Περί
τζιτζικιών
Αιώνια συντροφιά των
καλοκαιρινών μας στιγμών το τζιτζίκι. Εάν κάποιος περιέγραφε το καλοκαίρι στην
Ελλάδα, μία από τις πέντε-έξι λέξεις που θα έβαζε στην περιγραφή του θα ήταν
και αυτός ο ήχος, ο ακατάπαυστος ήχος από το συμπαθές έντομο. Τι γνωρίζουμε όμως
γύρω από το τζιτζίκι;
Τζιτζίκι είναι το λαϊκό
όνομα διάφορων ειδών εντόμων από την οικογένεια Κικαδίδες (Cicadidae). Στην
Ευρώπη η οικογένεια αποτελείται από δυο υποοικογένειες με μόνο τρία γένη. Στην
Ελλάδα συναντούμε τα είδη Cicada orni, Cicadatra alhageos, Cicadatra atra,
Cicadatra hyalina, Cicadatra hyalinata και Lyristes plebeius.
Το τζιτζίκι ή τζίτζικας ή
τέττιξ στα αρχαία ελληνικά είναι ένα έντομο που ζει συνήθως στα δένδρα και
παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο που προδίδει την παρουσία του. Ο τζίτζικας είναι
έντομο της οικογένειας των τετιγιδών και υπάρχουν πολλά είδη του. Στην Ελλάδα
είναι ιδιαίτερα γνωστό από την ιστορία του Αισώπου, «Ο τζίτζικας και ο
μέρμηγκας»
Αν και έχουν αρκετά μεγάλο
μέγεθος για έντομα (2-5 εκατοστά) είναι δύσκολο να τα εντοπίσει κανείς, γιατί
το χρώμα τους είναι παρόμοιο με το χρώμα των κορμών των δένδρων. Το σώμα του
είναι πεπλατυσμένο, το κεφάλι του κοντό και πλατύ, έχει πέντε μάτια, δύο
μεγάλα, κανονικά και τρία μικρότερα, βοηθητικά. Τα φτερά του είναι φτιαγμένα
από λεπτή διαφανή μεμβράνη και τα πόδια του λεπτά και μακριά. Το χρώμα του σε
γενικές γραμμές είναι μαύρο. Όμως διακρίνουμε σ' αυτόν και διάφορες αποχρώσεις
κίτρινου και καφέ.
Τρέφεται με τη λύμφη των
βλαστών, τους οποίους τρυπά με μια ειδική προβοσκίδα, που μοιάζει με έμβολο. Η
θηλυκή γεννά τα αυγά της μέσα σε τρύπες που κάνει πάνω στους μαλακούς βλαστούς.
Αυτό γίνεται κατά τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο. Από τα αυγά βγαίνουν οι προνύμφες,
περίπου κατά το τέλος του καλοκαιριού, οι οποίες κατεβαίνουν από τα δέντρα, κάνουν
τρύπες μέσα στη γη, κοντά στις ρίζες κι εκεί μπορούν να ζήσουν και τέσσερα
χρόνια (αλλού 17 ή 13 χρόνια) μέχρι που να μετατραπούν σε κανονικές νύμφες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το
τζιτζίκι, για την ειδική ηχητική συσκευή που υπάρχει ανάμεσα στο θώρακα και την
κοιλιά του τζιτζικιού μέσω της οποίας δημιουργείται αυτό το ιδιόμορφο
τερέτισμα, που ακούγεται τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες. Η συσκευή αποτελείται
από δύο κοιλότητες που χωρίζονται από μια λεπτή μεμβράνη τεντωμένη. Κάθε φορά
που δονείται η μεμβράνη αυτή, παράγεται ο ήχος.
Η
ΗΩ ΚΑΙ Ο ΤΥΘΩΝΟΣ
Με το τζιτζίκι είναι
συνδεδεμένος και ο μύθος του Τιθωνού.
Λέγεται λοιπόν πως το
τζιτζίκι ήτανε κάποτε άνθρωπος, ο Τιθωνός. Ο Τιθωνός κατά την ελληνική
μυθολογία ήταν αδελφός του Πριάμου, γιος του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα και
της Στρυμούς. Λέγεται πως ήταν άνδρας έξοχης ομορφιάς, τον οποίο απήγαγε η Ηώ
λόγω τού σφοδρού έρωτα που ένιωθε γι' αυτόν και ότι απέκτησε μαζί του δύο
γιους, τον Ημαθίωνα και τον Μέμνονα.
Η Ηώ απήγαγε λοιπόν τον
Τιθωνό μαζί με τον Γανυμήδη, κατά μία εκδοχή, για να τους κάνει εραστές της.
Ωστόσο, όταν ο Δίας κράτησε τον Γανυμήδη για τον εαυτό του, η Ηώ τον παρεκάλεσε
τότε να κάνει τον Τιθωνό αθάνατο, αλλά ξέχασε να του ζητήσει να τον διατηρήσει
και νέο. Ο Τιθωνός λοιπόν έφθασε σε έσχατο γήρας, κι έτσι η Ηώ, που σαν θεά
ήταν και αθάνατη και αιώνια στην ίδια ηλικία, δεν μπορούσε πια να τον βλέπει.
Τότε οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε ένα ζαρωμένο έντομο που
απλώς μιλά ακατάπαυστα, ανίκανο για νεανική δράση: το έντομο αυτό είναι ο τζίτζικας.
Ωστόσο, άλλοι υποστηρίζουν
ότι η Ηώ διατήρησε την αγάπη της και ότι ουδέποτε ντράπηκε που κοιμόταν μαζί
του, ζητώντας μάλιστα από τον Δία να τον μεταμορφώσει σε τέττιγα (τζιτζίκι).
Έτσι έμεινε και ως τις
μέρες μας η έκφραση «ὑπὲρ
τὸν
Τιθωνὸν
ζῆν»
που λεγόταν για άνθρωπο που είχε φθάσει σε πολύ βαθιά γεράματα.
Ορισμένοι μυθογράφοι
υποστηρίζουν ότι ο Τιθωνός είχε στη γη και μία θνητή σύζυγο, την Κισσία.
Ο
ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ
Από
το βιβλίο του Λέοντος Μελά «Ο Γεροστάθης»
Ο
ΜΥΡΜΗΞ ΚΑΙ Ο ΤΕΤΤΙΞ.
Ο Γεροστάθης μάς έδιηγήθη
τότε τον ακόλουθον μύθον του Αισώπου.
«Ψύχος καί χειμών
δριμύς επέπεσαν ποτέ εις τον Όλυμπον ο δέ Μύρμηξ ησύχαζεν εντός της φωλεάς
του, προμηθευθείς εν καίρω θέρους τας αναγκαίας διά τον χειμώνα τροφάς του.
Αλλ' ο Τέττιξ, τρέμων από το ψύχος και την πείναν, παρεκάλει τον Μύρμηκα να
δώση και εις αυτόν μέρος εκ των τροφών του διά να μη άποθάνη της πείνης. Ο
Μύρμηξ ηρώτησε τότε τον Τέττιγα, πού ήτο το καλοκαίριον, και δεν εσύναξε τότε
τροφάς δια τον χειμώνα;
— Εψαλλα, άπεκρίθη ο
Τέττιξ, και παίζων τον αυλόν μου διεσκέδαζα και εμαυτόν και τους οδοιπόρους.
Ο δε Μύρμηξ γελών δια την
απρονοησίαν του Τέττιγος είπε προς αυτόν
—Λοιπόν χόρευε τον
χειμώνα, άφου σε αρέσκη να τραγουδης το καλοκαίριον.»
Ας ωφεληθώμεν λοιπόν και
από τον σοφώτατον αυτόν μύθον του Αισώπου
ας μάθωμεν να μη χάνωμεν τους πολυτίμους χρόνους της νεότητας μας εις
τους κόλπους της αργίας και των διασκεδάσεων, διά να μη καταντησωμεν να
τρέμωμεν, ως ο τέττιξ, γυμνοί και πεινώντες, εξευτελιζόμενοι, ως εκείνος, διά
της ζητείας, και ακούοντες παρά των πλουσίων την πικροτάτην αρνητικήν απάντησιν,
την οποίαν ο τέττιξ από τον μύρμηκα ήκουσεν.
Ο
Μιχάλης Χουρδάκης Νίσπιτας γράφει για τον τζίτζικα
Ο
ατζίτζικας
Στην κάψα του
καλοκαιριού στο σταύρωμα τση μέρας
ώρα που η πλάση
καίγεται απ’ την πυρά του ήλιου
ώρα που γύρευα
σκιανό την κεφαλή να βάλω
γροικώ έναν
ατζίτζικα πασίχαρο να λέει
πως με μεράκι
τραγουδεί και στένει πανηγύρι
κι ερώτηξα πως
γίνεται σ’ αφτούμμενο καμίνι
να τραγουδεί και να
γλεντά απού ‘ναι χάση κόσμου
κι απηλογάτ’ ο
ατζίτζικας με δίχως χασομέρι:
- Εμένα με ‘πλασεν
ο Θιος και μου ‘δωσε μια χάρη
να τραγουδώ να
χαίρομαι την ψεύτρα τη ζωή μου
σαν όλα ντου τα
πλάσματα πάνε να διαφαλλάξου
στον ασκιανό ενούς
δεντρού να μην τα πιάνει η κάψα.
Εγώ ‘μαι που
διαλαλώ την ομορφιά του κόσμου
που άλλοι αφήνουνε
αργά περίσσα μεστωμένοι
μα ‘γω αφήνω το
ντουνιά εις τον αθό τση νιότης
ετσά που με ‘ταξεν
ο Θιος.
ΝΙΣΠΙΤΑΣ (Δευτερόλης του
2018)
Ο
μελίτακας *
Εσκάλιζα τσι
ντομαθιές στου περβολιού τ’ αυλάκι
κι ως ήμουνε
γονατιστός θωρώ τσοι μελιτάκους
να σύρνουνται στα
χώματα παρέλαση να κάνουν.
Βάνω ένα μελίτακα
στην άκρα τω δαχτύλω
κι ερώτηξα για να
μου πει ίντά ‘ναι ο συρμός τως
ίντά ‘ναι απού
κουβαλού να μάθω το φορτίο
που ‘χουνε στσι
χαχάλες τως κι αυτός απηλογάται:
- Στην άκρα του
περιβολιού εβρήκαμε κριθάρι
απού ‘ναι
Θεοφύτρωτο και του ‘πεσεν ο σπόρος.
Κειονά το σπόρο
θέλομε να ‘χωμε στο κελάρι
άμα δα ζέψουν οι
βροχές ζέψουν οι καταιγίδες
κι εμείς χλουμένοι
θα ‘μαστε μέσα στση γης τα βάθια
να τρώμε για να
ζήσουμε ολόκληρο χειμώνα.
Του ατζιτζίκου μη
γροικάς π΄ ανέγνοιος τέθοιες μέρες
πίνει γλεντά και
τραγουδεί χωρίς να λογαριάζει
βροχές βροντές και
κεραυνούς απού κλουθού ‘ξοπίσω.
Ήφησα το μελίτακα
από το δάχτυλά μου
κι εμπήκε πάλι στο
συρμό με τ’ αδερφοξαδέρφια
ΝΙΣΠΙΤΑΣ (Δευτερόλης 2018)
*
(ιδιωματικό) μερμήγκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου