Υπάρχει
διέξοδος με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική;
Γράφει ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Η
διαρροή του χρόνου, επί μια επταετία ήδη, και η συνεχής επιδείνωση της
οικονομικής καταστάσεως, αντί η ανάκαμψη, μας επιβάλλουν να αναρωτηθούμε, ως
χώρα και ως λαός, πού πάμε και πού θα οδηγήσει τελικά η συνέχιση της πολιτικής
αυτής.
Οι
ευθύνες της κομματοκρατίας και των πολιτικών ηγεσιών της χώρας είναι
αναμφισβήτητες. Οι ευθύνες όμως πρέπει να διακρίνονται σ’
αυτές που επέτρεψαν ή κατέστησαν αναπόφευκτη την οικονομική καταβαράθρωση της
χώρας και σ’ αυτές που επιτρέπουν σήμερα τον εγκλωβισμό της χώρας σ’ ένα
εφιαλτικό αδιέξοδο και στην καταλήστευσή της, με πρόσχημα τη «σωτηρία» της. Η
πολιτική κακοδαιμονία, με κομματική κραιπάλη και διαφθορά, δεν είναι προνόμιο
της σημερινής μόνο περιόδου. Ανέκαθεν, δυστυχώς, αντιμετώπιζε η Ελλάδα πολιτική
ανεπάρκεια και νοσηρό κομματισμό στη διαχείριση των κοινών.
Παρ’ όλ’ αυτά, η χώρα
μπορούσε και είχε μια εθνική αγορά και έκανε σημαντικά βήματα στην ανάπτυξή
της. Το κλειδί ήταν ο έλεγχος των συνόρων και η προστασία της εθνικής
παραγωγής. Στην πολιτική αυτή η Ελλάδα δεν ήταν μόνη. Ήταν η κυρίαρχη πολιτική
στην Ευρώπη, εμπλουτισμένη από τη θεωρία του Κεϊνσιανισμού, που θεωρούσε
απαραίτητη τη δημόσια δαπάνη και την υποστήριξη της παραγωγής για την κοινωνική
ευημερία και την ανάπτυξη.
Η
πολιτική αυτή άρχισε να εγκαταλείπεται στην Ευρώπη κατά τη δεκαετία του ’70
αλλά και στις ΗΠΑ, κατά την ίδια περίοδο. Ήταν η εποχή που ο
Αμερικανός Πρόεδρος Νίξον εγκατέλειψε (το 1971) τη θεσμική σχέση του
Αμερικανικού δολαρίου με τον χρυσό, που είχε θεσπισθεί μεταπολεμικά με τις
Συμφωνίες του Bretton Woods. Ο Αμερικανός Πρόεδρος εισήγαγε την αρχή του
λεγομένου «χάρτινου χρυσού». Το δολάριο δηλαδή δεν είχε στο εξής καμιά αναφορά
στον χρυσό και κανένα χαλινό στον πολλαπλασιασμό της νομισματικής ρευστότητας.
Αυτό δεν είχε σημασία μόνο για τις ΗΠΑ. Εφόσον το δολάριο είχε αναγνωρισθεί και
καθιερωθεί μεταπολεμικά ως αποθεματικό νόμισμα (reserve money), υπό
καθορισμένους όρους, η μονομερής κατάργηση των όρων αφορούσε, προφανώς, όλο τον
κόσμο.
Στην Ευρώπη, η σταδιακή
εγκατάλειψη των Κεϊνσιανών πολιτικών συνδεόταν αφενός με τη δημιουργία της
Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), που έθετε ως στόχο τη δημιουργία μιας
υπερεθνικής Ευρωπαϊκής αγοράς και αφετέρου με την επιρροή που ασκούσαν στην
Ευρώπη οι Αμερικανικές τάσεις και οικονομικές πολιτικές. Οι εξελίξεις αυτές
επιταχύνθηκαν με την οικονομική κρίση και τελικά την κατάρρευση της Σοβιετικής
Ενώσεως, στο τέλος της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Η αρχική ΕΟΚ στην Ευρώπη,
υπό την επιρροή άκρως νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που είχαν επικρατήσει στη Μ.
Βρετανία (Μάργκαρετ Θάτσερ) και στις ΗΠΑ (Ρόναλντ Ρίγκαν), άρχισε να
ευθυγραμμίζεται με τέτοιες πολιτικές. Η στροφή αυτή ενσαρκώθηκε στη Συμφωνία
του Μάαστριχτ και σε μια σειρά άλλες Συμφωνίες που ακολούθησαν και
παρουσιάσθηκαν ως επιτάχυνση της «οικοδομήσεως της Ευρώπης».
Η
Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1981, έχοντας ως τριπλό
στόχο την εθνική ασφάλεια, τη σύγκλιση του επιπέδου ζωής με εκείνο των πιο
προηγμένων Ευρωπαϊκών χωρών και την ανάπτυξη. Η Ευρωπαϊκή ιδεολογία, από την
οποία εμπνεόταν ο πρωταγωνιστής της εντάξεως Κωνσταντίνος Καραμανλής, ήταν
εκείνη του Στρατηγού Ντε Γκολ. Η Ευρώπη όμως που τελικά υπερίσχυσε και επεβλήθη
δεν ήταν αυτή του Στρατηγού Ντε Γκολ. Στις αρχές όμως της δεκαετίας του ’80, όταν
έγινε η ένταξη της Ελλάδος, οι ελπίδες και οι προσδοκίες για την Ευρώπη ήταν
ακόμη ολάνθιστες και δεν είχαν διαφανεί με σαφήνεια οι τάσεις για τον ακραίο
νεοφιλελευθερισμό και για την κατάληξη της Ευρώπης σε μια ενωμένη μόνο και
αργότερα παγκοσμιοποιημένη αγορά και όχι πολιτική Ένωση.
Κατά την επόμενη περίοδο,
οι τάσεις αυτές έγιναν απροκάλυπτες, σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές εξελίξεις
που επέφερε η πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως: Επανένωση της Γερμανίας, ανάδυση
στις ΗΠΑ της παγκοσμιοποίησης ως ηγεμονικής ιδεολογίας και πολιτικής, εισαγωγή
του ευρώ -πριν την πολιτική ενοποίηση-, εσπευσμένη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής
Ενώσεως προς τις πρώην χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, σε συνδυασμό με την
ένταξή τους στο ΝΑΤΟ.
Η
μετάλλαξη αυτή της Ευρώπης είχε και έχει ολέθριες συνέπειες για την Ελλάδα. Η
Ελλάδα είχε, ούτως ή άλλως, μεγάλες δυσκολίες να ανταγωνισθεί τις άλλες
Ευρωπαϊκές χώρες-μέλη, στο πλαίσιο μιας κοινής Ευρωπαϊκής αγοράς. Είχαν τεθεί
όμως οι βάσεις για παράλληλη προώθηση, προς την κοινή αγορά, της εσωτερικής
συνοχής και της συγκλίσεως του επιπέδου ζωής. Ένα πρώτο βήμα και
παράδειγμα ήταν τα Ολοκληρωμένα Ευρωπαϊκά Προγράμματα, που είχαν εισαχθεί
ύστερα από ανυποχώρητη διεκδίκηση της πρώτης κυβερνήσεως του ΠΑΣΟΚ. Η Ευρώπη
είχε επίσης έναν κοινό παρονομαστή προστασίας των προϊόντων της, τη λεγόμενη
Αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως.
Οι
επόμενες κυβερνήσεις στην Ελλάδα συμπορεύθηκαν με την ακραία νεοφιλελεύθερη
εξέλιξη της Ευρώπης, υπό το ιδεολόγημα ότι αυτή ήταν «η οικοδόμηση της
Ευρώπης»! Υπό το ίδιο ιδεολόγημα συνενώθηκαν Δεξιά και Αριστερά, που
συναγωνίζονταν μεταξύ τους σ’ Ευρωπαϊσμό. Το ίδιο έγινε στη συνέχεια με την
παγκοσμιοποίηση.
Η σιωπηρή παραπομπή στις
καλένδες της πολιτικής Ενώσεως και των πολιτικών της συγκλίσεως και της
εσωτερικής συνοχής και η επιβολή ως
δήθεν Ευρωπαϊκής Ενώσεως της ιδέας μιας κοινής αγοράς, η οποία επιπλέον
διευρύνεται σε διεθνή με την παγκοσμιοποίηση και την ουσιαστική κατάργηση της
Αρχής της Κοινοτικής Προτιμήσεως, είναι αδιέξοδο για ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά
ειδικότερα για την Ελλάδα είναι ολέθρια.
Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ
οικονομικής κοινής αγοράς και πολιτικής ενώσεως είναι το γεγονός ότι στην πρώτη
περίπτωση ισχύουν οι κανόνες της αγοράς, που είναι κανόνες οικονομικής ισχύος.
Δεν είναι παράδοξο ότι με βάση τους κανόνες αυτούς κατέκτησε η Γερμανία την
ηγεμονία στη λεγόμενη Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη δεύτερη περίπτωση της πολιτικής
Ενώσεως ο κοινός παρονομαστής είναι το κοινό πεπρωμένο, που προσδιορίζεται από
την πολιτική ισοτιμία των χωρών-μελών και την κοινή ανάπτυξη και αλληλεγγύη. Οι
αρχές αυτές κατοχυρώνουν την εσωτερική συνοχή και ενότητα και το κοινό συμφέρον
των χωρών-μελών.
Σε
διαφορετική περίπτωση, γιατί μια ασθενέστερη χώρα να ανοίξει τα σύνορά της και
να κάνει κοινή αγορά με μια πολύ ισχυρότερη, όταν είναι βέβαιο ότι η τελευταία
θα χρησιμοποιήσει την κοινή αγορά για να κατακτήσει οικονομικά την πρώτη;
Ποια
είναι η κατάσταση που ζει σήμερα η Ελλάδα και ποια είναι η «φιλοσοφία» της
πολιτικής που προωθείται με τα Μνημόνια; Ο σκοπός-κλειδί που προωθούν τα
Μνημόνια είναι η λεγόμενη ανταγωνιστικότητα της Ελλάδος. Η ανταγωνιστικότητα
αυτή δεν υπολαμβάνεται μόνο σε σχέση με τους άλλους Ευρωπαίους εταίρους. Στο
πλαίσιο της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης, με την οποία έχει ταυτισθεί η
Ευρωπαϊκή Ένωση, υπολαμβάνεται ταυτοχρόνως και σε σχέση με τις τρίτες
γειτονικές χώρες αλλά και με όλες σχεδόν τις τρίτες χώρες του κόσμου.
Η
εσωτερική επομένως υποτίμηση που προωθείται πρέπει να φτάσει σε τριτοκοσμικά
επίπεδα, ώστε η Ελλάδα να είναι ανταγωνιστική προς τις τρίτες χώρες χαμηλού κόστους,
όπως, π.χ. η Κίνα. Θα πρέπει επίσης η ανεπαρκής και μη
ανταγωνιστική εθνική παραγωγή να αναληφθεί και να αντικατασταθεί από
αποτελεσματικές και ανταγωνιστικές πολυεθνικές εταιρείες, που θα έχουν στη
διάθεσή τους, μεταξύ άλλων, φθηνό εργατικό δυναμικό ξένων μεταναστών και
προσφύγων.
Αντιλαμβάνεται
κανείς πού οδηγείται η Ελλάδα, που παραμένει ακόμη εγκλωβισμένη σε μια
αποπροσανατολιστική Ευρωλαγνεία. Οι αλλαγές στις ΗΠΑ και κυρίως η απόρριψη από
τον νέο Πρόεδρο Τραμπ της παγκοσμιοποίησης δείχνουν σε όσους θέλουν να δουν την
αξία και τον ρόλο του εθνικού κράτους και την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει
να κινηθεί η χώρα, χωρίς φόβους και αναστολές. Ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός και
η παγκοσμιοποίηση είναι ολέθρια συνταγή για την Ελλάδα.
ΤΟ
ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου