Γιατί ;
Απάν’ στο χνούδι που άφησ’ η φωτιά ‘κει στα καμένα
στο γκρίζο, με το δάχτυλο θα γράψω μιαν ευχή,
θεέ μου, μη δουν τα μάτια μου ξανά, απανθρακωμένα
κορμιά, μην ακουστεί ξανά, θρηνητική οιμωγή.
Μη νοιώσω την καυτή πνοή της φλόγας που του ανέμου
ή δύναμη, στροβίλιζε με τέχνη ζηλευτή,
ξέρω πως φταίω στην άναρχη δομή, μα αλήθεια θεέ μου
άξιζε τέτοιος θάνατος φρικτός, Βασανιστή ;
Γιατί θεέ, τον ταπεινό πάντα η Ισχύς να πλήττει,
το ποίμνιο, που απροστάτευτο αφήνεις, στην οργή
που εκπέμπουν ατιμώρητα κάποια χερσαία κήτη,
που λοιδορούν την πίστη και, βαρβάρων μοιάζει ορδή ;
Γιατί θεέ, που προσκυνώ τα άγια των αγίων,
σεπτές εικόνες και φιλώ τα ιερά οστά
γιατί, που πανταχού παρών εσύ, που επαΐων,
με θλίψη λέω, ολιγώρησες, μας άφησες, σωστά ;
Βέβηλη σκέψη θα μου πεις, μα μέσα μου μια θέση
κενή, που από καιρό νομίζω άφησες αδειανή
με πόνους βασανίζομαι σε γόνατα και μέση
μα προσκυνώ σε όρθιος, δεν γνώριζες γιατί ;
Γιατί μας εγκατέλειψες θεέ μες στην οδύνη
κι η κόλαση μας πρόλαβε προτού έρθει η θανή
σαν το παιδί που χαλασμένο το παιγνίδι αφήνει
που το κλωτσάει που σπάζει το κι αυτό χωρίς φωνή…
Από ψηλά μας έκρινες, κοπαδιαστά κι η σκέψη
πως μολυσμένοι ήμασταν, άπιστοι και σκληροί
δεν πρόλαβε κανείς να πει απολογίας μια λέξη
οι πύλες του παράδεισου κλειστές γι’ αυτό απορεί.
26/07/2018
Χρήστος Κουκουσούρης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου