Άλμα
μαζί με την κοινωνία και όχι άλμα στο κενό
Του
ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΓΚΙΒΑΛΟΥ
Αναπληρωτή
καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης
του
Πανεπιστημίου Αθηνών
Οι διαπραγματεύσεις
τελείωσαν, η αξιολόγηση ολοκληρώθηκε –και πήραμε μάλιστα και καλό βαθμό- η δόση
των 7,5 δισ. ευρώ θα εκταμιευθεί εντός του Ιουνίου. Όμως, πίσω από τη θετική
αυτή εξέλιξη, που απομειώνει, έστω και για διάστημα ολίγων μηνών, την ασφυκτική
πίεση και τους κάθε είδους εκβιασμούς των δανειστών, υπάρχει η σκληρή
πραγματικότητα, που πρέπει να την αντιμετωπίσει η κυβέρνηση άμεσα.
Υπάρχει ένα κρίσιμο,
θεμελιώδους σημασίας, ερώτημα: Μπορεί, άραγε, η κυβέρνηση, τόσο με τον νέο
αναπτυξιακό νόμο, με την αξιοποίηση του ΕΣΠΑ και των άλλων ευρωπαϊκών
προγραμμάτων αλλά και επιπρόσθετα με κάθε είδους πόρους που μπορεί να συλλέξει
από τη μεγάλη φοροδιαφυγή και το λαθρεμπόριο, να δώσει ώθηση στην
οικονομικοπαραγωγική δραστηριότητα και να ξεπεράσει, έστω και με δειλά βήματα,
τις καταστροφικές επιπτώσεις που δημιούργησαν τα μνημονιακά προγράμματα στην
οικονομία και την κοινωνία; Ποιο μπορεί να είναι το εύρος, η δυναμική μιας
τέτοιας προσπάθειας;
Η απάντηση αυτή προφανώς
θα δοθεί το επόμενο χρονικό διάστημα. Όμως,
ο χρόνος είναι αδυσώπητος, γιατί η κοινωνία βρίσκεται πια στα όριά της, έχοντας
να αντιμετωπίσει νέα σκληρά φορολογικά μέτρα, ενώ τα εισοδήματα όχι μόνο δεν
αυξάνονται, αλλά συνεχώς ακρωτηριάζονται.
Η
φοροδοτική ικανότητα των πολιτών έχει προ πολλού εξαντληθεί. Εάν αναλογιστούμε
ότι το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών έχει ανέλθει στα 88 δισ. ευρώ περίπου και
ότι αυτό το ποσό αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς (το πρώτο
τετράμηνο οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές ξεπέρασαν τα 4,3 δισ. ευρώ), τότε
βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα επικίνδυνο αδιέξοδο. Εάν σ’ αυτήν την οδυνηρή
πραγματικότητα προσθέσουμε το γεγονός ότι από
τις 18 Μαΐου από την ανεξάρτητη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων
δρομολογήθηκαν διαδικασίες για μαζικές κατασχέσεις μισθών και συντάξεων
(για κάποιες από αυτές, μάλιστα, χωρίς προειδοποίηση) που μπορεί να ανέλθουν σε
10.000 ημερησίως, τότε βρισκόμαστε μπροστά στο πιθανό ενδεχόμενο της αποτυχίας
των στόχων του προϋπολογισμού, με όλες τις γνωστές συνέπειες.
Απάντηση
στο τώρα για να υπάρξει προοπτική
Πολύ σωστά η κυβέρνηση
επιδιώκει να ξεφύγει, να υπερβεί τη μνημονιακή ατζέντα. Γιατί τα μνημονιακά
προγράμματα όχι μόνο δεσμεύουν και αποδιοργανώνουν τις κυβερνήσεις που τα
διαχειρίζονται, αλλά αφήνουν ολόκληρες σφαίρες, ολόκληρες περιοχές της
παραγωγικής και κοινωνικής δραστηριότητας ανενεργές, εκτός της πολιτικής
παρέμβασης.
Όμως, κανένα άλμα προς το μέλλον, καμιά φυγή προς τα εμπρός δεν μπορεί να
ευοδωθεί, εάν δεν αντιμετωπιστεί το οδυνηρό παρόν, εάν η κυβέρνηση δεν μπορέσει
να αντιμετωπίσει εδώ και τώρα τα κρίσιμα προβλήματα, που αφορούν την επιβίωση
και την προοπτική της ελληνικής κοινωνίας.
Γιατί αντίπαλος του Αλ.
Τσίπρα και της κυβέρνησης δεν είναι ο Κυρ. Μητσοτάκης και η ΝΔ, ούτε τα
μνημονιακά παρακολουθήματά τους, το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι, η Ένωση Κεντρώων. Αντίπαλός τους είναι η απογοήτευση, η
αποστασιοποίηση, η παραίτηση των πολιτών. Είναι η, επικινδύνως, παγιωμένη
αντίληψη και πεποίθηση ότι κανένας δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τους δανειστές,
τίποτα δεν γίνεται. Αυτή, ακριβώς, η αντίληψη μετατρέπεται σε πολιτική
πεποίθηση, σε πολιτική στάση, που αποδυναμώνει σημαντικά την κοινωνική
νομιμοποίηση της κυβέρνησης. Η μνημονιακή «σιδερένια φτέρνα» μονιμοποιείται
πάνω στη χώρα και στην κοινωνία και η διέξοδος ολοένα και απομακρύνεται. Αυτό
είναι το μείζον πρόβλημα για την κυβέρνηση.
Γι’ αυτό και οι σημαντικές
θεσμικές - πολιτικές πρωτοβουλίες που ανέλαβε η κυβέρνηση, προωθώντας τον
διάλογο για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και για την αλλαγή του εκλογικού
νόμου, θα αποκτήσουν το ουσιαστικό τους νόημα μόνον εάν συνδεθούν με
αποτελεσματικές παρεμβάσεις στα κρίσιμα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της
καθημερινής ζωής.
Δεν
μπορεί να πετύχει η αλλαγή της πολιτικής ατζέντας, εάν δεν επιτευχθεί βελτίωση
της καθημερινής ατζέντας επιβίωσης των πολιτών.
Σύνταγμα
της Δημοκρατίας ή της αγοράς;
Ο
διάλογος για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις άρχισε με τον γνωστό λανθασμένο
τρόπο: Κεντρικό διακύβευμα αναγορεύθηκε ο τρόπος εκλογής του Προέδρου της
Δημοκρατίας και όχι οι αναγκαίες, μείζονος σημασίας, αλλαγές για την αυτονομία
του πολιτικού συστήματος, την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών, την
αποτροπή της διείσδυσης των οικονομικών συμφερόντων και κατ’ ακολουθίαν της
χειραγώγησης των δημοκρατικών θεσμών από τις νεοφιλελεύθερες στρατηγικές.
Γιατί, δυστυχώς, αυτό που
ενδιαφέρει ένα σημαντικό τμήμα του πολιτικού προσωπικού της χώρας είναι η
ανακατανομή εξουσιών μεταξύ των κορυφαίων θεσμών, δηλαδή της Προεδρίας της
Δημοκρατίας και της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας και όχι τα
τελούντα υπό διακινδύνευση και προσβολή περιεχόμενα της Δημοκρατίας.
Εδώ
και χρόνια επιχειρείται από την κυρίαρχη γερμανική ελίτ και τους πρόθυμούς της
να επιβληθεί σε εθνικό επίπεδο ένας τύπος «Συντάγματος της αγοράς», που θα
θεσμοποιεί και θα νομιμοποιεί τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τις
παραεξουσίες του μνημονιακού κράτους-ανάγκης.
Την
αντίληψη αυτή έχει υιοθετήσει ένα τμήμα της συντηρητικής παράταξης και των
φορέων και πολιτικών προσώπων που υπηρέτησαν και εσωτερίκευσαν τη λογική των
Μνημονίων καθώς και ορισμένοι διανοούμενοι και συνταγματολόγοι που αναγορεύουν
ως ύπατη συντακτική πράξη την ελευθερία του οικονομικού πράττειν, όπως εδίδαξαν
οι πρωθιερείς της νεοφιλελεύθερης αντίληψης F. A. Hayek και R. Nozick.
Ήδη
είδαν το φως της δημοσιότητας παρόμοιες προσεγγίσεις, στη θεματική των οποίων
περιλαμβάνονται οι θεμελιώδεις, νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα, αντιλήψεις, όπως η
υποβάθμιση των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων (που θεωρούνται
πλέον ξεπερασμένα και παλαιομοδίτικα) και η υπαγωγή τους στην αδήριτη
προτεραιότητα της ελευθερίας της αγοράς.
Γι’
αυτό και οι όποιες κρίσιμες συνταγματικές αλλαγές θα πρέπει να επικεντρωθούν
στην αποτροπή διείσδυσης και κατοχύρωσης των νεοφιλελεύθερων στρατηγικών στο
Σύνταγμα. Αντίθετα, μείζονα δημοκρατικό-εθνικό και πολιτικό στόχο θα πρέπει να
αποτελούν η αυτονομία της πολιτικής από τα οικονομικά συμφέροντα και η
κατοχύρωση και διεύρυνση των δικαιωμάτων των πολιτών, με κρίσιμη παράμετρο την
κατοχύρωση του κοινωνικού ελέγχου και της πολιτικής συμμετοχής και παρέμβασης
της κοινωνίας στις κρίσιμες αποφάσεις.
Όσο για τον τρόπο εκλογής
Προέδρων της Δημοκρατίας, η απευθείας εκλογή από τον λαό παρουσιάζει σημαντικά
προβλήματα. Γιατί στην περίπτωση αυτή (όπου μάλιστα οι αρμοδιότητες του ΠτΔ θα
είναι σοβαρά ενισχυμένες) εμφανίζεται ο κίνδυνος σύγκρουσης δύο εξουσιών που θα
αντλούν τη νομιμοποίησή τους από το ίδιο πολιτικό - εκλογικό σώμα. Ο Πρόεδρος
της Δημοκρατίας και ο πρωθυπουργός (που θα διαθέτει την κοινοβουλευτική
πλειοψηφία από τη λαϊκή ψήφο) εμφανίζονται ως δύο πολιτικά και κοινωνικά
ισότιμες εξουσίες. Οπότε, σε μια περίοδο κρίσης, η σύγκρουση και η αντιπαράθεση
μεταξύ τους μπορεί να αποβεί καταστροφική. Απαιτείται, συνεπώς, μεγαλύτερη
σύνεση και πρόνοια σε τόσο κρίσιμα ζητήματα και ενδεχόμενα και όχι εύκολες και
επιπόλαιες προσεγγίσεις.
Όσο για τον εκλογικό νόμο,
ασφαλώς μια αλλαγή που θα προσεγγίζει περισσότερο προς την απλή αναλογική θα
αποκαταστήσει την ισοτιμία της ψήφου των πολιτών στα κόμματα της προτίμησής
τους. Με κανέναν, όμως, τρόπο δεν θα πρέπει να οδηγήσει στη διάλυση και στην
κατασκευή κυβερνήσεων που θα αποτελούν συνάθροιση ετερογενών αντιλήψεων και
συμφερόντων. Γιατί τέτοιου είδους κυβερνήσεις θα οδηγήσουν σε πλήρη χειραγώγηση
του πολιτικού συστήματος από τη δομή της πατρωνίας που έχει επιβληθεί στη χώρα
μας και από το σύστημα της διαπλοκής, που θα γιορτάσει την παλινόρθωσή του.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου