ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
& ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα
στον χρόνο
Στη
Βουλιαγμένη μια φορά
Tου Νίκου Αμμανίτη
Aνάμεσα στα τρέιλερ που
πρόβαλε σε κάποιο διάλειμμα τηλεοπτικής εκπομπής η ΕΡΤ1 υπήρχε και μια
διαφημιστική ταμπέλα που έγραφε απλώς «Γεύσεις από Ελλάδα», με την οποία
πληροφορούσε τον τηλεθεατή πως μέσα στην πλημμύρα εκπομπών που κατακλύζουν
καθημερινά τα κανάλια με απίθανες συνταγές μαγειρικής, υπάρχουν και οι
ταλαίπωροι Έλληνες, που πρέπει να τους υπενθυμίζουμε ότι εκτός από τα μενού που
κατεβάζουν οι γκλάβες μουσάτων σεφ υπάρχουν και φαγητά ελληνικά, μαγειρεμένα με
τα νοστιμότατα και αγνά προϊόντα που παράγουν επί αιώνες η ελληνική γη και οι
ελληνικές θάλασσες, με τα οποία σιτίζονταν για πολλές χιλιετίες οι συμπατριώτες
μας.
Το όνομα της παραγωγού και
παρουσιάστριας ήταν Ολυμπιάδα Ολυμπίτη, οπότε διερωτήθηκα εάν το όνομα είναι
συνωνυμία ή εάν η συμπαθέστατη αυτή κυρία είναι απόγονος του Ολυμπίτη, που
διαφέντευε προπολεμικά τη Βουλιαγμένη με το ξακουστό εστιατόριό του, το οποίο
με νοσταλγία θυμούνται όσοι το είχανε ζήσει.
Καθώς προβληματιζόμουνα
και καθώς οι αναμνήσεις χοροπηδούσαν στο μυαλό μου, ένα «ξωτικό» με αρπάζει, με
ξανακάνει μπόμπιρα επτά-οκτώ ετών και σταματώντας τον χρόνο με ξαμολάει στη
Βουλιαγμένη του τότε, μια μακρινή εξοχή στην… άκρη της Γης, γεμάτη λόφους και
λοφίσκους, πνιγμένη στην άμμο και τα πεύκα, απείραχτη, λες, από την πρώτη μέρα της
Γης.
Άμμος παντού, λεπτή και
χρυσοκίτρινη, στα σπλάχνα της οποίας ρίζωναν πεύκα κοντόχοντρα, που οι κορμοί
τους, γυρτοί και ταλαιπωρημένοι από τα μανιασμένα ξεροβόρια του χειμώνα, λες
και γονάτιζαν επίτηδες για να σκαρφαλώνουν τα παιδόπουλα κυνηγώντας χρυσόμυγες.
Φοράω μοναχά ένα σορτσάκι
και περπατάω ξυπόλητος πάνω στην καυτή άμμο και έχουνε τόσο πολύ εξοικειωθεί με
το ξυποληταριό τα ποδάρια μου, που ό,τι κι αν πατάνε δεν σκαμπάζουνε γρι. Είναι
καλοκαίρι του ‘37 ή του ‘38, ίσως και του ‘39.
Τι σημασία έχει; Γλυκός
και καλοσυνάτος ο Λαιμός της Βουλιαγμένης, όπου παραθερίζαμε, ήταν μέρος
ιδανικό για μπάνιο. Χερσόνησος ο ίδιος, συνδεόταν με μια άλλη βραχώδη
χερσόνησο, το Μικρό Καβούρι, με μια στενή λωρίδα άμμου.
Έτσι είχε δύο… θάλασσες
και δύο πλαζ. Στην ανατολική πήγαινε για κολύμπι το πρωί ο περισσότερος κόσμος,
με τα συνήθη παραθαλάσσια ξεφωνητά μικρών και μεγάλων, σχηματίζοντας έναν
ιδιότυπο συνωστισμό. Μόλις όμως έγερνε ο ήλιος, η πλευρά αυτή σοβαρευόταν. Η
ακύμαντη ως τότε θάλασσα έπαιρνε ένα βαθύ γαλάζιο χρώμα και κάτι απωθητικές
ρυτίδες την αυλάκωναν. Ο κόσμος αραίωνε και τότε έκανε πόρτα η δυτική παραλία,
αλλά με πολύ λιγότερους κολυμβητές, που έρχονταν με το μεσημεριανό λεωφορείο.
Εκεί ακριβώς που ο Λαιμός ακούμπαγε στο Μικρό Καβούρι, πάνω σε έναν αμμόλοφο,
κυριαρχούσε το επιβλητικό κτίριο του ορφανοτροφείου.
Στα χαμηλά βρισκόταν το
φημισμένο εστιατόριο του Ολυμπίτη, που κυριαρχούσε στη Βουλιαγμένη. Ήταν ένα
στενόμακρο, μεγαλούτσικο κτίσμα, μέσα στα πεύκα, πάνω σε γήλοφο. Έμοιαζε με
«μπρατσέρα» έτοιμη να σαλπάρει. Η … «πλώρη» της σημάδευε τη δυτική ακτή, ενώ τα
πλαϊνά της είχαν θέα στην ανατολική πλαζ. Αν θυμάμαι καλά, το αφεντικό ήταν
κοντούλης, στρογγυλούτσικος και λεγόταν Γιώργος.
Το εστιατόριο γέμιζε
ασφυκτικά τα μεσημέρια με παραθεριστές που γευμάτιζαν εκεί. Ούτε καρφίτσα δεν
έπεφτε. Περιδρομιάζανε και πέφτανε ψόφιοι σε κάποια σκιά για μεσημεριανό ύπνο,
μπαϊλντισμένοι απ’ τα γεμιστά που παραφάγανε. Τα τζιτζίκια πάνω στα πεύκα τους
νανούριζαν γλυκά. Αλλά και το βράδυ μάζευε κόσμο. Άναβαν τις λάμπες λουξ και
δημιουργούνταν βεγγέρες. Άλλοι χαρτοπαίζανε κι άλλοι το ρίχνανε στο
χαζοξενύχτι.
Ένα-δυο επίπεδα χαμηλότερα
σχηματιζόταν ένα λιμανάκι, όπου λικνίζονταν μερικές βαρκούλες. Ψαρόβαρκες οι
πιο πολλές και άλλες που κάνανε συγκοινωνία σαν ταξί με το απέναντι τέρμα,
συνδέοντας τη Βουλιαγμένη μεταξύ της… Τράβαγε κουπί ο βαρκάρης και με λίγα
κέρματα και πολλές πιτσιλιές διαπεραίωνε όσους βαριόνταν να περπατήσουν. Εκεί
υπήρχε και ένα γραφικό ταβερνάκι για μπας κλας πελατεία. Ένα γραμμόφωνο με χωνί
μεράκλωνε τους θαμώνες με τη «Βαρβάρα» και το «Λίγα λουλούδια αν θέλεις στείλε
μου…».
Καθώς ο Λαιμός ήταν η
καρδιά και η ψυχή της Βουλιαγμένης, κοντά στου Ολυμπίτη λειτουργούσε αγορά. Την
αποτελούσαν τρία μικρά μαγαζάκια. Το ένα ήταν περίπτερο. Πουλούσε τσιγάρα,
μέντες ΜΕΖ, και γκαζόζες «Ανάψυξις». Το άλλο πουλούσε ψωμί και το τρίτο πάγο.
Εάν χρειαζόσουν κάτι πιο περίπλοκο, έπρεπε να πας να το αναζητήσεις στο τέρμα.
Εδώ ερχόταν και το
λεωφορείο δύο φορές την ημέρα. Το πρωί και το μεσημέρι ανταγωνιστής του Ολυμπίτη
ήταν το εστιατόριο του Τόγκα, αλλά δεν ήταν, φαίνεται, ιδιαίτερα δημοφιλής.
Ακριβώς αντίκρυ από τον
Λαιμό, σε 300 περίπου μέτρα απόσταση, βρισκόταν το «Τέρμα». Εκεί ορθωνόταν η
μοναδική ταβέρνα-ξενοδοχείο «Ο Λάμπρος», όπου παραθέριζαν ηλικιωμένα ζευγάρια
που έκαναν είτε λουτροθεραπεία στην παρακείμενη λίμνη για να καλμάρουν κάποια
αρθριτικά είτε χαίρονταν τον επίλογο της ζωής τους ρομαντζάροντας
ηλιοβασιλέματα «διηγώντας τα να κλαις»!
Εκεί τελείωνε και η
Βουλιαγμένη. Η παραπέρα περιοχή ήταν γεμάτη αδιάβατους, πετρώδεις λόφους
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου