Η πρώτη περίοδος της
λειτουργίας του ΣτΕ πρέπει να ήταν η πιο παραγωγική για τον θεσμό. Τουλάχιστον
σε αριθμό αποφάσεων. Η συνοπτικότητα των διαδικασιών και η ποιότητα δεν
μειώνουν αυτό το γεγονός.
Η ΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΑ
ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ
Το
ΣτΕ «προίκα» στο κράτος δικαίου
Το Συμβούλιο της
Επικρατείας είναι καταχωρισμένο στην Ιστορία ως μία από τις σπουδαιότερες
θεσμικές μεταρρυθμίσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ιστορικοί του θεσμού τον
εντάσσουν στο πλαίσιο του αστικού εκσυγχρονισμού, μετά την Επανάσταση στο
Γουδί. Αν και χρειάστηκαν σχεδόν δύο δεκαετίες μέχρι να ωριμάσει.
Η ταύτιση του Βενιζέλου με
τον θεσμό είναι σχεδόν απόλυτη και επιβεβαιώνεται σε κάθε πανηγυρική επέτειο ίδρυσης
του ΣτΕ. Για παράδειγμα, στο επίκεντρο των εκδηλώσεων για τα 80 χρόνια της
λειτουργίας του ήταν τα αποκαλυπτήρια προτομής του.
Δύο φράσεις του συνήθως
χρησιμοποιούνται για να σηματοδοτήσουν τη σημασία του θεσμού. Σύμφωνα με την
πρώτη, χαρακτήρισε τη μέρα έναρξης των συνεδριάσεών του «ως τη μεγαλύτερη από
την απελευθέρωση του κράτους». Ενώ, όταν αποχωρούσε από την πολιτική πικραμένος
έλεγε πως είναι «ευτυχής που αφήνει τη χώρα προικισμένη με το ΣτΕ».
Δικαιολογημένη η ταύτισή
του με το ΣτΕ, αλλά αδικούνται πολιτικοί αντίπαλοί του. Όχι μόνο γιατί ο
ιδρυτικός νόμος του 1928 είχε τη διακομματική συναίνεση. Αλλά επειδή και τα
αποκαλούμενα «παλαιά κόμματα», αμέσως μετά το Γουδί, πρώτα εκείνα ανέσυραν τον
θεσμό από την αφάνεια, μετά την κατάργησή του το 1865, όπως έχουμε δει στις
σελίδες ιστορίας του «Εθνους της Κυριακής» την προηγούμενη βδομάδα. (http://boraeinai.blogspot.gr/2016/11/blog-post_59.html
)
Το θεοτοκικό και το
ραλλικό κόμμα, πριν ακόμη από την ανάδειξη της Αναθεωρητικής Βουλής του 1910,
πρότειναν στο αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1864 να συμπεριληφθούν άρθρα με την
ίδρυσή του. Σύμφωνα με την πρόταση, «είναι λυσιτελής εις τα δημόσια συμφέροντα
η ίδρυσις του ΣτΕ προς κατασκευήν και βάσανον των νομοσχεδίων και των
εκτελεστικών διαταγμάτων και προς εκδίκασιν υποθέσεων αμφισβητουμένων».
Ο Βενιζέλος, όμως, ήταν
αυτός που έκανε κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος σημαία το ΣτΕ ως «μια νέα
αρχή» του «κράτους δικαίου».
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος
διαβάζει τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του στη Βουλή του 1928. Η
λειτουργία του ΣτΕ είχε μια ιδιαίτερη θέση εκεί.
Δικαιώματα
Στην ιστορική αγόρευσή του
στη διπλή Αναθεωρητική Βουλή ο Βενιζέλος διασκέδασε τους σχετικούς φόβους
δίνοντας έμφαση στο ότι το ΣτΕ διασφαλίζει το δικαίωμα του πολίτη «να προσφεύγη
εις την αρχήν αυτήν, οσάκις προσβληθώσι τα δικαιώματα αυτού... Ο νόμος πρέπει
να είναι ανώτερος και του υπουργού και του βασιλέως ακόμη...».
«Και δεν σας πτοεί», έλεγε
ακόμη στους ανησυχούντες, «ακριβώς το εντελώς απεριόριστον μιας κυβέρνησης
συρούσης όπισθεν αυτής κραταιάν πλειονοψηφίαν και μη εχούσης τίποτε αντίρροπον;
Δεν σας πτοεί ότι δύναται να καταπατή τα δικαιώματα των πολιτών και των
συμφερόντων αυτών;».
Η επιχειρηματολογία αυτή,
με ή χωρίς τις βενιζελιικές ρητορικές εξάρσεις, θα επαναλαμβάνεται ως τη
λειτουργία του θεσμού. Αν και έμενε πάντα αναπάντητο το κλασικό διαχρονικό
ερώτημα «ποιος ελέγχει τους δικαστές» του ΣτΕ , αν υπερβαίνουν την αποστολή
τους και οικειοποιούνται καταχρηστικώς πολιτικούς ρόλους.
Πέραν θεσμικού
εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος, που συνιστούσε η ίδρυση του ΣτΕ, υπήρχε και η
πολιτική διάσταση.
Ο Βενιζέλος από το 1911,
μέχρι και τη λειτουργία του θεσμού δεν έπαψε να τους επαναλαμβάνει: «Θα
κατορθώσουμε (με το ΣτΕ) να εμπνεύσωμεν και εις τον τελευταίον πολίτην που
κατοικεί εις τα απώτατα του κράτους ότι υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας που
προστατεύουν κάθε αδικούμενον από οιονδήποτε όργανον...».
Σκίτσο της εποχής με
τον πρώτο πρόεδρο του ΣτΕ Κωνσταντίνο Ρακτιβιάν.
ΤΟ
ΑΤΟΠΗΜΑ
«Η
εξορία δεν προσβάλλει κατά κανένα τρόπο την προσωπική ελευθερία...»
Η πιο «μαύρη» σελίδα στα
πρώτα βήματα του Συμβουλίου της Επικρατείας γράφηκε όταν ο θεσμός κλήθηκε ν'
αποφανθεί για το μέτρο της δίωξης και της διοικητικής εκτόπισης (εξορία)
αντιπάλων του «αστικού καθεστώτος».
Αποφάνθηκε ότι η εξορία
δεν προσβάλλει κατά κανένα τρόπο την προσωπική ελευθερία των πολιτών, όπως
κατοχυρωνόταν από το Σύνταγμα! Μια απόφαση που αποτέλεσε μέχρι τα χρόνια της
δικτατορίας του 1967 πάγια νομολογία.
Ο καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος,
που έχει ασχοληθεί με την ιστορία του ΣτΕ κρίνοντας την ευρύτερη περίοδο,
σημειώνει σχετικά: «Το Συμβούλιο αποδείχτηκε συντηρητικό και σε μείζονες
πολιτικές υποθέσεις που είχαν να κάνουν με την προάσπιση του "κοινωνικού
καθεστώτος"... Λειτούργησε τελικά ως στήριγμα του αστικού καθεστώτος. Κατά
τούτο δεν δικαίωσε τις προσδοκίες όσων είχαν δει στη σύστασή του την απαρχή
μιας νέας εποχής για το κράτος δικαίου στον τόπο μας: στην Ελλάδα των διχασμών,
η ίδρυση του Συμβουλίου δεν συμβάδιζε με το κλίμα της εποχής. Αποτελούσε
ιστορικό παράδοξο...».
ΟΙ
ΑΝΤΙΘΕΤΕΣ ΦΩΝΕΣ
Οι λίγες αντίθετες φωνές
που ακούστηκαν τότε πήγαζαν από το βεβαρημένο ολιγαρχικό παρελθόν του θεσμού
και τον κίνδυνο υπονόμευσης της νομοθετικής εξουσίας. Αλλά και γιατί θα
μπορούσε να λειτουργεί ως «πολιτικό όργανο» είτε των κυβερνήσεων είτε ακόμη και
της αντιπολίτευσης εναντίον εκλεγμένων κυβερνήσεων.
1910
- 1929
Κυοφορία
δύο δεκαετιών έως τη συγκρότηση
Τα άρθρα του Συντάγματος
του 1911 γα την ανασύσταση του ΣτΕ δεν ενεργοποιήθηκαν έως την έναρξη των
Βαλκανικών Πολέμων. Ο θεσμός, ως ανώτατο διοικητικό δικαστήριο αρμόδιο κυρίως
για την ακύρωση παρανόμων πράξεων, θα παραμείνει ανενεργός.
Το 1914 θα επιχειρηθεί να
ενεργοποιηθούν τα σχετικά συνταγματικά άρθρα (82-86), όταν στην κυβέρνηση
Βενιζέλου υπουργός Δικαιοσύνης είναι ο Κ. Ρακτιβιάν (κατοπινά πρώτος πρόεδρος
του ΣτΕ). Τότε δημοσιεύεται και ψηφίζεται ο εφαρμοστικός νόμος, που εκκρεμούσε.
Ούτε τότε, όμως, θα
συσταθεί και θα λειτουργήσει. Ακολουθεί ο Εθνικός Διχασμός, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος,
η Μικρασιατική εκστρατεία και η ανώμαλη πολιτική περίοδος.
Το ζήτημα θα επανέλθει
στις συζητήσεις αργότερα και στην κατάρτιση του δημοκρατικού Συντάγματος του
1927. Με αυτό αφαιρούνταν από το σώμα οι αρμοδιότητες της επεξεργασίας των
νομοσχεδίων και των προτάσεων νόμου. Παρέμειναν, όμως, εκείνες της επεξεργασίας
των κανονιστικών διαταγμάτων. Το κυριότερο ήταν πως αναγνωριζόταν ως ανώτατο
διοικητικό δικαστήριο. Υπάγονταν στο σώμα οι διοικητικές διαφορές μ΄
δικαιοδοσία ακύρωσης πράξεων διοικητικών αρχών «δι' υπέρβασιν εξουσίας ή κατά
παράβασιν του νόμου».
Επάνοδος
Τον επόμενο χρόνο, μετά
την επάνοδο του Βενιζέλου στην κυβέρνηση, υποβλήθηκε στη Βουλή και ψηφίστηκε
στα τέλη του 1929 ο νόμος «περί Συμβουλίου Επικρατείας». Συγχρόνως,
δημοσιεύτηκε και Προεδρικό Διάταγμα για την εκτέλεσή του.
Η συγκρότησή του ήταν
πολυσυλλεκτική, καθώς από τα δεκαπέντε μέλη το ένα τρίτο ανήκε στην
αντιβενιζελική παράταξη (τέσσερα μέλη κι ένας αντιπρόεδρος). Ετσι, στις 17
Μαΐου γεννήθηκε το ΣτΕ στο Ιλίου Μέλαθρον, όπου έγινε και η πρώτη πανηγυρική
συνεδρίασή του.
Οι ομιλίες του
πρωθυπουργού και του προέδρου του Κ. Ρακτιβιάν σε κείνη την ιστορική συνεδρίαση
ενέχουν θέση ιδρυτικών - καταστατικών αρχών για τη σημασία, τον ρόλο και τη
λειτουργία του σ΄ ένα κράτος δικαίου.
«... Η κυβέρνησις, ισχυρά,
μία από τας ισχυροτέρας Κυβερνήσεις, αι οποίαι υπήρξαν ποτέ, ανεγνώρισε την
ανάγκην του ΣτΕ, διακήρυσσε ο Βενιζέλος, και ηθέλησεν να αυτοπεριρισθή... Εάν
όμως τυχόν παρανομήσωμεν και μας ακυρώσητε τας πράξεις μας, πρώτος εγώ θα έλθω
και θα σας σφίξω το χέρι, διότι υπενθυμίσατε εις την Κυβέρνησιν ότι δεν έχει
δικαίωμα να παρανομεί».Προφανώς αυτή θα ήταν και η πρόθεσή του, εναρμονισμένη
μ' ένα κλασικού τύπου αστικό εκσυγχρονισμό που παρέμενε για τη χώρα μας ακόμη
ανολοκλήρωτος και μετέωρος.
Το ζήτημα, όμως,
εντοπιζόταν κυρίως σε άλλα πεδία. Η κεντρική εξουσία, στο ελληνικό κομματικό
και πελατειακό κράτος, διαχεόταν παντού στον κρατικό μηχανισμό και στους
εξουσιαστικούς φορείς. Ανεξαρτήτως απ' αυτό δεν χρειάστηκε, πάντως, ο Βενιζέλος
να «σφίξει το χέρι» για κάποια απόφαση όσο βρισκόταν στην κυβέρνηση.
Ουδέν μείζον νομοθέτημα
κρίθηκε αντισυνταγματικό κι αυτό, βεβαίως, δεν οφειλόταν σε κάποια βενιζελική
προσήλωση στον συνταγματισμό.
Ακόμη και τα εξόφθαλμα
απολύτως αντιδημοκρατικά μέτρα, όπως το περίφημο «Ιδιώνυμο» (διώξεις εναντίον
«κομμουνιστών και αναρχικών») θεωρούνταν συμβατά με το «κράτος δικαίου».
ΥΠΟΘΕΣΗ
ΑΓΝΗΣ ΡΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
Ο
αποκλεισμός, η προσφυγή και το σκεπτικό
Σύμφωνα με μια πρόσφατη
μελέτη, κατά τα δυο πρώτα χρόνια της λειτουργίας του (1929-1930), το ΣτΕ
εξέδωσε συνολικά (τα δύο τμήματα και η ολομέλεια) 1.126 αποφάσεις (!). Από τις
προσφυγές έγιναν δεκτές 403 (ποσοστό περίπου 35%).
Με την πρώτη απόφασή του
δικαίωνε αστυφύλακα που είχε απολυθεί κατά τις «εκκαθαρίσεις» του σώματος από
ακατάλληλα να υπηρετούν πρόσωπα. Δεν έχει σημασία το περίεργο εκείνης της
υπόθεσης, όπου φαίνεται να εμπλέκονταν διάφορα με οσμή υποκόσμου.
Αλλά το γεγονός ότι το
δικαστήριο έκρινε ότι «ουδαμώς κωλύεται να εξετάση παρεπιμπτόντως την
αντισυνταγματικότητα του νόμου εις ον εστηρίχθη απόφασις», ανοίγοντας έτσι ένα
ευρύτερο πεδίο για τη λειτουργία του.
Ιστορική, με αρνητικό
φορτίο, είναι η απόφαση (42/1929) για την προσφυγή της Αγνής Ρουσοπούλου.
Αναφέρεται ως παράδειγμα συντηρητισμού και ακαμψίας.
Προσφυγή
Η νεαρή δικηγόρος Αγνή
Ρουσοπούλου είχε αποκλεισθεί από τον διαγωνισμό για την πρόσληψη των πρώτων
εισηγητών στο ΣτΕ επειδή ήταν γυναίκα. Προσέφυγε, λοιπόν, στο δικαστήριο με το
ισχυρό επιχείρημα ότι ο νόμος για τη σύσταση του ΣτΕ δεν όριζε ότι αποκλειστικά
άνδρες διορίζονται σ' αυτό. Με συνήγορο τον συνταγματολόγο Αλ. Σβώλο ανέπτυξε
στο δικαστήριο το σκεπτικό της επικαλούμενη και το Σύνταγμα. Ειδικά το άρθρο 6,
σύμφωνα με το οποίο στις δημόσιες υπηρεσίες γίνονται δεκτοί μόνο Ελληνες
πολίτες.
Μαζί με την ερμηνευτική
δήλωση που όριζε ότι «Η λέξις πολίτης και εις το άρθρον τούτο, ως και εις τα
άλλα άρθρα, έχει την έννοιαν του Ελληνος υπηκόου, του έχοντος δηλαδή ελληνικήν
ιθαγένειαν, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας». Παρ' όλα αυτά η ολομέλεια του ΣτΕ απέρριψε
με συνοπτικές διαδικασίες την προσφυγή, προκαλώντας τον καγχασμό της
Ρουσοπούλου: «Σε πανηγυρική συνεδρίαση το Συμβούλιο απέρριψε πανηγυρικά την
αίτησή μου».
Στο σκεπτικό της απόρριψης
αναφερόταν ότι μεν ο νόμος δεν περιλαμβάνει διάταξη ότι μόνον άρρενες μπορούν
να διοριστούν εισηγητές. Αλλά από τη διατύπωση των σχετικών προς τα προσόντα
των μελών του Συμβουλίου διατάξεων, ιδίως την εκπλήρωση των στρατιωτικών
υποχρεώσεων, και από το πνεύμα όλης της νομοθεσίας, ιδιαίτερα των νόμων περί
οργανισμού των δικαστηρίων και περί προσόντων των δικαστικών υπαλλήλων,
προκύπτει σαφώς ότι στις θέσεις των Εισηγητών δεν επιτρέπεται ο διορισμός
γυναικών!
Τ.
Κατσιμάρδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου