Οριακή
ζωή στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας
«Περιμέναμε τα χειρότερα.
Τα καταφέραμε όμως. Μετά από λίγο καιρό ήρθε και με αγκάλιασε. Στην αρχή δεν
τον αναγνώρισα, τον θυμόμουν γεμάτο κακώσεις και τον ξανάβλεπα κανονικό
άνθρωπο». Η Εντατική, το πιο ευαίσθητο κομμάτι του Εθνικού Συστήματος Υγείας,
είναι μια διαρκής μάχη ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο.
Κείμενο : Μαρία Λούκα
Υπάρχει ένας τόπος όπου
περισσότερο από οπουδήποτε αλλού η ανθρώπινη ύπαρξη μοιάζει με ξεκουρδισμένο
εκκρεμές που αδρανοποιείται στο μεσαίο χώρο, στο κενό σημείο ανάμεσα στο όλον
και το τίποτα, ανάμεσα στη θριαμβευτική επιβεβαίωση και τον απόλυτο
εκμηδενισμό, στο μεταιχμιακό σύμπαν μεταξύ ζωής και θανάτου, σε μια ιδιότυπη
αλληγορία φωτός και σκοταδιού.
Είναι οι Μονάδες Εντατικής
Θεραπείας (ΜΕΘ). Αυτοί οι ολόλευκοι, αυστηροί, υπερσύγχρονοι θάλαμοι,
αποκομμένοι από τη φασαρία και την κίνηση του υπόλοιπου νοσοκομείου, γεμάτοι
αθόρυβες προσδοκίες και αβάσταχτες ματαιώσεις. Είναι το πιο ευαίσθητο κομμάτι
του Εθνικού Συστήματος Υγείας, το ύστατο καταφύγιο των βαριά ασθενών, των
ανήμπορων οργανισμών που βρίσκονται διασωληνωμένοι και καθηλωμένοι σε συνθήκες
στέρησης και φαρμακευτικής καταστολής, των ανθρώπων που βιώνουν την τρομακτική
γειτνίαση του θανάτου και την αφυδάτωση της υποκειμενικότητάς τους.
Μια διαρκής μάχη είναι η
Εντατική, άνιση, ασύμμετρη και ολοκληρωτική που άλλοτε σβήνει στην ευθεία
ασάλευτη γραμμή της απώλειας κι άλλοτε γλιστράει, ξεφεύγει κι επιστρέφει
εξαντλημένη αλλά χαρούμενη στη δική μας πλευρά. Επιστρέφει στη ζωή.
Μία
κατάκτηση του όψιμου 20ού αιώνα
Η πρώτη Μονάδα Εντατικής
Θεραπείας Intensive Care Unit, Internet Scientific Publications δημιουργήθηκε
στην Κοπεγχάγη το 1958 εξαιτίας της επιδημίας πολιομυελίτιδας. Στη χώρα μας η
πρώτη πολυδύναμη ΜΕΘ φτιάχτηκε το 1978 στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Είναι μια σχετικά
καινούρια υπόθεση που συνέβαλε στη μείωση της θνησιμότητας. «Πρώτον, σώθηκα από
την επιστήµη. Έγινε ό,τι έγινε το 2002· αν ήταν µόλις 20 χρόνια πριν, απλώς θα
είχα πεθάνει. ∆εύτερον, µε έσωσε ένα κρατικό σύστηµα και ένας παλιός µου φίλος,
ο Μπάµπης Ρούσσος, µε µιαν οµάδα που πετούσε. Τρίτον, σώθηκα επειδή µε
αγαπούσαν οι δικοί µου. Με επηρέασε καταλυτικά αυτή η ιστορία. Όταν έρχεσαι από
“μακριά”, αντιλαμβάνεσαι τη µματαιότητα
των πραγμάτων. All we need is love», είχε δηλώσει το 2011 ο
ψυχίατρος-ψυχαναλυτής Θανάσης Τζαβάρας "Ο Διάβολος στην Εντατική", στο
Βήμα για τις 105 μέρες που πέρασε στη ΜΕΘ του Ευαγγελισμού.
Ο ίδιος είχε περιγράψει
την παραληρηματική του πορεία προς την κόλαση και πίσω, στο βιβλίο «Το ταξίδι
από τα Κύθηρα». Στο Βιβλιοnet, ίσως το πιο ανάγλυφο αφήγημα για το παραισθητικό
και στρεσσογόνο βίωμα του ασθενή στη ΜΕΘ. Είναι συγκλονιστική εμπειρία η Εντατική,
θρυμματίζει βεβαιότητες, αλλάζει κοσμοθεωρίες και αναδομεί χαρακτήρες. Αφήνει
συχνά ένα έντονο χνάρι στον ψυχισμό των ανθρώπων, όπως καταγράφεται σε πολλές
ιατρικές μελέτες, με πιο πρόσφατη αυτή του καθηγητή Τζέιμς Τζάκσον από το
Ιατρικό Κέντρο του πανεπιστημίου Vanderbilt στο Τενεσί, που δημοσιεύτηκε η
περίληψη της μελέτης στο περιοδικό Lancet. Σύμφωνα με αυτήν, το 1/3 των ασθενών
που νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ εμφάνιζε συμπτώματα κατάθλιψης.
Ωστόσο, η εντατική σώζει
ζωές. Αυτό είναι βέβαιο. Σε όλον τον κόσμο είναι σε εξέλιξη ερευνητικά
προγράμματα και στρατηγικές που αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση των αρνητικών
επιπτώσεων και τη γρήγορη φυσική και ψυχική αποκατάσταση των ασθενών.
Ελλάδα
και ΜΕΘ
Εδώ, στην πρωτεύουσα του
σοκ του ευρωπαϊκού Νότου, η συζήτηση για τις ΜΕΘ είναι φτωχή και κρισιακή, όπως
όλα στη χώρα. Συμπαρασύρεται από τη δίνη της οικονομικής δυσπραγίας και
σχηματοποιείται σε μια θλιβερή λίστα αναμονής. Ακόμα και στα “καλά χρόνια”,
πριν την κρίση, οι ΜΕΘ δεν προσέγγισαν ούτε κατά διάνοια τα επίπεδα ανάπτυξης
που ισχύουν σε πολλά κράτη της Δύσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του
Ιδρύματος Θώραξ, η ιστοσελίδα του ιδρύματος που σκοπό έχει να στηρίξει την
ανάπτυξη της Εντατικής Θεραπείας, στις ΗΠΑ οι κλίνες Εντατικής
Νοσηλείας-Θεραπείας αποτελούν το 20-30% των νοσοκομειακών κλινών. Στην Ευρώπη
αποτελούν αντιστοίχως το 15-20%. Στην Ελλάδα ο μέσος όρος δεν υπερβαίνει το 2%
των συμβατικών κλινών. Η μεγάλη κυνική ανορθοδοξία, όμως, είναι ότι σε αυτές
τις ανεπαρκείς ως προς τον αριθμό ΜΕΘ, υπάρχουν κρεβάτια που, παρότι
εξοπλισμένα, παραμένουν κλειστά. Δεν υπάρχει προσωπικό για να λειτουργήσουν με
αποτέλεσμα βαριά ασθενείς να βρίσκονται διασωληνωμένοι σε κοινούς θαλάμους
ρισκάροντας τη ζωή τους και την επιδείνωση της υγείας τους.
Αυτό είναι ένα βασικό
πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στους γιατρούς και το υπουργείο Υγείας, όχι μόνο
τώρα αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης. Έναν χρόνο πριν, τον Απρίλιο του
2016, ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών (ΙΣΑ) κατέθεσε αναφορά «Αναφορά του ΙΣΑ στον Εισαγγελέα
για τις κλειστές ΜΕΘ μετά την κόντρα ΚΕΕΛΠΝΟ-Πολάκη», στον Άρειο Πάγο, στην
οποία τόνιζε ότι 200 κλίνες ΜΕΘ παραμένουν κλειστές εξαιτίας της υποστελέχωσης
και ζητούσε να διερευνηθούν τυχόν ποινικές ευθύνες. Οι ΜΕΘ αποτέλεσαν σημείο τριβής
και μεταξύ της ομοσπονδίας των εργαζομένων στα νοσοκομεία ΠΟΕΔΗΝΗ και του
αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη, με την ΠΟΕΔΗΝ να καταγγέλλει: «78
Διασωληνωμένοι Ασθενείς δεν βρήκαν κρεβάτι ΜΕΘ και εξυπηρετήθηκαν μόνο 5» τον
περασμένο Ιανουάριο·
ότι υπάρχουν ασθενείς διασωληνωμένοι που περιμένουν εκτός ΜΕΘ έως και 10 μέρες
για να εξυπηρετηθούν. Ο Παύλος Πολάκης, στα εγκαίνια της ΜΕΘ στο Γενικό
Νοσοκομείο Κατερίνης τον Φλεβάρη, προανήγγειλε ότι μέχρι τις αρχές του
καλοκαιριού θα λειτουργήσουν 100 κλίνες ΜΕΘ που είναι κλειστές.
Σύμφωνα με τα
συγκεντρωτικά στοιχεία της Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας για τα τελευταία 12 χρόνια (τα μισά στην
κρίση) που η Εταιρεία χαρτογραφεί τον χώρο, προκύπτουν τα εξής δεδομένα:
Νοσηλεύονται στην Ελλάδα κατά μέσο όρο και ανά έτος πάνω από 14.000 βαρύτατα
πάσχοντες με πολύ μικρό αναμενόμενο προσδόκιμο επιβίωσης εάν νοσηλεύονταν σε
κλασική νοσοκομειακή κλίνη και με πραγματική επιβίωση στους χώρους εντατικής
θεραπείας που ξεπερνά το 70%. Εργάζονται κατά μέσο όρο στις ΜΕΘ 270 ιατροί
εντατικολόγοι, 1050 νοσηλευτές, 90-170 ειδικευόμενοι ιατροί εντατικολόγοι και
ελάχιστοι λοιποί εργαζόμενοι. Οι κλίνες ΜΕΘ/ΜΑΦ υπολογίζονται σε 600-730, από
τις οποίες το 25% είναι διαχρονικά κλειστό λόγω έλλειψης προσωπικού.
Τα
ηθικά διλήμματα της Εντατικής
Πέρα από αυτά τα ιδιαίτερα
ζωτικά προβλήματα, οι ΜΕΘ είναι ένα πεδίο έντασης, προβληματισμού και
βιοηθικής. Οι γιατροί δεν διαχειρίζονται μόνο την επαναφορά στη ζωή, αλλά
καλούνται συχνά να διαχειριστούν και το τέλος της ζωής, να πάρουν κρίσιμες
αποφάσεις για την ποιότητα αυτού του τέλους με γνώμονα την αξιοπρέπεια ενός
πάσχοντος σώματος που δεν είναι σε θέση να εκφράσει την επιθυμία του.
«Με θλίψη, αλλά και
σιγουριά, αφαίρεσα πρόσφατα τους αναπνευστικούς σωλήνες από τρεις ασθενείς μου
στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Εκπαιδεύτηκα να χρησιμοποιώ πολύπλοκες και
εξελιγμένες μεθόδους για να σώζω ανθρώπους, ακόμα και στο χείλος του θανάτου.
Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν έμαθα πώς να βοηθώ τους ασθενείς μου να πεθάνουν»,
έγραφε στους New York Times"A ‘Code Death’ for Dying Patients", NYT η
Τζέσικα Ζίτερ, γιατρός στο Ιατρικό Κέντρο Αλαμέντα της Καλιφόρνια, φωτίζοντας
με ειλικρινή αγωνία τους ηθικούς ενδοιασμούς που αντιμετωπίζουν οι γιατροί στην
εντατική και τον σπαρακτικό υπόκωφο αντίλαλο της τελευταίας πνοής.
Το
ντοκιμαντέρ ExtremisΣτο IMDb (2016) στο οποίο πρωταγωνιστεί η δρ. Ζίτερ ήταν
υποψήφιο στα φετινά Όσκαρ.
Δεκάδες τέτοιες
διερωτήσεις και αντιλογίες διαμείβονται καθημερινά, είτε φωναχτά, είτε σιωπηρά
στις ΜΕΘ, όπου οι γιατροί έρχονται αντιμέτωποι με τα πιο πρωταρχικά διλήμματα
της ανθρώπινης ύπαρξης, την τρωτότητα, τον φόβο της απώλειας του αγαπημένου προσώπου,
την εγγενή αδυναμία εξοικείωσης με τον θάνατο. Κουβαλάνε εκτός από τις δικές
τους αντιφάσεις, το άγχος του οργανισμού που υποφέρει και δεν μπορεί να
επικοινωνήσει, τις ψυχικές επενδύσεις και αποεπενδύσεις του συγγενικού του
περιβάλλοντος.
Το inside story επέλεξε να
ανοίξει την κουβέντα για τις ΜΕΘ μέσα από τη ματιά τεσσάρων γιατρών που
χαρτογραφούν το πρόβλημα, μοιράζονται τα βιώματά τους και εκφράζουν την άποψή
τους. Εξάλλου, χάρη στη δική τους υπερπροσπάθεια διασώζεται ένα πολλαπλώς βαλλόμενο
δημόσιο σύστημα υγείας και παράγει ακόμα μικρά κοσμικά “θαύματα”.
Αναστασία
Κοτανίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Πνευμονολογίας-Εντατικής
Θεραπείας, πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας
Στην Ελλάδα ο κόσμος έχει
πολύ περιορισμένη γνώση για το τι ακριβώς είναι η Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Έχουν συνήθως στο μυαλό τους τα μηχανήματα. Η Εντατική δεν είναι ένας ψυχρός
χώρος με εξελιγμένα μηχανήματα. Είναι ένας χώρος όπου γιατροί και νοσηλευτές
προσπαθούν 24 ώρες το 24ωρο να κάνουν τον άρρωστο να επιβιώσει. Εφημερεύει κάθε
μέρα και κάθε ώρα. Δεν υπάρχει άλλο τέτοιο μέρος στο νοσοκομείο. Αυτή η
διαδικασία έχει ένα ανυπολόγιστο σωματικό και ψυχικό κόστος για το προσωπικό.
Σχεδόν όλοι οι γιατροί στις εντατικές είναι άνω των 55 ετών –δεν έχουν γίνει προσλήψεις
εδώ και καιρό– και πρέπει να αντεπεξέρχονται σε αυτούς τους ρυθμούς.
Το στρες είναι τεράστιο.
Όταν έχεις έναν νέο πολυτραυματία που αιμορραγεί, μπαίνεις στη θέση του
συγγενή. Νιώθεις την πίεση. Ταυτόχρονα υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι ηθικού προβληματισμού
γύρω από το τέλος της ζωής που δεν έχει βρει λύση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά
πουθενά. Πρόσφατα σε μια συζήτηση που είχα μ’ έναν κορυφαίο καθηγητή από το
Ισραήλ, μου εξηγούσε ότι και στη χώρα τους δεν έχουν καταφέρει να
αντιμετωπίσουν το τέλος της ζωής.
Σε κάποιες χώρες, κυρίως
στη Βόρεια Αμερική, υπάρχουν τρόποι, ώστε οι γιατροί μαζί με τους συγγενείς να
αποφασίζουν αν πρέπει να συνεχιστεί μια θεραπεία σε τελικό νόσημα. Ακόμα και οι
ίδιοι οι ασθενείς αν βρίσκονται σε κατάσταση διαύγειας μπορούν να αποφασίσουν
και να ορίσουν αν και σε ποιες συνθήκες επιθυμούν ανάνηψη. Αυτά τα πράγματα
στην Ελλάδα δε μπορούμε εύκολα να τα διαχειριστούμε. Υπάρχουν βέβαια κι εδώ
οικογένειες που αποφασίζουν ότι δεν θέλουν ο άνθρωπος τους να “φύγει” σε μία
μονάδα εντατικής, μακριά από τους αγαπημένους του και να ταλαιπωρηθεί με
επιθετικές θεραπείες.
Δυστυχώς δεν υπάρχει
εξειδικευμένο προσωπικό, π.χ. ψυχολόγοι, για να εργαστούν και στον τομέα της
μετάβασης του ασθενούς αλλά και στο κομμάτι της ψυχολογικής υποστήριξης των
συγγενών. Όλα αυτά τα κάνουν οι γιατροί και οι νοσηλευτές. Δεν υπάρχει καν
επαρκές βασικό προσωπικό, γι’ αυτό έχουμε κλειστά κρεβάτια. Η εκτίμηση της
Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας είναι ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν 100-120 πλήρως
εξοπλισμένα κρεβάτια κλειστά. Έχουμε κατά μέσο όρο 30-35 άτομα λίστα αναμονής
για ΜΕΘ κάθε μέρα, που την περίοδο έξαρσης της γρίπης και των λοιμώξεων φτάνουν
τα 70. Αυτό κοστίζει ζωές. Στη ΜΕΘ οι βαριά πάσχοντες έχουν πολύ μεγαλύτερη
πιθανότητα επιβίωσης. Αυτό που προσπαθούμε είναι να φτιάξουμε κάποια κριτήρια
προτεραιότητας για τις ΜΕΘ σε σχέση με τη βαρύτητα της κατάστασης του ασθενούς
και όχι σε σχέση με την ηλικία. Η ηλικία σε καμία χώρα δεν είναι απαγορευτικό
κριτήριο για να μπει κάποιος στη ΜΕΘ.
Πάνος
Παπανικολάου, διευθυντής νευροχειρούργος στο Γενικό
Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά, γενικός γραμματέας ΟΕΝΓΕ
Κανονικά θα έπρεπε να
έχουμε 3.000 Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και Αυξημένης Φροντίδας. Σύμφωνα με τα
διεθνή standards, οι ΜΕΘ και οι ΜΑΦ πρέπει να αποτελούν το 10% των
νοσοκομειακών κλινών. Έχουμε περίπου 700 και από αυτές πριν 2-3 χρόνια δεν
λειτουργούσαν οι 200. Από το 2009 οι κυβερνήσεις προσπαθούν να καλύψουν αυτά τα
κενά όχι με μόνιμες προσλήψεις αλλά με “μπλοκάκια”. Έγινε δύο φορές και
απέτυχε. Το 2015 ο Ξάνθος και ο Πολάκης ανακοίνωσαν ότι για τρίτη φορά θα
επιχειρούσαν να καλύψουν τα κενά με συμβάσεις μέσω του ΚΕΕΛΠΝΟ. Τους
προειδοποιήσαμε ότι θα αποτύγχαναν πάλι και επιβεβαιωθήκαμε. Από τους 100
γιατρούς που ήρθαν, στη θέση τους δεν παραμένουν πάνω από 60, οι οποίοι έμειναν
απλήρωτοι για 2-3 μήνες. Από τα 200 κλειστά κρεβάτια, άνοιξαν μόνο τα 45
περίπου. Στις 2 Μαρτίου σε επίσημη συνάντηση του Υπουργείου με την ΟΕΝΓΕ
ομολόγησαν ότι είχαμε δίκιο και υπόσχονται τώρα ότι θα προκηρύξουν μόνιμες
θέσεις το 2017.
Είναι παγκόσμια πρωτοτυπία
να υπάρχει λίστα αναμονής για ΜΕΘ. Η παραμονή ενός ασθενή που χρειάζεται
διασωλήνωση έστω και για ένα 24ωρο σε κοινό θάλαμο με φορητό αναπνευστήρα
εγκυμονεί κίνδυνο αιφνίδιου θανάτου, αυξάνει τον κίνδυνο μόλυνσής του από
ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις και αν αυτός ο ασθενής πάει στη ΜΕΘ, θα διασπείρει
τελικά τα μικρόβια στη μονάδα. Εκτός όμως από τα έκτακτα περιστατικά που φτάνουν
στις εφημερίες και χρειάζονται ΜΕΘ, υπάρχουν ασθενείς που έχουν
προγραμματισμένες δύσκολες επεμβάσεις. Αυτές για να γίνουν απαιτείται να
υπάρχει διαθέσιμο κρεβάτι στην Εντατική. Έτσι, λοιπόν, καταλήγουμε να
αναβάλλονται σοβαρά χειρουργεία, επειδή δεν υπάρχει κρεβάτι και να αυξάνεται η
πιθανότητα επιδείνωσης ενός προβλήματος. Εγώ το τελευταίο διάστημα έχω
καταγγείλει 2-3 περιστατικά με όγκο στον εγκέφαλο που αναβλήθηκε το χειρουργείο
τους γι’ αυτόν το λόγο. Ενδεικτική είναι η περίπτωση ενός ασθενή με όγκο στον
εγκέφαλο που αναβλήθηκε η προγραμματισμένη επέμβασή του και όταν επιτέλους
βρέθηκε κλίνη στην Εντατική, είχε προχωρήσει η παράλυση στη μία πλευρά του
σώματος.
Ακόμα και στις
λειτουργούσες ΜΕΘ υπάρχει πρόβλημα στελέχωσης. Σύμφωνα πάλι με τα διεθνή
στάνταρ, στη ΜΕΘ πρέπει να υπάρχει ένας νοσηλευτής για έναν ασθενή και ένας σε
κίνηση που να βοηθάει τους άλλους. Στην Ελλάδα η αναλογία είναι ένας νοσηλευτής
για 2,5 ασθενείς, εξού και η αυξημένη ανθεκτικότητα των ενδονοσοκομειακών
λοιμώξεων. Το Φεβρουάριο του 2015 είχα απευθύνει ανοιχτή επιστολή στον Ανδρέα
Ξάνθο, με την οποίαν του έλεγα να ασχοληθεί με δύο πράγματα: να καταργηθεί η
θανατηφόρα λίστα αναμονής στις ΜΕΘ και να καταργηθεί η λίστα αναμονής στα
ογκολογικά νοσοκομεία. Τίποτα από τα δύο δεν έγινε.
Μιχάλης
Ρίζος, εντατικολόγος-παθολόγος, νοσοκομείο Αττικόν
Οι ελλείψεις στις ΜΕΘ δεν
έχουν συνέπεια μόνο την άνοδο της νοσηρότητας και της θνησιμότητας. Η
απεγνωσμένη αναζήτηση κλίνης οδηγεί ορισμένους ασθενείς –όσους έχουν την
οικονομική δυνατότητα– να προστρέξουν στον ιδιωτικό τομέα, όπου το κόστος είναι
πάνω από 3.000 ευρώ την ημέρα. Οι κυβερνήσεις για να πασαλείψουν το πρόβλημα
κάνουν συμβάσεις με ιδιωτικές κλινικές δεύτερης γραμμής και καλύπτεται ένα
μέρος μόνο του κόστους. Το βασικό ζήτημα είναι η έλλειψη προσωπικού. Τώρα
τελευταία προέκυψε θέμα και με το service του εξοπλισμού, καθώς οι εταιρείες
δεν πληρώνονται και εκβιάζουν. Στο Αττικό το 2011 είχαμε 27 ανεπτυγμένα
κρεβάτια. Φτάσαμε κάποια στιγμή να λειτουργούν μόνο τα 12 και φέτος λειτουργούν
τα 16.
Το καινούριο στην υπόθεση
είναι ότι ενώ μέχρι τώρα οι αρμόδιες αρχές αποδέχονταν ότι υπάρχει πρόβλημα,
τον τελευταίο καιρό το υπουργείο διακηρύττει ότι θέλει να ανοίξει διάλογο για
τη διαμόρφωση επιστημονικών κριτηρίων για τη λίστα επιλογής στη ΜΕΘ. Αυτό κατά
την άποψή μου είναι επικίνδυνο. Δείχνει ότι αποδέχονται πλέον τη συνθήκη
ανεπάρκειας και επιδιώκουν να επιστημονικοποιήσουν τη λίστα, δημιουργώντας
τεράστια ηθικά διλήμματα στους γιατρούς.
Τίθεται κάπως παρελκυστικά
ο παράγοντας της ηλικίας στη δημόσια συζήτηση. Θέλω να σας πω ότι σπανίως θα
βρεις έναν 95χρονο με άνοια στη ΜΕΘ. Αυτό όταν συμβαίνει είναι εξαίρεση, όχι
κανόνας. Όταν μια νόσος είναι ανίατη δεν έχει νόημα να διασωληνώσεις τον ασθενή.
Πρέπει να του παράσχεις παρηγορητική φροντίδα. Μπορεί, όμως, να έχεις έναν
70χρονο με μη τελικό νόσημα. Αυτός ο άνθρωπος εάν έχει τη σωστή μεταχείριση και
μπει στη ΜΕΘ, ίσως ζήσει άλλα 10-15 χρόνια. Με ποιο δικαίωμα να του τα στερήσει
κάποιος;
Μια άλλη πτυχή εντελώς
παραγκωνισμένη είναι η συμβολή που έχουν οι ΜΕΘ στις μεταμοσχεύσεις. Αν έχεις
έναν άρρωστο εγκεφαλικού θανάτου, αυτός ο άνθρωπος μπορεί αν το επιθυμεί ο
ίδιος ή η οικογένειά του να γίνει δότης οργάνων. Για να συμβεί αυτό πρέπει να
μείνει ένα διάστημα 4-5 ημερών στην Εντατική για να σωθούν τα όργανα και να
προχωρήσει η δωρεά. Οι ελλείψεις κοστίζουν και στις μεταμοσχεύσεις.
Γιώργος
Καρλής,
γιατρός ΜΕΘ, νοσοκομείο «Ευαγγελισμός»
Τα ηθικής τάξεως ερωτήματα
προκύπτουν διαρκώς, αν για παράδειγμα θα εφαρμόσεις μια πιο επιθετική θεραπεία
που μπορεί να παρατείνει το χρόνο ζωής του ασθενή αλλά θα τον ταλαιπωρήσει. Η
αμφιβολία λειτουργεί πάντα υπέρ του ασθενούς. Υπάρχει πρωτόκολλο διάγνωσης
εγκεφαλικού θανάτου, αλλά οι συγγενείς δεν το αποδέχονται εύκολα. Ελπίζουν σε
ένα θαύμα. Σε ορισμένες χώρες του αγγλοσαξονικού κόσμου και της Βόρειας Ευρώπης
υπάρχει και η οδηγία DNAR (Do Not Attempt Resuscitation, Μην Προσπαθήσετε να
Ανανήψετε) για ασθενείς που πάσχουν από τελικό νόσημα. Αυτοί θα πρέπει να
υφίστανται ελάχιστες παρεμβάσεις, ώστε να μη πονάνε και οι οικείοι τους να
στηρίζονται ψυχολογικά. Στην Ελλάδα, βέβαια, δεν υπάρχουν δομές παρηγορητικής
φροντίδας κι αυτό περιπλέκει κι άλλο την κατάσταση.
Γενικά το κομμάτι της
ανακοίνωσης μιας απώλειας ή μιας βαριάς κατάστασης είναι το πιο δύσκολο και
ψυχοφθόρο του επαγγέλματός μας. Έχουμε λυγίσει και οι ίδιοι σε τέτοιες στιγμές,
έχουμε κλάψει μαζί με τους συγγενείς και φίλους. Αυτές τις εμπειρίες προσπαθώ
να τις απωθήσω. Η μεγάλη αξία είναι οι νεαροί πολυτραυματίες που ζουν χάρη στις
ΜΕΘ. Αυτοί οι άνθρωποι πριν 30 χρόνια δε μπορούσαν να γλιτώσουν. Εμείς
–θυμάμαι– είχαμε πέρσι έναν 28χρονο, φρεσκοπαντρεμένο με παιδί, που
καταπλακώθηκε σε εργατικό ατύχημα. Περιμέναμε τα χειρότερα. Τα καταφέραμε όμως
και τον βγάλαμε από τη μονάδα. Μετά από λίγο καιρό ήρθε και με αγκάλιασε. Στην
αρχή δεν τον αναγνώρισα. Τον θυμόμουν γεμάτο κακώσεις και τον ξανάβλεπα
κανονικό άνθρωπο. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, είναι η μεγαλύτερη ψυχική ανταμοιβή
ενός γιατρού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου