Επικεφαλής των Ελλήνων, ήταν ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας Α’, γιος του Αναξανδρίδα Β’ και ετεροθαλής αδελφός του Κλεομένη Α’ τον οποίο και διαδέχθηκε. Παντρεύτηκε μάλιστα την κόρη του, Γοργώ και απέκτησε μαζί της ένα γιο, τον Πλείσταρχο.
Συνολικά, ο Λεωνίδας είχε 6.200 άνδρες, που είχαν στρατοπεδεύσει στα Στενά των Θερμοπυλών, πίσω από ένα τείχος που είχαν χτίσει οι Φωκείς και ενίσχυσαν με πρόσθετα οχυρωματικά έργα.
Οι Αθηναίοι έστειλαν όλους τους άνδρες τους με τον στόλο στο Αρτεμίσιο και δεν διέθεσαν στρατό στον Λεωνίδα.


Μολών Λαβέ

Ο Ξέρξης, αρχικά, υπολόγιζε ότι οι Έλληνες θα υποχωρούσαν μπροστά στον όγκο του στρατεύματός του. Όταν αυτό δεν έγινε, έστειλε κήρυκες στον Λεωνίδα ζητώντας την παράδοση των όπλων. Η περήφανη απάντηση του Σπαρτιάτη βασιλιά «Μολών Λαβέ» (όπως αναφέρει ο Πλούταρχος), του χάρισε υστεροφημία και τον κατέταξε στις θρυλικές μορφές της παγκόσμιας ιστορίας…
Οργισμένος, ο Ξέρξης διέταξε επίθεση εναντίον των Ελλήνων. Όλες οι επιθετικές ενέργειες των δύο πρώτων ημερών αποκρούστηκαν από τους άνδρες του Λεωνίδα. Αυτό οφειλόταν στη στρατηγική του Σπαρτιάτη βασιλιά, στην υπεροχή των Ελλήνων σε οπλισμό και στη στενότητα του χώρου, που δεν επέτρεπε στους Πέρσες να αναπτυχθούν σε πλάτος και να αξιοποιήσουν τους εξαίρετους τοξότες τους. Ωστόσο, την τρίτη μέρα, τα πράγματα άλλαξαν… Ένας κάτοικος της Τραχίνιας, ο Εφιάλτης, γνώστης της περιοχής, υπέδειξε στον Ξέρξη το ορεινό πέρασμα (μονοπάτι) της Ανοπαίας ατραπού, που περνώντας από το όρος Καλλίδρομο, κατέληγε στα μετόπισθεν των Ελλήνων.
Μην έχοντας άλλη επιλογή, ο Ξέρξης δέχθηκε τη συμβουλή του Εφιάλτη και έστειλε τον Υδάρνη, επικεφαλής του επίλεκτου σώματος των Αθανάτων, να κυκλώσει τους Έλληνες. Ο Λεωνίδας είχε αναθέσει τη φύλαξη της Ανοπαίας ατραπού, σε χίλιους Φωκείς, οι οποίοι αιφνιδιάστηκαν από την κίνηση των Περσών και έφυγαν χωρίς καμία αντίσταση.
Σε λίγο, έφτασε η είδηση στο ελληνικό στρατόπεδο. Ο Λεωνίδας, βλέποντας πλέον ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αντιμετωπίσει τους Πέρσες, διέταξε τους συμμάχους του να φύγουν για να γλιτώσουν από βέβαιο θάνατο. Τελικά, με 300 Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς πολέμησε γενναία, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους Πέρσες.
Οι τελευταίοι Έλληνες στρατιώτες και αφού ο Λεωνίδας είχε ήδη σκοτωθεί, υποχώρησαν πίσω από το τείχος των Φωκέων, στον λόφο του Κολωνού, όπου μετά από μια άνιση μάχη με τους άνδρες του Υδάρνη, σκοτώθηκαν όλοι.
Η γενναία αντίσταση του Λεωνίδα και των ανδρών του καθυστέρησε την κάθοδο των Περσών προς την Αθήνα, έδωσε τον χρόνο στον ελληνικό στόλο που ναυμαχούσε στο Αρτεμίσιο να υποχωρήσει έγκαιρα στα λιμάνια της Αττικής και το γεγονός της θυσίας τους, χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα υπακοής στους νόμους και εκτέλεσης του χρέους προς την πατρίδα.


Ο μάντης Μεγιστίας: Έμεινε δίπλα στον Λεωνίδα αν και «είδε» το θάνατό του
Όπως όμως σε κάθε μεγάλη μάχη, έτσι και σ’ αυτή των Θερμοπυλών, υπάρχουν κάποια πρόσωπα και γεγονότα που δεν είναι ευρέως γνωστά.
Ο Μεγιστίας ήταν μάντης από την Ακαρνανία. Βρισκόταν στις Θερμοπύλες, κοντά στον Λεωνίδα και προέβλεψε την εξέλιξη της μάχης και το επερχόμενο τέλος όλων («… Μάντιος, ος τότε Κήρας επερχομένας σάφα ειδώς…»). Ωστόσο, ήταν ο μόνος, μαζί με τους Θεσπιείς, που έμεινε να πολεμήσει μαζί με τους Σπαρτιάτες.
Περήφανοι οι συμπατριώτες του, ανέθεσαν στον σπουδαίο επιγραμματοποιό και φίλο του Μεγιστία, Σιμωνίδη τον Κείο, να γράψει ένα επίγραμμα στον τάφο του «Αυτός εδώ, είναι ο τάφος του δοξασμένου Μεγιστία που κάποτε τον σκότωσαν οι Μήδοι όταν πέρασαν τον Σπερχειό, του μάντη που ενώ γνώριζε καλά πως πλησιάζει ο θάνατος δεν δέχθηκε να εγκαταλείψει τον βασιλιά της Σπάρτης».


Πόσοι ήταν τελικά οι «300»;

Το δεύτερο γεγονός που θα εξετάσουμε είναι αν ήταν όντως 300 οι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα. Φαίνεται ότι τελικά δεν ήταν 300 αλλά 298. Τι είχε γίνει;
Ο Λεωνίδας διέταξε τον Παντίτη, ένα από τους άνδρες του, να μεταβεί στη Θεσσαλία για να ζητήσει ενισχύσεις. Όταν επέστρεψε στις Θερμοπύλες, είδε όλους τους συντρόφους του νεκρούς. Γυρίζοντας στη Σπάρτη, κατηγορήθηκε για δειλία. Μην αντέχοντας να ζει μ’ αυτή την κατηγορία, κρεμάστηκε, δίνοντας τέλος στη ζωή του.
Ο Αριστόδημος, λίγο πριν τη μάχη, έχασε το ένα μάτι του λόγω μόλυνσης, όπως και ο Εύρυτος. Ο Λεωνίδας τους διέταξε να επιστρέψουν στη Σπάρτη. Ο Εύρυτος ωστόσο, έμεινε, πολέμησε και σκοτώθηκε ενώ ο Αριστόδημος γύρισε στην πατρίδα του. Εκεί συνάντησε γενική περιφρόνηση και ονομάστηκε «τρέσας», εκείνος δηλαδή που δείλιασε. Όμως, τον επόμενο χρόνο, πήρε μέρος στη μάχη των Πλαταιών πολεμώντας γενναία και παράτολμα. Κατά μία εκδοχή σκοτώθηκε, ενώ σύμφωνα με άλλη, τραυματίστηκε βαριά και έζησε τουλάχιστον ως τη μάχη του Ευρυμέδοντα (470 π.Χ.), στην οποία ο Κίμωνας νίκησε τους Πέρσες.



Ο Εφιάλτης

Στον Εφιάλτη αναφερθήκαμε και παραπάνω. Το όνομά του έγινε συνώνυμο του προδότη. Αν και όλοι γνωρίζουμε τον Εφιάλτη, πόσοι ξέρουν τι απέγινε μετά τη μάχη των Θερμοπυλών; Ποιος ήταν όμως ο μεγάλος άγνωστος της Ιστορίας που έγινε γνωστός μόνο για το εγκληματικό του αμάρτημα και πέρασε μετά στις υποσημειώσεις των καταγραφών ως ο πιο μισητός ολάκερου του ελληνικού κόσμου;
Ό,τι ξέρουμε για τον Εφιάλτη, τον γιο του Ευρυδήμου του Μαλιέως, προέρχονται από την πένα του Ηροδότου («Ιστορίαι»). Ο μεγάλος ιστορικός δεν μας λέει τίποτα για τα παιδικά του χρόνια ή την οικογενειακή του κατάσταση, καθώς στην Ιστορία εμφανίζεται την πιο νευραλγική στιγμή, το 480 π.Χ., για να ανατρέψει τραγικά τις στρατιωτικές ισορροπίες.
Οι Μαλιείς ήταν ελληνικό φύλο που κατοικούσε στην ανατολική κοιλάδα του Σπερχειού Ποταμού, γύρω από τον Μαλιακό Κόλπο, με σημαντικότερη πόλη την Τραχίνα. Στις πρώιμες μάλιστα φάσεις της Δελφικής Αμφικτιονίας, εκεί εδραζόταν το κέντρο της ομοσπονδίας των 12 φυλών της Στερεάς και της Θεσσαλίας, στην πόλη Ανθήλη. Οι Μαλιείς ήταν σύμμαχοι των Σπαρτιατών από το 426 π.Χ. μέχρι τον Κορινθιακό Πόλεμο, όταν συμμάχησαν με την Κόρινθο για να απαλλαγούν από την ηγεμονία της Σπάρτης…
Στο έβδομο βιβλίο της «Ιστορίας» του, ο Ηρόδοτος αναφέρει: «Αυτή λοιπόν ήταν η θέση του Ξέρξη και του στρατού του στην Τραχινία της Μηλίδας, ενώ οι Έλληνες είχαν καταλάβει τα στενά που είναι γνωστά στους ντόπιους ως Πύλες, αυτά που οι υπόλοιποι Έλληνες ονομάζουν Θερμοπύλες».
Όπως μας ιστορεί ο Ηρόδοτος, όλο το ελληνικό απόσπασμα (300 Σπαρτιάτες, 700 Θεσπιείς και μερικοί χιλιάδες ακόμα) ήταν παραταγμένο στο στενό πέρασμα, εκτός από τους Φωκείς, καθώς αυτοί φρουρούσαν τα γύρω μονοπάτια πιάνοντας νευραλγικές θέσεις στο βουνό.
Κι αυτό γιατί οι ντόπιοι γνώριζαν για μυστικά περάσματα που έβγαζαν πίσω από τις Θερμοπύλες, κάτι που δεν θα μπορούσαν να ξέρουν φυσικά οι ξενόφερτοι εισβολείς. Και τότε κάνει την εμφάνισή του ο Εφιάλτης από τη Μαλίδα, ο οποίος καταφτάνει στο στρατόπεδο του Πέρση με μια πρόταση που δεν μπορεί να αρνηθεί.
Η καταγωγή του Εφιάλτη από την τοπική Μαλίδα έχει φυσικά τη σημασία της, αφού μόνο ένας ντόπιος θα μπορούσε να γνωρίζει το μυστικό μονοπάτι. Ο Εφιάλτης έβγαλε τον Ξέρξη από το πολεμικό του αδιέξοδο, φανερώνοντάς του το άγνωστο πέρασμα που παρέκαμπτε τα στενά των Θερμοπυλών, προσδοκώντας πλούτη και τιμές από τον Πέρση.
Κατενθουσιασμένος ο Ξέρξης, στέλνει τον Υδάρνη και το επίλεκτο σώμα του, ξεκινώντας από το περσικό στρατόπεδο «την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια», όπως μας λέει ο Ηρόδοτος εννοώντας το σούρουπο. Ο μάντης Μεγιστίας προβλέπει τον άδοξο θάνατο των υπερασπιστών του στενού μόλις θα χάραζε η μέρα.


Ο Ηρόδοτος μας λέει ακόμα πως ο Εφιάλτης υποδεικνύει στον Ξέρξη την ακριβή ώρα που πρέπει να επιτεθεί, «την ώρα που η αγορά γεμίζει κόσμο» (γύρω στις 11:οο το πρωί), καθώς η κατάβαση από το βουνό ήταν συντομότερη και η απόσταση πολύ μικρότερη απ’ ό,τι ο γύρος του βουνού και η ανάβαση. Ο προδότης υπολόγισε δηλαδή τον ακριβή χρόνο που θα έκανε να οδηγήσει τους 10.000 Αθανάτους στα νώτα των Ελλήνων, προειδοποιώντας τον Ξέρξη να επιτεθεί ταυτοχρόνως.
Ο ιστορικός μάς λέει πως κάποιοι πέρσες στρατιώτες που αυτομόλησαν εντωμεταξύ ενημέρωσαν τον Λεωνίδα για την κυκλωτική κίνηση του εχθρού, κι έτσι εκείνη τη μέρα οι Έλληνες πολέμησαν με ακόμα μεγαλύτερη γενναιότητα, καθώς ήξεραν πως το τέλος τους κοντοζύγωνε και ήθελαν να χαλάσουν όσους περισσότερους μπορούσαν: «Έφτασαν στην κορυφή της παλικαριάς τους χτυπώντας τους βαρβάρους, αψηφώντας το θάνατο μες στη μανιασμένη αποκοτιά τους».


Οι Αθάνατοι συναντήθηκαν στο βουνό με τους Φωκείς που παραφυλούσαν στα μυστικά περάσματα και συγκρούστηκαν για λίγο μαζί τους, πριν οι δεύτεροι υποχωρήσουν γρήγορα στην κορυφή του βουνού. Οι Πέρσες, μας λέει ο Ηρόδοτος, δεν έδωσαν συνέχεια στη μάχη με τους Φωκείς καθώς επείγονταν να φτάσουν εγκαίρως στα νώτα του Λεωνίδα. Ο οποίος πέφτει πριν φτάσουν οι Αθάνατοι στις θέσεις τους και τώρα όλοι μάχονται για το πτώμα του σπαρτιάτη βασιλιά: «Πέρσες και Λακεδαιμόνιοι έδωσαν ανάμεσά τους πολύωρη μάχη σώμα με σώμα, ωσότου οι Έλληνες με την αντρεία τους το τράβηξαν προς το μέρος τους κι έτρεψαν σε φυγή τον εχθρό τέσσερις φορές».
«Έτσι συνεχίστηκε για ώρα η μάχη, ως τη στιγμή που έφτασαν εκείνοι που οδηγούσε ο Εφιάλτης. Όταν οι Έλληνες αντιλήφθηκαν τον ερχομό τους, από εκείνη την ώρα ο αγώνας άλλαξε μορφή», συνεχίζει ο Ηρόδοτος εννοώντας πως η τακτική των Ελλήνων έγινε από επιθετική, αμυντική. Η ύστατη άμυνα οργανώνεται σε έναν μικρό λόφο, που ο Ηρόδοτος αποκαλεί «Κολωνό», στην είσοδο των στενών, όπου θα αγωνιστούν ως το τέλος.
Μέσα σε όλα, οι Θηβαίοι αυτομολούν στον εχθρό και όσοι απομένουν θάβονται μέσα στο νέφος από τα βέλη του εχθρού. «Εν τούτ σφέας τ χώρ λεξομένους μαχαίρσι, τοσι ατν τύγχανον τι περιεοσαι, κα χερσ κα στόμασι κατέχωσαν ο βάρβαροι βάλλοντες», διηγείται ο ιστορικός στο πρωτότυπο κείμενο…



Το τέλος του προδότη

Με την προδοτική υπόδειξη του Εφιάλτη, οι Πέρσες απώθησαν τους Φωκείς και περικύκλωσαν τους υπόλοιπους Έλληνες, μετρώντας μια δανεική νίκη στο πεδίο της μάχης. Ο ελληνικός στόλος, μαθαίνοντας τα νέα, απομακρύνθηκε από το Αρτεμίσιο και υποχώρησε στη Σαλαμίνα, όπου θα πετύχαινε αργότερα μια αποφασιστικής σπουδαιότητας νίκη, η οποία με τους θριάμβους των Πλαταιών και της Μυκάλης θα ματαίωναν οριστικά τα σχέδια των Περσών για κατάκτηση του ελλαδικού χώρου.
Όσο γίνονταν αυτά, ο Εφιάλτης είχε εκπληρώσει τον δικό του ρόλο στην Ιστορία και κρυβόταν τώρα με την αναμφίβολα γενναία χρηματική ανταμοιβή που απέσπασε από τον πέρση αυτοκράτορα. Όταν απομακρύνθηκε οριστικά ο κίνδυνος, η Δελφική Αμφικτιονία επικήρυξε τον Εφιάλτη έναντι εξίσου μεγάλης χρηματικής αμοιβής.
Υπάρχουν μάλιστα πηγές που αναγνωρίζουν άλλους ως τους περιβόητους προδότες των Θερμοπυλών, μια υπόθεση που απορρίπτει ωστόσο με σθένος ο Ηρόδοτος λέγοντας πως η Αμφικτιονία δεν επικήρυξε κανέναν άλλο ως προδότη παρά μόνο τον Εφιάλτη. Έχουν προταθεί πάντως ως οδηγοί των Περσών στα νώτα των Ελλήνων τόσο οι Ονήτης και Φαναγόρας, αμφότεροι από την Κάρυστο, όσο και ο Κορυδαλλός από την Αντίκυρα.
Ο Εφιάλτης κατέφυγε καθώς λέγεται για χρόνια στη Θεσσαλία και έπειτα από αρκετό καιρό, νιώθοντας προφανώς ασφαλής, επέστρεψε στη γενέτειρά του. Όπου και θα τον αναγνωρίσει ένας συμπατριώτης του, ο Αθηνάδης ο Τραχίνιος, σκοτώνοντάς τον επιτόπου. Το τέλος του ήταν αντάξιο του προδοτικού του βίου, ζώντας κατατρεγμένος και φοβισμένος στη Θεσσαλία πριν συναντήσει τη μοίρα που του επιφύλαξε η δράση του.
Οι Λακεδαιμόνιοι τίμησαν τον δολοφόνο του και ο Εφιάλτης απαθανατίστηκε στην Ιστορία ως ο μεγαλύτερος προδότης του αρχαίου κόσμου…



Τρίτη 30 Μαΐου 2017

30.5.1941 Η Πρώτη πράξη Αντίστασης στην Ελλάδα της Κατοχής




Η Πρώτη πράξη Αντίστασης στην Ελλάδα της Κατοχής

Σαν σήμερα στις 30 Μαΐου του 1941 δύο παλληκάρια ο Μανόλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας προσφέρουν στην Ελλάδα την πρώτη πράξη αντίστασης κατά των Γερμανών κατεβάζοντας την χιτλερική σημαία από τον ιστό της στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Παρακάτω θα διαβάσετε απόσπασμα από την συνέντευξη που έδωσε ο Απόστολος Σάντας στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα του Στέλιου Κούλογλου.
Θα πρέπει να σας ενημερώσω ότι πρόκειται για κατά λέξη απομαγνητοφωνημένη καταγραφή της συνέντευξης χωρίς συντακτική επεξεργασία και ως εκ τούτου θα πρέπει να συγχωρεθούν κάποια χωρίς συντακτικό ειρμό σημεία της.



Πρώτη πράξη Αντίστασης

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Στις 30  Μαΐου του 1941, δύο φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος (Λάκης) Σάντας πηγαίνουν στην Μπενάκειο Βιβλιοθήκη, βρίσκουν και μελετούν όλα τα σχεδιαγράμματα της Ακρόπολης. Όταν θα κατεβάσουν τη γερμανική σημαία από τον ιερό βράχο, θα αφήσουν επίτηδες επάνω στον ιστό τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα για να μην κατηγορηθούν οι Έλληνες φύλακες.
Ακολουθεί η συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Απόστολος Σάντας, που έφυγε από τη ζωή το 2011, στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα του Στέλιου Κούλογλου:
Θέλω να σας ρωτήσω πού βρισκόσασταν και πόσων χρονών ήσασταν όταν ξέσπασε ο πόλεμος;
Με ρωτήσατε πού βρισκόμουν, πόσων χρονών ήμουν όταν ξέσπασε ο πόλεμος, δηλαδή την 28η Οκτωβρίου 1940. Μόλις είχαμε τελειώσει τον περασμένο χρόνο το Γυμνάσιο, το 4ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών στο οποίο πήγαινα μαζί με τον Μανόλη Γλέζο και είχαμε (τελειώσει) το καλοκαίρι και το Σεπτέμβριο δώσαμε εγώ στα Νομικά, ο Μανόλης Γλέζος στην Ανωτάτη Εμπορική και κάτι άλλοι συμμαθητές μας σε άλλες Ανώτατες Σχολές. Εγώ είχα μπει στα Νομικά του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Μανόλης είχε μπει στην Ανωτάτη Εμπορική. Και περιμέναμε να αρχίσουν τα μαθήματα. Στις 28 Οκτωβρίου λοιπόν, που ήταν ημέρα Δευτέρα, ξαφνικά ακούστηκαν το πρωί, πρωί σειρήνες οι οποίες σειρήνες είχαν τοποθετηθεί για την προστασία του πληθυσμού σε αντιαεροπορική ας πούμε άμυνα επειδή επέκειτο πόλεμος, να προφυλαχθεί ο πληθυσμός σε τίποτα καταφύγια κτλ., είχαν γίνει και ορισμένα μαθήματα πολύ σωστά, διότι επέκειτο βομβαρδισμός από αεροπλάνα εχθρικά.

27 Απριλίου 1941. 
Οι Γερμανοί υψώνουν την πολεμική τους σημαία στην Ακρόπολη των Αθηνών
 
Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Στις 27 Απριλίου 1941 φτάσανε (οι Γερμανοί) με επικεφαλής ένα τμήμα της 12ης στρατιάς με Διοικητή το στρατηγό Φον Στούμε, φτάσανε στην Κηφισιά σε ένα μέρος που τους υπέδειξαν οι Έλληνες εκεί, ένα καφενείο που λεγόταν «Παρθενών» στην Κηφισιά, όπου τους περίμεναν ο Νομάρχης Αθηνών, ο Δήμαρχος Αθηνών ο οποίος ήταν ο Πλυτάς, ο Δήμαρχος Πειραιώς τον οποίο δε θυμάμαι πώς λεγόταν και ο Διοικητής της στρατιωτικής φρουράς Αθηνών, ο Φρούραρχος δηλαδή, ο στρατηγός Καβράκος, Έλληνας στρατηγός, οι οποίοι είχαν κηρύξει την Αθήνα ανοχύρωτη πόλη και παραδώσανε τα λεγόμενα κλειδιά της πόλεως στο στρατηγό Φον Στούμε ο οποίος έστειλε μια φάλαγγα με δυο τεθωρακισμένα επικεφαλής, αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες κτλ. προς την Αθήνα, με σκοπό να περάσουν μέσα από τους κεντρικούς δρόμους των Αθηνών, να φτάσουν στο σημείο της Ακροπόλεως, να ανεβούν στην Ακρόπολη των Αθηνών και να βάλουν την πολεμική τους σημαία εκεί. Πράγμα το οποίο έγινε. Ένας Υπολοχαγός μαζί με έναν Ανθυπολοχαγό επικεφαλής ο οποίος είχε τυλιγμένη την πολεμική τους σημαία, μια τεράστια σημαία την οποία θα δείτε εδώ που έχει η φωτογραφία, και ανεβήκανε και στον ιστό τον μεγάλο που υπήρχε στο μπελβεντέρε, στο στρογγυλό αυτό, ανεβήκανε και βάλανε τη σημαία.

 O Στρατιωτικός Διοικητής Αθηνών Χρήστος Καβράκος, κατά την παράδοση της κατακτηθείσας πόλης στους Γερμανούς

Ήταν δηλαδή η σημαία σύμβολο κυριαρχίας;
Κυριαρχίας των γερμανικών στρατευμάτων που καταλάβανε την Ελλάδα. Δίπλα, παρακάτω, σε έναν μικρό ιστό, βάλανε μια μικρή ελληνική σημαία, δήθεν για να τιμήσουν ας πούμε κτλ. Εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι ότι πρώτα πρώτα, την τελευταία στιγμή όταν παρεδόθη η πόλις πάνω στην Κηφισιά, στις 11 η ώρα το πρωί, για τελευταία φορά μίλησε ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών και ο εκφωνητής ο τότε ο οποίος ήταν γνωστός, δεν θυμάμαι το όνομά του, είναι γραμμένος, είπε «Έλληνες, αυτή είναι η τελευταία φορά που ακούτε τη φωνή της ελεύθερης Ελλάδος, σε λίγο ο σταθμός αυτός δε θα είναι ελληνικός, θα είναι γερμανικός, και θα ακούτε γερμανικά και ιταλικά νέα. Γεια σας, ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα, ζήτω το έθνος, ζήτω η Ελλάδα». Αυτή ήταν η ιστορία. Εκείνο όμως το οποίο έχει σημασία είναι ότι όταν περνούσε η φάλαγγα αυτή η τεθωρακισμένη, η οποία προχωρούσε να περάσει τη Βασιλίσσης Σοφίας, Κηφισίας, Βασιλίσσης Σοφίας κτλ. για να φτάσει στην Ακρόπολη, ούτε ένας Έλληνας δεν υπήρχε στον δρόμο. Δηλαδή πέρναγε η πομπή αυτή σε έρημους δρόμους. Ακόμη και τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά και μέσα από τις γρίλιες παρακολουθούσε ο κόσμος, γιατί τότε όλα τα σπίτια ήταν μονοκατοικίες και δίπατα σπίτια και είχαν παράθυρα, μπαλκόνια κτλ. Και παρακολουθούσαν τους Γερμανούς που περνάγανε, αλλά χωρίς ούτε ένας Έλληνας να βρεθεί στο δρόμο, εκτός βέβαια από ορισμένους δικούς τους ανθρώπους. Αυτό έχει σημασία.
Αυτό, το οποίο ήταν κάτι ανατριχιαστικό, το οποίο βέβαια το προσέξανε οι Γερμανοί και το αναφέρανε κατόπιν σε ορισμένες ανακοινώσεις τις οποίες είχαν κάνει. Ενώ ας πούμε στις άλλες χώρες που ήταν πια ήδη υπό κατοχή τους επευφημούσαν, είχε κόσμο στο δρόμο. Αυτό που έχει σημασία και μας είχε κάνει τεράστια εντύπωση ήταν ότι από τις συζητήσεις που κάναμε την άλλη μέρα μεταξύ μας όλη η παρέα ας πούμε, ανεβήκαμε επάνω στο κέντρο, στο Ζάππειο και μάθαμε ότι όταν πέρναγε αυτή η τεθωρακισμένη φάλαγγα των Γερμανών για να φτάσει να περάσει μέσα από τους κεντρικούς δρόμους να φτάσει στην Ακρόπολη να βάλει την πολεμική τους σημαία, ούτε ένας Έλληνας δεν είχε βγει στους δρόμους για να δει έστω από περιέργεια τους Γερμανούς οι οποίοι ήταν μπαρουτοκαπνισμένοι με τα κράνη, όπως ήταν, πολεμιστές, μαύροι, σου δίνανε την εντύπωση του πολεμιστή ας πούμε και προχωρούσανε. Αλλά μέσα από τις γρίλιες, με κλεισμένα παράθυρα τους παρακολουθούσαν και δεν υπήρχε κανένας στο δρόμο εκτός βέβαια από δικούς τους ανθρώπους, την Αστυνομία κτλ.
Αυτό λοιπόν έχει σημασία διότι στις άλλες χώρες της Ευρώπης, στις περισσότερες από αυτές, από ό,τι μάθαμε, σε ορισμένες φωνάζανε στα Γερμανικά, ζητωκραυγάζανε κιόλας τους Γερμανούς, τους θεωρούσαν ελευθερωτές. Σε άλλες δε χώρες όχι μόνο είχαν συμβιβαστεί μαζί τους κτλ. αλλά είχαν αρχίσει και τους εξυπηρετούσαν, τους βοηθούσαν κτλ. Εδώ όμως δεν έγιναν αυτά τα πράγματα, στην Ελλάδα.
Πάμε λοιπόν στην επόμενη μέρα. Τι συζητάτε στην παρέα σας πέρα από αυτό;
Την επόμενη μέρα, περάσαμε πάνω από την οδό Πανεπιστημίου, ανεβήκαμε και φτάσαμε στο Σύνταγμα και από εκεί στο Ζάππειο. Εκεί μαζευόταν όλη η παρέα, το φοιτηταριό, οι νεαροί της Αθήνας, τότε ήμαστε και λίγος πληθυσμός και ήξερε ο ένας τον άλλον κτλ.; τρόπος του λέγειν δηλαδή. Οι Γερμανοί είχαν αρχίσει, πρώτα, πρώτα βγάλανε τα αντιαεροπορικά τους, τα κινητά αεροπορικά τους σε αυτοκίνητα πάνω και τεθωρακισμένα και περίμεναν γιατί πίστευαν ότι οι Εγγλέζοι θα στείλουν τα αεροπλάνα να βομβαρδίσουν. Και είχαν βάλει παντού, ακόμα και στην Ακρόπολη είχαν βάλει αντιαεροπορικά τα οποία είδαμε μετά όταν ανεβήκαμε επάνω να δούμε για άλλα πράγματα. Και βλέπαμε τους Γερμανούς στρατιώτες λοιπόν εκεί γύρω, παντού δε όπου στέκονταν βάζανε σημαίες για να δείξουν στα δικά τους αεροπλάνα τα οποία περνάγανε επάνω και βομβαρδίζανε στον Πειραιά το λιμάνι, πλοία τα οποία προσπαθούσαν να πάρουν Εγγλέζους να φύγουν για τη Μέση Ανατολή κτλ., για να βλέπουν πού ήταν τα γερμανικά οχήματα, να μην βομβαρδίσουν εκεί.
Έτσι λοιπόν αρχίσαμε και συζητούσαμε μεταξύ μας τα παιδιά τι γίνεται, τι θα κάνουμε, τι θα γίνει κτλ. Αυτή ήταν η κατάσταση. Εν τω μεταξύ υπήρχε ένα ψυχολογικό κενό και στον πληθυσμό αλλά και σε εμάς ιδιαίτερα τους νέους, που είναι το πιο ευαίσθητο σημείο ενός λαού και μάλιστα ηρωικού λαού, ότι το ψυχολογικό κενό το οποίο είχε δημιουργηθεί από την εξής οξύμωρη έννοια: Ότι ενώ μέχρι προχθές ολόκληρη η Ελλάδα ήταν ενθουσιασμένη διότι τα παιδιά της, τα Ελληνόπουλα νικούσαν έναν καλύτερα εξοπλισμένο και πολυπληθέστερο εχθρικό στρατό ο οποίος μέχρι τότε μαζί με τους συμμάχους του ήταν αήττητος, και σε μια στιγμή μέσα βρέθηκα από νικητής ηττημένος. Και όχι μόνο ηττημένος, αλλά και κατακτημένος. Υπήρχε λοιπόν ένα αίσθημα αδικίας, αγανάκτησης, λύπης, πικρίας και πόνου. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί είχαν αρχίσει ήδη τις προετοιμασίες και από ό,τι μαθαίναμε και από τις εφημερίδες είχαν αρχίσει της επιχειρήσεις δια θαλάσσης για να καταλάβουν την Κρήτη. Είδαμε την αποτυχία, είδαμε ότι βουλιάξανε και πλοία όχι μόνο των Γερμανών αλλά και των Εγγλέζων, πολεμικά πλοία από την Αεροπορία τη γερμανική και γινόταν μάχη στη Μεσόγειο. Ξέραμε λοιπόν ότι έτσι θα αρχίσει η μάχη της Κρήτης.
Και κατά τις 20 του μηνός περίπου, 19, 20 του μηνός, δε θυμάμαι ακριβώς, άρχισε η επίθεση με αλεξιπτωτιστές, με βομβαρδισμούς και εν συνεχεία με αλεξιπτωτιστές, από ό,τι μαθαίναμε δηλαδή και από το BBC. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί είχαν απαγορεύσει κάθε εκπομπή ξένη κτλ., είχαν κάνει προειδοποιήσεις ότι εάν τα αισθήματα του ελληνικού πληθυσμού δεν είναι φιλικά προς τους Γερμανούς στρατιώτες, θα ληφθούν αυστηρά μέτρα κτλ. Μια μέρα που ήμαστε πάλι όλοι μαζί εκεί επάνω στο Ζάππειο και μιλούσαμε, ήταν λιακάδα, η μάχη της Κρήτης εξελισσόταν και κοιτάζαμε προς την Ακρόπολη και βλέπαμε αυτή την τεράστια πολεμική σημαία επάνω στην Ακρόπολη. Σε μια στιγμή ο Μανόλης ο οποίος ήταν στραμμένος προς την Ακρόπολη μου λέει: «Λάκη κοίταξε εκεί επάνω, κοίταξε να δεις τι γίνεται εκεί πάνω». Κοιτάω λοιπόν, βλέπω τη σημαία. Εν τω μεταξύ είχαμε συζητήσει ιδιαίτερα με το Μανόλη με τον οποίο ήμαστε πιο συνδεδεμένοι, είχαμε συζητήσει ότι κάτι πρέπει να κάνουμε. Αλλά τι να κάνουμε;


Το να πειράξουμε έναν Γερμανό στρατιώτη να του αρπάξουμε το πιστόλι κτλ. θα μας σκοτώνανε επί τόπου και θα ήταν ένα απλό συμβάν, δηλαδή με το να χτυπήσουμε έναν Γερμανό στρατιώτη δεν έβγαινε τίποτα, δεν είχε σημασία συμβολική που να πειράξει τους Γερμανούς, εμείς θέλαμε να κάνουμε κάτι που να πειράξει τους Γερμανούς, κάτι που είχε σχέση με ιδεαλισμό. Και μόλις μου είπε ο Μανόλης και γύρισα και κοίταξα, όπως ήταν έτσι με τον ήλιο επάνω και είδα τη σβάστιγγα διότι είχε αέρα και κυμάτιζε η σημαία τους, η οποία ήταν μια τεράστια σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό και πάνω αριστερά είχε τον γοτθικό στρατό του Κάιζερ, του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, του λέω «ναι, έχεις δίκιο, αυτό είναι, αυτό πρέπει να τους κάνουμε εάν μπορούμε». Από κει και πέρα, αμέσως μετά φύγαμε, ξεχωρίσαμε από τους άλλους και αρχίσαμε να συζητάμε εντατικά τι θα κάνουμε και πώς θα το μεθοδεύσουμε. Η πρώτη λοιπόν σκέψη ήταν να πάμε στην εγκυκλοπαίδεια, γιατί ήμαστε άνθρωποι μορφωμένοι και βιβλιοφάγοι. Και πήγαμε στη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη, ανοίξαμε την εγκυκλοπαίδεια στη λέξη «Ακρόπολις» και πήραμε όλα τα σχεδιαγράμματα και διαβάσαμε τα πάντα. Είδαμε λοιπόν την ιστορία, πότε γκρεμιστήκανε, πότε ξαναφτιαχτήκανε, πότε την καταλάβανε οι Τούρκοι, πότε οι Έλληνες, πότε έτσι, πότε αλλιώς.
Καταλήξαμε λοιπόν στο σημείο ότι το μόνο μέρος στο οποίο υπήρχε μια ρωγμή, το μέρος αυτό, η σπηλιά της Ανάγνου το οποίο είχε μια ρωγμή από ένα βάθρο που ήταν στο βορινό μέρος του Ερεχθείου μέχρι κάτω και από ένα σημείο και μετά είχε ένα ξεροπήγαδο εις το οποίο κατά τη μυθολογία ήταν το άνδρο, η φωλιά του Εριχθόνιου, ο οποίος ήταν ο ιερός όφις της Αθηνάς, ο φύλακας της Ακρόπολης, ήταν αυτός που φύλαγε τους ιερούς ναούς της Ακρόπολης, αυτό το φίδι που έχει στην ασπίδα της η θεά Αθηνά, και ο οποίος κατά τη μυθολογία οι ιέρειες των ναών του ρίχνανε μελόπιτες μια φορά το μήνα για να διατηρείται, να τρώει και να φυλάει τα ιερά. Αυτό ήταν μια μεγάλη ρωγμή η οποία είχε ένα άνοιγμα όμως, στη βορινή πλευρά προς τη μεριά των Αέρηδων, τη βορινή πλευρά. Το θέμα ήταν ότι από το βάθρο, από τη οπή που είχε στη βορινή πλευρά στο τείχος της Ακροπόλεως μέχρι επάνω, όπου ήταν το βάθρο στη βάση του Ερεχθείου, εάν μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι εκεί.
Είχαμε δει λοιπόν ότι εκεί είχαν κάνει ανασκαφές οι Γάλλοι αρχαιολόγοι. Πήγαμε λοιπόν και αρχίσαμε να κάνουμε κατόπτευση το απογευματάκι. Είχε ένα αλσύλιο, δεντράκια, από έξω ένα συρματόπλεγμα με μια πόρτα και επάνω ήταν ο τοίχος. Σε μια στιγμή είχαμε μια ξύλινη παλιά πόρτα σα σανίδες, η οποία ήταν κλεισμένη επάνω σε ένα μέρος του βράχου. Και καταλάβαμε ότι εκεί υπήρχε μια οπή. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε την ίδια μέρα, καθίσαμε εκεί, είχε ένα καφενεδάκι στον περίγυρο της Ακρόπολης, παρακάτω είναι και μια εκκλησία που λέγεται «η Σταύρωση του Χριστού», κάπως έτσι, και πήγαμε λοιπόν εκεί, καθίσαμε, πέρασε η ώρα, πηδήξαμε τα συρματοπλέγματα, ανεβήκαμε μέσα από τα δέντρα και φτάσαμε στην πόρτα αυτή. Εκεί είδαμε ότι υπάρχει ένα λουκέτο σκουριασμένο το οποίο προσπαθήσαμε και του βγάλαμε τις στρόφιγγες, ανοίξαμε την πόρτα και είδαμε μια οπή. Δεν είχαμε όμως μαζί μας φανάρι για να δούμε, μέσα ήταν σκοτάδι, υπήρχαν και κάτι νυχτερίδες κτλ., την κλείσαμε πάλι την πόρτα, φύγαμε και πήγαμε την άλλη μέρα πάλι αργά το βράδυ.
Δηλαδή η κυκλοφορία είχε απαγορευθεί από τις 11 μέχρι το πρωί στις 6. Πήγαμε λοιπόν από τις 9, μπήκαμε, αυτή τη φορά είχαμε κι ένα μικρό φανάρι και ρίξαμε μέσα και είδαμε στη δεξιά μεριά, πράγματι υπήρχε ένα πλάτωμα με πέτρες και χώματα κι αυτά, και παραπέρα ήταν η οπή που ήταν το ξεροπήγαδο. Δεξιά όμως στο βράχο επάνω είχε μαδέρια, το οποίο ήταν το ένα έτσι, το άλλο έτσι και ανεβαίνανε προς τα πάνω. Αυτά τα μαδέρια είχαν μείνει από τις ανασκαφές τις οποίες είχαν κάνει οι Αρχαιολόγοι. Δεν ξέραμε όμως αν κρατάνε τα μαδέρια. Έτσι λοιπόν ανεβήκαμε στα πρώτα μαδέρια να δούμε αν κρατάνε. Και είδαμε ότι κρατάνε το βάρος μας. Μετά φύγαμε, κλείσαμε πάλι την πόρτα και την Κυριακή, την επόμενη Κυριακή, μετά τρεις μέρες δηλαδή, ανεβήκαμε επάνω στην Ακρόπολη ως επισκέπτες, ότι πάμε να δούμε την Ακρόπολη.
Πήγαμε λοιπόν, πήγαμε σιγά σιγά όταν δε μας παρακολουθούσε κανένας προς το Ερεχθείο, πήγαμε προς τα κάτω και είδαμε το βάθρο, τα σκαλιά που κατεβαίνουν και είδαμε την οπή πάλι. Πήγαμε λοιπόν εκεί, κατεβήκαμε στα σκαλιά σιγά, σιγά και κοιτάξαμε και είδαμε ότι τα μαδέρια αυτά ήταν μισό μέτρο από το τελευταίο σκαλί. Και είδαμε ότι μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι εκεί. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε ότι από εκεί θα ανέβουμε. Το θέμα είναι ότι μπροστά από το στρογγυλό το μπελβεντέρε που επάνω στον μεγάλο αυτό ιστό υπήρχε η γερμανική πολεμική σημαία, για το κάτω υπήρχε μια σκοπιά ξύλινη η οποία έμπαινε ο σκοπός όταν έβρεχε ή είχε άσχημο καιρό.
Εν τω μεταξύ στα Προπύλαια κάτω, εκεί που βγάζουν τα εισιτήρια κτλ., εκεί ήταν ο στρατωνισμός της διμοιρίας που φύλαγε τη σημαία. Υπήρχε μια διμοιρία Γερμανών στρατιωτών. Ολόκληρη διμοιρία φύλαγε τη σημαία. Ολόκληρη διμοιρία βέβαια είχαν, γιατί είδαμε πολλούς, δεν ξέραμε πόσοι είναι. Μετά κατεβήκαμε και φύγαμε. Εν τω μεταξύ μέρες είχαν περάσει και στις 29 του μηνός το βράδυ αργά, βγάλανε ανακοίνωση οι Γερμανοί και την άλλη μέρα το πρωί βγήκαν και εφημερίδες, αλλά από το ραδιόφωνο έκαναν ανακοίνωση ότι η μάχη της Κρήτης έληξε με νίκη των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων της Βέρμαχτ κτλ. και έλεγαν διάφορα μέτρα, ότι έγιναν εγκλήματα κατά των Γερμανών, τα δικά τους κτλ. Αμέσως ήρθε ο Μανόλης και μου χτύπησε την πόρτα, βγήκα έξω, μου λέει «Λάκη πρέπει να πάμε, πότε να πάμε;» Του λέω «να πάμε αύριο. Απόψε δε μπορούμε να πάμε, έχει περάσει η ώρα» ήταν 10 και κάτι η ώρα. Μου λέει «εντάξει». Αυτός του οποίου την κηδεία θα πάμε σήμερα στις 5 η ώρα, ήταν ο τρίτος άνθρωπος, ο Αντώνης ο Μοσχοβάκης, ο οποίος είχαμε σκοπό να του πούμε αν μπορεί να έρθει μαζί μας. Τελικά δεν έγινε αυτό το πράγμα και πήγαμε μόνοι μας την άλλη μέρα.
 Η ανακοίνωση των Γερμανών στις εφημερίδες τη; 1ης Ιουνίου 1941

Να σας ρωτήσω: Ενώ ήσασταν μεγάλη παρέα και ενώ βρισκόσασταν κάθε απόγευμα στο Ζάππειο και σε αυτήν την περιοχή, εσείς τα είπατε αυτά τα σχέδιά σας σε κάποιον άλλον; Πώς τηρήσατε δηλαδή αυτή τη συνωμοτικότητα που απαιτείτο;
Πρώτα, πρώτα αυτό ήταν ένα εγχείρημα επειδή εμείς ήμαστε γνώστες της συμβολικής σημασίας που θα είχε για το γερμανικό στρατό ο οποίος ήταν ένας στρατός περήφανος και υπερφίαλος ας πούμε και πολύ βάρβαρος, και ήταν και πολεμιστής, ότι η προσβολή αυτή στη σημαία τους ήταν μεγάλη προσβολή, γιατί όπως ξέρουμε η σημαία είναι το σύμβολο. Στη μάχη όταν σκοτωθεί ο στρατιώτης που κρατάει τη σημαία όταν γίνεται επίθεση, αμέσως την παίρνει άλλος κτλ. και η σημαία πρέπει να είναι πάντα ψηλά.
Επειδή ξέραμε ότι ήταν θανάσιμο αυτό, εάν λοιπόν τα καταφέρναμε, ξέραμε ότι οι Γερμανοί αν μας πιάσουν καταρχήν θα μας σκοτώσουν. Και μάλιστα καλύτερα ήταν να σκοτωθούμε μόνοι μας γιατί θα μας βασανίζανε κιόλας. Αλλά δεν μπορούσαμε να εμπιστευθούμε σε κανέναν. Όμως για το ζήτημα του συνωμοτισμού που λες, αυτό το μεταξύ μας, αυτό είχε προϊστορία διότι όπως είπα προηγουμένως εμείς είχαμε βγάλει το 4ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών όπου υπήρχαν δυο συμμαθητές μας, ο ένας ήταν από την Αίγυπτο, ελληνικής καταγωγής που είχε έρθει για να βγάλει το Γυμνάσιο εδώ και να σπουδάσει Νομικά, και ο άλλος ήταν από τη Δωδεκάνησο, από τη Ρόδο και είχε έρθει εδώ, τον στείλανε οι γονείς του για να σπουδάσει Ελληνικά.
Αυτός λοιπόν μας διηγείτο την κατοχή των Ιταλών στη Δωδεκάνησο που οι Ιταλοί προσπαθούσαν να εξιταλίσουν τα ελληνόπουλα εκεί και απαγορεύανε, βάζανε ως κύρια γλώσσα την Ιταλική στα σχολεία κτλ. Επειδή λοιπόν το καθεστώς εδώ όπως σας είπα ήταν, και κάνω μια παρέκβαση τώρα, αντίγραφο του καθεστώτος του φασιστικού της Ιταλίας και είχε δημιουργήσει και νεολαία που χαιρέταγε κατά αυτό τον τρόπο, με το χέρι τεταμένο κτλ. αλά Ιταλία, εν τω μεταξύ οι πατεράδες μας εμάς ήταν άνθρωποι δημοκρατικοί διότι ήταν με το Βενιζέλο τότε κτλ., είχαμε δημιουργήσει μια κατάσταση, δηλαδή λέγαμε διάφορα, ένα είδος νεαρών δημοκρατικών ας πούμε, ενάντια στο καθεστώς.


 Σχόλιο του φιλοναζιστικού τύπου

Ακόμη μας πιέζανε και με τις διάφορες συγκεντρώσεις τις οποίες κάνανε με τη νεολαία, μας υποχρέωναν να φοράμε μια μπλε στολή, να χαιρετάμε έτσι, να πηγαίνουμε στις παρελάσεις, πράγματα τα οποία εμείς δεν τα θέλαμε, οι νέοι άνθρωποι ας πούμε, και ήμαστε εναντίον αυτής της κατάστασης. Υπήρχε λοιπόν ένα είδος τέτοιου συνωμοτισμού, δηλαδή είχε δημιουργηθεί η κατάσταση. Τώρα λοιπόν που βρισκόμαστε και στα δύσκολα, σε καταστάσεις πολεμικές πλέον και ξέραμε τι σημασία συμβολική θα είχε η προσβολή αυτή εναντίον των Γερμανών, γι αυτό προσπαθούσαμε.
Τώρα το γιατί οι δυο μας; Γιατί έτσι, ταιριάζαμε με το Μανόλη, έχουμε την ίδια ιδιοσυγκρασία, ήμαστε λιγάκι διαφορετικοί σε άλλα πράγματα, αλλά στο ζήτημα του θάρρους ας το πούμε, της παλικαριάς, της ανδρειοσύνης κτλ. ήμαστε ίδιοι, δεν υπήρχε δηλαδή περίπτωση να λυγίσουμε με τίποτα. Και αυτό ήταν αυθόρμητο, δεν το κάναμε διότι κάναμε τον παλικαρά. Μάλιστα εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι ότι όταν μάθανε μετά τον πόλεμο οι άλλοι συμμαθητές μας που ζούσαν ακόμη, γιατί ορισμένοι σκοτωθήκανε κι αυτοί στον πόλεμο, όταν μάθανε τα δυο παιδιά αυτά, γιατί ήμαστε από τα πιο ήσυχα παιδιά της τάξης, ήταν αυτά που έκαναν αυτό το κατόρθωμα, έμειναν έκπληκτοι.
Και εκτός από αυτό, εμείς κάναμε το κατόρθωμα και μετά πήγαμε στην Αντίσταση. Και μείνανε με το στόμα ανοιχτό, «μα αυτοί; Αυτοί δεν είναι ούτε καυγατζήδες ούτε τίποτα». Να φανταστείς δεν καπνίζαμε κιόλας, οι άλλοι καπνίζανε κιόλας κρυφά. Εμείς τότε δεν καπνίζαμε κιόλας. Ήσασταν καλά παιδιά... Ναι. Είχαμε λοιπόν μια προδιάθεση για αυτό. Αποφασίσαμε λοιπόν με το Μανόλη να πάμε την άλλη μέρα και πήγαμε. Πραγματικά μπήκαμε μέσα, ανεβήκαμε, βγήκαμε επάνω από το τελευταίο μαδέρι, κατορθώσαμε και φτάσαμε, ανεβήκαμε. Είχε ένα τέταρτο σελήνης και υπήρχε ησυχία, ηρεμία. Το θέμα ήταν τώρα, εάν ο σκοπός ήταν μέσα ή έξω από τη σκοπιά.
Εν τω μεταξύ ακούγαμε χάχανα κτλ. από κάτω, γιορτάζανε για την Κρήτη, τη νίκη της Κρήτης. Επειδή ήταν σκοτάδι και νύχτα, αυτοί γλεντάγανε και ακουγόταν πολύ. Για να δούμε λοιπόν αν υπήρχε σκοπός μέσα χωριστήκαμε, ο ένας πήγε από τη μεριά του Παρθενώνα κι ο άλλος από την άλλη και πετάγαμε πέτρες, ούτως ώστε αν είναι μέσα στη σκοπιά να βγει να δει τι είναι. Είδαμε λοιπόν ότι δεν υπάρχει σκοπός.


Και τότε ανεβήκαμε επάνω από τα σκαλιά, λύσαμε το συρματόσκοινο και προσπαθήσαμε να την κατεβάσουμε. Αυτή η σημαία είχε τρία μεγάλα σύρματα τα οποία είχαν στρόφιγγες από έξω από το βράχο και κρατάγανε τη σημαία η οποία όταν είχε αέρα, ήταν μια τεράστια σημαία, έτρεμε όλος ο ιστός. Η σημαία λοιπόν κατέβαινε μέχρι το τελευταίο, εκεί στον κόμβο που ήταν τα τρία σύρματα, και από εκεί δεν κατέβαινε. Φτάναμε μέχρι εκεί, σκαρφαλώναμε, την πιάναμε, την τραβάγαμε, τίποτα. Ο μόνος τρόπος για να κατεβεί η σημαία ήταν να ανοίξουν τα τρία σύρματα, όπως είναι στο γαϊτανάκι. Ο μόνος τρόπος λοιπόν ήταν ή θα φεύγαμε και θα την αφήναμε έτσι, ή θα έπρεπε να βγάλουμε τα σύρματα. Και αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό.
Πήγαμε λοιπόν και σιγά, σιγά, κατορθώσαμε και ξεμπλέξαμε τα σύρματα αλλά εν τω μεταξύ είχε περάσει μιάμιση ώρα και είχε περάσει η κυκλοφορία, είχε φτάσει 00.30 η ώρα και στο τέλος κατέβηκε η σημαία, την κόψαμε με ένα μαχαιράκι που είχα εγώ, κόψαμε από ένα κομμάτι από τον αγκυλωτό σταυρό, το βάλαμε στον κόρφο μας και τη μαζέψαμε κι έγινε ένας μπόγος τέτοιος, τον οποίο μπόγο όμως δε μπορούσαμε πλέον να τον πάρουμε μαζί μας που θα φεύγαμε, διότι πώς θα τον παίρναμε μαζί μας; Θα μας βλέπανε. Πού να τον πάμε; Και σκεφτήκαμε ότι το μόνο μέρος που μπορούσαμε να το πάμε είναι κάτω στο ξεροπήγαδο να το ρίξουμε και μάλιστα κάναμε και καλαμπούρι για να το φυλάει ο Εριχθόνιος.
Αφήσαμε εν τω μεταξύ, για να δείτε ότι ήμαστε πολύ ώριμοι για την ηλικία μας τότε, επειδή ξέραμε ότι οι Γερμανοί είναι μεθοδικός λαός και είναι άνθρωποι της λεπτομέρειας και μεθοδικοί, βάλαμε τα αποτυπώματά μας και ο ένας και ο άλλος επάνω στον ιστό της σημαίας. Άσε που σκαρφαλώνοντας προηγουμένως οπωσδήποτε θα υπήρχαν τα αποτυπώματα. Αυτό όμως έσωσε τους φύλακες και τους αρχαιολόγους της Ακροπόλεως, τους οποίους τους συλλάβανε όλους την άλλη μέρα. Αλλά επειδή ήταν τέτοιοι ακριβώς, καλέσανε και τον έλληνα Εισαγγελέα των Πρωτοδικών τότε, ο οποίος λεγόταν Μικρουλέας. Ο δε γιος του τώρα είναι και αυτός δικηγόρος και τον βρήκαμε μετά όταν κάναμε μια εκπομπή τότε με τον συχωρεμένο το Φρέντυ Γερμανό, ο Φρέντυ τον βρήκε το γιο του τότε Εισαγγελέα, ο οποίος μάλιστα προσπαθούσε να σαμποτάρει όσο μπορούσε.
Οι Γερμανοί όμως ανακριτές ήταν τυπικοί, είδαν ότι τα αποτυπώματα δεν ταιριάζανε και αφού τους κρατήσανε τους φύλακες και τους αρχαιολόγους, τους αφήσανε. Τους δικούς τους όμως, τους τουφεκίσανε. Φεύγουμε λοιπόν, κατεβαίνουμε, ρίχνουμε τη σημαία, ρίχνουμε από πάνω πέτρες και χώματα, ανοίγουμε την πόρτα και φεύγουμε. Και πάμε τώρα τοίχο, τοίχο, είναι η ώρα 1.30, τοίχο, τοίχο περνάμε από την Αδριανού κάτω, πάμε Μητροπόλεως, μόλις μπαίνουμε στην πλατεία που είναι η Μητρόπολη, εκεί αριστερά, ήταν ένα Ταμείο Δημόσιο και το φύλαγε ένας Αστυφύλακας.
Και ξαφνικά όπως περπατάγαμε τοίχο, τοίχο, στο φανάρι με το πιστόλι μας λέει «ψηλά τα χέρια, ποιοι είσαστε;» Αλλά ελληνικά. Είδαμε λοιπόν ότι είναι Έλληνας. Τον είδαμε μετά, ήρθε κοντά, είδαμε ότι είναι Αστυφύλακας. Εγώ ευτυχώς είχα την ταυτότητα της Νομικής στην τσέπη μου. Ο Μανόλης δεν είχε τίποτα. Βγάζω λοιπόν την ταυτότητα, «ποιοι είσαστε;» μας λέει. Του λέμε «είμαστε φοιτητές και είχαμε πάει σε ένα γλέντι και πέρασε η ώρα και τώρα επειδή οι δικοί μας ανησυχούν, πάμε..» Λέει, «καλά, δεν ξέρετε ότι οι Γερμανοί, οι Γερμανοί θα σας σκοτώσουν. Στο δρόμο τέτοια ώρα; Πού είναι τα σπίτια σας;» «Εδώ κοντά είναι, παρακάτω». «Μπορείτε να πάτε; Προσέξτε καλά. Για να δω». Τους κάνω έτσι λοιπόν, δεν την πήρε την ταυτότητα, είδε όμως τη λέξη «Πανεπιστήμιο» και μου λέει «καλά, εντάξει, φύγετε και να προσέχετε άλλη φορά» κτλ.
Αυτός ο άνθρωπος μάθαμε εκ των υστέρων, τότε που κάναμε την εκπομπή με το Φρέντυ Γερμανό ο οποίος ήταν πολύ τρομερός δημοσιογράφος, ψάξανε να βρουν τι έγινε. Αυτός ήταν πατριώτης. Αυτός είχε πεθάνει εν τω μεταξύ και βρήκαν τη γυναίκα του στη Σαλαμίνα, η οποία είπε, και το είπαμε αυτό στην εκπομπή που κάναμε, είπε τα εξής: Ότι την άλλη μέρα αυτός, όταν οι Γερμανοί έβγαλαν την ανακοίνωση, η οποία ανακοίνωση την άλλη μέρα έγραφε τα εξής, στο Γερμανό.
Μισό λεπτό, πείτε μου λίγο για αυτόν και μετά θα μου πείτε για τη γυναίκα του.
Αυτός είπε λοιπόν στη γυναίκα του ότι «αυτά τα παιδιά που σταμάτησα εχθές το βράδυ, πρέπει να έχουν κάτι να κάνουν με αυτό το ζήτημα των Γερμανών, της πολεμικής σημαίας. Αλλά δεν ξέρω με ποιους ήταν και τι ήταν κτλ., αλλά πάντως πρέπει να ήταν εκεί. Διότι ήταν ιδρωμένοι», εγώ φορούσα ένα άσπρο κουστούμι και ήταν λερωμένο κτλ. «Αυτοί έρχονταν από κει, αυτοί είχαν κάτι να κάνουν». Αλλά της λέει της γυναίκας του: «Πρόσεξε μη τυχόν και πεις κουβέντα σε κανέναν, γιατί θα τους σκοτώσουν». Αυτουνού του Αστυφύλακα του έχουν τη φωτογραφία στη Γενική Διεύθυνση της Αστυνομίας και τον έχουν ως ήρωα, διότι πραγματικά ήταν πατριώτης. Και το έγραψε και η «Αστυνομική Επιθεώρηση» μετά.
Θυμάστε το όνομά του;
Όχι, δεν το θυμάμαι αλλά άμα δείτε την εκπομπή το Φρέντυ Γερμανού θα το βρείτε εκεί. Φεύγουμε λοιπόν σιγά, σιγά, περνάμε από του Ψυρρή μέσα. κατεβαίνουμε και φτάνουμε, φτάνω πρώτα εγώ στο δικό μου και παρακάτω ήταν ο Μανόλης. Φτάνουμε λοιπόν, εγώ ανεβαίνω επάνω, ο πατέρας μου, ήταν όλοι όρθιοι και περίμεναν. Ο πατέρας μου, η μάνα μου, μητριά μου δηλαδή ήταν και η αδερφή μου η μεγάλη. «Παιδί μου τι έγινε, πού ήσουνα;» Βγάζω λοιπόν και μόλις το βλέπει ο πατέρας μου λέει: «Πω, πω συμφορά! Όχι μόνο θα μας σκοτώσουν οι Γερμανοί, θα μας εξανδραποδίσουν. Τη σημαία τους; Εν τω μεταξύ ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος είχε πολεμήσει στους Βαλκανικούς πολέμους, είχε πολεμήσει στη Μικρά Ασία, είχε τραύματα, ήταν έφεδρος Αξιωματικός και μόλις του είπα «σημαία», «θα μας κάψουν όλους, όλοι, μέχρι τρίτη γενεά» μου λέει. «Τη σημαία τη γερμανική;»
Περιμέναμε λοιπόν την άλλη μέρα το πρωί. Εν τω μεταξύ όλος ο κόσμος την άλλη μέρα το πρωί είχε βγει στις ταράτσες και κοίταζε επάνω. Ήταν μόνο η ελληνική σημαία, ο ιστός ήταν σκέτος χωρίς τη σημαία τη γερμανική και ο κόσμος εν τω μεταξύ είχε αρχίσει και διαδίδετο ότι φεύγουν οι Γερμανοί, θα κάνουν απόβαση οι Εγγλέζοι, έγινε αυτό, εκείνο, το άλλο, φεύγουν οι Γερμανοί κτλ. Ο κόσμος στα παράθυρα, γινόταν της κακομοίρας, στα καφενεία. Κατά τις 12 η ώρα λοιπόν, αρχίζει το ραδιόφωνο πρώτα. Ανακοίνωση από το ραδιόφωνο και αμέσως βγήκε έκτακτη έκδοση οι εφημερίδες.
Αφού είχατε κάνει αυτό που είχατε συμφωνήσει με το Μανόλη το Γλέζο και είχατε πάρει το κομματάκι του ο καθένας, είχατε κατέβει, τι λέγατε ο ένας στον άλλον; Δηλαδή τι συναίσθημα είχατε, τι συζητούσατε εκεί, αν συζητούσατε κάτι. Δηλαδή αν όπως πηγαίνατε προς τα σπίτια σας λέγατε κάτι, πιο ήταν τη συναίσθημά σας;
Λέγαμε τι θα γίνει την άλλη μέρα. Δεν ξέραμε. Λέγαμε διάφορα ας πούμε.
Τα είχατε καταφέρει θέλω να πω.
Ναι, καλά, ήμαστε ικανοποιημένοι, ψύχραιμοι. Και μάλιστα για να σου δείξω πόσο ψύχραιμοι είμαστε, επειδή τότε είχε τραμ, πρώτα, πρώτα προσπαθούσαμε να καλύψουμε τα ίχνη μας, που φύγαμε από εκεί. Αλλά δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε στους δρόμους. Αλλά τι σκεφτήκαμε: Ότι αν τυχόν έχουν σκυλιά, επειδή βλέπαμε και τα κινηματογραφικά έργα, τι είναι το μυαλό του ανθρώπου, σκεφτήκαμε επειδή αν είχαν σκυλιά και με τη μυρωδιά μας ακολουθούσαν, αρχίσαμε και περπατάγαμε ο ένας στη μία και ο άλλος στην άλλη στις γραμμές του τρένου, ούτως ώστε την άλλη μέρα το πρωί που θα ξεκινούσαν τα τραμ, να καλύψουν τη μυρωδιά κτλ. Μέχρι εκεί είχαμε φτάσει. Και τελικά φτάσαμε στα σπίτια μας βέβαια.
Μια ερώτηση: Εργαλεία είχατε πάνω;
Είχα εγώ ένα μαχαιράκι, αυτό με το οποίο κόψαμε τη σημαία και ένα μικρό κλεφτοφάναρο που το είχαμε μια μικρή σχισμή, είχα βάλει λευκοπλάστη δεξιά κι αριστερά και είχα μια μικρή σχισμή για να βλέπουμε την ώρα που ανεβαίναμε από τα μαδέρια επάνω και την ώρα που κατεβαίνανε. Γιατί κάτω ήταν 34 μέτρα περίπου όπως είδαμε εκ των υστέρων από πάνω μέχρι κάτω. 34 μέτρα βράχια που αν πέφταμε δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσουμε.
Αλλά θέλω να πω, ούτε ένα κατσαβίδι;
Τίποτα. Ένα μαχαιράκι μόνο, που κόψαμε τα σύρματα. Τίποτε άλλο. Και με τα χέρια σας λύσατε; Και με τα χέρια, γιατί ήταν ματωμένα τα χέρια μας όταν λύσαμε τις στρόφιγγες οι οποίες ήταν σκουριασμένες. Αλλά ευτυχώς ήταν πρόσφατες, επειδή είχαν βάλει τα σύρματα οι Γερμανοί. Γι αυτό τα λύσαμε, αλλιώς δε θα μπορούσαμε. 

Ανάρτηση καινούργιας σημαίας στην Ακρόπολη, αλλά όχι πολεμικής αυτή τη φορά
 
Την επόμενη μέρα λοιπόν, θέλω να μου πείτε για την ανακοίνωση των Γερμανών.
Οι Γερμανοί λοιπόν έβγαλαν μια ανακοίνωση που έλεγε το εξής: «Τη νύχτα της 30ής προς την 31η Μαΐου, άγνωστοι δράστες υπεξαίρεσαν τη γερμανική πολεμική σημαία από το βράχο της Ακροπόλεως. Οι δράστες θα τιμωρηθώσι δια της ποινής του θανάτου. Οι γνωρίζοντες ποιοι είναι οι δράστες και δεν το καταγγέλλουν στα στρατεύματα κατοχής, θα τιμωρηθώσι επίσης δια της ποινής του θανάτου. Απολύονται όλοι οι Διοικηταί Τμημάτων από τα Τμήματα που είναι στον περίβολο σε απόσταση.... περιορίζεται η κυκλοφορία αμέσως από τις 8 η ώρα» , 8, 9, δεν θυμάμαι ακριβώς «μέχρι το πρωί. Όποιος συναντάται στο δρόμο θα τουφεκίζεται. Θέλουμε να προειδοποιήσουμε τον ελληνικό λαό ότι τα γερμανικά στρατεύματα είναι φιλικώς διακείμενα προς τον ελληνικό πληθυσμό, αλλά εάν τυχόν εθνικές πράξεις εναντίον των στρατευμάτων λάβουν χώρα, θα ληφθούν αυστηρότατα μέτρα». Από κάτω, «Φον Στούμε», ο στρατηγός. Και μετά πλακώσανε..
Πρώτα, πρώτα ήρθε εδώ για να δει την Ακρόπολη κτλ και μάλιστα τον έχει και φωτογραφία στο βιβλίο του ο Βρετανός αυτός που έγραψε το «Η Αθήνα της κατοχής», ο Καθηγητής ο νεαρός τον οποίο γνώρισα μάλιστα, με είχε καλέσει ο Βασίλης Βασιλικός την ημέρα που βγάλανε το βιβλίο, είχε έρθει κι αυτός, ο Φον Μπράουχιτς, ο στρατάρχης. Μετά έστειλε ο Χίτλερ τον Χίμλερ, τον Υπαρχηγό του, Αρχηγό των ΕΣ ΕΣ μαζί με τρεις επιτελείς, τον οποίο τον έχω και φωτογραφία, τον έστειλε στη Ακρόπολη να κάνει ανακρίσεις και υπάρχει μια φωτογραφία που κοιτάει ακριβώς το βάθρο από το οποίο βγήκαμε εμείς. Τον έχει πάρει ο πολεμικός ανταποκριτής από κάτω μαζί με δυο δικούς του. Αυτά είπαν οι Γερμανοί, αυτή ήταν η ιστορία.
Την επόμενη μέρα υπήρχε αυτό το ράδιο αρβύλα ότι φεύγουν οι Γερμανοί, έρχονται οι Άγγλοι;
Ναι, εμείς δε μπορούσαμε να πούμε τίποτα.
Ο πατέρας σας;
Ο πατέρας μου το πρώτο πράγμα που έκανε, έκαψε το κομμάτι της σημαίας, τουλάχιστον να μην το βρουν. Το ίδιο έκανε και η μάνα του Μανόλη. Σε αυτό καλά κάνανε βέβαια, γιατί θα το βρίσκανε αυτοί. Επειδή μετά μας πιάσανε σε μια άλλη επιχείρηση, αλλά όχι οι Γερμανοί, η Γκεστάπο, το Ναυτικό κάτω, είχαμε πάει σε ένα πλοίο μέσα να μπούμε και μας πιάσανε οι Γερμανοί, βάζανε τις λόγχες και στα πατώματα.
Οπότε γίνεται αυτό που ήταν πραγματικά πλήγμα στον εγωισμό των Γερμανών, και εσείς κ. Σάντα τι κάνετε; Πού κινείστε εσείς προσωπικά;
Εκείνη την εποχή κρυβόμαστε. Εν τω μεταξύ βέβαια είχε αρχίσει, φέρνανε αιχμαλώτους, πήγαινε ο κόσμος, τους πέταγε τσιγάρα κτλ., οι Γερμανοί φωνάζανε, κάνανε, μας κυνηγούσαν κτλ. Προσπαθήσαμε να φύγουμε για τη Μέση Ανατολή, δε γινόταν, τη διώρυγα της Κορίνθου την είχαν γκρεμίσει, βομβαρδίσει, το λιμάνι του Πειραιά το είχαν βομβαρδίσει, την Πάτρα την είχαν καταστρέψει κτλ., γινόντουσαν βομβαρδισμοί στην Καλαμάτα, σε όλες τι ακτές, όπου υπήρχε πλοίο το βυθίζανε κτλ. για να μη φύγει στρατός και πάει προς τα κάτω, γιατί είχαν σκοπό να επιτεθούν στην Κρήτη, γενικά για να μην πάει στρατός στη Μέση Ανατολή.
Περνάει λοιπόν ο καιρός και το Σεπτέμβριο γίνεται το ΕΑΜ. Εν τω μεταξύ αρχίζουν τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο, αρχίζουμε και πηγαίνουμε στο Πανεπιστήμιο, στη λέσχη των φοιτητών του Πανεπιστημίου της Νομικής αρχίζω και έρχομαι σε επαφή μαζί με άλλους φοιτητές, εντάσσομαι στο ΕΑΜ των φοιτητών και από κει και πέρα αρχίζω και μπαίνω πλέον στην Αντίσταση. Γίνομαι δυναμικό μέλος και παίρνω εντολή να διοριστώ ημερομίσθιος και με προσωπικές γνωριμίες που είχε ο πατέρας μου στο Υπουργείο Γεωργίας και να υπεισέλθω στη δημοσιοϋπαλληλική, ως φράξια. Και μπαίνω εκεί κτλ. και προχωρώ στην Αντίσταση ……..

Ολόκληρη την συνέντευξη θα την βρείτε εδώ:




Οι Μανώλης Γλέζος και Λάκης Σάντας προσκεκλημένοι του Φρέντυ Γερμανού στην εκπομπή "Πρώτη σελίδα", δίνουν τις λεπτομέρειες σχετικά με την ηρωική πράξη της υποστολής της ναζιστικής σημαίας τον Μάιο του '41.
Άντε και στα δικά μας οι νεότεροι.