Τ’
αλωνέματα
Του Μιχάλη Χουρδάκη
…. Θυμούμαι πριν ακόμη 55
- 60 χρόνια, να μετακομίζει στο αλώνι όλη η φαμίλια με τα πρόχειρα νοικοκεράτα
της. Εκεί τα φτωχά στρωσίδια, εκεί και τα τσικαλικά και ο βερνεγάδος*.
Σε μιαν άκρη μακρυά από
τις θυμωνιές, στήνονταν η παραστιά για τα μαγεροτσικαλιάσματα.
Την ίδια εποχή θυμούμαι,
σαν τύχαινε να ΄ναι κοντά το ΄να στ’ άλλο 2 – 3 αλώνια, συγκεντρώνονταν οι
φαμίλιες να δειπνήσουν όλοι μαζί και μετά ν’ αρχίσει το γλέντι. Ιούλης ήρθε
σύντεκνε, τα γλέντια μας στ’ αλώνι.
Όλο και κάποιος θα ΄παιζε
βιολί, λύρα, μαντολίνο, θιαμπόλι, κιθάρα ή έστω σκέτο νταούλι.
Όσο κι αν οι εποχές τότε
ήσαν δύσκολες και γεμάτες στερήσεις και πίκρα, εδώ έβλεπες τη χαρά να
ξεχειλίζει και το γλέντι να κρατά ίσαμε τις 10 – 11 η ώρα το βράδυ, που
θεωρούνταν αργά.
Ταχυνή – ταχυνή, αποδιαφώτιστα
ακόμη, ήπρεπε να σκωθεί ο ρεσπέρης, να ταΐσει τα βούγια, ώστε να μπούνε χορτάτα
στ’ αλώνι.
Σε καμπόση ώρα εσκώνουντο
κι η κερά με τον πρωτογιό, συνήθως, για να βοηθήσουν τον αφέντη να κουβαλήσουνε
το βολόσυρο. Η μέρα χάραζε.
- Στ’ όνομά Σου Θε μου,
λέγαν όλοι κι ο ρεσπέρης ήζεφνε τα ζωντανά, ενέβαινε στο βολόσυρο κι ήκανε τη
βάρδια ντου τις ατελείωτες εκείνες γύρες τω μουσκαριώ μέσα στ’ αλώνι.
Σειρά ήπαιρνε ο πρωτογιός
κι η κερά επήγαινε να ΄ποσάξει τ’ άλλα τζη κοπέλια που ΄ρχίζανε σιγά – σιγά να ξετρουμίζουνται
από το μεγάλο συντάλαχο μα κι από τον καυτό ήλιο που ξεπρόβαιρνε ανετολικά.
Χαρά των κοπελιώ, ήτονε ν’ ανεβούνε κι αυτά στο βολόσυρο και να κάνουνε
βόλιτες. Όσο το παχύ στρώμα από τα στάχυα χαμήλωνε από το βάρος του βολόσυρου
κι από το κόψιμο που του έκαναν οι βολοσυρόπετρες, τόσο κουβαλιούνταν άλλες
θεμωνιές μέσα στ’ αλώνι.
Ένας, ήμπαινε στη μέση τ’
αλωνιού και με το βιχάλι ήσπρωχνε τα στάχυα τση μέσης προς το βολόσυρο, άλλος
πάλι, με το βιχάλι κι αυτός, ήφερνε βόλιτες στο γυράλωνο κι ήσπρωχνε προς τα
μέσα τα στάχυα.
Όσο εψήλωνε ο ήλιος,
πληθαίνανε και τα σταματήματα τω βουγιώ για να ποτιστούνε, και να συνεχίσουνε
ντελόγο την ατελείωτη κυκλική τους πορεία στ’ αλώνι.
Για να πιει νερό όποιος
ήτονε απάνω στο βολόσυρο, δεν εσταματούσανε τα βούγια. Από το γυράλωνο του
δίνανε το μαστραπά, ήπινε νερό ίσαμε να κάμουνε ολόκληρη βόλιτα τα ζωντανά κι
ήδινε πάλι το μαστραπά οπίσω, αδειανό.
Συνηθισμένο δεντρό κοντά
στ’ αλώνι, ήτονε η απιδιά με τσι διάφορες ποικιλίες τση (μπαλτσόνι, καράπιδο,
βασιλικάπιδο ή στραβόρι κ.α.) που τούτο τον καιρό ήρχιζε να καμώνει τ’ απίδια
κι εξασφάλιζε το φρούτο των αλωνάρηδω.
Τ’ αλώνεμα εσταμάτα ντάλα
μεσημέρι, να ξεκουραστούνε όλοι και να βάλουνε μια μπουκιά φαΐ στο στόμα ντως.
Μετά, συνέχιζαν πάλι.
Τ’ αλώνια, ήσαν πάντα σε τόπο
να ξεβορίζει, που να τα πιάνει τ’ αλαφρύ αέρι τσ’ εποχής που εβοήθα το
λύχνισμα.
Σαν εβούτα ο ήλιος,
επερνούσαν μέσα στ’ αλώνι ένα – δυο – τρεις νοματαίοι με τα βιχάλια, για να
σκώσουνε ψηλά τον καρπό με τ’ άχερα. Ο καρπός ξανάπεφτε μέσα στ’ αλώνι, αλλά τ’
άχερα τα πήγαινε τ’ αέρι όξω από το γυράλωνο κι εγίνουντο ΄κειά ένας μεγάλος
σωρός. Ετσά εφεύγανε τα πλειο πολλά άχερα μέσα από τ’ αλώνι κι απόη είχενε
σειρά το θρινάκι, ένα εργαλείο από ξύλο σα φτιάρι με πεντεξεφτά δαχτύλια.
Με τούτο το θρινάκι ήρχιζε
μια δεύτερη δουλειά. Επέτα ψηλά ο ρεσπέρης τον ανακατωμένο με τα ψιλά άχερα
καρπό, ήπαιρνε πάλι ο αέρας τα άχερα και τα οδήγα όξω από το γυράλωνο, ενώσο το
μάλαμα ήπεφτε στη μέση τ’ αλωνιού κι ήκανε το μεγάλο σωρό.
Αφού εσταύρωνε το μάλαμα
με το θρινάκι ντου ο ρεσπέρης, το ΄μπηγε στην κορφή του σωρού, ήβγανε το σαρίκι
ή το μεντίλι από την κεφαλή, στρέφονταν ανετολικά, ήκανε το σταυρό ντου και
δόξαζε το Θεό για τη σοδειά που του ΄πεψε.
Σταυροκοπιούνταν κι όλοι
όσοι τύχαιναν κείνη την ώρα στο γυράλωνο.
Ήσκυβε ΄δά ύστερα ο
ξώμαχος, ήβανε στη δεξά ντου φούχτα κάμποσα σπυριά τα ΄σφιγγε κι ύστερα ήνοιγε
την παλάμη, έστρεφε το βλέμμα προς τον ουρανό κι ήλεγε :
- Δόξο Σοι ο Θεός.
- Ευχαριστούμε Σε
παντοδύναμε Κύριε, συμπλήρωνε κι η κερά, που σ’ όλο αυτό τον κύκλο των
γεωργικών ασχολιών, δεν ήλειπε ούτε στιγμή από το πλευρό τ’ αντρούς τση.
- Χίλια μόδια, φώναζε ο
ρεσπέρης ως ήριχνε τα σπυριά το μάλαμα από τη φούχτα στο σωρό.
- Δυο χιλιάδες, φώναζαν
όλοι όσοι βρίσκονταν στο γυράλωνο.
Το συνήθειο να μπήγει ο
ρεσπέρης το θρινάκι ντου στο σωρό το μάλαμα, το κληρονόμησε από τους Μινωίτες
συναδέρφους του, αφού στην πιο αρχαία περιγραφή του συνήθειου αυτού, διαβάζομε
στα «Θαλύσια» του Θεόκριτου (κεφ. 115) : « ... ας επί σωρώ αν τις εγώ πάξαιμι
μέγα πτύον …». Αυτά, στα 250 π.Χ.
Αξίζει ν’ αναφέρομε, πως,
όταν καθαρό πια το μάλαμα ήταν ένας μεγάλος σωρός μέσα στ’ αλώνι, ήπρεπε να
περιμένει ο ρεσπέρης το φορατζή που ήπαιρνε τη δεκάτη (το ένα δέκατο δηλαδή της
σοδειάς), χαράτσι που ήταν κατάλοιπο τρόπου φορολογίας από την τουρκοκρατία.
Από τούτο το σωρό, είχαν
μερίδιο ακόμη ο δραγάτης της περιοχής, ο παπάς κι ο νερουλάς.
Επειδή το μάλαμα,
εξασφάλιζε το βιος της φαμίλιας, η έγνοια των ρεσπέρηδων για προστασία του,
ήταν τρομερός εφιάλτης. Μια φωτιά στ’ αλώνι το γεμάτο θεμωνιές άχερα και καρπό,
μια μεγάλη βροχή, μπορούσαν να φέρουν καταστροφή. Έτσι οι παλιοί ρεσπέρηδες και
λόγος να μην υπήρχε για ανησυχία, φαντάζονταν πως ήσαν υπαρκτοί κι άλλοι
αόρατοι κίνδυνοι. Ποιοι ήσαν αυτοί, δεν εγνώριζαν ούτε οι ίδιοι, για τούτο το
λόγο, επικαλούνταν την προστασία των αγίων αυτού του μήνα.
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
1 Ιουλίου 1841
Υπογράφτηκε στο Λονδίνο
από τις Μ. Δυνάμεις, επίσημο πρωτόκολλο με το οποίο η Τουρκία χορηγούσε την
κληρονομική Ηγεμονία της Κρήτης στο Μεχμέτ Άλυ της Αιγύπτου χωρίς περιορισμούς.
2 Ιουλίου, τση Καψαλωνούς
Αυτή τη μέρα οι παλιοί
ρεσπέρηδες, δεν πατούσαν το πόδι τους σε αθέριστα ακόμη χωράφια, ούτε μέσα στο
αλώνι. Τιμούσαν την Παναγία με εκκλησιασμό, αποχή από τη δουλειά και
τρικούβερτο ολοήμερο γλέντι.
Τούτη τη μέρα, δε
θερίζουνε, δε δεμαθιάζουνε, δεν αλωνίζουνε γιατί η Παναγία δα ρίξει φωθιά να
κάψει το γέννημα όλο, μπορεί να σκάσουνε όμως και τα βούγια ή να βουλιάξει τ’
αλώνι «γι αυτό η Παναγία χαρακτηρίζεται και καψοδεματού, καψαλωνού και
βουλιάχτρα.
ΑΠΟ
ΕΡΓΑΣΙΑ του Μιχάλη Χουρδάκη
δημοσιευμένη στην εφημερίδα ΑΝΑΤΟΛΗ
δημοσιευμένη στην εφημερίδα ΑΝΑΤΟΛΗ
ο βερνεγάδος* : Ξύλινη
λαξευμένη λεκανίδα από κορμό ή χοντρό κλώνο . Εκεί βάνανε το φαγητό ή τη μεγάλη
σαλάτα , βάνανε το βερνεγάδο στη μέση του σοφρά κι έτρωγαν γύρω - γύρω
όλοι της οικογένειας. Ο
βερνεγάδος είχε μεγάλη και καθημερινή χρήση στα φτωχά σπίτια των
Λασιθιωτών. Και βρούβες και σαλάτες και χοχλιούς και ένα σωρώ μαγεριά
έχω φαγωμένα από το βερνεγάδο .
ΝΙΣΠΙΤΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου