Translate -TRANSLATE -

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

Μιχάλη Χουρδάκη : ΝΑΚΛΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ (II)



ΝΑΚΛΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ (II)

Μεταφερμένα εδώ από το Μιχάλη Χουρδάκη

Το νάκλι στην (τουρκο)κρητική διάλεκτο σημαίνει την προφορική αφήγηση, την ανεκδοτολογική διήγηση, το παραμύθι για μεγάλους. Η αφήγηση γινόταν κάθε βράδυ με νέα ιστορία με μια σταθερή τελετουργία. Αργά, την ώρα που μαζεύονταν όλοι στις θέσεις τους, πίσω από τους καλοσυγυρισμένους αργιλέδες, «έφτανε και ο παραμυθάς που θάλεγε το νάκλι, ήτοι το παραμύθι της βραδιάς» κγ

Λεφτό δεν εκάτσανε

- Εγώ ‘χω παιδί μου δουλειές επαέ στο χωριό αύριο, μόνο να πας ετουλόγου σου στ’ αμπέλι με τσ’ αργάτες, μα να ‘χεις το νου σου να μην κάθουνται, επαράγγειλε αποβραδύς ο Βλασομιχάλης του γιού ντου. Αργά δα την άλλη μέρα, σαν ήσμιξε γιος και κύρης στο σοφρά, κάνει ο γέρος.
- Ε, ίντα ‘πόκαμες; Πώς τα πέρασες με τσ’ αργάτες; Εντεμπελιάζανε;
- Αέρες, κάνει ο γιος. Λεφτό δεν εκάτσανε όλη μέρα γιατί τως ήχωσα τσι τσάπες και τσι γυρεύανε!

Έβρε μου ‘συ τίμιο

Το Ζωνιανό επιάσανε να ποτίζει τα δεντρίλια στο βουνό και τόνε πήγανε του αστυνόμου.
- Ποιοι είναι οι συνεργάτες σου, ρώτησε στην ανάκριση ο αστυνόμος.
- Έβρε μου ‘συ καπετάνιε έναν τίμιο άντρα, να κάμεις ορταγιά σήμερο, απηλοήθηκε ο Ζωνιανός. Εγώ τσι δουλειές μου τσι κάνω αμοναχός.

Ίδια πως τα ‘χω στην εδική σου

Σαν είδανε οι χωριανοί μου το, συχωρεμένο ‘δά, το Νικολή το Ντεμέτζο να φτάνει στο μανάβικο ολόδρωτος με το κάρο γεμάτο ζαρζαβατικά από τον κήπο απού ‘κανε, επέσανε απάνω ντου σαν τζι σφήγκες.
Πρίχου ξεφορτώσει ακόμη ο Νικολής, του ‘λεγε ο γεις χωριανός «δώσε μου δυο φύλλα γούλα», του ‘λεγε άλλος «βάλε μου μισή οκά φασούλια», ένας τρίτος εζήτα μπάμιες, άλλος «κόψε μου εμισό πεπόνι». Ένας Θεός κατέχει πως εκατάφερνε ο φουκαράς, να ξεφορτώνει, να διαλέει, να ζυάζει, να παίρνει παράδες, να δίνει ρέστα.
Ο Κωστής, πλεια μικιός αδερφός και συνέταιρος στο μαγαζί, εστέκουντο στην πόρτα με τον πίπιλο στο στόμα και τα χέρια στσι τσέπες, ίσαμε που ο  Νικόλης απάνω στην κούραση, τον ιδρώ που ‘τρεχε από τα μούτρα ντου και το ζόρε να βάλει στο μαγαζί ένα μεγάλο τελλάρο που ‘χενε φορτωθεί, εσκόνταψε απάνω στον Κωστή που ατάραχος εστέκουντο στην πόρτα ομπρός.
- Ξανοίξετε μωρέ χωριανοί, εστόσηνιέ δουλειά απού ‘χει το μαγαζί κι αυτός να στέκει σαν το χάχα στη μέση – μέση με τα χέρια στην τσέπη, είπε αγαναχτισμένος.
- Ίδια πως τα ‘χω αδέρφι στην εδική σου, είπε κι ο Κωστής χωρίς να μετασαλέψει!

Αλλού είμαι ταμένη

Εδερνοκοπανίζουντο η Ελενιά αποπάνω από το λείψανο τ’ αντρούς τση, κι ένας χωριανός εβρήκε την προξενήτρα.
- Άμε μπρε να τση πεις στ’ αυτί να μην στενοχωράται κι εγώ δα τη στεφανωθώ άμα κάμει τα σαράντα τ’ αντρούς τση.
Επήε η προξενήτρα, εσίμωσε τη χαροκαμένη νέα χήρα και τση σφύριξε το μυστικό, μα αυτή μέσα στα μοιρολόγια τση, ήδωσε την απάντηση:

Ευχαριστώ σε πληθερά,
μ’ αλλού είμαι ταμένη
να δω και μιαολιά χαρά,
που ’μαι χαροκαμένη!

ΝΙΣΠΙΤΑΣ
facebook/Μιχάλης Χουρδάκης Νίσπιτας

Δεν υπάρχουν σχόλια: