Translate -TRANSLATE -

Σάββατο 13 Μαΐου 2017

ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΓΚΙΒΑΛΟΥ : Έξοδος από την κοινωνική και πολιτική καθήλωση






Έξοδος από την κοινωνική και πολιτική καθήλωση

Του ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΓΚΙΒΑΛΟΥ
Αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης
του Πανεπιστημίου Αθηνών
Για μια κοινωνία που ταλανίζεται και τιμωρείται εδώ και επτά χρόνια, τα βασικά ερωτήματα που προκύπτουν από το (διαφαινόμενο) κλείσιμο της διαπραγμάτευσης και της αξιολόγησης είναι εάν υπάρχουν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την έξοδο από τα Μνημόνια και ταυτόχρονα εάν τα πολιτικά υποκείμενα, τα κόμματα που συγκροτούν την κυβέρνηση, η αντιπολίτευση, οι βασικοί θεσμικοί-δημοκρατικοί φορείς, είναι σε θέση να προωθήσουν επιτυχώς μια πορεία εξόδου από την κρίση.
Η νέα συμφωνία, που περιέλαβε, πλην των υποχρεώσεων του Μνημονίου του 2015, και τους ανοικτούς εκβιασμούς του ΔΝΤ -από την περικοπή των συντάξεων και τη μείωση του αφορολογήτου μέχρι το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές- εμπεριέχει στον βασικό της πυρήνα την υφεσιακή λογική. Η αφαίρεση, ουσιαστικά, 3,6 δισ. ευρώ από την αγοραστική δύναμη αποτελεί πλήγμα όχι μόνο για το εισόδημα των πολιτών αλλά για την ίδια τη λειτουργία της οικονομίας. Το ΔΝΤ κόπτεται δήθεν για την ανάπτυξη. Στην πράξη, τα 3,6 δισ. ευρώ των περικοπών είναι το πολιτικό του επιχείρημα περί δήθεν ορθολογικοποίησης του Ασφαλιστικού και του Φορολογικού προκειμένου να συμμετάσχει στο πρόγραμμα για έναν ακόμα χρόνο.
Πρωταρχικής σημασίας το χρέος
Μια δεύτερη επισήμανση: Το θέμα της ουσιαστικής ρύθμισης του χρέους, όπως και των μελλοντικών πλεονασμάτων, παραμένει ανοικτό και αποτελούν και τα δύο παραμέτρους αλληλοεκβιασμού και συναλλαγών μεταξύ του ΔΝΤ και του «συστήματος» Σόιμπλε. Αυτό και μόνο το γεγονός θα πρέπει να μας καθιστά ιδιαίτερα ανήσυχους και επιφυλακτικούς, γιατί μια τελική μεταξύ τους συμφωνία μπορεί να ικανοποιεί προσχηματικά τις πολιτικές στοχεύσεις κάθε πλευράς, χωρίς να διαμορφώνει ουσιαστικές προϋποθέσεις για την ελληνική οικονομία.
Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και γενικόλογες αναφορές για την αναδιάρθρωση του χρέους, μέχρι τουλάχιστον τις γερμανικές εκλογές, αποτελούν απαιτήσεις του γερμανού υπουργού Οικονομικών. Μια μετριοπαθέστερη εκδοχή τους μπορεί να γίνει αποδεκτή από το ΔΝΤ, που άλλωστε βλέπει προς την έξοδο. Αυτό συνεπάγεται, όμως, απώλεια ή ακρωτηριασμό ενός βασικού πλεονεκτήματος για τη χώρα μας, τόσο σε επίπεδο διεθνούς κλίματος όσο και όσον αφορά τη διατήρηση του καταστροφικού δίδυμου της ύφεσης και της υψηλής φορολογίας σε βάθος χρόνου.
Η είσοδος του τραπεζικού συστήματος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ θα έχει θετικές επιπτώσεις, περισσότερο, όμως, στο επίπεδο βελτίωσης του κλίματος, τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στο εσωτερικό της χώρας, παρά στις ίδιες τις δομές της οικονομικής και παραγωγικής διαδικασίας. Αντίθετα, το χρέος και τα πλεονάσματα αφορούν βασικές οικονομικές, παραγωγικές και κοινωνικές διεργασίες, που θα επικαθορίσουν την πορεία της χώρας μετά το 2018.
Η ουσιαστική ρύθμιση του χρέους δεν αποτελεί συνεπώς παρεπόμενο, συμπληρωματικό στοιχείο της συμφωνίας, αλλά θεμελιώδους χαρακτήρα προϋπόθεση για τον προσανατολισμό της χώρας σε πολλαπλά και αλληλοσυνδεόμενα επίπεδα.
Πολιτική επανεκκίνηση
Ο κυβερνητικός-πολιτικός χρόνος, ιδιαίτερα από το 2015 μέχρι σήμερα, διαιρείται σε ετήσια βάση σε ένα εξάμηνο στοιχειώδους διαχείρισης και προετοιμασίας για την εκάστοτε επερχόμενη αξιολόγηση και σε ένα εξάμηνο διαπραγματεύσεων, δηλαδή εκβιαστικών διλημμάτων, αυθαίρετων και πέραν πάσης λογικής απαιτήσεων εκ μέρους των δανειστών. Στην πράξη πρόκειται για μια διαδικασία φθοράς και πολιτικής υπονόμευσης της ελληνικής κυβέρνησης και ταυτόχρονα απογοήτευσης και τρομοκράτησης της κοινωνίας, με οιονεί επαπειλούμενο, είτε ευθέως είτε υπόρρητα διατυπούμενο, το ενδεχόμενο του Grexit. Το τελευταίας κοπής επιχείρημα του Β. Σόιμπλε αφορούσε την απειλή πλήρους διακοπής του ελληνικού προγράμματος εάν δεν γίνονταν αποδεκτοί οι εκβιασμοί του ΔΝΤ και αποχωρούσε το Ταμείο από το πρόγραμμα.
Η ολοκλήρωση, συνεπώς, της αξιολόγησης με τη συμπερίληψη των μέτρων για το χρέος αποτελεί μια σημαντική πολιτική αφετηρία, ένα νέο σημείο επανασύνταξης και επανεκκίνησης, που αφορά κυρίως την κυβέρνηση αλλά και το σύνολο του πολιτικού συστήματος.
Οι πολιτικές πέρα από τα Μνημόνια
Το μείζον πρόβλημα της κυβέρνησης έχει δύο κρίσιμες και αλληλοσυνδεόμενες πλευρές.
- Η μία αφορά μια συντονισμένη και αποτελεσματική στρατηγική που θα υπερβεί τις μνημονιακές μακροοικονομικές στοχοθεσίες, θα εγκαταλείψει το μνημονιακό λεξιλόγιο και τις ερμηνείες των εξελίξεων με βάση τις μνημονιακές λογικές και θα στραφεί αποφασιστικά στις συγκεκριμένες πολιτικές για την παραγωγική και οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας.
Το πραγματικό, σε βάθος χρόνου και με σταθερή προοπτική, ΑΕΠ της χώρας δεν θα προέλθει από τα υπερβάλλοντα πλεονάσματα, ούτε από την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ ούτε από επενδυτές που αναμένουν στα σύνορα της χώρας για να εισρεύσουν μαζικά μόλις πέσουν οι υπογραφές της αξιολόγησης. Η όποια ανάπτυξη θα προέλθει από τα κάτω, από την παραγωγική οργάνωση, τις καινοτομίες, την αξιοποίηση αδρανών μέχρι σήμερα πόρων, από μια συντονισμένη συλλογική δράση με σχέδιο και ρεαλιστικές προοπτικές.


Κοινωνία: Απογοήτευση και καθήλωση
- Η δεύτερη, εξίσου ή και περισσότερο, κρίσιμη παράμετρος αφορά την ελληνική κοινωνία, που βιώνει εδώ και επτά χρόνια μια πρωτόγνωρη κατάσταση, όπου η φτωχοποίηση, η διάλυση των κοινωνικών θεσμών, η ασυδοσία των μηχανισμών της αγοράς και η προκλητική άσκηση πατρωνίας από την πλευρά των δανειστών έχουν οδηγήσει σε μια ιστορικού τύπου καθήλωση και απογοήτευση.
Οι διάφορες σφυγμομετρήσεις και αναλύσεις εξαντλούν την εμβέλειά τους -εάν δεν είναι πλήρως καθοδηγούμενες- στις εκλογικές συμπεριφορές, στις αποστασιοποιήσεις, στην απογοήτευση από τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς του.
Όμως το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο. Γιατί ένας ολόκληρος λαός βιώνει την απώλεια της εθνικής αυτονομίας, τον απηνή διωγμό από τους δανειστές, ενώ η διέξοδος, η προοπτική μοιάζει αδύναμη, γεμάτη από προσκόμματα, ικανά να ανατρέψουν κάθε θετικό βήμα που πραγματοποιείται.
Η πραγματική έξοδος από τα Μνημόνια απαιτεί επανασυγκρότηση της πολιτικής, επανασύνδεση με την κοινωνία μέσα από το δίπολο «κοινωνική αλληλεγγύη-ανάπτυξη». Προϋποθέτει σχέδιο και όραμα. Και αυτή η στρατηγική δεν αφορά απλώς μια κυβέρνηση, αλλά την ίδια τη Δημοκρατία και τους θεσμούς της. Ο ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση, έχουν αυτό το ιστορικό πρόβλημα να αντιμετωπίσουν και μόνο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο κάθε κυβερνητικός σχεδιασμός, κάθε κυβερνητική στόχευση και επιλογή μπορεί να αποκτήσει κοινωνικό και πολιτικό νόημα.
Η αντιπολίτευση «βρίσκει τοίχο»
Αυτό το ιστορικό πρόβλημα αφορά προφανώς το σύνολο των φορέων του πολιτικού συστήματος. Όμως η ΝΔ και η ηγεσία της έχουν ήδη αυτοεξαιρεθεί από την προβληματική αυτή. Επί δύο χρόνια η ΝΔ έχει επιδοθεί σ’ έναν καταστροφικό πόλεμο κατά της κυβέρνησης, εκτελώντας τα συμβόλαια των δανειστών στον ρόλο της «5ης Φάλαγγας» στο εσωτερικό της χώρας, ενώ η ακροδεξιά-νεοφιλελεύθερη πολιτικοϊδεολογική της ταυτότητα επικαθορίζει πλέον την οριστική της απομάκρυνση και ρήξη με το συντηρητικό - φιλελεύθερο πρότυπο και τη συγγένειά της με τις πλέον ακραίες αντιλήψεις στον ευρωπαϊκό χώρο.
Είναι προφανές ότι η έωλη και καταστροφική τακτική που ακολούθησαν όλο αυτό το διάστημα η ΝΔ και η ηγετική της ομάδα -με απόλυτο πρόταγμα την πτώση της κυβέρνησης και τη διενέργεια εκλογών- «βρήκε τοίχο». Πολλοί αναρωτιούνται σήμερα για την ανάγκη αλλαγής τακτικής από τη ΝΔ. Όμως εις μάτην, αφού το ακροδεξιονεοφιλελεύθερο μόρφωμα της ΝΔ είναι πλέον ετεροκαθοριζόμενο τόσο από την εγχώρια διαπλοκή όσο και από τον σκληρό πυρήνα των δανειστών, που αντιμετωπίζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως απλό εντολοδόχο και τοποτηρητή.
Άλλωστε, η αποτυχημένη πολιτική πρακτική του Κυριάκου Μητσοτάκη, η προφανής πολιτική του ένδεια, το γεγονός ότι ο ίδιος προέκυψε στην ηγεσία της ΝΔ ως προϊόν συναλλαγής και συμβιβασμών αλλά και η σύγκρουση και αντιπαράθεσή του προς το (εναπομείναν) καραμανλικό στρατόπεδο καθιστούν ήδη προβληματική την παραμονή του στην ηγεσία της ΝΔ μέχρι τις επόμενες εκλογές. Ιδιαίτερα εάν ο Αλ. Τσίπρας και η κυβέρνηση μπορέσουν να διαμορφώσουν τους προσεχείς μήνες ένα θετικό και ελπιδοφόρο πεδίο δράσης.
Όσο για τα κόμματα του «Κέντρου» και της «Κεντροαριστεράς» -τα οποία επιβιώνουν λάθρα ως «υλικά κατεδαφίσεως» που προέκυψαν από την άσκηση των μνημονιακών πολιτικών-, αυτά από την άποψη της πολιτικής γεωγραφίας των καιρών μας ανήκουν πλέον στο ακραίο - νεοφιλελεύθερο «Κέντρο». Αποτελούν άδεια πολιτικά κελύφη, χωρίς κοινωνικό και πολιτικοϊδεολογικό περιεχόμενο, έτοιμα να συμμαχήσουν με τη ΝΔ και να υπηρετήσουν τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Οι φιλοδοξίες στελεχών τους που ταυτίστηκαν με τα Μνημόνια αποκαλύπτουν όχι απλώς την πολιτική παρακμή αλλά το ιστορικό πέρας μιας ομάδας πολιτικών που θέλει να επιβιώσει από την πολιτική εμπορευματοποίηση ενός «ένδοξου παρελθόντος»
ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια: