Πρώτη
μεγάλη ελληνική νίκη
Η
άλωση της Κορυτσάς
Γράφει ο Ιωάννης Σ.
Κολιόπουλος
Όταν η σημαντικότατη πόλη
περιέρχεται υπό Ελληνική διοίκηση, γίνεται εμφανές ότι οι Ιταλοί χάνουν έδαφος.
Ο λαός πανηγυρίζει στα μετόπισθεν.
Κατά τη 1 μ.μ. ξαφνικά
διαδόθηκε σαν αστραπή η είδηση της άλωσης της Κορυτσάς... Σε λίγο μεταδόθηκε κι
από το ραδιόφωνο και άρχισαν οι καμπανοκρουσίες και ο σημαιοστολισμός... Βγήκα
στο δρόμο νωρίς για να δω την κίνηση του πλήθους και πέρασα το απόγευμα γυρνώντας
στους κεντρικούς δρόμους. Ήτανε κάτι συγκινητικό, ποτέ δεν είχα δει την Αθήνα
μ' αυτή την όψη. Είδα ωστόσο, από το 1922 και εδώ, πολλούς μεγάλους λαϊκούς
συναγερμούς στην Αθήνα. Αλλά εκείνοι ήτανε συναγερμοί πολιτικοί, από τους
οποίους δεν έλειπε ποτέ ένας τόνος κομματικού πάθους, ενώ ο σημερινός
αυθόρμητος εορτασμός ήτανε κάτι ολωσδιόλου αγνό, ένα ξέσπασμα χαράς, περηφάνιας
και αδερφοσύνης. Ήτανε μια μεγάλη φιλία μέσα στους ακατάπαυστους κομματισμούς
του πλήθους, που γέμιζε τους δρόμους και τις πλατείες μες στις σημαίες και στη
χαρούμενη βοή. Και πολλή νιότη ήτανε χυμένη παντού, πολλά, πάρα πολλά παιδιά, που
συμμετείχαν με μεγάλο μπρίο και συχνά διευθύνανε την εορτή».
Αυτά μεταξύ άλλων σημείωσε
στα Τετράδιο Ημερολογίου, την 22 Νοεμβρίου 1940, ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς,
έκλεισε δε την εγγραφή αυτή με τα εξής: «Το βράδυ ακούω το λόγο του Μεταξά που
χαιρετά τη νίκη και αποκρίνεται στο Μουσολίνι. Χαίρουμε βλέποντας ότι την
Ελλάδα διευθύνει σήμερα ένα γερό μυαλό».
Οι
σκέψεις του Μεταξά
«Εκυριεύσαμεν την
Κορυτσάν! Μεγάλη νίκη. Ενθουσιασμός απερίγραπτος. Απαντώ εις Μουσολίνι»,
σημείωσε στο Ημερολόγιο του ο "διευθύνων" τότε την Ελλάδα Ιωάννης
Μεταξάς, ο οποίος στη ραδιοφωνική του ομιλία το ίδιο βράδυ διαχωρίζει, για το
λαϊκό συναίσθημα, ανάμεσα στους Ιταλούς που έχουν πολεμήσει στο πλευρό της
Ελλάδας και σε αυτούς που πολεμούν εναντίον της: «Η Ελλάς δεν λησμονεί ούτε τον
Σανταρόζαν, ούτε το Φράττι, ούτε τον Γαριβάλδην, ούτε τόσους άλλους Ιταλούς οι
οποίοι έχυσαν υπέρ αυτής το αίμα των, όπως δεν λησμονεί και τόσους και τόσους
Έλληνας, οι οποίοι έχυσαν το αίμα των υπέρ της αγωνιζομένης διά την ελευθερίαν
και ανεξαρτησίαν της κατά τον παρελθόντα αιώνα Ιταλίας.
Οι Ιταλοί οι αγωνισθέντες
υπέρ ημών κατά τους εθνικούς μας αγώνας θα μας είναι πάντοτε διπλά προσφιλείς
και διά το αίμα το οποίον έχυσαν και διότι, εάν έζων σήμερον, θα ήσαν οι καταδιωκόμενοι
και αποδιοπομπαίοι τράγοι του φασισμού, όστις δεν είναι δυνατόν να ανεχθεί ποτέ
εις τους κόλπους του ανθρώπους αγωνιζόμενους διά τα μεγάλα και υψηλά ιδανικά,
διά τα οποία ηγωνίσθησαν εκείνοι άλλοτε και ημείς αγωνιζόμεθα σήμερον».
Ο Μεταξάς συνεχίζει
προσθέτοντας το εξής: «Ο κ. Μουσολίνι, απορών διότι η θέλησίς του να υποδούλωση
την Ελλάδα προεκάλεσε κατ αυτού το μίσος του Ελληνικού λαού, έθεσεν ως σκοπό
του πολέμου της φασιστικής Ιταλίας την εξόντωσιν της Ελλάδος. Τον διαβεβαιούμεν
ότι έχουμε λάβει την απόφασιν να μην εξοντωθώμεν και να ζήσωμεν ως έθνος
ελεύθερον και ανεξάρτητον, και θα ζήσωμεν, και μαζί με τους Άγγλους συμμάχους
θα υπερισχύσωμεν. Ποίαι θα είναι αι συνέπειαι της τοιαύτης επικρατήσεώς μας διά
την Ιταλίαν ας το κρίνη ο Ιταλικός λαός όταν θα εκκαθάριση ημέραν τινά τους
λογαριασμούς του με τον δικτάτορα του».
Ο
μεγάλος ενθουσιασμός
Οι πανηγυρισμοί των
Ελλήνων για την κατάληψη της Κορυτσάς από τον ελληνικό στρατό, όπως τους
αποτύπωσαν και τους σχολίασαν ένας λογοτέχνης και ένας πολιτικός ηγέτης,
αποτελούσαν εκδήλωση λυτρωτικού ενθουσιασμού μιας γενιάς που δεν είχε
λησμονήσει τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πολλοί ανώτεροι αξιωματικοί, που
διηύθυναν τις μονάδες του Γ' Σώματος Στρατού στην απώθηση των Ιταλικών
στρατευμάτων από τον βόρειο τομέα επιχειρήσεων, είχαν πολεμήσει στον
Μικρασιατικό πόλεμο.
Οι μονάδες του Γ' Σώματος
Στρατού, με επικεφαλής τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, που έμεινε στην
ιστορία για την υπογραφή της συνθηκολόγησης πέντε μήνες αργότερα, ήταν αυτές
που ανέτρεψαν την άμυνα των Ιταλών.
Ο ελληνικός στρατός
διέσχισε το Τσαγγόνι και τα άλλα ορεινά περάσματα και επιδόθηκε σε μια ακάθεκτη
προέλαση με στόχο την κατάληψη της Κορυτσάς, που είχε μεγάλη αξία για τη γενιά
αυτή των Ελλήνων, καθώς συμβόλιζε την αλύτρωτη Βόρειο Ήπειρο.
Οι Ιταλικές δυνάμεις σε
αυτό τον τομέα επιχειρήσεων δεν στάθηκαν να δώσουν την αποφασιστική μάχη για
την υπεράσπιση της Κορυτσάς, την εγκατέλειψαν βιαστικά μαζί με μέρος του
οπλισμού τους και χάρισαν στους γελοιογράφους της Ελλάδος και της Βρετανίας
πλούσιο υλικό για να εκφράσουν την σκωπτική διάθεση των χειμαζόμενων λαών των
δύο χωρών.
Προσωρινή
"ελευθερία"
Η κατάληψη της Κορυτσάς το
Νοέμβριο του 1940 θεωρήθηκε από τους σύγχρονους Έλληνες
"απελευθέρωση". Από την εποχή των Μέσων Χρόνων και της Τουρκοκρατίας,
που η ελληνική γλώσσα και η παιδεία είχαν υποχωρήσει από την πόλη, όπως
επισημαίνει ο εθναπόστολος Κοσμάς Αιτωλός, έχει μεσολαβήσει η ραγδαία
"ανάκτηση" της περιοχής με το ελληνικό σχολείο, από το δεύτερο ιδίως
ήμισυ του 19ου αιώνα. Μετά την πρώτη της όμως "απελευθέρωση", το
1913-14, ματαιώνεται η προσάρτηση της στην Ελλάδα και υπάγεται στη νεοσύστατη
Αλβανία, όταν με απόφαση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής
"μετακινήθηκε" προς νότο η
χώρα αυτή, αφήνοντας στη Σερβία το Κοσσυφοπέδιο.
Αλλά και η
"απελευθέρωση" της Κορυτσάς το Νοέμβριο του 1940 αποδείχτηκε
προσωρινή. Ακολούθησαν η κατοχή της Ελλάδος αλλά και της Αλβανίας, από τις
δυνάμεις του Άξονα, το 1941, και η διαρροή σημαντικού μέρους του ελληνικού
πληθυσμού της στα τραγικά χρόνια του εμφυλίου που διαδέχτηκε την ξένη Κατοχή.
ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου