Ο παλιός
σιδηροδρομικός σταθμός της Θεσσαλονίκης.
Η
απαγωγή της Στεφάνας και η σφαγή των προξένων στην παλιά Θεσσαλονίκη
Μια κοπέλα καλυμμένη με
μουσουλμανική μαντίλα αποβιβάστηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.
Έφτασε με συνοδεία για να ασπαστεί το ισλάμ. Τυχαίνει να είναι γνωστή η ακριβής
ημερομηνία. 23 Απριλίου 1876 (με το παλιό ημερολόγιο), γιορτή του Αγίου
Γεωργίου. Η κοπέλα ήταν η Στεφάνα Λάνσκοβα (Βελίκω σύμφωνα με άλλες πηγές),
σλαβόφωνη χριστιανή, ορφανή από πατέρα, από το χωριό Μπόγκνταντσι κοντά στη
Γευγελή. Πηγαίνοντας για νερό έπεσε θύμα απαγωγής από μια τούρκικη οικογένεια,
που ήθελε να την προσφέρει ως σύζυγο σε κάποιον μπέη της Θεσσαλονίκης. Άλλοι, πάλι,
λένε ότι οι λόγοι ήταν ερωτικοί και η απαγωγή εκούσια.
Κατά την αποβίβασή της
δημιουργήθηκε ένταση και οχλαγωγία. Η μητέρα, στην αγωνιώδη προσπάθειά της να
αποτρέψει τον εξισλαμισμό της κόρης της, την είχε ακολουθήσει στο ταξίδι και
είχε τηλεγραφήσει από κάποιο σταθμό σε φίλους στη Θεσσαλονίκη ζητώντας βοήθεια.
Στον σταθμό με φωνές και κλάματα καλούσε τους χριστιανούς να τη συντρέξουν.
Κάποιοι άρπαξαν το κορίτσι από τους απαγωγείς και επιβίβασαν μάνα και κόρη στην
άμαξα του αμερικάνου υποπρόξενου. Οι δύο γυναίκες βρήκαν καταφύγιο στο
αμερικάνικο υποπροξενείο, που βρισκόταν στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου.
Το περιστατικό του σταθμού
μαθεύτηκε αμέσως σε ολόκληρη την πόλη. Οι μουσουλμάνοι ξεσηκώθηκαν. Συγκεντρώθηκαν
οργισμένοι έξω από το Κονάκι και ζητούσαν από τον βαλή να εμφανιστεί η κοπέλα
και να δηλώσει μπροστά του τι επιθυμούσε, αλλιώς απειλούσαν να επιτεθούν στο
αμερικάνικο υποπροξενείο. Οι μουεζίνηδες από τους μιναρέδες έριχναν λάδι στη
φωτιά καλώντας τους πιστούς να υπερασπίσουν τον ισλαμισμό.
Τα αίματα είχαν ανάψει και
η κατάσταση ήταν εκρηκτική.
Στη δεκαετία του 1870 η
παντοδυναμία της οθωμανικής αυτοκρατορίας κλονιζόταν. Οι μουσουλμάνοι ζούσαν σε
ανασφάλεια και αυτό τους έκανε ιδιαίτερα επιθετικούς κατά των υπόδουλων λαών.
Επιπλέον ήταν εξοργισμένοι με τις μεταρρυθμίσεις, γιατί, με τα δικαιώματα που
τους παραχωρούνταν, οι χριστιανοί έπαιρναν αέρα.
Ο
υποπρόξενος των ΗΠΑ και οι δύο πρόξενοι
Υποπρόξενος των ΗΠΑ στη
Θεσσαλονίκη ήταν ο ελληνικής καταγωγής και ρωσικής υπηκοότητας Περικλής
Χατζηλαζάρου. Είχε οικογενειακούς δεσμούς με τους δύο πρόξενους Ζιλ Μουλέν και
Ερρίκο Άββοτ. Ο Μουλέν ήταν πρόξενος της Γαλλίας και ο Άββοτ πρόξενος της
Γερμανίας. Ο Άββοτ ήταν βρετανός υπήκοος και μισός Έλληνας από την πλευρά της
μητέρας του. Η σύζυγός του ήταν Ελληνίδα, το γένος Καραθεοδωρή. Η αδελφή του
είχε παντρευτεί τον Μουλέν.
Ο Χατζηλαζάρου, όπως
ανέφερε στην έκθεσή του προς τον πρόξενο των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη, έδωσε
καταφύγιο στις δύο γυναίκες για ανθρωπιστικούς λόγους και επειδή πιεζόταν από
τον αδελφό του Νικόλαο και πολλούς Έλληνες.
Ο Ερρίκος Άββοτ και ο
Ζιλ Μουλέν.
Οι
δύο πρόξενοι αιχμαλωτίζονται και δολοφονούνται
Ο Ζιλ Μουλέν και ο Ερρίκος
Άββοτ αποφάσισαν να κάνουν διάβημα στον βαλή και να του ζητήσουν να καταστείλει
τον όχλο, ώστε να αποφευχθεί το μετά βεβαιότητος προβλεπόμενο αιματοκύλισμα των
χριστιανών. Πηγαίνοντας στο Κονάκι, την έδρα της οθωμανικής διοίκησης, τους
αναγνώρισαν κάποιοι μουσουλμάνοι, τους άρπαξαν και τους έκλεισαν στο Σαατλί
τζαμί. Λίγο μετά, ο Άββοτ έστελνε στον αδερφό του ένα σημείωμα: «Μας κρατούν
αιχμαλώτους. Στείλτε το κορίτσι στις Αρχές, γιατί αυτή είναι η τελευταία μας
ευκαιρία».
Οι πρόξενοι κρατήθηκαν
όμηροι. Οι απαγωγείς έδιναν διορία δύο ώρες για να παραδοθεί το κορίτσι στις
αρχές, αλλιώς θα τους σκότωναν.
Η ανταλλαγή δεν έγινε.
Παρά τη φρούρηση, ο μαινόμενος όχλος όρμησε μέσα στο τζαμί και τους σκότωσε
χτυπώντας τους με ρόπαλα και λοστούς. Τα πτώματα πετάχτηκαν στον δρόμο. Το
έγκλημα πέρασε στην ιστορία με την ονομασία «η σφαγή των προξένων».
Το τζαμί του Σελίμ
πασά, γνωστό ως Σαατλί τζαμί, δηλαδή το τζαμί με το ρολόι.
Η
Στεφάνα εμφανίζεται
Το αίμα έκανε τον όχλο
ασυγκράτητο. Άρχισε να κινείται με άγριες διαθέσεις κατά των χριστιανικών
συνοικιών κι ετοιμαζόταν να κάψει τον Φραγκομαχαλά, τη συνοικία των Ευρωπαίων.
Στην κρίσιμη στιγμή η αστυνομία κατόρθωσε να επιβάλλει δια της βίας την τάξη.
Στο μεταξύ ο αδελφός του Άββοτ βρήκε τη Στεφάνα και την υποχρέωσε να
εμφανιστεί. Τι δήλωσε ενώπιον του βαλή και ποια η τύχη της είναι άγνωστο.
Κάποιοι λένε ότι φυγαδεύτηκε στην Ελλάδα, κάποιοι άλλοι λένε ότι εξισλαμίστηκε.
Οι
μεγάλες δυνάμεις και ο εξευτελισμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας
Οι συνέπειες της απαγωγής
της Στεφάνας είχαν ξεφύγει πέρα από κάθε πρόβλεψη κι ακόμα τίποτα δεν είχε
τελειώσει. Ο βαλής καθαιρέθηκε. Αυτό βέβαια δεν ήταν αρκετό. Η είδηση του φόνου
των προξένων είχε μαθευτεί αμέσως στην Ευρώπη και είχε προκαλέσει σάλο.
Ο ευρωπαϊκός τύπος δημοσίευε φανταστικές
απεικονίσεις του τραγικού γεγονότος, φιλοτεχνώντας ένα ανατολίτικο σκηνικό με
μιναρέδες, κουμπέδες, αραβικές επιγραφές και θάλασσα, όπως σ’ αυτή την
γκραβούρα, που παρουσιάζει το Σαατλί τζαμί παραθαλάσσιο.
Στο λιμάνι της
Θεσσαλονίκης κατέπλευσαν πολεμικά πλοία των μεγάλων δυνάμεων, αγγλικά, γαλλικά,
ρώσικα, γερμανικά, καθώς και δύο ελληνικά πολεμικά. Τα πλοία δεν απέδωσαν τιμές
στη σημαία του σουλτάνου κι έστρεψαν τα κανόνια τους προς την Άνω Πόλη, όπου
κατοικούσαν οι μουσουλμάνοι. Στην πόλη αποβιβάστηκε στρατός.
Οι επικεφαλής ναύαρχοι
απαίτησαν ικανοποίηση από τον σουλτάνο και ο Αβδούλ Ασίζ αναγκαστικά την
παραχώρησε με μία σειρά από πράξεις που χαρακτηρίστηκαν εξευτελιστικές για την
οθωμανική αυτοκρατορία (υποστολή οθωμανικής σημαίας, απόδοση τιμών στις σημαίες
της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, απόδοση τιμών στις σορούς των δύο
προξένων, καταβολή αποζημίωσης). Ο σουλτάνος καθαιρέθηκε του αξιώματός του ως
υπεύθυνος για τον εξευτελισμό.
Συλλήψεις
και καταδίκες
Και ενώ οι παράτες της
ενθρόνισης του νέου σουλτάνου Μουράτ Ε΄ (ο οποίος κράτησε το αξίωμά του για
λίγες μόνο εβδομάδες) αποφόρτιζαν κάπως το κλίμα, η τουρκική αστυνομία συνέλαβε
τριάντα πέντε ύποπτους. Παραδόθηκε στη δικαιοσύνη ένα συνονθύλευμα ανθρώπων και
επαγγελμάτων (Τούρκοι, Βόσνιοι, Αρβανίτες, υπηρέτες, σκλάβοι, έμποροι,
οικοδόμοι, οπλουργοί, ένας καφετζής, ένας ξυλουργός, ένας κουρέας, ένας
χασάπης, ένας χαμάλης κ.λπ.). Δικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Έξι από
αυτούς – και όχι κατ’ ανάγκην οι πραγματικοί αυτουργοί – κρίθηκαν ένοχοι και
καταδικάστηκαν σε θάνατο με απαγχονισμό.
Η
κηδεία των προξένων
Οι δύο πρόξενοι κηδεύτηκαν
με μεγάλες τιμές, όπως άλλωστε είχε ζητηθεί από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η
σωρός του Ζιλ Μουλέν μεταφέρθηκε στην καθολική εκκλησία για τη νεκρώσιμη
ακολουθία και κατόπιν στη γαλλική ναυαρχίδα. Η σωρός του Άββοτ μεταφέρθηκε στον
μητροπολιτικό ναό. Ο Ζιλ Μουλέν τάφηκε στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς και ο
Ερρίκος Άββοτ στην Ευαγγελίστρια.
Ο δρόμος δίπλα στο
Διοικητήριο, που συνδέει την Αγίου Δημητρίου με την Κασσάνδρου, εκεί που άλλοτε
ήταν το Σαατλί τζαμί, ονομάστηκε προς τιμήν τους οδός Προξένων.
Κρεμάλες
στην προκυμαία
Η εκτέλεση των
καταδικασμένων έγινε στις 16 Μαΐου 1876 στην προκυμαία. Πλήθος κόσμου είχε
σκαρφαλώσει στις στέγες ή είχε στριμωχτεί στα παράθυρα και στους εξώστες των
γύρω κτιρίων για να δει το αποτρόπαιο θέαμα. Οι τουρκικές αρχές παρακολουθούσαν
από έναν εξώστη και οι ξένες δυνάμεις από τις λέμβους που είχαν πλησιάσει την
προκυμαία.
Γκραβούρα που απεικονίζει τον απαγχονισμό των
καταδικασμένων για τον φόνο των προξένων. Ένας από αυτούς ήταν κάποιος
γιγαντόσωμος μαύρος χαμάλης. Η γυναίκα του, που παρακολουθούσε την εκτέλεση,
έβαλε τα χέρια της στο στήθος και φώναξε «Ασκ ολσούν», που θα πει «Σου άξιζε».
Μεταξύ των ξένων
αξιωματικών ήταν και ο Πιερ Λοτί, που σημείωσε στο ημερολόγιό του:
[…] Η κυβέρνηση του
σουλτάνου δεν είχε σκοτιστεί να φτιάξει σωστά τις κρεμάλες. Ήταν τόσο χαμηλές,
που τα γυμνά πόδια των καταδίκων ακουμπούσαν κάτω και τα νύχια τους έξυναν το
χώμα. Μόλις ολοκληρώθηκε η εκτέλεση, οι στρατιώτες έφυγαν και οι νεκροί έμειναν
εκτεθειμένοι στα μάτια του λαού […] μέχρι να πέσει το σκοτάδι .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου