Το
αμυντικό πρόβλημα της Ελλάδος απαιτεί ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων με τη
Ρωσία
Γράφει ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Η επίσκεψη Πούτιν
επανέφερε στο προσκήνιο το θέμα των σχέσεων της Ελλάδος με τη Ρωσία. Ποιες
σχέσεις μπορεί και πρέπει να έχει η Ελλάδα με μια μεγάλη φιλική και ομόδοξη
χώρα, με την οποία δεν έχει προβλήματα, αλλά έχουν μ’ αυτήν γεωπολιτικό
ανταγωνισμό οι σύμμαχοί της στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Το πρόβλημα δεν είναι νέο.
Έχει μεγάλη προϊστορία και συνδέεται με την κρίσιμη γεωπολιτική θέση που
κατέχει η Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια και τους ανταγωνισμούς
των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι όροι του ανταγωνισμού άλλαξαν μετά τη διάλυση της
Σοβιετικής Ενώσεως και τις εξελίξεις στην τεχνολογία των πυραυλικών όπλων.
Παραμένει όμως ο βασικός γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ των ΗΠΑ και της
Ρωσίας. Με τις πρώτες συντάσσονται και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι. Η Ελλάδα δεν έχει
κανέναν λόγο και κανένα συμφέρον να συμμερίζεται τον ανταγωνισμό αυτό, που τη
θέτει σε δύσκολη θέση και σε ανοικτή αντίφαση με ζωτικότατα συμφέροντά της.
Καλείται αφενός να είναι αλληλέγγυη με το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου συμμετέχει
ως πλήρες μέλος, και αφετέρου να προασπίσει την εθνική της ασφάλεια από μια
χώρα-μέλος, επίσης του ΝΑΤΟ, και υποψήφια για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την
Τουρκία.
Το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή
Ένωση, παρά τις διακηρύξεις αρχών, δεν καλύπτουν ουσιαστικά την Ελλάδα στο
κρίσιμο θέμα της εθνικής ασφάλειας έναντι της Τουρκίας. Το πρόβλημα
επιδεινώνεται σήμερα από την οικονομική αποδυνάμωση της Ελλάδος και από τους
μεγάλους εξοπλισμούς, στους οποίους επιδίδεται η Άγκυρα, στο πλαίσιο των
μεγαλεπήβολων φιλοδοξιών της για επανάκτηση θέσεως περιφερειακής δυνάμεως,
αντάξιας του Οθωμανικού παρελθόντος της.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη τον
Ρωσικό παράγοντα για τη στρατηγική εξισορρόπηση των Τουρκικών πιέσεων και
διεκδικήσεων. Τον έχει ανάγκη επίσης για λόγους στρατηγικού οικονομικού
συμφέροντος. Η Ρωσία είναι μια μεγάλη και κοντινή σχετικά αγορά, με την οποία η
Ελλάδα μπορεί να αναπτύξει αμοιβαίως επωφελείς οικονομικές σχέσεις.
Η κατάρρευση της
Σοβιετικής Ενώσεως και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έδωσαν για μια στιγμή την
ελπίδα ότι θα άλλαζε ριζικά το μεταψυχροπολεμικό τοπίο και ότι η συνεργασία της
Ευρώπης με τη Ρωσία θα έμπαινε πάνω σε μια νέα βάση. Η παλινόρθωση όμως της
Ρωσικής ισχύος από τον Βλαντιμίρ Πούτιν, μετά τη ζοφώδη περίοδο Γιέλτσιν,
συνοδεύθηκε και από την επάνοδο των παλαιών γεωπολιτικών ανταγωνισμών.
Οι ΗΠΑ βλέπουν με
δυσπιστία και εχθρότητα την ανάπτυξη στρατηγικής οικονομικής συνεργασίας μεταξύ
Ευρώπης και Ρωσίας, γιατί φοβούνται ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε γεωπολιτική
αυτονόμηση της Ευρώπης και σε χαλάρωση της Ατλαντικής συζεύξεως μεταξύ ΗΠΑ και
Ευρώπης. Αντιμάχονται για τον λόγο αυτό την ανάπτυξη της στρατηγικής
οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας, προβάλλοντας λόγους
ασφαλείας στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας, για την οποία
προβάλλεται ως κοινός φορέας το ΝΑΤΟ. Το τελευταίο, αντί να διαλυθεί μετά
επαίνων, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, διατηρήθηκε και δόθηκε σ’ αυτό ένας
νέος ρόλος, ως ο αμυντικός πυλώνας των λεγομένων Ατλαντικών θεσμών, ο πολιτικός
των οποίων είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ως επιστέγασμα της
στρατηγικής αυτής συζεύξεως μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, προωθείται η εγκαθίδρυση
Διατλαντικής Ζώνης Ελευθέρου Εμπορίου και Επενδύσεων. Η τελευταία υπολαμβάνεται
και ως ένα μεγάλο βήμα για την προώθηση της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, η οποία
συμπληρώνεται με παρόμοιες συμφωνίες στη Βόρεια Αμερική και τη ΝΑ Ασία.
Η αναβίωση του
γεωπολιτικού ανταγωνισμού με τη Ρωσία επανέφερε τις ψυχροπολεμικές εντάσεις
στην Ευρώπη. Επίκεντρο σήμερα των εντάσεων αυτών είναι η Ουκρανία, η οποία
εκφράζει από τη θέση της τη γεωπολιτική διελκυστίνδα που βρίσκεται σε εξέλιξη
μεταξύ ΗΠΑ - Ευρώπης και Ρωσίας. Η άνοδος των ψυχροπολεμικών εντάσεων στην
Ευρώπη αντιμάχεται τα Ελληνικά συμφέροντα και αποπροσανατολίζει από τα μεγάλα
προβλήματα του κόσμου, που είναι η υποανάπτυξη, η φτώχεια και η ανασφάλεια.
Η Ευρώπη δεν κινδυνεύει
σήμερα από κάποια μυθική Ρωσική εισβολή. Κινδυνεύει από την ανεξέλεγκτη εισβολή
εξαθλιωμένων μαζών από τον Νότο. Κινδυνεύει επίσης από τη ριζοσπαστική αφύπνιση
του Ισλάμ, που υπενθυμίζει, με τις φρικαλεότητες που διαπράττει στη Συρία και
στο Ιράκ, ότι η αφύπνιση αυτή, εάν δεν ελεγχθεί εγκαίρως, μπορεί να οδηγήσει σε
πολύ μεγάλα προβλήματα με τον Μουσουλμανικό κόσμο.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η
Ελλάδα καλείται να διαπλεύσει, με μεγάλη σύνεση αλλά και με τόλμη και
αποφασιστικότητα, επικίνδυνες Συμπληγάδες. Η Ελλάδα πρέπει να διασφαλίσει, με
κάθε τρόπο, μια επαρκή αποτροπή για να προασπίσει την εθνική της ασφάλεια και
ακεραιότητα. Η αναγκαιότητα αυτή επιτάσσει και αναβάθμιση των σχέσεων με τη
Ρωσία.
Οι ενστάσεις των Συμμάχων
της είναι κατανοητές, αλλά η ευθύνη της κατοχυρώσεως της εθνικής ασφάλειας,
όταν η απειλή είναι απροκάλυπτη, είναι πολύ βαριά για να επιτρέψει υποτακτική
παθητικότητα, αδράνεια και έκθεση της χώρας σε κίνδυνο.
Η Ελλάδα πρέπει να πάρει
πρωτοβουλίες για την άμεση ενίσχυση του αμυντικού της δυναμικού και της
αποτρεπτικής της ισχύος, με πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, που δεν θα
αποκλείει μια μεγάλη φιλική προς την Ελλάδα δύναμη, τη Ρωσία. Η πολιτική αυτή
συμβιβάζεται με τη συμμετοχή της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
εφόσον οι συμμαχίες αυτές δεν καλύπτουν την Ελλάδα έναντι του εκ της Τουρκίας
κινδύνου.
Η Ελλάδα έχει επίσης κάθε
συμφέρον να πρωτοστατεί στην Ευρώπη υπέρ της χαλαρώσεως των εντάσεων, την άρση των
οικονομικών κυρώσεων και την επάνοδο σε σχέσεις οικονομικής συνεργασίας και
ειρήνης. Έχει επίσης κάθε συμφέρον να προωθήσει τις οικονομικές της σχέσεις με
τη Ρωσία, εκμεταλλευόμενη τις σημερινές ευνοϊκές συνθήκες, που δημιούργησε η
ρήξη στις σχέσεις Ρωσίας και Τουρκίας.
Η πρόσφατη επίσκεψη Πούτιν
είχε περιορισμένες προσδοκίες και περιορισμένα αποτελέσματα, λόγω της γνωστής
πολύ επιφυλακτικής στάσεως της Ελληνικής πλευράς, που αισθάνεται την πίεση και
τον εκβιασμό των δανειστών και την έντονη αντίθεση των ΗΠΑ. Έδειξε όμως η
επίσκεψη αυτή τις δυνατότητες και τις προοπτικές που υπάρχουν. Το αμεσότερο και
κρισιμότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελληνική πλευρά είναι το θέμα της
εθνικής ασφάλειας έναντι της Τουρκίας.
Η παρουσία στην κορυφή της
εξουσίας, με πολύ ενισχυμένες αρμοδιότητες, του Ταγίπ Ερντογάν είναι ένας
παράγων επιπλέον για άμεση κινητοποίηση της Ελληνικής πλευράς για εξεύρεση
πρακτικών και άμεσων λύσεων στο πρόβλημα. Μπορεί σε κάθε στιγμή να προκύψει
κρίση με την Άγκυρα και δεν αποτελεί ανακούφιση ο υπολογισμός ότι θα παρέμβουν
οι Σύμμαχοι για να οριοθετήσουν την κρίση και να ελέγξουν την κλιμάκωσή της. Η
Άγκυρα εντάσσει τον υπολογισμό αυτό στη στρατηγική της για να σύρει σε
διαπραγματεύσεις την Ελλάδα επί του συνόλου των διεκδικήσεών της. Η Ελλάδα
πρέπει να έχει την αποτρεπτική δύναμη και την ισχύ για να αποκρούσει
οποιαδήποτε απόπειρα στρατηγικού εκβιασμού, από θέση ισχύος, και δημιουργίας
τετελεσμένων γεγονότων.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου