Μ.
ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
23
ΙΟΥΝΙΟΥ 1908
ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ
Ο Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1960
πέθανε από καρδιακή προσβολή ο Μ. Καραγάτσης, ο συγγραφέας του Συνταγματάρχη
Λιάπκιν, του Γιουγκερμαν, του Κίτρινου φακέλου, της Μεγάλης Χίμαιρας και άλλων
βιβλίων. Ο Καραγάτσης, ένας από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες συγγραφείς, ο
μέγιστος ίσως της λεγόμενης «γενιάς του '30», άφησε ένα εντυπωσιακό σε ποσότητα
έργο: μυθιστορήματα, διηγήματα (αρκετά απ' αυτά μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο
και στην τηλεόραση), θεατρικά έργα και μια Ιστορία των Ελλήνων.
Ο Δημήτρης Ροδόπουλος, όπως
ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου του 1908 στην Αθήνα. Ο
πατέρας του Γεώργιος καταγόταν από ιστορική οικογένεια γαιοκτημόνων της Πάτρας.
Ο προπάππος του Δημήτριος (ή Μήτσος) Ροδόπουλος κρατήθηκε ως όμηρος από τους
Τούρκους στην Τρίπολη το 1821 και για να σώσει τη ζωή του αλλαξοπίστησε.
Σύντομα όμως επέστρεψε στους κόλπους της χριστιανικής θρησκείας. Μετά την
προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, ο Γεώργιος Ροδόπουλος
εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, όπου άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα, ασχολούμενος
παράλληλα με την πολιτική. Εκλέχθηκε βουλευτής το 1899 και το 1913, έγινε
διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας και διοικητής της Τράπεζας Κρήτης και εκλέχθηκε
πάλι βουλευτής το 1923, το 1926 και το 1928. Παντρεύτηκε την Ανθή Μουλούλη,
κόρη προύχοντα του Τυρνάβου κι απέκτησε πέντε παιδιά.
Ο πατέρας Ροδόπουλος
φιλοδοξούσε ν' ακολουθήσει ο Δημήτρης πολιτική σταδιοδρομία, όπως έκανε ο
μεγαλύτερος γιος Κωνσταντίνος (Τάκης), ο οποίος πολιτεύθηκε με τη συντηρητική
παράταξη, διατέλεσε πρόεδρος της Βουλής την περίοδο 1953-1963 και αποκλήθηκε
«μοχλός», επειδή υπήρξε σημαντικός παράγων της πολιτικής ζωής.
Ο νεαρός Δημήτρης
αδιαφόρησε αρχικά για την πολιτική. Μόνο στην ωριμότητα του, κι ενώ ήταν ήδη
φτασμένος λογοτέχνης, αποφάσισε ν' ασχοληθεί με τα κοινά βάζοντας υποψηφιότητα
στην Αθήνα με το Κόμμα των Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη. Στις εκλογές του
1956 και 1958 πήρε 135 και 798 σταυρούς αντίστοιχα και μετά την αποτυχία του
διεκήρυττε ότι η πολιτική δεν ήταν στο κλίμα του ούτε στις προθέσεις του.
Έζησε τα παιδικά του
χρόνια στη Λάρισα, κάτι που σημάδεψε τη ζωή του, αφού επηρεασμένος από τον
θεσσαλικό κάμπο και τα βουνά, μετέφερε το τοπίο αργότερα στα βιβλία του. Γράφει
για παράδειγμα στον Συνταγματάρχη Λιάπκιν: «Ολόγυρα, ο κάμπος είναι γυμνός από
δέντρα. Το χειμώνα βαθύχρωμος, αρμονικά χτενισμένος από τ' αλέτρι. Την άνοιξη,
το καστανό χώμα πρασινίζει. Το καλοκαίρι, πριν θεριστούν, τα στάχυα κυματίζουν
ως πέρα - θάλασσα χρυσοπράσινη. Μα μετά το θέρο είναι η απελπισία. Ο
θερμόχνωτος Λίβας κατακαίει το κάθε βλαστερό κι οι κάργιες καταπίνουν τα στερνά
βατράχια που απόμειναν στα βουρκωμένα χαντάκια».
Τελείωσε τις γυμνασιακές
του σπουδές στη Θεσσαλονίκη, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της
Γκρενόμπλ και το 1926 συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Εκεί, μαζί με άλλους φοιτητές, ίδρυσε τον Σύλλογο Νομικών Πανεπιστημιακών
Διαλέξεων κατ' εικόνα των αριστοκρατικών κλαμπ του Λονδίνου, με στόχο να
ξεχωρίσουν από τους συναδέλφους τους. Γι' αυτό ονομαστήκαν ειρωνικά Διαπρεπείς,
κάτι που προκάλεσε ανάλογα καυστικά δημοσιεύματα στην εφημερίδα Εστία. Το ένα
γράφτηκε από τον Παύλο Νιρβάνα.
Το 1927 έλαβε μέρος στον
Α' Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Νέας Εστίας με το διήγημα Κυρία Νίτσα. Η ηρωίδα
του διηγήματος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Επρόκειτο για τη νεαρή δασκάλα του στο
δημοτικό σχολείο, την πρώτη γυναίκα που ερωτεύτηκε. «Η πρώτη μου αγάπη την
εποχή που την αγάπησα δεν ήταν παρά είκοσι χρόνων. Εγώ ήμουν εφτά...», γράφει ο
ίδιος.
Στον διαγωνισμό με κριτική
επιτροπή τους Κ. Παλαμά, Δ. Καμπούρογλου, Σ. Μενάρδο, Γ. Ξενόπουλο και Άλκη
Θρύλο (Ελένη Ουράνη) του απονεμήθηκε ο Γ' έπαινος. Επίσης βραβεύτηκαν και οι
εξής: Α' βραβείο ο Αλέξ. Βεϊνόγλου, Β' ο Μελής Νικολαΐδης, Γ' ο Ηλίας Μέλος
(Βενέζης), Α' έπαινο ο Χρ. Καλατζής και Β' ο Γ. Θέμελης. Το 1929 η Κυρία Νίτσα
μαζί με τα υπόλοιπα βραβευμένα και επαινεμένα διηγήματα του διαγωνισμού βγήκε
σε βιβλίο από τον εκδοτικό οίκο Κολλάρου με τίτλο Οι θεότητες του Κοτύλου -
όπως λεγόταν εκείνο που πήρε το Α' βραβείο.
Στην εισήγηση του Άλκη
Θρύλου για το διήγημα του αναφέρεται ότι «παρουσιάζει τέχνη, αρτιότητα και
πρωτοτυπία», ενώ ο Γ. Ξενόπουλος γράφει ότι είναι «ένα αληθινά χαριτωμένο διηγηματάκι.
Ο συγγραφέας φαίνεται διαβασμένος, έχει πολύ γούστο και προπάντων χιούμορ. Το
χιούμορ εκείνο που είναι μια ειρωνική φιλοσοφική διάθεση (...) το διήγημα είναι
πολιτισμένο. Μεγάλο όχι, αλλά λεπτό, αβρό, στιλπνό, κομψό, γελαστό, έξυπνο. Το
διάβασμα του αφήνει ύστερα μια γλυκιά μελαγχολία».
Ο συγγραφέας σε νεανική φωτογραφία
με συμφοιτητές του.
Στο άκρο αριστερά ο Π. Ζέππος.
Για να μη δημιουργήσει
προβλήματα στον αυστηρό πατέρα του, ο νεαρός Ροδόπουλος εμφανίζεται στα
Γράμματα ως Μ. Καραγάτσης, ψευδώνυμο με το οποίο καθιερώθηκε και το οποίο
αργότερα νομιμοποίησε με αίτηση του στη Νομαρχία. Καραγάτσι στη Θεσσαλία
ονομάζεται η φτελιά, ένα βουνίσιο δέντρο στο οποίο ο νεαρός Δημήτρης συνήθιζε
να σκαρφαλώνει. Το Μ. δεν σημαίνει Μίμης αλλά Μίτια, έτσι τον φώναζαν
χαϊδευτικά οι φίλοι του. Πρόκειται για το ρωσικό υποκοριστικό του Δημήτρη,
παρμένο από το μυθιστόρημα του Φεντόρ Ντοστογιέφσκι Αδελφοί Καραμαζώφ.
Ο πατέρας Ροδόπουλος, που
είχε διαφορετικές φιλοδοξίες για τον γιο του, όταν έμαθε ότι θα γράφει
λογοτεχνικά έργα του απαγόρευσε να χρησιμοποιεί το όνομα του με τη φράση: «Το
όνομα που σου έδωσα είναι ακηλίδωτο και σου απαγορεύω να το κηλιδώσεις»! Όταν
όμως κυκλοφόρησε ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν με μεγάλη επιτυχία, που έκανε διάσημο
τον νεαρό συγγραφέα, ο πατέρας κάλεσε τον γιο στο γραφείο του και είπε:
«Κηλιδωμένο όνομα σου έδωσα και πήρες ψευδώνυμο;».
Η έκδοση του Λιάπκιν το
1933 εκτόξευσε τον Καραγάτση στην κορυφή. Οι τολμηρές για την εποχή ερωτικές
περιγραφές σκανδάλισαν την πουριτανική κοινωνία και ο συγγραφέας του θεωρήθηκε
ως ο πρώτος και κυριότερος εκπρόσωπος μιας ρεαλιστικής λογοτεχνίας, η οποία
ξέφευγε από την ηθογραφική παράδοση που επί πολλά χρόνια δυνάστευε τα ελληνικά
γράμματα. Το μυθιστόρημα στηρίζεται στην ψυχολογική ανάλυση των ηρώων του, κάτι
που επιτεύχθηκε με τη βοήθεια των συγγραμμάτων του Σίγμουντ Φρόυντ.
Ο Λιάπκιν μαζί με τη
Χίμαιρα και τον Γιουγκερμαν αποτελούν τον κύκλο Εγκλιματισμός κάτω από τον
Φοίβο, με τον οποίο ο Καραγάτσης ήθελε να δείξει τις δυσκολίες που παρουσιάζει
ο εγκλιματισμός των ξένων, των ξεριζωμένων ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, στην
ελληνική γη με τα διαφορετικά ήθη και έθιμα και το μεσογειακό κλίμα. Ο κόμης
Νταβίντ Μπορίσιτς Λιάπκιν, συνταγματάρχης του τσαρικού στρατού, είναι Ρώσος
εμιγκρές ο οποίος, μετά την Επανάσταση του 1917 και τον εμφύλιο πόλεμο που
επακολούθησε, ήρθε στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στη Φιλιππούπολη, προάστιο της
Λάρισας, κάνοντας τον επιστάτη στον στάβλο της Γεωργικής Σχολής. Εκεί
παντρεύτηκε, ερωτεύθηκε, διασκέδασε και αφού σκότωσε έναν συμπατριώτη του, τον
πρίγκιπα Μαλίτζιν, επειδή φέρθηκε απρεπώς σε μια γυναίκα, αυτοκτόνησε πέφτοντας
στον Πηνειό.
Ο Λιάπκιν είναι υπαρκτό
πρόσωπο, τον γνώρισε ο Καραγάτσης σ' ένα καφενείο στον Άι-Λευτέρη στη Λάρισα.
Κόμης, κτηματίας, γεωπόνος, έφεδρος αξιωματικός στον στρατό του τσάρου, που
πολέμησε κατά των μπολσεβίκων, ήρθε στην Αθήνα με τα υπολείμματα του στρατού
τού στρατηγού Βράγκελ, έχοντας ως μοναδική του περιουσία μια βαλίτσα.
Ο Βασίλης Κάρλοβιτς
Γιουγκερμαν από το Τάμπερε της Φινλανδίας, εργοστασιάρχης υφασμάτων, τελείωσε
τη στρατιωτική σχολή της Πετρούπολης. Μετά τη νίκη των μπολσεβίκων κατηφόρισε
προς τον Νότο κι έφθασε στον Πειραιά. Από τοιχοκολλημένη αγγελία προσλήφθηκε σε
μια τράπεζα και στη συνέχεια, κατά τον Καραγάτση, έφθασε να γίνει διοικητής της
Τράπεζας Εμπορικών Παροχών. Επρόκειτο για έναν τυχοδιώκτη, ο οποίος χάρη στο
μυαλό και στη συνωμοτικότητά του κατάφερε να εξελιχθεί σ' έναν από τους
ισχυρότερους οικονομικούς παράγοντες της Ελλάδας. Αυτός ο αριβίστας, όμως,
ερωτεύτηκε μια φυματική κοπέλα, τη Βούλα, η οποία πεθαίνοντας τον έκανε να
συνειδητοποιήσει τη ματαιότητα της ζωής.
Η τρίτη ηρωίδα, που δεν
μπόρεσε να εγκλιματιστεί στην Ελλάδα, ήταν η Μαρίνα Μπαρέ, Γαλλίδα, από
ξεπεσμένη οικογένεια και μητέρα πόρνη, η οποία ερωτεύτηκε τον καπετάνιο Γιάννη
Ρεΐζη, ιδιοκτήτη του πλοίου Χίμαιρα, που την έφερε στην Ελλάδα, στη Σύρο και
την παντρεύτηκε. Η πλήξη, η μοναξιά και το ερωτικό πάθος για τον κουνιάδο της
οδήγησαν τη Μαρίνα στην αυτοκτονία, αφού ήδη έφερε την καταστροφή στην
οικογένεια της.
Σύμφωνα με τον Μ.Γ.
Μερακλή, ο Καραγάτσης είναι ίσως «ο πιο ερωτευμένος με την Ιστορία συγγραφέας
της γενιάς του '30». Η ιστορική του συνείδηση εκδηλώθηκε κυρίως μέσα από την
πεζογραφία του. Μετά τον κοινωνι-κό-ψυχολογικό-ερωτικό κύκλο των ξεριζωμένων,
στράφηκε προς τον ιστορικό χώρο, από εκεί άντλησε στοιχεία, πρόσωπα και
καταστάσεις που τα μετέφερε στα έργα του. Μελέτησε με πάθος την ιστορία της
Ελλάδας, αναζητώντας τα αίτια που δημιούργησαν τις διάφορες καταστάσεις και τα
γεγονότα. Κατά την άποψη του, όλοι οι δημιουργοί της Ιστορίας, οι ήρωες, οι
στρατηλάτες, οι κατακτητές, σπρώχνονται από κίνητρα ατομικιστικά και
συμφεροντολόγα, συνήθως είναι εγωιστές και νάρκισσοι.
Μετά, λοιπόν, από τον
κύκλο του «εγκλιματισμού» των ξεριζωμένων, ο συγγραφέας αρχίζει τον δεύτερο
κύκλο του με τίτλο Ο κόσμος που πεθαίνει, εξετάζοντας την ιστορική πορεία της
χώρας από τα προεπαναστατικά χρόνια έως τη δυναστεία του Όθωνα. Στα τρία
μυθιστορήματα του κύκλου, Ο Κοτζαμπάσης του Καστρόπυργου (1944), Αίμα χαμένο
και κερδισμένο (1947) και Τα στερνά του Μίχαλου (1949), επιχειρεί να ερμηνεύσει
με διαφορετικό τρόπο από τον συνηθισμένο την Επανάσταση του 1821 κι εκείνους
που συνέβαλαν στην επιτυχία της.
Κεντρικός ήρωας και στα
τρία είναι ο Μίχαλος Ρούσης. Αφού έγινε εξωμότης για να σώσει τη ζωή του, ο
Ρούσης με τη βοήθεια μιας Ελληνίδας σκλάβας των Τούρκων δραπέτευσε από την
Τριπολιτσά και μπήκε στο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη με το όνομα Ποτούλης
Μπλιούρας, πολέμησε γενναία και αφού αποκλήθηκε ήρωας, συγχωρέθηκε για την
προδοσία του. Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, εμφανίζεται ο Παπαφλέσσας, ο
οποίος κατά τον Αντρέα Καραντώνη «δεν είναι ένας Παπαφλέσσας για τα σχολεία και
για τα χειροκροτήματα των εορταστών της 25ης Μαρτίου, αλλά ένας βυρωνικός
τύπος, ένας υπερατομιστής που αποφασίζει να πεθάνει, που προκαλεί τον θάνατο
του από μια υπέρτατη πλήξη για τη ζωή».
«3
Θεριστή 1956» γράφει πίσω η φωτογραφία.
Ο Καραγάτσης με τη Νίκη σε κεντρική
πλατεία της Σιένας στην Ιταλία.
Το 1935 ο Μ. Καραγάτοης παντρεύτηκε τη ζωγράφο Νίκη Καρυστινάκη, απόφοιτο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, κόρη του Ανδριώτη καπετάνιου Λεωνίδα Καρυστινάκη. Για γαμήλιο ταξίδι διάλεξαν τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, σύμφωνα με τη Μαρίνα Καραγάτση, κι όχι τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη, όπως γράφει ο βιογράφος του και προσωπικός του φίλος, ο γιατρός Νίκος Τουτουντζάκης.
Το 1946 πέθανε η μητέρα
του, την οποία υπεραγαπούσε. Σ' αυτήν αφιέρωσε τον Μεγάλο ύπνο, ένα
αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με πάμπολλα στοιχεία από τη ζωή του και την ιστορία
της οικογένειας του. Το 1936 γεννήθηκε η κόρη του Μαρίνα (όνομα της ηρωίδας της
Μεγάλης Χίμαιρας), η οποία, αφού σπούδασε φιλολογία με ειδίκευση στην
αρχαιολογία, παντρεύτηκε τον Αμερικανό ζωγράφο Φίλιππο Τάρλοου κι απέκτησε ένα
γιο τον Δημήτρη.
Αν και ο Καραγάτσης ήταν
ένας επιτυχημένος συγγραφέας μυθιστορημάτων και διηγημάτων, ως θεατρικός
συγγραφέας δεν ευτύχησε. Το 1946 στο Θέατρο Αλίκης (σήμερα Μουσούρη) παίχτηκε
το έργο του Μπαρ Ελδοράδο με πρωταγωνίστρια τη Νανά Σκιαδά. Το 1948 ανέβηκε στο
Θέατρο Κοτοπούλη το έργο του Κάρμεν η Χιτάνα, διασκευή της Κάρμεν του Προσπέρ
Μεριμέ, με πρωταγωνίστρια πάλι τη Νανά Σκιαδά. Έγραψε κι άλλα θεατρικά έργα που
δεν παίχτηκαν ποτέ ούτε εκδόθηκαν. Ανάμεσα σ' αυτά το Βασιλομήτωρ με ηρωίδα την
αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Θεοφανώ, που το κυκλοφόρησε σε δακτυλογραφημένα
αντίτυπα και το μοίρασε στους φίλους του.
Είναι περίεργο που αυτός ο
«μεγάλος παραμυθάς», όπως τον αποκαλούσε ο Αιμίλιος Βεάκης, δεν κατάφερε ν'
αφήσει ένα άρτιο θεατρικό έργο, παρά το ότι τα περισσότερα από εκείνα που
έγραψε κρύβουν τον πυρήνα μιας γνήσιας επιτυχίας. Σύμφωνα με τον Ν.
Τουτουντζάκη, η περίπτωση του Καραγάτση στον θεατρικό τομέα δεν είναι μοναδική,
αφού και άλλοι καθιερωμένοι λογοτέχνες της περασμένης γενιάς, ο Παλαμάς, ο
Νιρβάνας, ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός, με την εξαίρεση του Ξενόπουλου, δεν
είχαν ανάλογη με την ποιητική και πεζογραφική προσφορά τους θεατρική επίδοση.
Ύστερα από μια σειρά
μυθιστορημάτων με ιστορικά θέματα, ο λάτρης της Ιστορίας Καραγάτσης, ο
μελετητής των κοινωνιών του αρχαίου, του βυζαντινού και του σύγχρονου κόσμου,
αποφάσισε να γράψει κι ένα καθαρά ιστορικό βιβλίο. Το 1952 κυκλοφόρησε η
Ιστορία των Ελλήνων, η οποία σταμάτησε στον Α' τόμο εξαιτίας των αρνητικών
κριτικών που πήρε. Όσοι δεν την προσπέρασαν αδιάφορα, την αντιμετώπισαν με
εχθρότητα, με αποτέλεσμα να απογοητευθεί ο συγγραφέας της, ο οποίος δεν είχε
«τον απαραίτητο εξοπλισμό» γι' αυτό το δύσκολο εγχείρημα, κατά τον Κ. Μητσάκη.
Το 1956 κυκλοφόρησε ο
Κίτρινος φάκελος, ένα δίτομο μυθιστόρημα με αστυνομική υφή, όπου δεν υπάρχει
ντετέκτιβ, αλλά ένας θάνατος που μοιάζει με αυτοκτονία και είναι στην
πραγματικότητα φόνος. Σ' αυτό, ο Καραγάτοης (πρόκειται για εύρημα με το οποίο ο
συγγραφέας μπαίνει ως χαρακτήρας στο μυθιστόρημα) αναλαμβάνει να γράψει ένα
μυθιστόρημα που του παραγγέλνει μετά θάνατον ο δικηγόρος-συγγραφέας Μάνος
Τασσάκος. Ύστερα από την ανάγνωση του κίτρινου φακέλου με τα στοιχεία και τις πληροφορίες
για τον νεκρό, η Μαρία Ρούση, σύζυγος του συγγραφέα-εφοπλιστή Κωστή Ρούση,
ξετυλίγει την ιστορία με τα μυστήρια, τα απροσδόκητα και τα πάθη των ηρώων του.
Λίγο αργότερα, το 1958,
κυκλοφόρησε το ιστορικό του μυθιστόρημα Σέργιος και Βάκχος, που επίσης δίχασε
τους κριτικούς. Πρόκειται για ένα χρονικό-σάτιρα που εμπνέεται από το Βυζάντιο
και καλύπτει την ιστορική περίοδο από το 250 μ.Χ. έως το 1948 μ.Χ. Ήρωες του
δυο περίεργοι τύποι που υπηρετούν στον ρωμαϊκό στρατό και θυμίζουν τον Δον
Κιχώτη και τον Σάντσο Πάντσα του Μιγκέλ Θερβάντες. Είναι παθιασμένοι χριστιανομάχοι
κι ο συγγραφέας τους χρησιμοποιεί για να κριτικάρει το θεοκρατικό και
συντηρητικό καθεστώς του Βυζαντίου. Ο ίδιος ο Καραγάτσης το χαρακτηρίζει
χρονικό, ένα σπάνιο είδος πεζού λόγου στα νεοελληνικά γράμματα. Του παρέχεται
έτσι η δυνατότητα να δώσει ένα πανόραμα του Ελληνισμού από τα αρχαία χρόνια έως
τις μέρες μας. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης στάθηκε αρνητικός στο μυθιστόρημα
γράφοντας ότι «πότε μεταβάλλεται σε παραμύθι, πότε σε ευθυμογράφημα, πότε σε
ιστορική πραγματεία, πότε σε σκετς επιθεωρησιακό και πότε σε δοκίμιο
κοινωνιολογίας και σεξουαλικής αγωγής». Κατ' αυτόν, δεν είναι «ούτε έργο τέχνης
ούτε επιστημονικό έργο».
Ο Μ. Καραγάτσης με την αδελφή του Φωφώ, το 1913
Το 1958 ο Καραγάτσης έπαθε μια σοβαρή καρδιακή προσβολή κι από τότε η υγεία του πήρε την κάτω βόλτα. Πότε ένας πόνος στο στήθος, πότε ένα μούδιασμα στο αριστερό χέρι και στον ώμο, έκαναν τον συγγραφέα να βεβαιωθεί πως ο χρόνος του λιγόστευε συνεχώς. Μετά από ένα κλείσιμο στον εαυτό του και την αποφυγή των συναναστροφών, ξαναβρήκε την αυτοπεποίθηση του και στρώθηκε πάλι στο γράψιμο. Άρχισε να γράφει το κύκνειο άσμα του, το μυθιστόρημα 10 που έμεινε ατελείωτο εξαιτίας του θανάτου του. Το 10 είναι ο αριθμός μιας πολυκατοικίας σε μια εργατική συνοικία του Πειραιά, όπου κατοικεί ένα πολυποίκιλο μωσαϊκό εργατών, ανέργων και περιθωριακών τύπων. Για να έχει καλύτερα αποτελέσματα και για να μπει στο πετσί των ηρώων του, κατέβαινε κάθε πρωί στον Πειραιά, ώστε να παρακολουθήσει τη ζωή των ανθρώπων του λιμανιού. Καθόταν σ' ένα καφενείο και παρατηρούσε τα καράβια που έρχονταν κι έφευγαν, τους εργάτες που πήγαιναν για τη βάρδια τους στα εργοστάσια της περιοχής.
Εκτός από τους αθηναϊκούς
χώρους όπου ζούσε, και τους πειραϊκούς όπου δούλευε (ως νομικός σύμβουλος σε
ασφαλιστική εταιρεία) πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και του θεσσαλικού
κάμπου όπου μεγάλωσε, κατέγραψε τα νησιά του Αιγαίου που γνώρισε (τη Σύρο, τη
Μύκονο, την Άνδρο), αλλά και χώρες εξωτικές τις οποίες επισκέφτηκε στη διάρκεια
των ταξιδιών του.
Σ' όλα του τα βιβλία,
εκτός από το 10, όπου περιγράφει έναν κόσμο προλετάριων, ο Καραγάτσης
ασχολείται με ήρωες που κατά πλειοψηφία προέρχονται από την αστική τάξη στην
οποία ανήκε ο ίδιος: βιομηχάνους, εφοπλιστές, δικηγόρους, γιατρούς,
επιχειρηματίες. Περιγράφει τα σπίτια τους στο Κολωνάκι (όπου έζησε κι ο ίδιος)
με τα ακριβά έργα τέχνης στους τοίχους, τις γεμάτες βιβλιοθήκες, τις οικιακές
βοηθούς, τα αυτοκίνητα (σε μια εποχή που η πλειοψηφία του λαού πήγαινε με το
λεωφορείο ή πεζή), τα εργοστάσια, τα κτήματα τους. Περιγράφει ακόμα τα στέκια
τους, τα μπαρ, τα ουζερί, τα ρεστοράν. Αυτή η τάξη, παρά τη συμπάθεια που της
δείχνει ο συγγραφέας, δεν είναι αγγελική: φιλοχρήματη, αδίστακτη, συμφεροντολόγα,
ερωτομανής. Τα μέλη της περνάνε τη ζωή τους με απολαύσεις του κορμιού (σεξ,
καλό φαγητό, καλό ποτό), με ταξίδια αναψυχής αλλά και απολαύσεις του πνεύματος
(φιλοσοφικές συζητήσεις, λογοτεχνία, συλλογή πινάκων ζωγραφικής).
Ο Καραγάτσης, ο κατ'
εξοχήν ανατόμος της αστικής κοινωνίας του καιρού του, τόνισε ιδιαίτερα την
ερωτική της πλευρά, περιγράφοντας τη σεξουαλική βουλιμία (ανδρών και γυναικών)
και τις διαστροφές. Φανατικός λάτρης της γυναικείας ομορφιάς, βάζει ορισμένες
από τις ηρωίδες του να απατούν, να προδίδουν, να κλέβουν, να εκβιάζουν, ακόμα
και να σκοτώνουν, πάντα με σεξουαλικό κίνητρο, αυτό που ο ίδιος χαρακτήριζε
«πάθος», δηλαδή αρρώστια. Χωρίς ποτέ να παρουσιάζει με ωμότητα τη σεξουαλική
πράξη, πράγμα που μπορεί να οφείλεται και στην ύπαρξη της λογοκρισίας,
ιδιαίτερα αυστηρής εκείνη την εποχή, ξέρει να δίνει με ενάργεια τις φάσεις της
λαγνείας των ανθρώπινων όντων.
Στα έργα του ο Καραγάτσης
αποφεύγει να χωρίσει τους ήρωες του σε καλούς και κακούς - συχνό φαινόμενο στη
λογοτεχνία - γιατί ως άνθρωποι φθαρτοί και ευμετάβλητοι έχουν καλές και κακές
πλευρές. Πρόσωπα γεμάτα πάθη και αδυναμίες, έχουν μέσα τους το στοιχείο του
καλού και του κακού κι όταν κάνουν λάθη συνήθως τα πληρώνουν. Μερικές φορές το
ίδιο πρόσωπο που παρουσιάζεται ως ηρωικός χαρακτήρας δείχνει και την αρνητική
του όψη, εκείνη του δειλού και του προδότη. Μια τέτοια περίπτωση είναι και του
Παπαφλέσσα.
Από
αριστερά: Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκη Καραγάτση, Μ. Καραγάτσης στα σκαλοπάτια του
Καθεδρικού της Chartres στη Γαλλία, 1952 (Αρχείο Μαρίνας Καραγάτση. Φωτογραφία
Βιβίκας Εμπειρίκου)
Λυρικός, ρεαλιστής, ηθογράφος,
ιστορικός και κοινωνικός αναλυτής, ο Καραγάτσης χαρακτηρίστηκε ως ο Έλληνας Εμίλ
Ζολά, Αλμπέρτο Μοράβια, Νταίηβιντ Λώρενς ή Γκυστάβ Φλωμπέρ. Η μελέτη των
συγγραμμάτων του Φρόυντ τον βοήθησε στην ψυχανάλυση των ηρώων του, κάτι που
έκανε και με πραγματικούς ανθρώπους. Πράγματι, προσπαθούσε να ανακαλύψει τις
βαθύτερες αιτίες που κρύβονται πίσω από τις ειδεχθείς πράξεις των ανθρώπων. Για
παράδειγμα, έγραψε ένα επιστημονικό-ψυχαναλυτικό άρθρο για ένα έγκλημα τιμής
που είχε συγκλονίσει την Ελλάδα, την περίφημη
υπόθεση Κακολύρη, όταν ένας αδελφός σκότωσε την αδελφή του, τον εραστή
της και τη μητέρα του εραστή, για να αποκαταστήσει την «τιμή» της οικογένειας
του. (Εικόνες της 19ης Αυγούστου 1960).
Αν και διέθετε μια
αχαλίνωτη φαντασία που τον έκανε να ταξιδεύει σε άγνωστες χώρες από το δωμάτιο
του, παρασύροντας στα εξωτικά ταξίδια και τους αναγνώστες του, στα βιβλία του
περιγράφει αληθινούς ανθρώπους, ζωντανούς, δηλαδή τους ανθρώπους του κύκλου του
που τους γνώριζε καλά. Γι' αυτό μετά την έκδοση κάθε βιβλίου του οι ενδιαφερόμενοι
έψαχναν πίσω από τα ονόματα των ηρώων του να βρουν τον εαυτό τους κι όταν τον
έβρισκαν εξοργίζονταν. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα με το μυθιστόρημα Ο θάνατος κι ο
Θόδωρος, το οποίο έβγαλε με δικά του χρήματα και την εύγλωττη εκδοτική επωνυμία
Έχιδνα, θέλοντας να προϊδεάσει τους αναγνώστες για το τι τους επιφυλάσσει.
Εργατικότατος και
χειμαρρώδης, μεθοδικός στο γράψιμο, με εγωιστική πίστη στο ταλέντο του, είχε
αποκτήσει φανατικούς φίλους και φανατικούς εχθρούς, ιδίως στον χώρο των
λογοτεχνών, ο οποίος ανέκαθεν χαρακτηρίζεται από αντιζηλίες και έχθρες. Κατά
τον Α. Καραντώνη, είχε ύφος αρχηγού και «κάποτε ενός δικτάτορα». Αισθανόταν
μέσα του ένα είδος υπεροχής που προσπαθούσε να τη δείχνει και ταυτόχρονα έκρυβε
έναν σε λανθάνουσα κατάσταση πολιτικό. Ωστόσο, υπέφερε όταν αντίκριζε φτωχούς,
κατατρεγμένους, αδύναμους, θύματα της κοινωνίας, των περιστάσεων και των δικών
του ελαττωμάτων.
Από
αριστερά ο Μιχάλης Τσαγκαράκης, η Μαρίνα και ο Μ. Καραγάτσης το 1957 στο
Μόναχο. Ο Τσαγκαράκης ενδιαφερόταν να μεταφραστούν τα έργα τον συγγραφέα στα
γερμανικά.
Δεν ανήκε σε κλίκες, δεν
κολάκευε, δεν προσπαθούσε ν' αναρριχηθεί με ξένες πλάτες. Μπορούσε να γίνει
σημαντικός παράγων της πολιτικής ζωής ελέω αδελφού και δεν το έπραξε. Αρκετοί
εκπρόσωποι της γενιάς του έγιναν ακαδημαϊκοί και τιμήθηκαν υπερβολικά από την
Πολιτεία, ενώ υπήρξαν κατώτεροι του σε ταλέντο, σε φαντασία και εργατικότητα.
Ψηλός, επιβλητικός,
ωραίος, με το γνώθι σ' αυτόν να τον κάνει υπεροπτικό, δεν αποτέλεσε αντικείμενο
λατρείας από τους διανοούμενους. Τον κατηγόρησαν ως «προχειρογράφο», επειδή
πολλά του κείμενα είναι ακατέργαστα. Αυτό όμως δεν μειώνει την αξία τους, αφού
τα βιβλία του διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται. Σύμφωνα με στοιχεία του
εκδοτικού οίκου που τα εκδίδει (της Εστίας), έως το 1992 ο Γιούγκερμαν πούλησε
100.000 αντίτυπα, ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν 100.000 και ο Κίτρινος Φάκελος (δύο
τόμοι) 150.000.
Όπως είπαμε παραπάνω, η
καρδιά του τον πρόδωσε πριν προλάβει να δώσει το υπόλοιπο του έργου του. Στο
Βήμα της 15ης Σεπτεμβρίου 1960 διαβάζουμε: «Απέθανεν αιφνιδίως χθες, ολίγον προ
της 5ης π.μ. ο γνωστός λογοτέχνης Μ. Καραγάτσης μετά δίωρον κρίσιν παροξυντικής
ταχυπαλμίας. Εις το πλευρόν του ευρίσκοντο η σύζυγος του, η κόρη του και ο
ιατρός του. Ο συγγραφεύς του Γιούγκερμαν ήτο μόλις 52 ετών (...)». Είχε πει ο
ίδιος για τον εαυτό του: «Φαντάζομαι πως όταν πεθάνω -πράγμα που δεν θ'
αργήσει- θα γραφτούν πολλά για το έργο μου και την προσωπικότητα μου. Το μεν
έργο μου ίσως αμφισβητηθεί. Για την προσωπικότητα μου ήδη η κοινή γνώμη έχει
διαμορφώσει την πεποίθηση πως είμαι άνθρωπος τίμιος, ευθύς, εύψυχος,
αυθόρμητος, με μυαλό ξεκάθαρο και καλά οργανωμένο...». Ο τάφος του βρίσκεται
στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας, πίσω από το οστεοφυλάκειο. Πάνω στη μαρμάρινη
πλάκα του έχουν χαραχθεί δυο χρονολογίες «1908-1960» και μια φράση από κείμενο
του: «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο θανάτου...».
ΦΙΛΙΠΠΟΣ
ΦΙΛΙΠΠΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου