20 Ιουλίου 1974
Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο
Τη νύχτα της 20/7, τα παράκτια ραντάρ πήραν φωτιά. Οι Τούρκοι έρχονταν.
Η Κύπρος βυθισμένη στη νάρκη της και εξαρθρωμένη από τους συνωμότες, περίμενε μοιρολατρικά τους βαρβάρους.
Ο Μακάριος στη Νέα
Υόρκη, όπου πήγε για να δώσει μάχη στον Ο.Η.Ε, αντιμετώπιζε την
ψυχρότητα του Κίσσινγκερ, που Αρχιεπίσκοπο τον ανέβαζε, Αρχιεπίσκοπο τον
κατέβαζε.
Μια χαρά τους βόλεψε τους Αμερικάνους, το νέο καθεστώς.
Οι υπάλληλοι όμως του
Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, είχαν άλλη γνώμη και βγήκαν, πράγμα πρωτοφανές, στους
διαδρόμους του κτηρίου και αποθέωσαν τον Μακάριο, την ώρα που πέρναγε
με τον Κίσσινγκερ.
Στις 5 το πρωί, άρχισε η Τουρκική επίθεση.
Στις 6 άρχισε η απόβαση.
Αγώνας άνισος 12000 ανδρών, πενιχρά εξοπλισμένων, έναντι πολλαπλάσιων αντιπάλων, οπλισμένων σαν αστακούς.
Οι Κύπριοι δεν αιφνιδιάστηκαν, δυστυχώς το περίμεναν.
Αιφνιδιάστηκε όμως ο Ιωαννίδης!!!
Άραγε τι είναι πιο βαρύ;
Να είσαι προδότης ή ηλίθιος;
Κι αν είσαι και τα δύο, ποιό είναι το τίμημα;
Η ΚΥΠΡΟΣ!
Στη σύσκεψη των χουνταίων με τον Αμερικάνο Σίσκο, ο Ιωαννίδης πετάχτηκε από την καρέκλα του και ούρλιαξε:
«Μας εξαπατήσατε, θα κηρύξουμε πόλεμο».
Βρόντηξε την πόρτα πίσω του, αλλά γύρισε σε λίγο και εξήγησε :
« Το έκανα για να τρομάξω τους Αμερικάνους»!!!!
Κηρύχθηκε πάντως γενική επιστράτευση
Ο λαός μας ανταποκρίθηκε με θάρρος κι ενθουσιασμό.
Να βασιστεί όμως, που;
Τα ραδιόφωνα της
Ελλάδας και της Κύπρου, περιέγραφαν με τα ανακοινωθέντα τους, εικονική
πραγματικότητα περί θριάμβων, ενώ οι Τούρκοι έκαναν, σχεδόν παρέλαση.
Η Ιωαννιδική κλίκα αποφασίζει πόλεμο.
Οι αρχηγοί όμως,
Γαλατσάνος, Αραπάκης και Παπανικολάου, διαφωνούν γιατί γνωρίζουν τις
ανεπάρκειες, να πω καλύτερα χάλια, του Ελληνικού στρατού.
Μου έδωσε η Σούλα λίγα χρήματα και με παρακάλεσε να προσπαθήσω να βρώ τον άντρα της το Λάκη, να του τα δώσω.
Άρον-άρον έφυγε απ’ τη δουλειά του, για να παρουσιαστεί στο στρατό, χωρίς να περάσει από το σπίτι.
Ένα τηλεφώνημα πρόλαβε να κάνει κι ύστερα ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Το πιθανότερο ήταν, πως τον είχαν στου «Καρατάσου», απέναντι από το σχολείο μου, δηλαδή 5 χιλιόμετρα δρόμος.
Πήγα με το λεωφορείο, γύρισα με τα πόδια.
Οι εικόνες που αντίκρισα όταν έφτασα, με κάνουν και γελάω, δεκάδες χρόνια τώρα!
Τότε όμως, δεν γέλασα!
Φανελίτσα βαμμένη με χίλια χρώματα, παντελόνι στρατιωτικό και παπούτσι πάνινο [Μπογιατζής που παρίστανε τον φαντάρο].
Πουκάμισο σοβαντισμένο, παντελόνι το ίδιο και στρατιωτικά άρβυλα [Σοβατζής που παρίστανε τον φαντάρο].
Σακάκι από κοστούμι, πουκάμισο, γραβάτα, στρατιωτικό παντελόνι και σκαρπίνια [Υπάλληλος γραφείου που παρίστανε τον φαντάρο].
Τι να κάνουν όμως οι άνθρωποι;
Αυτά βρήκαν, αυτά πήραν!
Και όμως, ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος!!
Ήταν έτοιμοι, για την Κόκκινη Μηλιά!
Ήμουν τυχερός και βρήκα τον φίλο μου.
Ήταν τυχερός που τον βρήκα, γιατί από την στιγμή εκείνη κι έπειτα, μπορούσε να τρώει και να καπνίζει.
Ακούγοντας το βράδυ
τους παράνομους ραδιοφωνικούς σταθμούς, Ντώϋτσε Βέλλε, Μόσχας και
Λονδίνου, μαθαίναμε την τραγική πραγματικότητα.
Όσοι φίλοι και
γνωστοί, παρουσιάστηκαν στο στρατό εκείνες τις μέρες, μας περιέγραφαν με
μελανά χρώματα, την ένδεια του Ελληνικού στρατού σε ρουχισμό, όπλα,
πολεμοφόδια, αλλά και τον τρόμο των στρατοκρατών, για τον διαφαινόμενο
εξοπλισμό των πολιτών.
Τα κιβώτια πάντως ήταν γεμάτα.
Απλά ήταν γεμάτα με πέτρες και όχι με όπλα και σφαίρες!
Για τα τελευταία, είχαν φροντίσει ο Παττακός και άλλες δυνάμεις, να πουληθούν σε αδελφά καθεστώτα της Αφρικής!!
Μου έδωσε η μάνα μου ένα χιλιάρικο, να πάω στο μπακάλικο για προμήθειες.
Στο μαγαζί του Στέλιου, γινόταν χαμός!
Φίλοι και γείτονες για δεκαετίες, βριζόντουσαν με τον χειρότερο τρόπο, στην προσπάθεια τους, να πιάσουν καλύτερη θέση!
Κάποια στιγμή, έπεσαν και «ψιλές»!!
Αγόρασα μια
εφημερίδα κι έκατσα στο απέναντι πεζοδρόμιο, αναλογιζόμενος πόσο εύκολα
γίνεται ο άνθρωπος νάνος, όσο εύκολα, σε άλλες περιπτώσεις, γίνεται
θεός!
Ο μπακάλης είχε σοφή τακτική.
Σήκωνε το σιδερένιο ρολό, περίπου μισό μέτρο και επέτρεπε σε 5 άτομα κάθε φορά, να εισέρχονται στο μαγαζί.
Έτσι κουμαντάριζε τον πανικό τους και προστάτευε το εμπόρευμα του από πλιάτσικο!
Έφευγαν αυτοί, από την πίσω πόρτα και ο Στέλιος έμπαζε 5 φρέσκους.
Όταν τέλειωσε το εμπόρευμα, τέλειωσαν και οι πελάτες, ανέβασε το ρολό χωρίς να με προσέξει.
Πέρασα το δρόμο και μπήκα στο μαγαζί.
Πάνω στον πάγκο, βουνό τα χαρτονομίσματα!
Στην καρέκλα ο Στέλιος, πίσω απ’ το βουνό, να κρατά το κεφάλι του μ’ ένα ύφος, σα να είχε πτωχεύσει!
«Τώρα ήρθες αγόρι μου; Δεν άφησαν τίποτα!»
Έκανα μια βόλτα με το βλέμμα στα ράφια και στάθηκα σ’ ένα μικρό κουτάκι, που είχε απομείνει ορφανό.
Το πήρα στα χέρια μου.
Ένα όγδοο τοματοπολτός, «Λαγκαδά»!
«Πόσο κάνει;»
«Με κοροϊδεύεις; Πάρ’ το, το κερνάω εγώ!»
Έφυγα χαμογελώντας, για το ύφος του μπακάλη, αλλά και προσπαθώντας να φανταστώ, το ύφος της μάνας μου!
Μόνο που δε μου ‘μεινε στα χέρια!!
« Μη στενοχωριέσαι βρε μάνα», της είπα.
«Αύριο ο κυρ-Στέλιος, θα είναι πάλι γεμάτος».
Όπως και έγινε!
(Προσωπικές Αναμνήσεις)
https://kaistriotis.blogspot.com/2018/07/20-1974.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου