Σκαμνιά Λέσβου η πατρίδα
του Στρατή Μυριβήλη
Σε ένα χωριό της βορεινής Λέσβου ονομαζόμενο Σκαμνιά γεννήθηκε στα
1892 με πραγματικό όνομα: Ευστράτιος
Χαραλάμπους Σταματόπουλος ο γνωστός μας Στρατής
Μυριβήλης.
Η Σκαμνιά
ονομασμένη έτσι απ' την μεγάλη μουριά (συκαμινέα), πού σκέπαζε την πλατεία της
Σκάλας, έχει το ζηλευτό προνόμιο να υπερηφανεύεται, ότι χάρισε στη Λέσβο και σ'
όλη την Ελλάδα δυο μεγάλες δόξες της: το Στρατή Μυριβήλη και το Στράτη
Ελευθεριάδη (Teriade), το μεγάλο τεχνοκρίτη, πού σταδιοδρόμησε στο Παρίσι και πήρε με το
έργο του παγκόσμια φήμη και αναγνώριση. Η Λέσβος του χρωστά το Θεόφιλο, το
μεγάλο λαϊκό της ζωγράφο, πού αυτός πρώτος με το κριτικό του δαιμόνιο τον
ανακάλυψε, αυτός τον καθιέρωσε, και την πατρική του βίλλα στη Βαρειά της
Μυτιλήνης την έκανε δημοτικό μουσείο του.
Η Σκαμνιά
είναι ένα μικρό χωριό από 150 περίπου σπίτια, καταπράσινο και θεαματικότατο,
στους πρόποδες τού υψηλότερου και ωραιότερου βουνού της Λέσβου, τού μυθολογικού
Λεπέτυμνου, όπου, κατά τη μυθολογία, σταμάτησε και διασώθηκε το κυλισμένο απ' τα
κύματα της Θράκης κεφάλι του Ορφέα.
Ο
Τέρπανδρος και ο Αρίωνας είναι οι παλιές ποιητικές δόξες
τού Λεπέτυμνου, πού ή περιοχή του με τα είκοσι τόσα
γραφικότατα χωριά της (που σαν περιδέραιο στολίζουν ένα γύρο τους πρόποδες του απ'
το Μανταμάδο ως την Ιστορική Μήθυμνα, με το γενοβέζικο κάστρο της και την
περίφημη έξοχη της, την Εφταλού, την πατρίδα του Εφταλιώτη, κι από την
ποιητικότατη Πέτρα πατρίδα του Θρ. Σταύρου και άλλων λογίων, ως τα Γέλια,
πατρίδα του πεζογράφου Κοσμά Πολίτη (Κ. Ταβεδούδη), κι' από εκεί τα χωριά της
Καλλονής με την παλιά της Μητρόπολη και τα Ιστορικά της Μοναστήρια του άγιου
Ιγνάτιου Αγαλλιανού, πού έσωσε, σαν αναμορφωτής τη Μυτιλήνη στα μαύρα χρόνια
της σκλαβιάς, και την Άγια
Παρασκευή, με τη μεγάλη
εκπαιδευτική της παράδοση, πατρίδα του πεζογράφου Κ. Μάκιστου), όλη
αυτή η ορεινή περιοχή είναι η πνευματικότερη του νησιού και έδωσε πολλούς
λογίους, ποιητές και δασκάλους.
Η Σκαμνιά,
κτισμένη αμφιθεατρικά σε
μια καταπράσινη πλαγιά, του
Λεπέτυμνου, σε μικρή
απόσταση από τη θάλασσα, είναι το γραφικότερο και θεαματικότερο χωριό
της περιοχής. Έχει από κάτω της σαν πιάτο τη θάλασσα και αντικρίζει από πολύ
κοντά όλη την αγκαλιά του Αδραμυτινού
κόλπου*. Στη Σκαμνιά, που την εισάγει ο Μυριβήλης στα έργα του «σαν χωριό
της Μουριάς», και στο λιμανάκι
της, τη Σκάλα,
όπου βρίσκεται κτισμένο πάνω
σ’ ένα απότομο
βράχο το εξωκλήσι της Παναγιάς
της Ψαροπούλας ή Γοργόνας,
διαδραματίζονται πολλά
πεζογραφήματα του Μυριβήλη,
ιδίως τα μεγαλύτερα (Βασίλης ο
Αρβανίτης, Πάνας, Παναγιά ή
Γοργόνα, και η Δασκάλα με τα
χρυσά μάτια). Εκεί υπάρχουν υπέροχες περιγραφές, αληθινές ζωγραφιές και ύμνοι,
της περιοχής, πού, όπως γράφει σε μια νεανική του σελίδα («Σάλπιγξ» Μυτιλήνης 22.4.1915), βγαίνει «απ'
το αγκάλιασμα της ελληνικής
σεμνότητας με την ανατολίτικη νωχέλεια... αστράφτει το
κάλλος και σέρνει
μαζί του μέσα απ’
το θαμπό
μούχρωμα των αιώνων μια
φωτεινή γραμμή από τραγούδια Σαπφικά και συντριμμένες λύρες Απολλώνιες».
Στα
χρόνια του Μυριβήλη η Σκαμνιά βρισκόταν στην ακμή της. Όλη η αντικρινή Ανατολή
(ο αρχαίος «Μυτιληναίων αιγιαλός»), τα κτήματα της, το εμπόριο της, ήταν δικά
της. Οι λιγοστοί Τούρκοι του χωριού είχαν ολότελα παραμερισθεί. Χτίστηκαν
σπίτια αρχοντικά και μεγάλο σκολειό, που
το συντηρούσαν οι πλούσιοι πατριώτες, ντόπιοι και ξενιτεμένοι, και στα χρόνια του
Μυριβήλη το προβίβασαν σε σχολαρχείο, με σχολάρχη το μεγάλο λαογράφο και
γλωσσολόγο της Λέσβου, ξεχωριστό Μανταμαδιώτη φιλόλογο Σπυρίδωνα Αναγνώστου,
δάσκαλο και πνευματικό πατέρα του
Μυριβήλη.
Ή Σκαμνιά
είχε μεγάλη πνευματικότητα. Όλοι
οι κάτοικοί της
ήταν προκομμένοι, και
πολλοί απ' αυτούς διακρινόταν
για τη μόρφωση, τη δραστηριότητα και την εξυπνάδα τους, το
σατιρικό τους πνεύμα, το θετικισμό τους.
Στη
Σκαμνιά, χρόνια δασκαλεύοντας, είχε
εγκαθιδρύσει το λαογραφικό και γλωσσολογικό
εργαστήρι του ο Σπυρίδων Αναγνώστου, πού αναφέραμε πάρα πάνω, κι απ' αυτό
εξορμώντας μελέτησε πριν απ' τον γερμανό
γλωσσολόγο Κρέτσμερ όλη τή λεσβιακή
διάλεκτο και συγκέντρωσε σπουδαίο λαογραφικό υλικό, παραμύθια, παροιμίες,
νοιώσματα, τραγούδια κλπ. και έβγαλε, έκτος από άλλες μικρότερες εργασίες, και το
περίφημο κι αναντικατάστατο μέχρι σήμερα γλωσσολογικό και λαογραφικό
σύγγραμμα, με τον
τίτλο: «Λεσβιακά ήτοι Συλλογή λαογραφικών περί Λέσβου
πραγματειών» (Αθήναι 1903), πού
βραβεύθηκε στο διαγωνισμό της Γλωσσικής Εταιρείας Αθηνών, με επαινετικότατη εισήγηση του Χατζιδάκι. Το βιβλίο αυτό
στάθηκε το καλλίτερο εγκόλπιο του Μυριβήλη, πού τον μύησε στη λαϊκή γλώσσα και
δημιουργία και τον έκανε ν' αγαπήσει τη λαογραφία και να κηρύξει τη σπουδή της απ'
τους νεώτερους λογοτέχνες του νησιού του, σαν υψηλή μάθηση και σαν απαραίτητη
πηγή του έργου τους. Το συλλεκτικό έργο του πατέρα της λεσβιακής λαογραφίας και
γλωσσολογίας Σπ. Αναγνώστου συνέχισε ο νεώτερος αδελφός του Πρόδρομος Αναγνώστου,
πού διακρίθηκε και ως πεζογράφος (Πέλις Άβετ) και ο μαθητής του Μυριβήλης, πού σ' όλο
το έργο του έχει εγκατασπείρει πολυτιμότατο λαογραφικό υλικό, και νέος έκανε
συλλογές δημοτικών τραγουδιών, που υπέροχα κομμάτια του δημοσίευε με τ’ όνομα
του στις εφημερίδες του και σε διάφορα περιοδικά, και δεν έπαψε σ' όλη του τη
ζωή να προσέχει τα λαϊκά μνημεία του Λόγου και της Τέχνης, να τα καταγράφει, να
τα προβάλλει και να τα αξιοποιεί λογοτεχνικά. Γύριζε στις λαϊκές συνοικίες, στα
πανηγύρια, πήγαινε στις φυλακές, μιλούσε με τους απλούς ανθρώπους, μάζευε
σπουδαίο υλικό. Μια απ' τις ανακαλύψεις του είναι ή αναφερόμενη στα ταξιδιωτικά
του «Απ' την Ελλάδα» (σελ. 277) στη Γ’λλού, πού ο Μυριβήλης τη συνταύτισε με τη
Γελλώ της Σαπφώς, τη λάμια που πνίγει τα παιδιά. (Γέλλως παιδοφιλωτέρα). Επίσης
βρήκε καταπληκτικές αναλογίες και ομοιότητες ανάμεσα στα τραγούδια της Σαπφώς
και τα δημοτικά, ιδίως νυφιάτικα, τραγούδια της Μυτιλήνης. Είχε τόσο
εξοικειωθεί ο Μυριβήλης με τη λαϊκή δημιουργία, ώστε έφκιανε κι ο ίδιος δίστιχα
λαϊκά και μοιρολόγια, που δύσκολο να τα ξεχωρίσει κανείς αν είναι δικά του ή
παρμένα απ' το στόμα του λαού. Αυτά τα πέρασε στη μοναδική ποιητική συλλογή του
και είναι αριστουργήματα, όπως και μερικά μοιρολόγια, που παρενθέτει ως λαϊκά
στο «Βασίλη 'Αρβανίτη» και σ' άλλα έργα του.
Απ' αυτά
φαίνεται πιο καθαρά πόσο αυθεντικός τεχνίτης, πόσο ποτισμένος απ' τις πηγές
συγγραφέας, στάθηκε ο Μυριβήλης από τα πρώτα του κιόλας χρόνια. Ήταν το ταλέντο
του, αλλά ήταν και οι κόσμοι της λαϊκής δημιουργίας, πού του αποκάλυψε ο
εμπνευσμένος δάσκαλος του Σπυρίδων Αναγνώστου, που και στο δημοτικισμό αυτός
τον μύησε. Αν διαβάσει κανείς στον πρόλογο του έργου του πού αναφέραμε τα όσα
γράφει για το σεβασμό, πού πρέπει νάχουν οι νεώτεροι προς τη γλώσσα του λαού, θα
διαπιστώσει από ποιές πηγές πλουσιόδωρες γαλουχήθηκε ο Μυριβήλης στα μαθητικά
του χρόνια. Έτσι, με την πρωτοστασία του ανεκτίμητου δασκάλου του Μυριβήλη Σπ.
'Αναγνώστου, η Σκαμνιά, με την πλούσια λαογραφία της και με την ανόθευτη γλώσσα
της, πού διασώζει άφθονες αρχαίες λέξεις (πουργός -υπουργός, ποδόμη - υποδομή, Ορυάκας
- ο ρύαξ, Ομαλά - πεδινή τοποθεσία στον κάμπο, μιντάντς - μιντάκι (μεταγγίζω),
ρωνιό - είρων, βαρταλαμίδι - παραθαλαμίδι κ.λ.π.). Η Σκαμνιά αναδείχθηκε λαογραφικό
κέντρο της Λέσβου και έδωσε ολόκληρη Σχολή λαογράφων, στην οποία έκτος απ' τους
Αναγνώστηδες (Σταύρο και Πρόδρομο) και το Μυριβήλη, πρέπει να συγκαταλεχτεί και
ο Τeriade, που μελέτησε όσο κανείς τα μνημεία και φανερώματα της λεσβιακής
λαϊκής τέχνης και ανακάλυψε, όπως είδαμε, το μεγάλο λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο, και ο
Μιχ. Στεφανίδης ο ακαδημαϊκός και λογογράφος, πού γεννημένος στον πλησιόχωρο
Μανταμάδο, παντρεύτηκε στη Σκαμνιά και μελέτησε τη γλώσσα και τη λαογραφία της.
Αλλά και ο νεώτερος συστηματικός λαογράφος του νησιού Παναγιώτης Νικήτας
(Ψάλτης), πεθαμένος στα 1960, είναι δημιούργημα του Μυριβήλη και συνδέεται
άμεσα με τη Σκαμνιά, γιατί παντρεμένος στον πλησιόχωρο Μανταμάδο εργάστηκε στην
περιοχή της πάνω στις αρχές του Σπ. Αναγνώστη. Έτσι η λαογραφική Σχολή του Αναγνώστου,
με συνεχιστή και φανατικό προπαγανδιστή του έργου της το Μυριβήλη, εξάπλωσε την
επιρροή της σ' όλο το νησί και δημιούργησε το λαογραφικό κίνημα της Λέσβου, ένα
καλλιτεχνικό φανέρωμα των νέων λογοτεχνών,
(με αρχηγό τον ανεκτίμητο μ' ευρωπαϊκή
προβολή καλλιτέχνη, Αντώνη Πρωτοπάτση, που γύριζε στα χωριά με βράκα κι έβαζε
τους χωριάτες και τις κοπέλες να χορεύουν και να τραγουδούν κι αυτός μελετούσε,
μάλλον ζούσε, τη λαϊκή τέχνη στη ζωντανή της εκδήλωση, κατάγραφε, ζωγράφιζε,
ερμήνευε, υμνούσε), ένα κίνημα που δεν παρουσιάστηκε ποτέ σε καμιά επαρχία της
Ελλάδας με τόση φλόγα, με τόση ομαδικότητα και πολυμέρεια καλλιτεχνικών και
γλωσσοπλαστικών λογοτεχνικών επιδιώξεων.
* Ωραιότατη περιγραφή της περιοχής και του
χωριού του με τη Σκάλα μάς έχει δώσει στο ταξιδιωτικό του κομμάτι «Τρία
Θαλασσινά χωριά». Εκεί, πηγαίνει με βάρκα από τη στην Πέτρα,
περνά την Εφταλού, στάματα στο Μόλυβο, περιγράφει το κάστρο και την αρχοντιά
του, και καταλήγει στην Πέτρα, την πατρίδα του Θρ. Σταυρού και του ζωγράφου
Ελευθεριάδη με τη «βραχοστύλωτη εκκλησιά της», την αμμουδιά, τα δειλινά της και
τα ποιητικότατα νησάκια της. Και στα 1915 έκανε με ζώο αυτή τη διαδρομή του
Λεπέτυμνου κι έδωσε στη "Σάλπιγγα» θαυμάσιες περιγραφές, καθώς κι ένα
ποίημα, εμπνευσμένο απ' τήν εξαδέλφη του Κατίνα Ελευθεριάδη. Εκεί περιγράφει και
την ονομαστή «Τσαρδάκα» της Πέτρας.
Νέα Εστία τ.1033Αφιέρωμα στο
Στρατή Μυριβήλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου