ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
& ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα
στον χρόνο
Μέρα
του Απρίλη
Πράσινο
λάμπος γελούσε ο κάμπος με το τριφύλλι
Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Tου Νίκου Αμμανίτη
Απρίλιος, ο πιο γλυκός
μήνας του χρόνου. Ένας μήνας γεμάτος αίσθημα, γεμάτος ποίηση, ρομαντισμό. Ένας
μήνας καθαρά ελληνικός, που στις μέρες του γιορτάζεται το Πάσχα, μια γιορτή
καθαρά ελληνική, μιας και ελάχιστοι λαοί στον κόσμο γιορτάζουν την Ανάσταση όπως
τη νιώθουμε και τη γιορτάζουμε εμείς στην Ελλάδα.
Απρίλιος, κι η άνοιξη στην
αποθέωσή της. Πεταρίζουν στους ουρανούς τα χελιδόνια, που γεμάτα αισιοδοξία
χτίζουνε τις φωλιές τους, ενώ τα νεογέννητα χελωνάκια, που μόλις βγήκαν απ’ το
αυγό τους, αχόρταγα ρουφάνε τις πρώτες παραξενιές της ζωής που αντικρίζουν.
Μυριάδες και τα ζουζούνια, που με επικεφαλής τις πασχαλίτσες ξεχύθηκαν από μια
τρυπά της αλάνας και ξαμολήθηκαν να κατακτήσουνε τη γη. Αμέτρητες και οι
μέλισσες, που ακούραστες εκτελούν το κοινωφελές τους έργο πετώντας από λουλούδι
σε λουλούδι, παιχνιδιάρες οι ακαμάτρες πεταλούδες, που κυνηγιούνται δίχως
αφορμή κι αιτία.
Πολλά είναι τα μικρά κι
ασήμαντα, που όλα μαζί συνθέτουν το «είναι» του Απρίλη. Ας μην τον κανακεύουμε
όμως και πολύ, γιατί ούτε άμωμος, ούτε άσπιλος, ούτε και αγνός είναι. Ένας
παιχνιδιάρης και πεταχτούλης είναι, που ξεκινά κάθε χρονιά τη σταδιοδρομία του
μ’ ένα μικρό ή τρανταχτό ψεματάκι, που η λαϊκή σοφία, με τη συγκαταβατικότητά
της, ονομάτισε «πρωταπριλιάτικο αστείο». Αρχικά, τα ψεματάκια ανταλλάσανε φίλοι
και γνωστοί μεταξύ τους. Αργότερα, για να μην υστερούν οι εφημερίδες, ανέλαβαν
το έθιμο υπό την προστασία τους και ανάμεσα στις κύριες ειδήσεις υπήρχε και η
πρωταπριλιάτικη τερατολογία, που αρκετές φορές γινόταν πιστευτή από τους εφημεριδοφάγους
ως το γεγονός της ημέρας. Καθώς η τεχνολογία προόδευε στις εκδόσεις, τα ακραία
πρωταπριλιάτικα ρεπορτάζ των εφημερίδων διανθίστηκαν και με ακραία φωτομοντάζ,
κάνοντας αληθοφανή την ψεματάρα της ημέρας.
Μέσα σ’ ένα
πρωταπριλιάτικο κλίμα ξύπνησε με τα κέφια του ο Ύψιστος, πάνω εκεί στο
υπερπέραν, το πρωί της Τρίτης 1ης Απριλίου 1947 και αποφάσισε να κάνει και
Αυτός μια φάρσα στους γήινους Έλληνες με κάτι που κανένας δεν θα πίστευε και
που όλοι θα νόμιζαν πως διαδίδεται ένα κακόγουστο και ασεβές πρωταπριλιάτικο
ψέμα. Και το απίστευτο γεγονός της είδησης ήταν πως «πέθανε ο βασιλιάς»…
Δύσκολες μέρες περνούσε
τότε η Ελλάδα, καθώς προσπαθούσε να ορθοποδήσει αγκομαχώντας. Η ανέχεια και η
μιζέρια κυριαρχούσαν, ένας ιδεολογικός πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, η διχόνοια
κυριαρχούσε και διαφαινόταν ο κίνδυνος ανατροπής της καθεστηκυίας κοινωνικής
τάξεως. Ακριβώς πριν από ένα έτος διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές και η Ελλάδα
διέθετε «λαοπρόβλητη κυβέρνηση». Το δημοψήφισμα που ακολούθησε απέβη υπέρ της βασιλευομένης
και ο βασιλεύς Γεώργιος Β’ επανήλθε στην Ελλάδα.
Το βασιλικό έμβλημα στον
θυρεό με τους Ηρακλείς του στέμματος ήταν «Ισχύς μου η αγάπη του Λαού», όμως
αγάπη προς το πρόσωπο του βασιλέως Γεωργίου δεν υπήρχε. Ούτε καν συμπάθεια.
Ήταν ένα απωθητικό συναίσθημα, καθαρά κατά του ατόμου και όχι κατά του θεσμού.
Ψυχρός και άτεγκτος, χωρίς ποτέ του να έχει νιώσει την τρυφερότητα της
οικογένειας και ιδίως των παιδιών, ήταν απόμακρος. Ελάχιστες φορές ένα χαμόγελο
διαγράφηκε στα χείλη του και η αυστηρή ματιά του πάγωνε τους γύρω του. Ήταν
όμως βασιλεύς των Ελλήνων, ειδικά σε μια πολύ δύσκολη στιγμή στην ιστορία του
τόπου, όπου ο βασιλικός θεσμός λειτουργούσε ως εγγυητής του καθεστώτος.
Ήταν σίγουρο όμως πως ο
στρυφνός βόρειός του χαρακτήρας, που δεν ταίριαζε με τον ελαφρό και επιπόλαιο
Έλληνα, κάποια στιγμή θα γεννούσε προβλήματα. Και τότε τι; Τη λύση για να
εξαλειφτεί η ανωμαλία και να υπάρξει «συμπάθεια και ειρήνη» την έδωσε η Θεία
Πρόνοια. Έτσι, το πρωταπριλιάτικο εκείνο μεσημέρι, ο Γεώργιος Β’ εκλήθη εις
τους ουρανούς. Μια έντονη καρδιακή προσβολή του παρέσχε το σχετικό φύλλο
πορείας για το μακρινό ταξίδι. Και απεφάνθη ο κακόγλωσσος Έλληνας αγορεύοντας
στο καφενείο: «Πέθανε από την καρδιά του ο πιο άκαρδος άνθρωπος»… Η βασιλεία
πέρασε σε πιο οικεία χέρια.
Με την κρυψίνοια που
διακρίνει το κράτος, ο θάνατος στην αρχή αποκρύφτηκε. Κάτι διαδόσεις που
κυκλοφόρησαν δεν έγιναν πιστευτές και θεωρήθηκαν «κακόβουλο πρωταπριλιάτικο
ψέμα της αριστερής ιντελιγκέντσιας». Ο θάνατος, βλέπετε, επήλθε την πιο
ακατάλληλη επικοινωνιακά ώρα.
Ο κόσμος ήταν σπίτι για
φαΐ και σιέστα. Εφημερίδες θα κυκλοφορούσαν το επόμενο πρωί. Και ραδιόφωνο
ελάχιστοι προνομιούχοι είχαν. Έβλεπε ο Ύψιστος από ψηλά τη φτιάξη του και
γέλαγε με την ψυχή του. Έτσι, ενώ το νέο κυκλοφορούσε εμπιστευτικά από στόμα σε
στόμα, κανένας δεν το πίστευε. Μόνο γύρω στις 4 το απόγευμα το ράδιο άλλαξε
πρόγραμμα και υπό τους ήχους του «πένθιμου εμβατηρίου» της «Ηρωικής» του
Μπετόβεν μεταδόθηκε το θλιβερό άγγελμα. Καθώς όμως άρχισαν να ηχούν πένθιμα οι
καμπάνες των εκκλησιών, αμέσως διαδόθηκε η φήμη πως πέθανε ο Πατριάρχης…
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου