Σύμβαση
περί Γενοκτονίας:
Η
αναδρομικότης απολύτως συνεπής με το Διεθνές Δίκαιο
Κατ’ άρθρον 1 της Συμβάσεων περί Γενοκτονίας (09.12.1948), «τα Συμβαλόμενα Μέρη επιβεβαιούν, ότι η γενοκτονία, συντελουμένη, είτε εν καιρώ ειρήνης, είτε εν καιρώ πολέμου, τυγχάνει έγκλημα διεθνούς δικαίου και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προλαμβάνουν και τιμωρούν τούτο».
Η ανωτέρω διάταξη
επιβεβαιοί τον εθιμικό χαρακτήρα της ποινικοποιήσεως της γενοκτονίας. Πρόληψη,
όμως, δεν νοείται με ανοικτές πληγές.
Κατ' άρθρον 2 της ρηθείσης
Συμβάσεως, «ως γενοκτονία νοείται οιαδήποτε εκ των κατωτέρω πράξεων, ενεργουμένη
με την πρόθεση ολικής ή μερικής καταστροφής ομάδος, εθνικής, εθνολογικής,
φυλετικής ή θρησκευτικής, ως τοιαύτης: α) φόνος των μελών της ομάδος, β) σοβαρά
βλάβη της σωματικής ή διανοητικής ακεραιότητος των μελών της ομάδος, γ) εκ
προθέσεως υποβολή της ομάδος σε συνθήκες διαβιώσεως δυνάμενες να επιφέρουν την
πλήρη ή την μερική σωματική καταστροφή αυτής, δ) μέτρα αποβλέποντα στην
παρεμπόδιση των γεννήσεως στους κόλπους ωρισμένης ομάδος και ε) αναγκαστική
μεταφορά παίδων μιας ομάδος σε άλλην ομάδα».
Στον κύκλο του εσωτερικού
δικαίου, η μη αναδρομικότης των νόμων αποτελεί εγγύηση των φραγμών κατά της
αυθαιρεσίας του νομοθέτου, βάσει της αρχής nullum crimen, nulla poena sine lege
(κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς υφιστάμενο νόμο). Στην διεθνή έννομη τάξη, όμως,
δεν υφίσταται τέτοια ακαμψία και η δυνατότης θεσπίσεως δια συμβάσεων
αναδρομικώς ισχύοντος δικαίου, τουναντίον, συμβάλει στην επί των διεθνών
σχέσεων επέκταση του κράτους δικαίου.
Κατά την Επιτροπή Διεθνούς
Δικαίου των Η.Ε. υπεγράμμισε (Έκθεση 48ης συνεδριάσεως, 06.05-26.07.1996) «δεν
είναι απαραίτητο άτομο να γνωρίζει εκ προοιμίου την ακριβή τιμωρία, αρκεί οι
πράξεις του ν’αποτελούν έγκλημα ακραίας βαρύτητος, δια το οποίον προβλέπεται
αυστηρά τιμωρία».
Περαιτέρω, ο Πολωνός
καθηγητής Πανεπιστημίου Κάρολ Κάρσκι επισημαίνει (45 Case W. Res. J. Int’ L.
703, 2012): «Η Γενοκτονία ξεχώρισε νομικώς ως νέα μορφή διεθνούς εγκλήματος,
δυνάμει της από 1948 Συμβάσεως περί Γενοκτονίας. Οι μεταπολεμικές υποθέσεις
γενοκτονίας, περιλαμβανομένης της δίκης του Άντολφ Άϊχμαν [επικεφαλής του
Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Γκεστάπο, θεωρούμενος ως ο αρχιτέκτων του
Ολοκαυτώματος], δεν θίγονται από την αρχή “κανένα έγκλημα χωρίς υφιστάμενο
νόμο”, δοθέντος ότι πράξεις όπως φόνοι, που αποτελούν στοιχείο του εγκλήματος
της γενοκτονίας, απαγορεύονται από το διεθνές δίκαιο από τότε που αυτό υπάρχει.
Η νέα ταξινόμησή τους, βασιζομένη στην πρόθεση καταστροφής μίας ομάδος, δεν
παραβιάζει την ανωτέρω αρχή. Οι εμπνευστές της συνθήκης [περί Γενοκτονίας]
–θεμελιώδες έγγραφο περί την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων–
εβεβαιώθησαν, ώστε οι διεθνείς εγκληματίες να μη δύνανται να ποιήσουν χρήση των
διατάξεών της, προκειμένου να διαφύγουν της δικαιοσύνης. Ανάλογος λύση
επιφέρουσα τα αυτά αποτελέσματα εντοπίζεται και στο άρθρο 7, παρ. 2 τη
Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών της 4ης
Νοεμβρίου 1950».
Επίσης, κατ’ άρθρον 31,
παρ. 1, της από 23.05.1969 Συμβάσεως της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών,
«η συνθήκη δέον να ερμηνεύεται καλή τη πίστει, συμφώνως προς την συνήθη έννοια
που δίδεται στους όρους της συνθήκης, στο σύνολο αυτών και υπό το φως του
αντικειμένου και του σκοπού της». Οι συντάξαντες την Σύμβαση περί Γενοκτονίας,
καίτοι ηδύναντο κάλλιστα να προορίσουν αυτήν αποκλειστικώς δια το μέλλον, ουδεμία,
εν τέλει, σχετική προς αυτό ενεσωμάτωσαν διάταξη, αφήσαντες προδήλως ανοικτό το
ενδεχόμενο της αναδρομικής ισχύος αυτής.
Τέλος, κατ’ άρθρ. 1 της
από 26.11.1968 Συμβάσεως των Η.Ε. περί Μη Παραγραφής Εγκλημάτων Πολέμου και
Εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητος (όρα και άρθρ. 1 της από 25.01.1974 Ευρωπαϊκής
Συμβάσεως περί Μη Παραγραφής Εγκλημάτων Πολέμου και Εγκλημάτων κατά της
Ανθρωπότητος), «ουδεμία διάταξη περί παραγραφής εφαρμόζεται στ’ακόλουθα
εγκλήματα, ανεξαρτήτως του χρόνου τελέσεώς τους: ... στο έγκλημα της
γενοκτονίας, ως τούτο ορίζεται κατά την από 1948 Σύμβαση...».
Κατά την υπογραφή της
Συνθήκης της Λωζάννης υπεγράφη και δήλωση (24.07.1923), περί αμοιβαίας
χορηγήσεως αμνηστίας, δια της οποίας συνεχωρήθησαν τα υπό της Τουρκίας
διαπραχθέντα εγκλήματα την περίοδο 01.08.1914-20.11.1922. Η εν λόγω απόφαση
είχε καθαρώς πολιτικά κίνητρα, αφού δια της Συνθήκης των Σεβρών (10.08.1920)
εγένετο πανηγυρικά αποδεκτή η ποινική ευθύνη της Τουρκίας δια τις υπό της ιδίας
τελεσθείσες γενοκτονίες («σφαγές») κατά των χριστιανικών πληθυσμών της, έως και
υποχρεώνετο αύτη σε επιστροφή των υφαρπασθεισών περιουσιών τούτων ή σε
αποζημιώσεις στην περίπτωση καταστροφής αυτών. Η αναγνώριση των εν λόγω
εγκλημάτων υπό της Συνθήκης των Σεβρών απετέλεσε ακρογωνιαίο λίθο δια την ίδρυση
του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης (Το Παρόν,
07-08.01.2017). Καίτοι οι βασικοί αυτουργοί και ιθύνοντες αυτών παρέμειναν
ατιμώρητοι, τούτο δεν αναιρεί την νομική υπόσταση των τελεσθέντων εγκλημάτων.
Κατ’ άρθρ. 53 της
Συμβάσεως της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών, συνθήκη είναι άκυρος,
εφ’όσον στον χρόνο της συνομολογήσεώς της αντίκειται σε αναγκαστικό κανόνα (jus
cogens) του γενικού διεθνούς δικαίου. Τέτοιος κανών είναι εκείνος που είναι
αποδεκτός και αναγνωρισμένος υφ'όλης της διεθνούς κοινότητος ως κανόνος εκ του
οποίου ουδεμία παρέκκλιση επιτρέπεται και ο οποίος δύναται να τροποποιηθεί
μόνον δι'άλλου μεταγενεστέρου κανόνος γενικού διεθνούς δικαίου έχοντος τον
ίδιον χαρακτήρα. Επειδή η απαγόρευση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητος και
της γενοκτονίας αποτελούν τέτοιον κανόνα, είναι πρόδηλο, ότι η προσαρτηθείσα
στην Συνθήκη της Λωζάννης χορήγηση αμνηστίας είναι άκυρη και ανίσχυρη, ως
αντιβαίνουσα και στο διεθνές (εθιμικό) δίκαιο, (Ηνωμένα Έθνη-Ύπατος Αρμοστής
δια τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Rule of Law Tools for Post-Conflict
States-Amnesties, 2009).
Διαρκουσών των
διαβουλεύσεων στο Παρίσι εν'όψει της υπογραφής της Συνθήκης Ειρήνης
(18.01.1919-21.01.1920), συνεστήθησαν (Απρίλιος 1919-Αύγουστος 1920), τη πιέσει
των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως, τα λεγόμενα έκτακτα Στρατοδικεία της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, δια την τιμώρηση των σφαγών των Χριστιανών υπηκόων αυτής.
Και ενώ αρχικώς έγινε
δεκτή η οθωμανική ευθύνη περί της δια βιαίων μέσων συστηματικής εξασθενίσεως
και εξοντώσεως των εν λόγω πληθυσμών, εν τέλει, οι δίκες απέβησαν παρωδία, των
Τούρκων υπονομευσάντων αυτές, δια της αποκρύψεως και καταστροφής στοιχείων,
κατόπιν δε, είτε δια της αποκαταστάσεως, έως και προαγωγής, είτε δια της
φυγαδεύσεως, ιδία των βαρέως καταδικασθέντων αυτουργών και ιθυνόντων (Cassese,
A., International Criminal Law, εκδ. 2α, 2008, σελ. 131).
Η αναδρομικότης διατάξεων
δια μη παραγραφόμενο έγκλημα, όπως η γενοκτονία, φέρνει στην συζήτηση και τις
αρχές περί κρατικής ευθύνης και κρατικής συνεχείας, κατά τις οποίες (1) το
κράτος ευθύνεται όπου τα όργανά του δεν έδρασαν συμφώνως προς τις επιταγές της
διεθνούς τάξεως (Ιωάννη Σπυροπούλου, Διεθ. Δημ. Δίκ., Παρίσι, 1933, σε. 275),
(2) το θέμα της ατομικής ποινικής ευθύνης ενός εκάστου αυτών καθίσταται δύσκολο
να εδραιωθεί, εκ του μεγάλου αριθμού των συμμετεχόντων τούτων (Μ. Ch.
Bassiouni, Introduction au droit pénal international, 2002, σελ. 54), (3)
γενοκτονία είναι αδύνατος άνευ της αμέσου ή μέχρις ενός βαθμού συμμετοχής του
κράτους, εκ των διαστάσεων που το εν λόγω έγκλημα λαμβάνει (C. Kayishema και Ο.
Ruzindana, ICTR-95-1, παρ. 94) και (4) η διάδοχη κυβέρνηση είναι υπεύθυνη ως
προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από παραβιάσεις γενόμενες υπό της
προηγουμένης (M. Ch. Bassiouni, Επιτροπή Η.Ε. περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Doc.
E/CN.4/1999/65). Κατόπιν τούτων, η Τουρκία δεν φέρει ευθύνη μόνον δια τους μετά
την πτώση την Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αιμοσταγείς σφαγείς των Ελλήνων, αλλά
και δια τις διαρκούσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τούτους, δοθέντος δε, ότι
δεν τους άφησε απλώς ατιμώρητους, αλλά τους επροστάτευσε, έως και προήγαγε (V.
Avedian, State Identity, Continuity and Responsibility, E.J.I.L., 2012, τόμ.
23(3), σελ. 797-820).
Τέλος, κατά το διεθνές
δίκαιο, (1) ούτε η αλλαγή ονόματος και πρωτευούσης, (2) ούτε οι μέχρις ενός
βαθμού εδαφικές αλλαγές, (3) ούτε η μεταφορά πληθυσμών (π.χ. μετανάστευση), (4)
ούτε αλλαγές στην κρατική εξουσία ή οι συνταγματικές ταύτες (αλλαγή
κυβερνήσεως, επανάσταση), (5) ούτε η προσωρινή στρατιωτική κατοχή (occupation
belica) επηρεάζουν την ταυτότητα ή συνέχεια ενός κράτους. Έτσι, παρ'όλην την
κατάργηση του Σουλτανάτου υπό του Κεμάλ Ατατούρκ (01.11.1922), η Τουρκία
διεδέχθη de facto την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις
αυτής, όπερ εσυνέβη και στην υπόθεση περί της Διαιτησίας περί του Οθωμανικού
Δημοσίου Χρέους, όπου ανέλαβε (1925-1954) την αποπληρωμή δανείων που συνήψε η
προκάτοχός της μετά Ευρωπαίων πιστωτών (K. Marek, Identity and Continuity …,
1968).
Αν η αναδρομικότης, έως
και η κρατική ευθύνη, ομού μετά της κρατικής συνεχείας, εφηρμόσθησαν στην
περίπτωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που ανέλαβε την ευθύνη
διά τα υπό του Γ’ Ράιχ τελεσθέντα εγκλήματα, στην περίπτωση της Τουρκίας γιατί
να υπάρξει εξαίρεση;
Παν. Α. Ζολώτας
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου