ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΣΙΝΕΜΑ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΚΟΡΤΣΟ ΜΕΧΡΙ ΤΗ... ΛΟΥΦΑ
Οι μεγάλες επιτυχίες και
οι δημιουργοί-καλλιτέχνες που ανέτρεψαν τα κλισέ της κωμωδίας με επιθετικό
τρόπο. Καταλυτική η επιρροή του Καραγκιόζη. Συνεχιστής της παράδοσης του λαϊκού
θεάτρου σκιών, ο Θανάσης Βέγγος άφησε το στίγμα του με επιθετικές σάτιρες,
πολιτικές, αντιφασιστικές και αντιπολεμικές.
ΤΗΣ ΑΝΤΑΣ ΔΑΛΙΑΚΑ
adaliaka@24media.gr
Νίκος Περάκης, Σταύρος
Τσιώλης, Θανάσης Βέγγος. Αν θέλαμε να ξεχωρίσουμε δημιουργούς-καλλιτέχνες του
ελληνικού κινηματογράφου που ανέτρεψαν τα κλισέ της κωμωδίας με επιθετικό
τρόπο, θα επικεντρωνόμασταν σε αυτούς τους τρεις. Προεξάρχουσα περίπτωση ο
Περάκης με τις ταινίες του, πιστός στο είδος της σάτιρας σε όλη τη διαδρομή του.
«Δεν προσανατολίστηκα σε ένα είδος ελληνικής κωμωδίας. Εγώ ο ίδιος δεν θα 'θελα
να περιορίσω τον εαυτό μου... περιγράφει ο Περάκης σε παλαιότερη συνέντευξη του
(Ελληνικός Κινηματογράφος», εκδόσεις Κοχλίας).
Το "Λούφα και
παραλλαγή" είναι μια πολύ ρεαλιστική ταινία, και γελάς ή με τα χάλια μας ή
όσο γελούσες και τότε, στον Στρατό, με τη σοβαροφάνεια του. Και στην αναφορά
συχνά γελούσαμε και κινδυνεύαμε να φάμε δέκα μέρες φυλακή γι' αυτό. Δεν
σταματούσαμε όμως να γελάμε, γιατί και στον Στρατό το γέλιο είναι μια φυσική
αντίδραση στην καταπίεση. Λες ότι από κάπου πρέπει να προέρχονται οι καταβολές,
διευκρινίζει ο ίδιος.
ΤΑ
ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ
Ο Περάκης συνοψίζει σε
λίγες λέξεις τα συστατικά του κωμικού είδους που στον εγχώριο κινηματογράφο
έχει συνδεθεί με το λαϊκό σινεμά, το επιθεωρησιακό νούμερο και την επίθεση στο
πολιτικοκοινωνικό σύστημα διά του σαρκασμού και της παρωδίας.
Από την άλλη, ο Τσιώλης
όρισε με το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» μια σάτιρα πρωτόλεια, δηκτική, όπου
τρεις μπατζανάκηδες, οι Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Μπουλάς και Αργύρης
Μπακιρτζής, αποτελούν το ανάγλυφο πορτρέτο του νεοέλληνα μικροαστού μεταξύ δύο
πόλων και ενός νεοαποκτηθέντος λαϊφστάιλ στον αστερισμό του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ,
στην παράδοση των μεγάλων κωμικών του ελληνικού κινηματογράφου.
Στην ελληνική κωμωδία η
επιρροή του Καραγκιόζη είναι καταλυτική. Συνεχιστής της παράδοσης του λαϊκού
θεάτρου σκιών σαν ένα είδος εξωφρενικής ταχύτητας παλιάτσου, ανάμεσα στον Σαρλό
και τον Καραγκιόζη, ο Θανάσης Βέγγος άφησε το στίγμα του με επιθετικές σάτιρες,
πολιτικές, αντιφασιστικές και αντιπολεμικές («Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;»,
«Ο Θανάσης και το καταραμένο φίδι», «Δικτάτωρ καλεί... Θανάση», «Διακοπές στο
Βιετνάμ», «Το μεγάλο κανόνι»), αλλά και κοινωνικές-κινηματογραφόφιλες
(«Βοήθεια! Ο Βέγγος - Φανερός Πράκτωρ 000», «Δόκτωρ Ζι-Βέγγος», «Θου-Βου
Φαλακρός Πράκτωρ - Επιχείρησις: Γης Μαδιάμ»). Στο «Από πού πάνε για τη χαβούζα»
(1978) ο Βέγγος έδεσε με την αριστερή ιδεολογία του Θόδωρου Μαραγκού ως
μεροκαματιάρης που έρχεται αντιμέτωπος με το διεφθαρμένο μπουρζουά σύστημα,
στάση που ο Μαραγκός εξελίσσει στο «Μάθε παιδί μου γράμματα» (1981), συνδέοντας
την άνοδο του σοσιαλισμού με την ανάγκη εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης σε μια
σάτιρα του αγκυλωμένου κρατικού κατεστημένου.
Η πολιτική σάτιρα,
κοινωνικού προφίλ, έδωσε μεγάλες επιτυχίες στον ελληνικό κινηματογράφο: Από το
«Ο Θανασάκης πολιτευόμενος» (1953) έως το «Τζένη Τζένη» (1966), απ' όπου και η
αλησμόνητη ατάκα «Γκόρτσος, Γκόρτσος...». Κατηγορία από μόνο του το «Υπάρχει
και φιλότιμο» (1965) του Αλέκου Σακελλάριου, σοκάρει με τη διαχρονική ταύτιση
που προσφέρει στον Ελληνα ψηφοφόρο αποτυπώνοντας τα προβλήματα ενός πελατειακού
πολιτικού συστήματος.
ΠΑΡΟΔΙΕΣ
Η κωμωδία στη
Μεταπολίτευση στράφηκε στην επιθεώρηση συρράφοντας γκαγκς και σκετς. Τρανταχτό
παράδειγμα ο Χάρρυ Κλυνν και ο Γιάννης Κακουλίδης που διακωμώδησαν την Ελλάδα
της Αλλαγής σε ένα εξωφρενικό πακετάρισμα σκετς στο «Αλαλούμ», μεγάλη εμπορική
επιτυχία της εποχής. Η λαϊκότητα και η κωμική ματιά του εμπορικού
κινηματογράφου πήραν τελείως διαφορετική διάσταση στα χέρια του Νίκου Ζερβού, ο
οποίος ξεφεύγοντας από τα όρια της σάτιρας και εισχωρώντας στα χωράφια του
γκροτέσκο και του «καλτ» έφτιαξε παρωδίες τύπου «Ο δράκουλας των Εξαρχείων», με
τον Τζίμη Πανούση και τις Μουσικές Ταξιαρχίες σε ρεσιτάλ... αυτοπαρωδικού
τρόμου. Πιο βαθιά στα χωράφια της επιθεώρησης, οι Μιχάλης Ρέππας και Θανάσης
Παπαθανασίου κατέθεσαν με το «Safe Sex» (1999) ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά
κινηματογραφικά σουξέ του εγχώριου σινεμά, και μαζί μια πολυπρόσωπη και άγρια
σάτιρα των νεοελληνικών ερωτικών ηθών και σεξουαλικών εμμονών, καθώς και των
κατεστημένων μέσων ενημέρωσης. Το επανέλαβαν δύο φορές («Το κλάμα βγήκε από τον
παράδεισο», «Αυστηρώς κατάλληλο»).
Για την εξακρίβωση των
συσχετισμών και των αναφορών της σάτιρας στο ελληνικό σινεμά πάντα πρέπει να
έχουμε στον νου μας πως ο Καραγκιόζης (προπομπός της έλευσης του κινηματογράφου
στην Ελλάδα) και η λαϊκή κουλτούρα επηρέασαν τη διαμόρφωση της σάτιρας συχνά με
τον πιο βροντερό λόγο.
ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου