Κάρμεν
Μιράντα , η «βραζιλιάνικη βόμβα»
Ήταν
Βραζιλιάνα πορτογαλικής καταγωγής χορεύτρια της σάμπας, τραγουδίστρια αλλά και
ηθοποιός, η πρώτη καλλιτέχνις από τη Νότια Αμερική με αστέρι στο «Hall of Fame»
των διασημοτήτων του Χόλιγουντ (1960).Όταν τραγουδούσε, ολόκληρη
η σκηνή μεταμορφωνόταν σ' ένα χείμαρρο χαράς και ζωής. Έκανε μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων να χορεύει στους
λατινοαμερικάνικους ρυθμούς. Για μένα και για εκατομμύρια άλλους θαυμαστές, ποτέ
πια δεν θα υπάρξει άλλο αστέρι σαν την «Βραζιλιάνικη Βόμβα».
«Να,
η Κάρμεν Μιράντα!»
Γράφει ο
ARY VASCONCELOS
ARY VASCONCELOS
Σ' ολόκληρο το μάκρος της
λεωφόρου Ρίο Μπράνκο, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, αρχαίοι Έλληνες και Τρώες πολεμιστές έσπαγαν τις
γραμμές των Πιερότων και των Κολομπίνων, που αμύνονταν με νεροπίστολα που
εκτοξεύουν κολώνια. Τσιγγάνοι πετούσαν σερπαντίνες σε μια παρέα από πανέμορφες
οδαλίσκες. Ολοι τραγουδούσαν τα σουξέ του καρναβαλιού εκείνης της χρονιάς, του
1930: Ται («Να»), Να Pavuna («Στην Παβούνα»), Da Nela («Δείρε την»). Περνούσα και
εγώ μέσα από την παρέλαση μαζί με τη μητέρα μου, πάνω σ' ένα από τα ανοιχτά
αυτοκίνητα που τα ένωναν πολύχρωμες κορδέλες.
Ξαφνικά, στο πεζοδρόμιο
που ήταν από τη μεριά μας, είδα μια πανέμορφη μεταμφιεσμένη γυναίκα, που
τραγουδούσε και γελούσε. «Tai Carmen Miranda,» («Να, η Κάρμεν Μιράντα!»),
φώναξε η μητέρα μου, που τη γνώριζε από τότε που η Κάρμεν δούλευε σ' ένα
καπελλάδικο, στον ίδιο δρόμο όπου η μητέρα μου δούλευε ράφτρα. Αν και τότε
ήμουνα μόλις τεσσάρων χρόνων, η εικόνα εκείνης της λικνιστής μορφής με το
ολόφωτο χαμόγελο με αιχμαλώτισε κεραυνοβόλα.
Η ΚΑΡΜΕΝ γεννήθηκε το 1909
στο χωριό Μάρκο ντε Καβανέσες, στην Πορτογαλία. Ηταν το δεύτερο παιδί του
κουρέα Χοσέ Μαρία Πίντο ντα Κούνια και της Μαρία Εμίλια Μιράντα ντα Κούνια. Το
βαπτιστικό της όνομα ήταν Μαρία ντο Κάρμο, αλλά επειδή τα χαρακτηριστικά της
έμοιαζαν με σπανιόλικα, ένας θείος της τη φώναζε Κάρμεν, και της έμεινε.
Μετά από λίγο καιρό, η
οικογένεια αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Βραζιλία. Πρώτος έφυγε ο πατέρας της
Κάρμεν, που κάλεσε τη γυναίκα του και τις δυο του κόρες μόλις μπήκε συνεταίρος
σ' ένα κουρείο στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
Η Κάρμεν έκανε το
καλλιτεχνικό της ντεμπούτο όταν ήταν πέντε χρόνων, τραγουδώντας ένα πορτογαλέζικο
φόντο σ' ένα οικογενειακό γλέντι.
Αργότερα γράφτηκε σε μια
σχολή καλογραιών, και δέθηκε τόσο πολύ με τη ζωή του μοναστηριού, που σκεφτόταν
να πάρει τον όρκο της μοναχής. Ο πατέρας της δεν ήθελε ν' ακούσει κουβέντα. Την
ήθελε να μείνει, για να βοηθάει στο σπίτι και να βγάζει όσα χρήματα μπορούσε.
Οι καιροί ήταν δύσκολοι - είχαν γεννηθεί άλλα τέσσερα παιδιά. Η Κάρμεν
εγκατέλειψε το σχολείο κι έπιασε δουλειά σαν πωλήτρια σε καπελάδικο.
Η φωνή
και το χορευτικό
της ταλέντο, έκαναν την Κάρμεν πασίγνωστη στην περιοχή όπου ζούσε. Ένας από τους πιο
θερμούς θαυμαστές της ήταν ο Ανίμπαλ Ντουάρτε, ένας πολιτικός από την Μπαΐα,
που συνήθιζε να μένει στην πανσιόν των γονιών
της. Το 1929,
ο Ντουάρτε οργάνωσε μια φιλανθρωπική συναυλία στο
Ινστιτούτο Νάσιοναλ ντε Μουσικά.
Είχε αναθέσει την επιλογή των
καλλιτεχνών στο συνθέτη και
δάσκαλο της κιθάρας
Ζοσουέ ντα Μπάρρος, αλλά λέγοντας
του: «Ξέρω ένα κορίτσι που τραγουδάει ωραία, και θα
ήθελα να την
ακούσεις.». Κανονίστηκε ένα ραντεβού. Ο Ζοσουέ πήρε μαζί του και την
κιθάρα του. Πριν περάσει πολλή ώρα, η Κάρμεν είχε πιάσει το ρεπερτόριο της με
διάφορα τανγκό του συνθέτη Κάρλος Γκαρντέλ, που ήταν τότε πολύ της μόδας.
Τελικά τραγούδησε το λαϊκό τραγούδι Chora Violao («Κλάψε Κιθάρα»), που δεν
ήξερε ότι ήταν γραμμένο από τον ίδιο τον
Ζοσουέ. Ο Ζοσουέ καταγοητεύτηκε και την προσέλαβε αμέσως.
Η Κάρμεν σημείωσε τεράστια
επιτυχία σ' αυτή τη συναυλία. Από τότε άρχισε, κάτω από την καθοδήγηση του
Ζοσουέ, η αναρρίχηση της προς τη δόξα. Οι πρώτοι της δίσκοι, το Νaο Va S'Imbora («Μη φεύγεις»), το Se ο
Samba a
Moda («Αν η σάμπα είναι μόδα»), το Triste Jandaia («Θλιμμένος παπαγάλος») και
Dona Balbina, έκαναν την εμφάνιση τους στα καταστήματα τον Ιανουάριο του 1930.
Παραδόξως, ο πατέρας της δεν είχε ιδέα ότι η κόρη του είχε μπει στα
καλλιτεχνικά κυκλώματα, ως τη μέρα που η Κάρμεν του έφερε τους δίσκους στο
σπίτι να τους ακούσει!
Τον Ιανουάριο του 1930,
τον ίδιο μήνα που έκανε την εμφάνιση του ο δίσκος της Κάρμεν, ο συνθέτης Ζουμπέρτ
ντε Καρβάλιο βρισκόταν σ' ένα κατάστημα δίσκων, κι ο διευθυντής του
καταστήματος, φίλος της Κάρμεν, του ζήτησε να ακούσει τη δουλειά της νέας
τραγουδίστριας. Ο Ζουμπέρτ γοητεύτηκε. «Ήταν περισσότερο σαν να την έβλεπα,
παρά να την άκουγα! ' Ήταν σαν να βρισκόταν μέσα στο γραμμόφωνο,» είπε.
Κατάλαβε ότι έπρεπε να γράψει ένα τραγούδι γι' αυτήν.
Την άλλη μέρα κιόλας, με
το τραγούδι έτοιμο, ο Ζουμπέρτ πήγε να βρει την Κάρμεν στην πανσιόν. Η Κάρμεν
ενθουσιάστηκε με το καινούριο τραγούδι. Ήταν το Tai, ένα από τα τραγούδια που
τραγουδούσε όλος ο κόσμος εκείνη τη μέρα του 1930 που, μικρό παιδί, την είδα
για πρώτη φορά. Κυριολεκτικά μέσα σε μια νύχτα, το Tai έκανε την Κάρμεν την πιο
δημοφιλή τραγουδίστρια στην Βραζιλία.
Το ραδιόφωνο ήταν η υπ'
αριθμόν ένα διασκέδαση της εποχής εκείνης, προσιτή ακόμα και σ' ένα μικρό αγόρι
που οι γονείς του δεν ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατοι. Περνούσα τις μέρες μου
ακούγοντας τις ραδιοφωνικές εκπομπές της Κάρμεν. Πριν αρχίσει το τραγούδι,
πάντα είχε μια κουβεντούλα με το ραδιοπαρουσιαστή. Ήταν, κάθε φορά, μια έκρηξη
χαράς και ζωής.
Αν και μερικά από τα
τραγούδια της ήταν βασισμένα σε θέματα από την περιοχή της Μπαΐα, ως τότε η
Κάρμεν δεν είχε ποτέ φορέσει το εθνικό κοστούμι της Μπαΐα. Ωστόσο, όταν
επρόκειτο να τραγουδήσει το τραγούδι Ο Que e Que a Baiana Tern? («Τι έχει η
γυναίκα απ' την Μπαΐα;»), μια σάμπα του Ντοριβάλ Καϋμί, με στίχους που
απαριθμούν ένα-ένα τα διάφορα εξαρτήματα μιας τυπικής φορεσιάς της Μπαΐα,
φόρεσε μια τέτοια στολή, ειδικά σχεδιασμένη γι' αυτήν, στην οποία πρόσθεσε η
ίδια τα τελευταία αξεσουάρ: πολλά κολιέ και δυο μικρά καλαθάκια. Το τραγούδι
αυτό ήταν το μεγάλο σουξέ της Κάρμεν όταν έκανε την εμφάνιση της στο Κασίνο ντα
Ούρκα, συνοδευόμενη από την ορχήστρα Μπάντο ντα Λούα.
Εδώ ήταν που, στις 15
Φεβρουαρίου του 1939, ο ιμπρεσάριος Λη Σούμπερτ, θεατρώνης στις Ηνωμένες
Πολιτείες, είδε την Κάρμεν και την προσέλαβε για μια από τις παραγωγές του στην
Νέα Υόρκη, με 400 δολάρια τη βδομάδα.
Η Κάρμεν παρ' ολίγο να
ματαιώσει τη συνεργασία αυτή, όταν αρνήθηκε να πάει χωρίς τους Μπάντο ντα Λούα,
στους οποίους βασιζόταν να την συνοδέψουν με αυθεντικό βραζιλιάνικο ρυθμό. Ο
Σούμπερτ δεν είχε καμιά διάθεση να φορτωθεί άλλους έξι μουσικούς. Μετά από
πολλές συζητήσεις, κατέληξαν σ' ένα συμβιβασμό: ο Σούμπερτ δέχτηκε να πληρώνει
τους τρεις, και η Κάρμεν τους άλλους τρεις.
Η Κάρμεν έφυγε για την Νέα
Υόρκη, στις 4 Μαΐου του 1939, με το πλοίο Ουρουγουάη. Στην αποβάθρα την
αποχαιρέτησε ένα πλήθος από ενθουσιώδεις θαυμαστές, που ανάμεσα τους
βρισκόμουνα κι εγώ. Η έκρηξη κεφιού και ο μεταδοτικός ρυθμός της Κάρμεν
κατέκτησαν την Αμερική. Οι αστέρες του Χόλλυγουντ πήγαν σύσσωμοι να τη δουν στο
έργο Δρόμοι του Παρισιού του Σούμπερτ, στο Μπρόντγουαιη. Ένα μήνα μετά την
πρεμιέρα, το περιοδικό Life δημοσίευσε μια ολοσέλιδη φωτογραφία της Κάρμεν κι έγραψε
γι' αυτήν ότι ήταν «το πρώτο αστέρι του σώου».
Η «Twentieth Century Fox»
της έδωσε ένα ρόλο στο Σερενάτα Τροπικάλ, ένα φιλμ στο οποίο πρωταγωνιστούσαν ο
Ντον Αμέτσε και η Μπέττυ Γκραίημπλ. Τα πολυκαταστήματα της Νέας Υόρκης άρχισαν
να πουλούν χιλιάδες τουρμπάνια σαν αυτό που φορούσε η Κάρμεν Μιράντα, καθώς και
ψηλά παπούτσια-πλατφόρμες (η Κάρμεν τα φορούσε γιατί ήταν κοντή), κολιέ και
μπαλανγκάντας (μπρελόκ για βραχιόλια). Η δισκογραφική εταιρεία «Ντέκκα»
κυκλοφόρησε αστρονομικούς αριθμούς αντιτύπων των πρώτων της αμερικάνικων
δίσκων. Οι διαφημιστές ήθελαν να της δώσουν το όνομα «Νοτιοαμερικάνικη Βόμβα»,
αλλά η Κάρμεν επέμενε να τη λένε «Βραζιλιάνικη Βόμβα».
Όταν επέστρεψε στο Ρίο ντε
Τζανέιρο, τον Ιούλιο του 1940, το κοινό του Κασίνο ντα Ούρκα την υποδέχτηκε
ψυχρά. Είχε διαδοθεί η φήμη ότι η
Κάρμεν είχε
«εξαμερικανιστεί». Γρήγορα της ετοίμασαν δυο σάμπες κομμένες και ραμμένες σαν
αντίδοτο για την περίσταση - Voltei Pro Mow και Disseram que Voltei
Americanizada («Ξανά πίσω στο λόφο» και «Είπαν πως γύρισα Αμερικάνα»). Όταν τις
τραγούδησε στο Κασίνο ντα Ούρκα, τα χειροκροτήματα ήταν θυελλώδη.
Επιστρέφοντας ξανά στην
Αμερική, συνέχισε το γύρισμα μιας σειράς κινηματογραφικών ταινιών - Μια νύχτα
στο Ρίο, Σαββατοκύριακο στην Αβάνα, Άνοιξη στα Ρόκις. Παρ' όλο που δεν μιλούσε
ακόμα αγγλικά άνετα, μάθαινε το ρόλο της απ' έξω, βοηθούσε μάλιστα τους
ηθοποιούς που έπαιζαν μαζί της, όταν ξεχνούσαν τους δικούς τους. Τα αγγλικά
της, που τα μιλούσε με λάθη και με βαριά βραζιλιάνικη προφορά, άρεσαν τόσο πολύ
στο κοινό των κινηματογραφικών αιθουσών, ώστε, ακόμα κι όταν άρχισε να μιλάει
πραγματικά σωστά τη γλώσσα, οι κινηματογραφικοί παραγωγοί επέμεναν να συνεχίσει
να κάνει λάθη γραμματικής και προφοράς στα αγγλικά.
Το 1947, όταν παντρεύτηκε
τον Αμερικανό παραγωγό Νταίηβιντ Σεμπάστιαν, η Κάρμεν δεν ήταν πια η χαρούμενη,
ανέμελη Κάρμεν του Ταί. Είχε καταντήσει εργασιομανής, γύριζε τη μια ταινία μετά
την άλλη, έπαιζε σε μιούζικαλ και ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές,
αναλάμβανε εξοντωτικές περιοδείες στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη. Η
υγεία της κλονίστηκε και, το 1953, έπαθε νευρική κατάπτωση.
Όταν βγήκε από το
νοσοκομείο, αντί να καθίσει να ξεκουραστεί, ανέλαβε ένα νέο κύκλο υποχρεώσεων.
Τα νεύρα της είχαν υποστεί τόσες ταλαιπωρίες, που μόλις εμφανιζόταν στη σκηνή
άρχιζε να τρέμει και να ιδρώνει. Ύστερα από επίμονες πιέσεις της αδελφής της,
Αουρόρα, η Κάρμεν τελικά συμφώνησε να κάνει διακοπές στο Ρίο ντε Τζανέιρο,
σταματώντας τη δουλειά για πρώτη φορά ύστερα από 14 χρόνια. Μετά από τετράμηνη
ξεκούραση, γύρισε στην Αμερική για να ανταποκριθεί σε κάμποσα συμβόλαια που
είχε υπογράψει. Πριν φύγει, είπε σε ένα Βραζιλιάνο δημοσιογράφο: «Οι
συμπατριώτες μου πρέπει να ξέρουν ότι φεύγω με θλίψη στην καρδιά. Αλλά θα
γυρίσω πίσω γρηγορότερα από ό,τι νομίζουν, και δεν θα ξαναφύγω.» Πόσο προφητικά
ήταν τα λόγια της!
Στις 4 Αυγούστου του 1955,
στη διάρκεια του γυρίσματος ενός τηλεοπτικού σώου με τον Τζίμμυ Ντουράντε,
ακούστηκε να λέει με σβησμένη φωνή στον Ντουράντε: «Δεν μπορώ ν' αναπνεύσω.»
Μετά από ένα ξέφρενο μάμπο, ένιωσε αδιαθεσία κι έπεσε στα γόνατα. Αλλά σε λίγο
συνήλθε, και το ίδιο εκείνο βράδυ χόρεψε και μιμήθηκε διάφορους ηθοποιούς,
ανάμεσα τους και την Αμάλια Ροντρίγκεζ, για να διασκεδάσει μερικούς φίλους που
είχε καλέσει στο σπίτι της. Το επόμενο πρωί, ο σύζυγος της τη βρήκε ξαπλωμένη
έξω απ' την πόρτα του υπνοδωματίου της. Ήταν νεκρή από καρδιακή προσβολή.
Το ταριχευμένο σώμα της
«Βραζιλιάνικης Βόμβας» στάλθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο, όπου χιλιάδες άνθρωποι
πέρασαν μπροστά από το φέρετρο, σταματώντας για να κοιτάξουν το ροδαλό της
πρόσωπο, που έμοιαζε με ζωντανό. Ένα περιοδικό μού είχε αναθέσει να κάνω το
ρεπορτάζ της κηδείας. Όλη τη νύχτα κουβέντιασα με ανθρώπους που την είχαν
γνωρίσει.
Ανάμεσα σ' αυτούς που
πλησίασα ήταν κι ο Άρυ Μπαρρόσο, που είχε γράψει τα περισσότερα από τα
τραγούδια που είχε ηχογραφήσει η Κάρμεν στην Βραζιλία. «Μόλις την πρωτοείδα
κατάλαβα ότι είχα μπροστά μου ένα μελλοντικό αστέρι,» μου είπε. « Όχι γιατί η
φωνή της είχε τίποτα το εξαιρετικό. Ούτε η εμφάνιση της είχε τίποτα το
ιδιαίτερο. Ήταν αυτή καθεαυτή σαν σύνολο. Υπήρχε κάτι πάνω της που μαγνήτιζε,
αυτό το κάτι που την έκανε την πιο μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια σ' ολόκληρη τη
Λατινική Αμερική.»
Ο Μπαρρόσο είχε δίκιο.
Όποτε εμφανιζόταν η Κάρμεν Μιράντα, ήταν σαν να χτυπούσε κεραυνός, και το πιο
ψυχρό κοινό φωτιζόταν ξαφνικά από το φως της χαράς.
ΜΠΗΚΑ ΣΤΟ ΠΛΗΘΟΣ που
ακολουθούσε την πομπή της κηδείας, ενώνοντας τη φωνή μου με τις φωνές μισού
εκατομμυρίου ανθρώπων που τραγουδούσαν το Tai. Για μια στιγμή, βρέθηκα πίσω στο
Καρναβάλι του 1930, κι άκουσα τη μητέρα μου να φωνάζει, «Tai Κάρμεν Μιράντα!»
καθώς περνούσε, γεμάτη ζωντάνια και ρυθμό, η μεταμφιεσμένη γυναίκα. Ήταν σαν να
την έβλεπα ολοζώντανη μπροστά μου, όπως τη βλέπουν ακόμα εκατομμύρια άνθρωποι σ'
όλο τον κόσμο κάθε φορά που ακούνε κάποια από τις αξέχαστες ρυθμικές σάμπες
της. Για μένα, η Κάρμεν Μιράντα θα μείνει για πάντα ένα είδωλο, μια γυναίκα που
τραγουδούσε σαν η καρδιά της να ήταν ένα ηφαίστειο που έστελνε μέσα στις φλέβες
της πυρακτωμένη λάβα αντί για αίμα.
Επιλογές
BBC : Legends - Carmen Miranda: Beneath the Tutti
Frutti Hat
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου