Η
μαγεία του σινεμά κάτω από τα άστρα...
Είναι κάτι νύχτες
με φεγγάρι
μες στα θερινά τα
σινεμά.
Νύχτες που περνούν,
που δεν θα
ξαναρθούν,
μ' αγιόκλημα και
γιασεμιά...
Το φως των παιδικών μου
χρόνων ήταν αυτό το μαγικό, κοκκινωπό χρώμα μιας «αμερικάνικης νύχτας». Σε μια
γωνία του τοίχου, στο παιδικό μου δωμάτιο, παιζόταν αυτό το παιχνίδι του φωτός,
καθρέφτισμα μιας κινηματογραφικής προβολής, και στ' αυτιά μου, αντί νανούρισμα,
η φωνή του Κάρυ Γκραντ, το πιστολίδι στο Γκαν Χιλλ, το νιαούρισμα της Ντόρις
Νταίη, με μάτια γοητευμένα από τον μακαρίτη τον Ροκ Χάτσον, η μουσική του ερωτικού
χάππυ-εντ, όταν ο Γκάρυ Κούπερ κέρδιζε για πάντα την αγάπη της Μαρίας Σελλ.
Μέναμε στον δεύτερο όροφο
μιας πολυκατοικίας στην οδό Κυψέλης, δίπλα στο τότε θερινό σινεμά Ριάλτο. Από
το μπαλκόνι του δωματίου μου μπορούσα να διακρίνω το μεγαλύτερο μέρος της
οθόνης, όχι όμως τους υπότιτλους. Για να δω ολόκληρη την οθόνη έπρεπε να
σκαρφαλώσω στην ταράτσα. Κι αυτό ήταν το πρόβλημα: η μητέρα μου μου απαγόρευε
να περνώ όλα μου τα βράδια μαγνητισμένος από την οθόνη του Ριάλτο, και μου το
απαγόρευε με ιδιαίτερη αυστηρότητα όταν το έργο ήταν ακατάλληλο. Έπρεπε λοιπόν
να βάζω σε κίνηση έναν πολύπλοκο μηχανισμό από κόλπα για να ξεφύγω προς την
ταράτσα, έστω και για μισή ώρα, μέχρι να πάρουν είδηση την απουσία μου και να
έρθουν να με βρουν ζαρωμένο σε μια γωνία, κολλημένο στα κάγκελα, να τρέμω από
τον φόβο που μου προκαλούσε η σκιά του Γκρέγκορυ Πεκ κυνηγημένου στην ομίχλη
του λιμανιού της Νέας Υόρκης, ή μαγεμένου από το βάδισμα αυτών των κατάξανθων
κοριτσιών που περνούσαν ανάλαφρες από την οθόνη. Τις περισσότερες φορές έπρεπε
να περιοριστώ στην μισή οθόνη που έβλεπα από το μπαλκόνι, ξαπλωμένος μπρούμυτα
στο μωσαϊκό, για να έχω μεγαλύτερη θέα.
Πόσα χρόνια λειτούργησε το
Ριάλτο ως θερινό σινεμά; Πόσα χρόνια διάρκεσε αυτό το κρυφτούλι κάθε βράδυ, η αγωνία
της ταράτσας, η αποσπασματική μαγεία μιας ταινίας που δεν είχα δει παρά μόνο τη
μισή - και χωρίς υπότιτλους - και ανασυγκροτούσα την υπόλοιπη στη φαντασία μου;
Αδύνατον να θυμηθώ. Μπορεί να μην ήταν πάνω από τρία χρόνια. Μα αυτές οι
άπειρες ταινίες που μισοείδα, οι άλλες που κατόρθωσα να απολαύσω ολόκληρες
-μερικές φορές με την πολυτέλεια μιας πάνινης πολυθρόνας στην ταράτσα-τα
πρόσωπα των αστραφτερών εκείνων γυναικών, ο τρόμος του μισοσκόταδου, το
μυστήριο των αισθηματικών σκηνών, όλα αυτά συγκροτούν την πιο έντονη, την πιο
ζωηρή ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων. Και τα χρόνια εκείνα μου άφησαν κάμποσα
κουσούρια: τη μανιώδη κινηματογραφοφιλία, τη συνήθεια να μη μου αρέσει το καλοκαίρι
μακριά από την Αθήνα, και προπάντων μια ακαταμάχητη έλξη για τα θερινά σινεμά.
Έλξη που καλλιεργήθηκε
άλλωστε σε πάμπολλες «αίθουσες», όταν το Ριάλτο έπαψε να λειτουργεί ως θερινό
σινεμά, και συνδέθηκε με τη συναρπαστική περιπέτεια να πείσεις τον ταμία ότι
έχεις περάσει το όριο του «ανηλίκου» για τον οποίο είναι ακατάλληλη η ταινία, που
μπλέχτηκε με κάποιες πρώτες απόπειρες ραντεβού, απόπειρες μεταφοράς των
ρομαντικών περιπετειών του Τόνυ Κέρτις στο περιβάλλον του Άννα Ντορ στην
Γλυφάδα, με τα αεροπλάνα να διακόπτουν τον διάλογο, εντός και εκτός οθόνης.
Ας λένε λοιπόν ό,τι
θέλουν. Ας λένε ότι γέρασαν τα θερινά τα σινεμά, πως οι κόπιες είναι υπερβολικά
φθαρμένες, πως ο ήχος είναι κακός, πως οι γύρω πολυκατοικίες ενοχλούν και
ενοχλούνται, πως η επανάληψη των χειμερινών ταινιών και κάποιες μόνιμες πια
επαναλήψεις κουράζουν, πως ο ανταγωνισμός της τηλεόρασης, με παντόφλες στη
βεράντα, είναι θανατηφόρος. Η μαγεία του θερινού σινεμά είναι αθάνατη. Και
ανανεώνεται μόλις βρεθείς, κάποιες νύχτες με φεγγάρι, σ' αυτές τις ψευδείς
οάσεις, ιδανικούς χώρους για τον υπέροχο, ψεύτικο κόσμο του σινεμά.
Τα προβλήματα βέβαια
υπάρχουν. Πριν από πενήντα χρόνια, η Ελλάδα, ο μοναδικός εν Ευρώπη παράδεισος
του θερινού κινηματογράφου, αριθμούσε πάνω από 1.500 θερινούς, που δόξαζαν
κυρίως το δάκρυ και το γέλιο της χρυσής εποχής του παλιού ελληνικού εμπορικού
κινηματογράφου. Το 1986 δεν ξεπερνούσανν τους 400 και τώρα πια…... Κάθε χρονιά,
κάποιοι κινηματογράφοι κατεβάζουν για πάντα τα ρολά. Η Αττική των 750 θερινών
κινηματογράφων στις αρχές της δεκαετίας του '70, ξέμεινε πια με ένα μικρό
αριθμό σινεμά en plein air.
Η «κάτω βόλτα» άρχισε εκεί
στις αρχές της δεκαετίας του '70. Συμπίπτει με τη διάδοση της τηλεόρασης, την
οριστική παρακμή της ανθούσας εγχώριας κινηματογραφικής βιομηχανίας και
ακολουθεί την πορεία απότομης όξυνσης των περιβαλλοντολογικών προβλημάτων στις
μεγάλες πόλεις.
Κάθε χρόνο στην αρχή του
καλοκαιριού, η μοίρα των θερινών γίνεται θέμα μιας όλο και πιο αγωνιώδους
συζήτησης. Οι επαγγελματίες των θερινών σινεμά παρουσιάζουν κάποια αιτήματα,
ορισμένοι από αυτούς κάνουν κάποιες προσπάθειες ανανέωσης - και κάθε φορά η
σαιζόν κλείνει με λιγότερα εισιτήρια από την προηγούμενη και με κάποιους
επιχειρηματίες αποφασισμένους να μην ξαναδοκιμάσουν.
ΒΟΞ
Οι επαγγελματίες και οι
ειδικοί έχουν, βέβαια, τη δική τους υπεύθυνη άποψη. Όμως, με το μάτι ενός απλού
εραστή, το πρόβλημα των θερινών κινηματογράφων ξεπερνά το πλέγμα των
οικονομικών, νομικών και τεχνικών προβλημάτων που ταλανίζουν τους αιθουσάρχες.
Είναι κυρίως πρόβλημα ανασυγκρότησης εκείνου του ιδιαίτερου αρώματος, της
γοητείας και της μαγείας του θερινού, του υπαίθριου κινηματογράφου - που
τραυματίζεται πολλές φορές θανάσιμα κάπου ανάμεσα σε απαράδεκτα φθαρμένες και
άβολες καρέκλες, σε κακά μηχανήματα προβολής και μια μονοτονία στην επιλογή
ταινιών και την οργάνωση αφιερωμάτων. Ο θερινός κινηματογράφος πρέπει να
επιβεβαιώσει το αναντικατάστατο του. Αυτό είναι το πρωτεύον. Και -πολιορκημένος
καθώς είναι από τόσους εχθρούς και ανταγωνιστές - δεν αρκεί να παίζει όποια
ταινία, όπως νά 'ναι, για να το πετύχει.
Μα- με το μάτι παντοτινού
εραστή και όχι του ειδικού - δεν μπορούμε παρά να αισιοδοξούμε. Ο θερινός
κινηματογράφος είναι πράγματι κάτι μοναδικό και αναντικατάστατο. Και δεν μπορεί
παρά να το αποδείξει. Έχει άλλωστε υπέρ του μια ολόκληρη ιστορία:
Ο κινηματογράφος την
Ελλάδα έγινε θερινός, συνδέθηκε με τον ανοιχτό ουρανό, τα άστρα, το φεγγάρι και
τις μυρωδιές της γαρδένιας, του γιασεμιού και του αγιοκλήματος, από τα πρώτα
του βήματα. Το 1909 έγιναν οι πρώτες προβολές κινηματογραφικών ταινιών στην
Αθήνα, στο Θέατρον του κόσμου στη γωνία των οδών Σταδίου και Γεωργίου Σταύρου.
Ένα χρόνο αργότερα άρχισαν να λειτουργούν δύο ακόμη κλειστές αίθουσες. Και
δύο-τρία χρόνια μόλις μετά, ο βουβός κινηματογράφος έκανε την εμφάνιση του σε
υπαίθριες μάντρες στο Φάληρο, με πρόχειρους πάγκους.
Στα χρόνια που ακολούθησαν,
και ιδιαίτερα στη δεκαετία του '20, οι θερινοί κινηματογράφοι γνώρισαν μεγάλη
άνθιση. Εξαπλώθηκαν σ' όλες σχεδόν τις τότε συνοικίες της Αθήνας, απέκτησαν
μόνιμες εγκαταστάσεις, και κατέκτησαν ένα σταθερό και αυξανόμενο κοινό που
απολάμβανε τις μεγάλες βεντέτες του βωβού κινηματογράφου. Εκείνα τα χρόνια,
δημιουργήθηκαν και μερικοί από τους θερινούς που ζήσαμε οι παλαιότεροι. Η Αίγλη
στο Ζάππειο, το Βοξ στην πλατεία Εξαρχείων, η Μπομπονκρα στην Κηφισιά, η Γκρέκα
στο Παλιό Φάληρο.
Λίγο πριν από τον πόλεμο,
ο ομιλών κινηματογράφος έφτασε και στα αθηναϊκά καλοκαιρινά βράδια. Τσάρλυ
Τσάπλιν, Λώρελ και Χάρντυ, Μαρξ Μπράδερς χάριζαν γέλιο από την Κηφισιά μέχρι τα
Πατήσια - όπου ανθούσε επίσης ο θερινός. Ο Πωλ Μιούνι έκλεβε τις καρδιές των
Ατθίδων και τα κορίτσια του Χόλλυγουντ άρχισαν να φιγουράρουν τακτικά στα
εξώφυλλα των λαϊκών περιοδικών της εποχής.
Ο πόλεμος έφερε τη μοιραία
ανάπαυλα, τα θερινά σινεμά επιτάχθηκαν, μερικά υποχρεώθηκαν να προβάλλουν έργα
της ναζιστικής προπαγάνδας. Ακολούθησαν τα δύσκολα χρόνια. Κι έπειτα, τα χρόνια
της καταπληκτικής άνθισης. Από τα μέσα της δεκαετίας του '50 και ολόκληρη τη
δεκαετία του '60, οι θερινοί κινηματογάφοι «σάρωναν». Πολλαπλασιάζονταν χρόνο
με τον χρόνο, απλώνονταν σ' όλη την Ελλάδα, έφτασαν πρωτοφανείς για τα
παγκόσμια δεδομένα αριθμούς και έκοβαν πάνω από 200.000 εισιτήρια. Αγαπημένη
διασκέδαση ενός μεγάλου κοινού, ο θερινός, με εισιτήριο ένα τάληρο, με το κωκ,
τα φυστίκια «νέας εσοδείας» και το «Ταμ-ταμ», έγινε ο τρόπος της θερινής μας
ζωής...
Να ονειρευτεί κανείς μια
επιστροφή;
Ασφαλώς θα ήταν
ανεπίτρεπτα ρομαντικό. Κανείς από τους κοινωνικούς όρους που επέβαλαν την
εκπληκτική άνθιση - στην Ελλάδα, χώρα μοναδική σ' όλο τον κόσμο - του θερινού
σινεμά, δεν είναι δυνατόν να ανασυγκροτηθούν. Το θερινό δεν πρόκειται ποτέ πια
να έχει εκείνη την - αναγκαστική - μοναδικότητα ως τρόπος διασκέδασης προσιτός
σε κάθε βαλάντιο.
Μπορεί, ωστόσο, να
διατηρήσει και να αναζωογονήσει την ουσιαστική του μοναδικότητα, που συνίσταται
στη μαγεία μιας νυκτερινής υπαίθριας προβολής κάτω από τα άστρα. Αυτή τη
μοναδική μαγεία, την τόσο διαφορετική από την υποβολή της κλειστής, σκοτεινής
χειμερινής αίθουσας, που επιτρέπει μια άλλου είδους επαφή με τη μεγάλη οθόνη
και τον θαυμαστό της κόσμο. Και πρέπει να είναι πανίσχυρη αυτή η μαγεία, που με
καθήλωνε τα χρόνια εκείνα, ώρες ολόκληρες, στην πιο άβολη θέση του κόσμου -
μπρούμυτα στα πλακάκια ενός στενού μπαλκονιού - και με παρέσυρε σε περιπέτειες
που είχαν βέβαιη κατάληξη τη χειροδικία κατά του ξαναμμένου από τα
κινηματογραφικά όνειρα σβέρκου μου. Είναι η ίδια μαγεία, που νιώθω να
συμμερίζομαι με τους συνενόχους που κάθονται γύρω μου, ρουφώντας τα αναψυκτικά
τους, κάθε φορά που ξαναγυρίζω στους τόπους του μοναδικού παιδικού μου
εγκλήματος. Κάθε φορά που, με φεγγάρι ή χωρίς, ξαναβλέπω μια ταινία που έχω
οπωσδήποτε ξαναδεί κάμποσες φορές, μόνο και μόνο επειδή μου αρέσει να τη βλέπω
κάτω από τα άστρα.
Από άρθρο του ΠΑΥΛΟΥ ΤΖΗΜΑ
στις Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου