Η γιαγιά Αναστασία με τους γονείς μου Αντώνη και Μαρίκα Γραικιώτη
το 1940 στο σπίτι μας στη Νεάπολη Κρήτης
Η
γιαγιά Αναστασία
Θυμάμαι πάντα την γιαγιά Αναστασία
μαυροντυμένη να περιφέρεται στο σπίτι μας στη Νεάπολη της Κρήτης σιωπηλή, ζώντας
στον κόσμο της, χαμένη μέσα στον μεγάλο πόνο που κουβαλούσε και στις βαριές αναμνήσεις της.
Απ’ ότι λέγανε η γιαγιά ήταν
πολύ όμορφη στα νιάτα της. Γεννήθηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας και δεν πήγε σχολείο γιατί ήταν ένα τόσο όμορφο κορίτσι που κινδύνευε να την απαγάγουν
και να την στείλουν στο χαρέμι του πασά.
Παντρεύτηκε τον παππού και
απόκτησαν τρία παιδιά· δύο
κορίτσια και ένα αγόρι .
Όμως οι παππούδες μου στάθηκαν άτυχοι· πολύ άτυχοι γιατί η
μοίρα τους έταξε να θάψουν τα δυό από τα τρία παιδιά τους. Και ο μεν παππούς, ένας
πολυδιαβασμένος και βαθιά φιλοσοφημένος άνθρωπος, κατάφερνε να «ξεπερνά» τον
πόνο του λέγοντας : «γιατί θεέ μου» και συμπληρώνοντας «εσύ μου τα έδωσες … εσύ
μου τα πήρες. Αλλά γιατί;;». Η γιαγιά όμως, απλοϊκός άνθρωπος, ποτέ δεν
κατάφερε να ξεπεράσει τον πόνο της από την βαριά απώλεια και να ξεχάσει…
Οι δύο παρακάτω ιστορίες, που
έχουν διαφορά τριάντα τρία χρόνια μεταξύ τους, είναι πραγματικές και τις θυμήθηκε
ο αδελφός μου σήμερα που γιορτάζουμε την μέρα της μάνας και μας τις παρουσιάζει
στην μνήμη της γιαγιάς μας και όλων των μητέρων του κόσμου.….
Κων. Γραικιώτης
Τρεις
μάνες. Μια Γιαννιώτισσα, μια Κρητικιά και μια Ιταλίδα
Γράφει ο Θεοφάνης Γραικιώτης
Μάνα κράζει το παιδάκι,
Μάνα ο νιος και Μάνα ο γέρος,
Μάνα ακούς σε κάθε μέρος,
Α! τι όνομα γλυκό.
Από
το ποίημα «Η Μάνα» του Γ. Μαρτινέλλη
Δυο μικρές ιστορίες
αφιερωμένες στην ΜΑΝΑ
στην κάθε ΜΑΝΑ που
γιορτάζει σήμερα.
ΙΟΥΛΙΟΣ
1974
Χώρος διασποράς.
Ιούλιος 1974.
Πολεμική ετοιμότητα.
Η μονάδα μου·
Επί ποδός πολέμου
ΕΜΕΙΣ
Αξύριστοι, βρώμικοι, νηστικοί
Με το ηθικό πεσμένο.
Περιμένοντας την ΔΙΑΤΑΓΗ
Μαύρες σκέψεις στο μυαλό
μας
Χωρίς ΜΕΛΛΟΝ πια.
Χωρίς ΑΥΡΙΟ.
Χωρίς ΟΝΕΙΡΑ.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΑ ΣΚΙΑΖΕ ΟΛΑ.
Σ αυτή την κατάσταση μας
συνάντησε·
η μαυροφορεμένη
γυναικούλα.
Το σπίτι της κοντά στο
χώρο διασποράς της μονάδας
Μας πλησίασε δειλά .
Άνοιξε την πετσέτα της.
Πιο πολύ την καρδιά της.
Στο δίσκο τα κουλουράκια
-Για ΣΑΣ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ......
Έτσι μας είπε
Έκανα να την πληρώσω.
Η κίνηση μου την πλήγωσε.
Με κάρφωσε με το βλέμμα
της
-Παιδί μου, Αυτό που κάνω
σε σένα
Το κάνει η ΔΙΚΗ ΣΟΥ μάνα
στο ΔΙΚΟ ΜΟΥ
παιδί.........................
1940-1941
Μάρτιος 1941.
Ιστορία γράφεται στην
Αλβανία.
Εκεί μάχεται η Μεραρχία
Κρητών
Εκεί και το Μιχαλιό, του παππού
Κώστα και της γιαγιάς Αναστασίας
Στο σπίτι, στην ΝΕΑΠΟΛΗ
της Κρήτης·
γέλια, χαρές
-Μητέρα, Γράμμα απ το
ΜΕΤΩΠΟ
Γράμμα απ το Μιχαλιό
Η μανά δακρύζει. Κλαίει από
χαρά
Το Μιχαλιό είναι καλά
«Να ‘στε ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΙ γράφει
Θα γυρίσω κοντά σας
νικητής».
ΓΥΡΙΣΕ
Το δεύτερο γράμμα, ήρθε·
Την άλλη μέρα·
Από τον ΕΡΥΘΡΟ ΣΤΑΥΡΟ.
Λιτό, Απλό. Δυο κουβέντες
:
ΕΠΕΣΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ
Η μάνα σπάραξε
ΜΙΧΑΛΙΟ ΜΟΥ, είπε
ΚΑΜΑΡΙ ΜΟΥ, είπε
Γοερός ο πόνος και τα δάκρυα
βροχή
Λίγους μήνες μετά.
Οι ΙΤΑΛΟΙ εγκαθίστανται στο
σπίτι του παππού και της γιαγιάς
στη ΝΕΑΠΟΛΗ της Κρήτης
Η μητέρα του Μιχαλιού
θυμιατίζει τη φωτογραφία
του μονάκριβου,
του αδικοχαμένου Μιχαλιού.
Ποτάμι τα δάκρυά της.
Παραδίπλα βουβός στέκει ο
ΑΝΤΟΝΙΟ
Ένα μικροκαμωμένο
Ιταλόπαιδο.
Παρασυρμένο και αυτό στη
δίνη του πολέμου·
με πρόσωπο καλοσυνάτο.
Δακρύζει κι αυτός
ΝΑΙ ΔΑΚΡΥΣΕ Ο ΙΤΑΛΟΣ
Ύστερα παρακλητικά της λέει
δείχνοντας την καραβάνα
του
-ΜΑΜΑ ΟΛΙΟ, ΜΑΜΑ ΟΛΙΟ
Ζητούσε λαδάκι .
Σκούπισε τα δάκρυα της.
Του έφερε λάδι.
-Τι φταις και ‘συ, κακόμοιρο,
του είπε.
Ύστερα προσφέροντας το λαδάκι
στον ΙΤΑΛΟ
τον κοίταξε στοργικά
-Φάε κακορίζικο. ΚΑΠΟΙΑ
ΜΑΝΑ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΚΑΙ ΣΕΝΑ.....
Τον ΑΝΤΟΝΙΟ δεν τον ξανάσφιξε
η μάνα του στην αγκαλιά της.
ΠΝΊΓΗΚΕ όταν τορπιλίστηκε
το καράβι που μετέφερε τους ΙΤΑΛΟΥΣ της
Κρήτης, μετά την παράδοσή τους στους Γερμανους. σε στρατόπεδα συγκέντρωσης........
2 σχόλια:
Ήταν ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι, όταν ο Νίκος Μαστοράκης (μετέπειτα Ιερέας που απεβίωσε σχετικά πρόσφατα), μικρό παιδί τότε, βγαίνει αλαφιασμένο από την καγκελόπορτα του σπιτιού στη Νεάπολη, φωνάζοντας "Βοήθεια, οι θείοι μου, οι θείοι μου...". Τον άκουσε η μητέρα μου από την κουζίνα του διπλανού εστιατορίου της και ορμά στο σπίτι. Από πίσω κι εγώ, μικρό παιδάκι. Ανεβαίνουμε στον όροφο και βλέπουμε τον Κώστα και την Αναστασία ξαπλωμένους στο κρεββάτι αναίσθητους. Το δωμάτιο μύριζε άσχημα από τα κάρβουνα στο ορειχάλκινο πολίτικο μαγκάλι. Η μητέρα μου προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο για να μπει καθαρός αέρας, αλλά είχε πριστεί και δεν άνοιγε. Βγάζει τότε το παπούτσι της, σπάει όλα τα τζάμια του παραθύρου, βγάζει το μαγκάλι έξω από το δωμάτιο κι άρχισε να ασχολείται με το αναίσθητο ζεύγος. Ευτυχώς οι Τσαγκαροκωσταίοι συνήλθαν μετά από λίγη ώρα.
Ας είναι αυτή η πραγματική ιστορία ένα μνημόσυνο για τις μανάδες.
Νάσαι καλά Γιάννη που τους θυμάσαι και μου ξανάφερες στο μυαλό αυτή την ιστορία. Θυμάμαι το πόσο μας είχε συγκλονίσει και πόσο είχαν ανησυχήσει οι γονείς μου.
Εκ μέρους μου και εκ μέρους του αδελφού μου σε ευχαριστούμε πολύ!!
Κώστας Γραικιώτης
Δημοσίευση σχολίου