Η ΤΟΥΡΚΑ
του Κ. Μ. Σταμάτη
Δεν ήταν από κείνα τα
σκυλιά, πού η σκούφια τους κρατάει από ράτσα αρχοντική, πού τα ταΐζουν κρέας
ψητό και μπιφτέκια και τα κοιμίζουν στο κρεβάτι. Η καημένη η Τούρκα ήταν μια
βλάχα με τα όλα της. Το σόι της, ταπεινό κι ασήμαντο, βάσταγε από στάνη τσελιγγάδων
κι οι γονείς της, κάτι πελώρια τσοπανόσκυλα, φύλαγαν άγρυπνα γύρω στο μαντρί,
έτοιμα να ξεσκίσουν εκείνον, πού θα τόλμαγε να ζυγώσει στο στανοτόπι.
Συνηθισμένο σκυλί η Τούρκα.
Κάτασπρη, με μαλλί μακρύ, ψηλά πόδια, νευρώδικα και γερά, αυτιά
μισοσηκωμένα και δυό μάτια στενόμακρα,
καφετιά και καλοσυνάτα. Στο λαιμό της κρεμόταν πάντοτε ένα κόκκινο χαϊμαλί με
πράσινες και θαλασσιές χάντρες κι ένα μικρό μπρούτζινο κουδουνάκι, με ήχο ψιλό και
διαπεραστικό, πού γινόταν πολύφωνη μουσική, όταν ή Τούρκα τα βράδια γυρόφερνε
τρέχοντας στο φράχτη. Δεν έπιανε εύκολα φιλίες και κανένας άγνωστος δεν κόταγε
να πλησιάσει το σπίτι. Του ριχνότανε και τότε κείνο το κουδούνισμα μας γέμιζε
με σιγουριά. Ξεχώριζε με λογική, θαρρείς, ποιοί ήταν οι άνθρωποι του σπιτιού και
δε συμπαθούσε τις επισκέψεις ξένων.
Εκεί, στην όμορφη έξοχη,
μέσα στο βαθύ πράσινο της φύσης, όπου έφτανε ασταμάτητος ο βαρύς βόγγος της
θάλασσας και σκόρπιζε γύρω το ανθρώπινο μελισσολόι της εργατιάς στον απέραντο
κάμπο της Βοχαΐτικης γης, η χιονάτη σκύλα μεγάλωνε με τον καιρό μαζί μας...
Τη φέρνω τώρα στο μυαλό
μου, ξαπλωμένη στην άκρη της στενόμακρης αυλής, κάτω από τον παχύ ίσκιο της
μουργιάς, πότε με ολάνοιχτα τα καφετιά της μάτια και σηκωμένα σαν κεραίες τ’
αυτιά και πότε με το σαγόνι ακουμπισμένο πάνω στα μπροστινά της πόδια, άρπαζε
κάπου - κάπου έναν βιαστικό υπνάκο και φαίνεται πώς έβλεπε εφιάλτες, γιατί
πεταγόταν κάποτε αλαφιασμένη. Όταν στο δρόμο πέρναγαν κάρα ή περαστικοί, έτρεχε
αγριεμένη στο φράχτη και γαύγιζε, έχοντας τα μπροστινά της πόδια πάνω στα
καλάμια. Στύλωνε τη φουντωτή ουρά της και δεν το κούναγε από κει, αν οι
περαστικοί δε χάνονταν πέρα στη στροφή του δρόμου. Οι γείτονες τρέμανε τα
σουβλερά της δόντια και μερικές φορές της έριξαν "φόλα" με στρυχνίνη.
'Αλλά το περήφανο ζώο, πού δεν άπλωνε σε ξένο φαγητό, δε ζύγωνε το φαρμάκι.
Τα βράδια, όταν γύρναγε ό
πατέρας από τη δουλειά, έπαιρνε, σαν άνθρωπος, ακριβώς στην ώρα, το μονοπάτι,
τρέχοντας πηδηχτά και τον προϋπαντούσε πέρα μακριά, ανάμεσα στα σταφιδάμπελα και
στις αχλαδιές, εκεί πού άτσαλα ανάδιναν τα λουλούδια μύριες μοσκοβολιές, γεμάτη
χαρά, σάλευε πέρα -δώθε την ουρά της, πήδαγε πάνω του και μετά έτρεχε καπνός σε
μας και με της ουράς της φλύαρη γλώσσα, ανάγγελνε επίσημα τον ερχομό του. Οι
χαρούμενες φωνές της και τ' ανιστόρητα μιλήματα της ουράς δε σταματούσαν αν δεν
τρέχαμε και μείς πάνω στο χορταρόστρωτο μονοπάτι, να σκαρφαλώσουμε με γέλια στα
χέρια και στις πλάτες του κουρασμένου πατέρα και να μπούμε με φωνές κι αντάρα στο
σπίτι. Η μάνα μας υποδεχόταν όλους με φιλιά και μετά σερβίριζε τη ζεστή σούπα.
Τότε ή Τούρκα ξάπλωνε ήσυχη στην αυλή, έχοντας ακουμπισμένο το σαγόνι της στα
μπροστινά της πόδια και περίμενε με υπομονή το δικό της μερίδιο.
Άλλοτε, σαν έγερνε ό ήλιος
και χαμήλωνε η κάψα της ημέρας, βγαίναμε στην ασημοχάλικη αμμουδιά και παίζαμε
ώσπου να πέσει πυκνό σκοτάδι. Στα σκοτεινά κυνηγούσαμε το πολύφωνο κουδουνάκι
της Τούρκας και κυλιόμασταν ανέμελοι κι ευτυχισμένοι στα βότσαλα και οι φωνές
μας ξεσήκωναν τον τόπο γύρω. Κι έπειτα, εκείνη ήταν ή πρώτη, πού έπαυε τα
παιχνίδια και χωνόταν μέσα στο φράχτη. Καθόταν διπλωμένη πλάι στη μάνα, πού
έγνεθε τη ρόκα της και μας καρτέραγε σαν την κλώσσα τα πουλιά της.
Πίσω απ' το μουντζουρωμένο
φούρνο, σε μια μισοσκότεινη εσοχή του χαμηλού τοίχου, μ' ένα τριμμένο κουρέλι στο
δάπεδο, ήταν το σπίτι της. Φτηνό και ταπεινό. Το χειμώνα στην είσοδο της εσοχής
κρεμάγαμε μια κουρελού, για να μη μπαίνει μέσα το κρύο. Μα τούτη δε στεκόταν
καθόλου σε κείνο το χαμηλό σπιτάκι. Ακούραστη, μαχητική, με σπάνια ευαισθησία
στην έννοια του καθήκοντος, όλη τη νύχτα όργωνε περίγυρα τον καλαμένιο φράχτη, την
πλίθινη μάντρα, τα πυκνά καλάμια, τα βουρλόριζα, το ψαθοβούτημα τ' αυλακιού και
τις χορταριασμένες γράνες τ’ αμπελιού, πού άρχιζε λίγα μέτρα παρέκει απ' την
αυλή αδιαπέραστο και πυκνό.
Κάποτε, σαν τύχαινε να
ξεπέσει σκαντζόχοιρος, γινόταν χάση κόσμου. Ξεσήκωνε όλο τον τόπο στο ποδάρι. Το
γαύγισμά της επίμονο, βραχνό, προειδοποίηση κινδύνου, τάραζε τη γαλήνη της νύχτας.
Έπρεπε να σηκωθεί ο πατέρας, κρατώντας ψηλά το κλεφτοφάναρο και μια μαγκούρα
από ξύλο κερασιάς με βαρίδι στην άκρη, να πάει στη θέση πού χτύπαγε το
κουδουνάκι κι αντηχούσε άγριο τ' αλύχτημα, να πιάσει τον κουλουριασμένο
σκαντζόχοιρο και να τον βάνει σ' ένα τσίγκινο κοφίνι απ' αυτά τα τρυπητά της
σταφίδας, για να μη φύγει. Το πρωί γινόταν πανζουρλισμός! Βάναμε το
σκαντζόχοιρο κουβάρι στο χώμα της αυλής, κάναμε κύκλο ολόγυρα και χτυπάγαμε ένα
ταψί δυνατά με τα χέρια. Ο σκαντζόχοιρος ξεδίπλωνε σιγά - σιγά το κουβάρι του και
ξαφνικά το 'βανε στα πόδια. Μ’ ένα σάλτο η Τούρκα τον καθήλωνε στον τόπο και
κείνος ξαναγινόταν κουβάρι γεμάτο σουβλερά αγκάθια. Τότε τον πετάγαμε στ'
αυλάκι μέ το νερό κι ο καημένος, για να μην πνιγεί, ξεκουβαριαζόταν πάλι, κι εμείς,
μες στην αγωνία του, βλέπαμε με περιέργεια το γουρουνήσιο μούτρο του, τα νυχωτά
πόδια του και τα πυκνά φυτεμένα στη ράχη του καρφιά. Αν δεν έβρισκε τον τρόπο να
το σκάσει την ώρα, πού κοιμόμασταν, σε λίγες μέρες από την πείνα και τη δίψα
ψόφαγε... Τότε τον θάβαμε σε βαθύ λάκκο στην άμμο και στήναμε πάνω του ξύλινο
σταυρό. Κείνη τη στιγμή μας έπιανε μια παράξενη μελαγχολία!
Κι απότομα η συμπεριφορά
της Τούρκας άλλαξε. Έβγαινε στο δρόμο και κυλιόταν, γρυλλίζοντας στα χορτάρια.
Αμέτρητα σκυλιά από όλες τις ράτσες, άρχισαν να μαζεύονται στη γειτονιά μας και
να ερωτοτροπούν μαζί της. Στην αρχή μας κακοφάνηκε. Κυνηγήσαμε με πέτρες τα
ξένα σκυλιά, άλλα τίποτα. Εκείνα με πείσμα και θράσος πήδαγαν και σχημάτιζαν
πυκνές αγέλες στην αυλή και συχνά τσακώνονταν και ούρλιαζαν. Μας φάνηκε σαν της
αδερφής το πρώτο παραστράτημα. Οι γονείς, πού βλέπανε τις ανησυχίες μας, μας
εξήγησαν πώς ήταν καιρός η Τούρκα να γίνει μητέρα όπως όλες οι σκύλες της
γειτονιάς και θα έφερνε στον κόσμο όμορφα κουταβάκια... Έτσι ησυχάσαμε. Και ξαφνικά οι γαμπροί
εξαφανίστηκαν. Από κει και πέρα περιμέναμε με ανυπομονησία τον ερχομό των
κουταβιών...
Και μια μέρα η Τούρκα
χάθηκε. Δεν ήταν ούτε στην αυλή, ούτε στο σπιτάκι, ούτε στο φράχτη. Το
κουδουνάκι της είχε ανεξήγητα σιγήσει. Αναποδογυρίσαμε τον τόπο για να τη
βρούμε. Τίποτα! Μέσα στα πιο πυκνά καλάμια, εκεί πίσω απ' τό φράχτη, πού
ψήλωναν τα σγουρά βάτα, σε μια τρύπα στρωμένη με ξερόχορτα, την ανακαλύψαμε,
λεχώνα δύο μερών. Την πλησιάσαμε με χαρά. Εκείνη, αντί να κουνήσει χαρούμενη την
ουρά της, μας έδειξε απειλητικά, για πρώτη φορά τα δόντια. Σταθήκαμε μακριά
προβληματισμένοι. Η Τούρκα έβγαινε κρυφά και βιαστικά, έπινε νερό κι έτρωγε και
ξαναγύριζε κοντά στα μικρά της. Εκεί ευτυχισμένη, πεσμένη ανάσκελα, βύζαινε τα
παιδιά της. Μας έτρωγε η αγωνία να δούμε πόσα ήταν τα κουτάβια και τί χρώμα
είχαν, αλλά δεν μπορούσαμε να τα ξεχωρίσουμε, γιατί μέσα στα καλάμια και στα
βάτα ήταν μισοσκότεινα. Τ' άλύχτημά της ώρες - ώρες ακουγόταν απειλητικά κι
όταν πηγαίναμε πιο κοντά σηκωνόταν έτοιμη να χυμήξει πάνω μας.
Πέρασαν έτσι μια - δυό
βδομάδες. Ένα πρωί η Τούρκα βγήκε στη λιακάδα και την ακολούθησαν δειλά τρία
μικρά κουταβάκια. Δυό μαύρα σαν πίσσα κι ένα άσπρο σαν ένα κομμάτι από χιόνι.
Κάναμε κύκλο γύρω τους με λαχτάρα. Η σκύλα, βλέποντας τόσους πολλούς κοντά της,
με το στόμα, άρπαξε το ένα από το σβέρκο και το 'χωσε με βιάση στη φωλιά της.
Ξαναγύρισε άλλες δύο φορές και πήρε γρυλλίζοντας και τ' άλλα δυό.
Μένοντας πίσω σύξυλοι
αλληλοκοιταχτήκαμε. Τρία κουτάβια!
- Τ' άσπρο είναι δικό μου.
- Όχι, δικό μου.
- Εγώ θα πάρω το ένα μαύρο.
- Κι εγώ το άλλο.
- Κι εγώ; Βλέπεις ήμασταν τέσσερεις. Κλάματα,
ξύλο, φωνές, μεγάλο κακό. Το βράδυ τα 'πε τα καθέκαστα
ή μάνα στον πατέρα. Εκείνος χαμογέλασε. Την Κυριακή το πρωί με το χάραμα, την
ώρα πού ή Τούρκα έπινε νερό στό ρέμα, ό πατέρας άρπαξε κρυφά τα τρία κουτάβια και
πήγε και τ' άφησε πολύ μακριά σε μια χαράδρα. Σε μια στιγμή πισωγύρισε
αναμαλλιασμένη ή σκύλα. Μπαίνει στη φωλιά και δε βρίσκει τα μικρά της. Άρχισε
ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό, σαν ανθρώπινο κλάμα κι ολοένα σήκωνε το σουσούδι
της προς τον ουρανό. Έφερνε βόλτα αλαφιασμένη το φράχτη, την τρύπα, τ' αμπέλια,
τον καλαμιώνα... Μια -δυό φορές πέρασε απειλητική από κοντά μας. Μας κοίταξε με
πόνο, θαρρείς, σαν να ρωτούσε τί απόγιναν τα παιδιά της. Όλη τη μέρα η μάνα -
σκύλα έτρεχε σαν τρελή και στο σβέρκο της ήταν σηκωμένη σπιθαμή η τρίχα της.
Κάθε τόσο έμπαινε στη φωλιά και κοίταγε μήπως γύρισαν τα κουτάβια. Του κάκου
όμως... Εκείνα κείτονταν νεκρά πέρα στους βράχους της απόμακρης χαράδρας. Κι είχε
στη ματιά της μια παράξενη γυαλάδα και κακία μαζί...
'Από την άλλη μεριά εμείς τα
παιδιά χαιρόμασταν μέσα μας... 'Αλήθεια ποιος από τους τέσσερεις θα 'μενε χωρίς
το δικό του κουτάβι! Τώρα δε θα 'χε κανένας παράπονο. Για αρκετές μέρες η σκύλα
αρουλιόταν κι έκλαιγε, βυθισμένη στην απόγνωση και στον πόνο. Τότε ό ήχος του
κουδουνιού της γινόταν ένα συρτό πένθιμο μοιρολόγι, πού έσπαζε κόκκαλα. Ύστερα
ημέρεψε και κάθισε συλλογισμένη στην αυλή και με τον καιρό παράτησε ολότελα τή
φωλιά της. Ξαναγύρισε αργά στην πρωτινή ζωή της. Γαύγιζε τους περαστικούς στο
φράχτη, αντηχούσε το κουδουνάκι στο λαιμό της χαρούμενα και αλώνιζε τις νύχτες
τριγύρω ανήσυχη. Όμως δεν ήταν ή παλιά ξέγνοιαστη Τούρκα. Μια σκιά μελαγχολίας και
πόνου φωσφόριζαν τα μάτια της και περιόρισε μαζί μας τα παιγνίδια της.
Η ιστορία με το μάζεμα των
ξένων σερνικών σκύλων, οι σκυλοέρωτες, τα γεννητούρια, πάντοτε στην ίδια τρύπα
ανάμεσα στα βάτα, οι καυγάδες στο μοίρασμα των κουταβιών και τέλος το θλιβερό
πέταγμα τους στους βράχους της χαράδρας, έγιναν κάμποσες φορές, με την ίδια
ακριβώς τελετουργική διαδικασία. Η καημένη η Τούρκα δεν ευτύχησε να καμαρώσει
ποτέ μεγάλα τα παιδιά της. Εκείνο το μελαγχολικό φωσφόρισμα στα καφετιά της
μάτια, γινόταν όλο και πιο έντονο. Καταλάβαινε πώς σαν μάνα κι' αυτή λαχταρούσε
να χαρεί τη φαμίλια της, να τη δει να μεγαλώνουν και να τα πιλατεύει. Τις
έμεναν αλίμονο μόνον οι αγωνίες της εγκυμοσύνης και οι πόνοι της γέννας.
Ωστόσο, παρά τον πόνο της, συνέχιζε να είναι ο αναντικατάστατος πιστός φύλακας
τού σπιτιού μέρα και νύχτα...
Όμως οι καιροί άλλαξαν. Ό
πατέρας κι ή μάνα τρέχουν από τη μαύρη νύχτα στην ξένη δουλειά. Η Τούρκα γέρασε
μέσα στη μελαγχολία της, θόλωσε η ματιά της και συχνά ξάπλωνε στην άκρη της αυλής
κι ακουρμαζόταν τους ήχους στο δρόμο, σηκώνοντας βαριεστημένη τ' αυτιά της.
Κείνη τη μέρα το πρωινό τ'
'Αλωνάρη χάραξε μουντό. Έκανε ανυπόφορη ζέστη και δε σάλευε φυλλαράκι. Παίζαμε
κάτω απ' τον ίσκιο της μουργιάς και νιώθαμε το λίβα να ξεραίνει το σάλιο μας.
Ξαφνικά στη διπλανή αυλή ακούστηκαν άγρια γαυγίσματα και ουρλιαχτά, ανακατωμένα
με γοερές σκυλοκραυγές. Καυγάς τρικούβερτος, σαματάς κι αντάρα. Η Τούρκα, πού
καθόταν κοντά μας με κρεμασμένη από τη ζέστη τη γλώσσα έξω, πετάχτηκε πάνω και
στύλωσε ανήσυχη τ αυτιά της. Έριξε μια γρήγορη ματιά πέρα, τίναξε το μαλλί της και
μ' ένα σάλτο πηδάει τον καλαμένιο φράχτη κι ορμάει ουρλιάζοντας στη γειτονική
αυλή. 'Εμείς, φοβισμένοι, τρέξαμε δειλά στη γωνιά του φράχτη κατά το μέρος της
ξένης αυλής και κολλήσαμε πάνω του με τα μάτια ορθάνοιχτα. Ένα πελώριο μαύρο,
κολωβό λυκόσκυλο είχε ριχτεί πάνω στο μικρό σκυλάκι του γείτονα και το σπάραζε με
τ ατσάλινα δόντια του. Σαν αστραπή η Τούρκα πηδάει στο σβέρκο του λυκόσκυλου κι
ανοιγοκλείνει άγρια τις μασέλες της, μακελεύοντας τις σάρκες του. Ό ξένος
επισκέπτης, μόλις νιώθει τη σκύλα πάνω του, παρατάει μισοπεθαμένο τό σκυλάκι,
ορθώνεται στα πισινά του πόδια, πετάει πέρα τη σκύλα μας κι αρχίζει ένας
φοβερός αγώνας ανάμεσα τους. Η Τούρκα, νιώθοντας την παρουσία μας πίσω από το
φράχτη, μάχεται σκληρά και γενναία. Όρθια και τα δυό κατοικίδια δαγκώνουν με
μανία και το αίμα τους πετάγεται πίδακας στο χώμα της αυλής. Όμως το λυκόσκυλο είναι
πιο νέο, πιο δυνατό, πιο μεγαλόσωμο. Το δόντι του κόβει με λύσσα τό πέτσινο
χαϊμαλί της και κείνο πέφτει ματωμένο στο χώμα. Το κουδουνάκι της μένει άφωνο.
Σφίγγεται μεμιάς η καρδιά μας. Ας ήταν να νικήσει η Τούρκα, θεέ μου! Και η
αγωνία γίνηκε κόμπος αγκαθωτός στο λαρύγγι μας... Τα δυό σκυλιά, με
διαπεραστικά ουρλιαχτά, παλεύουν και γίνονται ένα κουβάρι. Τότε, μέσα στον
ανατριχιαστικό πάταγο της σκυλοσυμπλοκής, το κατάμαυρο λυκόσκυλο πετάγεται
αεράτο παρέκει, σκύβει με ύπουλο γρυλλισμό και μ' ένα πήδημα αιλουροειδούς,
καθηλώνει την Τούρκα ανάσκελα στο χώμα. Τα χαλύβδινα δόντια ανοιγοκλείνουν σαν
μέγγενη και της ξεσκίζουν το λαιμό. Βάναμε κάτι ουρλιαχτά, τόσο δυνατά, πού το
ξενόφερτο σκυλί σάλταρε σκιαγμένο τη μάντρα και χάθηκε πέρα στα στενά σοκάκια
του χωριού...
Ή Τούρκα ανασηκώθηκε με
πολύ κόπο. Στο λαιμό της το αίμα πιδακίζει αχνιστό. Αποσύρεται τρεκλίζοντας,
βαριά τραυματισμένη. Την καλούμε με σπαραχτικές φωνές:
- Τούρκα, Τούρκα...
Ούτε πού γύρισε να κοιτάξει.
Σύρθηκε τσακισμένη και χώθηκε μες στα καλάμια και στα σμιχτά βάτα, εκεί όπου
τόσες φορές η καημένη μάνα είχε ξεκινήσει να φτιάνει τη φαμίλια της και άλλες
τόσες τη χαλάσαμε εμείς. Κουλουριάστηκε πάνω στα ξεροχόρταρα κι έμεινε
ασάλευτη. Της πήγαμε φαΐ, δεν άπλωσε, της φέραμε κοντά το πετσοκομμένο χαϊμαλί,
δεν έδειξε καμία χαρά. Το αίμα έβαφε την κάτασπρη τρίχα της ώσπου την έκανε
δίχρωμη και κει ξεράθηκε. Και μας κοίταγε ακίνητη, με κείνο το πονεμένο της
βλέμμα, σαν να 'λεγε με παράπονο:
- Αν μου είχατε αφήσει ζωντανό ένα παιδί μου,
τώρα δε θα μουνα μοναχή.
Μας πλάκωσε ή στεναχώρια. Ο
πατέρας την άλλη μέρα δεν πήγε στη δουλειά. Μπήκε πρωΐ - πρωΐ στην τρύπα της και
την έφερε στην αγκαλιά του στον ίσκιο της μουριάς. Γύρω - γύρω ό λαιμός της
ήταν κομματιασμένος, μια ματωμένη πληγή και το αίμα ξεραμένο στα στήθια και στη
ράχη. Καθάρισε προσεχτικά τις πληγές της, έβανε πάνω τους βότανε κι άφησε μπροστά
της κόκκαλα και ψωμιά... Δεν έφαγε τίποτα. Μόλις τέλειωσαν τα γιατροσόφια,
εκείνη τρεκλίζοντας, σηκώθηκε, παραπάτησε ξέπνοη και πήγε και κουλουριάστηκε
πάλι στην τρύπα της μέσα στα βάτα...
Την αφήσαμε στη φωλιά της να
ξεκουραστεί. Την παρακολουθούσαμε με σπαραγμό εκεί στο μισόσκοτο να κοιμάται...
να κοιμάται... έναν ατέλειωτο ύπνο. Όταν, μετά από δυό - τρεις μέρες ο πατέρας
ανήσυχος χώθηκε στη φωλιά της για να τη μεταφέρει στο σπιτάκι της στον τοίχο, η
Τούρκα είχε πεθάνει μόνη, δίχως παιδιά, μέσα στην τρύπα, όπου είχε δοκιμάσει
λιγοήμερες χαρές και πίκρες, χωρίς να παραπονεθεί ποτέ... 'Εμείς όμως την
κλάψαμε απαρηγόρητα...
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΜΙΧ.ΣΤΑΜΑΤΗΣ
Ο Κώστας Μιχ. Σταμάτης
γεννήθηκε το 1935 στο Βραχάτι Κορινθίας. Τελείωσε το γυμνάσιο της γενέτειράς
του και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα και Νομικά στη Θεσσαλονίκη.
Περάτωσε τη Σχολή
Λιμενικών Δοκίμων (1965), σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος
και αποστρατεύτηκε (1992) με το βαθμό του Υποναυάρχου Λ.Σ. Ταξίδεψε ιδιωτικά
και υπηρεσιακά σε όλο σχεδόν τον κόσμο.
Στα ελληνικά γράμματα
εμφανίστηκε με διηγήματα από τη "Φιλολογική Βραδυνή" το 1959 και με
ποιήματα στον Κορινθιακό τύπο. Ασχολήθηκε με την ποίηση, το δοκίμιο, το
διήγημα, τη νουβέλα, τη μελέτη, την ιστορία, τη βιογραφία, τις μεταφράσεις και
έγραψε με επιτυχία σενάρια ταινιών μικρού μήκους (το 1976 η ταινία "Η
προστασία της θάλασσας" τιμήθηκε για το σενάριό της στο φεστιβάλ της
Καρθαγένης). Παράλληλα επιδόθηκε στη μελέτη του Ναυτικού και του Αστυνομικού
Δικαίου και έγραψε πολλές επιστημονικές εργασίες (βιβλία, μελέτες κλπ.:
"Λιμενική Αστυνομία" 1968, 2η έκδοση 1983, "Αστυνομικόν
Δίκαιον" 1971, "Γενικοί κανονισμοί λιμένος" κ.ά.).
Κατά καιρούς είχε τη διεύθυνση των περιοδικών
"Επιθεώρησις Ναυτιλίας" (1974-1975), "Κορινθιακά"
(1974-1982), "Επιθεώρηση Εμπορικού Ναυτικού" (1988-1991),
"Παγκόσμια Συνεργασία" (εκδότης - Διευθυντής, 1983-1994) και υπήρξε ο
συντάκτης των εβδομαδιαίων ραδιοφωνικών εκπομπών: "Με τους
Ναυτιλλομένους" (1974-1975) και "Θαλασσινές Κουβέντες"
(1989-1991).
Συνεργάζεται σε πολλά
λογοτεχνικά έντυπα στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Έργα του μεταφράστηκαν στα:
αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, πολωνικά, τσεχοσλοβακικά,
ουγγρικά, γιουγκοσλαβικά, σερβοκροάτικα και ρωσικά.
Βιογραφικά του
περιλήφθηκαν σε ιστορίες νεοελληνικής λογοτεχνίας και λεξικά, ανθολογήθηκε σε
περιοδικές και άλλες εκδόσεις στην Ελλάδα, την Ιταλία και τις Ινδίες, τιμήθηκε
με πολλές διακρίσεις, ιδίως στην Ιταλία, για ορισμένα βιβλία ή για το σύνολο
του έργου του, (το 1997 καταχωρίστηκε στο "Βιβλίο Ρεκόρ Guinnes
1997", για την επί 35 χρόνια ενασχόλησή του με τη "Βουκολική ποίηση
και ζωή» και για τη συγγραφή πέραν των 3.000 σελίδων επάνω στο θέμα αυτό), είναι
μέλος πολλών διεθνών Ακαδημιών και Λογοτεχνικών Σωματείων, καθώς και μέλος του
"Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός", του "Πειραϊκού
Συνδέσμου", του "Συνδέσμου Ελλήνων Ιστορικών Συγγραφέων", της
"Εθνικής Εταιρίας των Ελλήνων Λογοτεχνών" κ.ά.
Κριτικές, αφιερώματα και
ειδικές μονογραφίες για το έργο του συνέγραψαν Έλληνες και ξένοι κριτικοί και
άνθρωποι των Γραμμάτων (Ηλίας Πολύδωρος, Σταύρος Κουτίβας, Γιάννης
Ανδρικόπουλος, Carmelo Laureta, Luigi Catteruccia, Dante Pace, Franco
Calabrese, Antonia Izzi Rufo, Enrico Marco Cipollini κ.ά.).
Έργα
του συγγραφέα:
1.
Ποίηση: «Η αρπαγή της τσελιγγοπούλας» (1961, 2η έκδοση 1977
και 3η έκδοση 1986 και στα ιταλικά). «Στη σπηλιά του Πάνα» (1966). «Βουκολικά
ειδύλλια» Σειρά Α΄ (1971), Σειρά Β΄ (1974). «La melodia della commedia umana»
(1981, Γένοβα). «Poèmes» (1982, στα γαλλικά). «Αρμένισμα» (1983 και στα
ιταλικά). «Η μελωδία της Ανθρώπινης κωμωδίας» (1991). «Αξιοπιστία» (1995),
«Αρκαδικός εσπερινός» (1996). «Vespro arcadico» (2000). «Τα βουκολικά
1961-1974» (2000). «Τα ποιήματα 1966-1995» (2001). «Πέραν του λυκόφωτος»
(2002), «Λέων Σγουρός» (2011).
2.
Διήγημα: «Το τραγούδι της Βόχας» (1971). «Επισκεπτήριο ελπίδας»
(1997).
3.
Νουβέλα: «Μεγάλες φουρτούνες» (1989).
4.
Δοκίμιο-Μελέτη: «Η βουκολική ποίηση» τόμ. 1 (1974, Αρχαιότητα),
τόμ. 2 (1975, Μεσαίωνας-Τουρκοκρατία) και τόμ. Γ΄ (1976, Νεώτερη εποχή).
«Όμηρος ο βουκολικός» (1978). «Ταξιδεύοντας με τον Ιάσονα του Κ. Χαρσούλη»
(1979), «Η φαντασμαγορία της έμπνευσης στο ποίημα ο Ποιητής κι ο Κόρακας του Θ.
Ρητορίδη» (1980, Ρώμη). «Η ποιμενική έμπνευση στην ποίηση του Θ. Ρητορίδη»
(1980, Ρώμη). «Βικ. Μασκάρο, ο Ελληνολάτρης ποιητής και δοκιμιογράφος» (1981).
«Η ώρα της λύτρωσης του Νίκου Σπάνια» (1981). «Omero bucolico» (1982). «Ο νέος
Διγενής Ακρίτας. Μια περιδιάβαση στο τελευταίο έπος του 20ού αιώνα» (1992). «Η
λογοτεχνία της Αργολίδας» (1995), «Η λογοτεχνία της Αρκαδίας» (1996). «Η
λογοτεχνία της Αχαΐας» (1997). «Η λογοτεχνία της Ηλείας» (1998). «Η λογοτεχνία
της Κορινθίας» (1999). «Η λογοτεχνία της Λακωνίας» (1999). «Η λογοτεχνία της
Μεσσηνίας» (2000). «Ιστορία της πελοποννησιακής λογοτεχνίας» (2000).
«Προσέγγιση στο λογοτεχνικό έργο του Φράνκο Καλαμπρέζε» (2006). «Ντίνο Καμπάνα.
Η ζωή και το έργο του» (2008).
5.
Ιστορία: «Αίγινα: Ιστορία – Πολιτισμός», τόμ. 1 (1989) και τόμ.
2 (1998), περίληψη και των δύο τόμων στα αγγλικά.
6.
Βιογραφία: «Οι Άγιοι της Αίγινας. Σύντομες βιογραφίες Αιγινητών
Αγίων» (1990).
7.
Ανθολογία: «Ποίηση, σκέψη και ζωή» («Poesia, pensiero e vita».
Σύγχρονοι Ιταλοί ποιητές) (δίγλωσση έκδοση 1995).
8.
Μετάφραση: «Καρμέλο Λαουρέτα, Ποιήματα» Εισαγωγή, μετάφραση,
ανθολόγηση, (1985). «Ντίνο Καμπάνα., Τα ορφικά τραγούδια» (Εισαγωγή,
βιογραφικά, μετάφραση, κριτική, επιλογή). «Φράνκο Καλαμπρέζε, Αλμυρό ψωμί»
μυθιστόρημα (1989). «Γιώτα Γουρδομιχάλη, Ερωτικό – Erotico» (δίγλωσση έκδοση,
1992). «Αντωνία Ίτσι Ρούφο, Η αγάπη νικά τα πάντα» (δίγλωσση έκδοση, 2004).
«Αντωνία Ίτσι Ρούφο, Γυναίκα» (δίγλωσση έκδοση 2006). «Ιάκωβου Σαννατσάρο,
Αρκαδία» (πρώτη μετάφραση από τα ιταλικά, στην ελληνική γλώσσα, 2008). Επίσης
μετέφρασε πλήθος ποιημάτων και πεζών κειμένων Ιταλών και Ελλήνων λογοτεχνών,
στις αντίστοιχες γλώσσες, τα οποία δημοσίευσε στο περ. «Παγκόσμια Συνεργασία»
και σε άλλα έντυπα ελληνικά και ξένα.
Πηγές:
ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου