Η
Ντακότα της Ελευθερίας
Ο Βασίλης Τσιρώνης (15
Αυγούστου 1929 – 11 Ιουλίου 1978) ήταν ένας ιδεολόγος και αντιδικτατορικός
αγωνιστής, γιατρός στο επάγγελμα που μετά από μια ταραχώδη ζωή βρήκε τραγικό
τέλος κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης.
Γεννήθηκε στις 15
Αυγούστου 1929 στην Αθήνα από οικογένεια Μικρασιατών προσφύγων. Το 1947 μπήκε
στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με πολύ καλή σειρά ανάμεσα στους
1300 υποψήφιους της χρονιάς εκείνης, παρά την επιθυμία της οικογένειάς του να φοιτήσει
στην Σχολή Ευελπίδων με προοπτική να γίνει στρατιωτικός καριέρας.
Το 1958 διορίστηκε από τον
Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό γιατρός των εξόριστων του Αϊ – Στράτη, τους οποίους παρά
τις απαγορευτικές διαταγές βοήθησε ανοικτά με αυταπάρνηση, αντιδρώντας στην
πολιτική φυσικής τους εξόντωσης και καταγγέλλοντας την κυβέρνηση για
«ανθρωποκτονίες εκ προμελέτης» και τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό για
«συνθηκολόγηση και υποταγή». Τεκμηρίωνε μάλιστα τις καταγγελίες του αυτές με
διοχέτευση στον ξένο Τύπο αρκετών εμπιστευτικών εγγράφων και απόρρητων οδηγιών,
του τότε υφυπουργείου Ασφαλείας, που αποδείκνυαν τις καταγγελίες του.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1962
ίδρυσε το «Κόμμα των Αδεσμεύτων», που όμως έμεινε ανενεργό μέσα στην τότε
ανώμαλη πολιτικά εποχή και αργότερα μετονομάστηκε σε Ε.Α.Κ. (Εθνικό Αστικό
Κόμμα). Ο Τσιρώνης όμως έγινε ευρύτερα γνωστός από μια απεργία πείνας 50 ημερών
που πραγματοποίησε επί κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου με αίτημα τον άμεσο
επαναπατρισμό των αριστερών πολιτικών προσφύγων από τις χώρες του λεγόμενου
«ανατολικού μπλοκ».
Το 1969, δύο χρόνια μετά
την επιβολή από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο της Απριλιανής Δικτατορίας, ο Τσιρώνης
σε ηλικία 40 ετών και ενώ δεν είχαν περάσει ούτε τρεις μήνες από την προσωρινή
αποφυλάκισή του, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο διαφυγής του ίδιου και της οικογένειάς
του από την Ελλάδα των συνταγματαρχών. Ήταν βέβαιος ότι οι διώξεις θα
συνεχίζονταν και εν πάση περιπτώσει τα περιθώρια αντιδικτατορικής δράσης στην
Ελλάδα δεν φαίνονταν να διευρύνονται. Επέλεξε λοιπόν σαν ημέρα απόδρασης την
16η Αυγούστου 1969, μέρα ούτως ή άλλως ομαδικών θερινών διακοπών των κατοίκων
των Αθηνών, και σαν μέσο την πτήση της Ολυμπιακής για Αγρίνιο, από όπου
καταγόταν ώστε να αποφύγει τις υποψίες του καθεστώτος. Η πτήση είχε τελικό
προορισμό τα Ιωάννινα και όπως πίστευε ο Τσιρώνης (που ήταν άλλωστε γεγονός) το
αεροσκάφος της ΟΑ, ένα DC-3
θα διέθετε καύσιμα για ακόμα μακρύτερη απόσταση.
Στις 11 το πρωί της
κρίσιμης μέρας, η οικογένεια Τσιρώνη εξοπλισμένη με δυο πιστόλια και δυο
μαχαίρια πηγαίνει και κάθεται στις τέσσερις πρώτες θέσεις της καμπίνας πίσω ακριβώς
από το πιλοτήριο. Ο γιατρός ήταν αποφασισμένος να καταλάβει το αεροσκάφος, να
το οδηγήσει στην Αλβανία και από 'κει να φύγει για τη Σουηδία απ' όπου σκόπευε
να συνεχίσει τον αγώνα του κατά της χούντας. Τότε δεν υπήρχαν έλεγχοι ασφαλείας
στα δρομολόγια του εσωτερικού και η εταιρεία δεν προκαθόριζε καν το πού θα καθίσει
ο κάθε επιβάτης. Κυβερνήτης του αεροσκάφους ήταν ο Γιώργος Τζώρτζης με
συγκυβερνήτη τον Μιλτιάδη Χατζηγιαννάκη και ιπτάμενη συνοδός την Ρούλα
Παπασπύρου.
Το αεροσκάφος αναχώρησε
από το αεροδρόμιο Ελληνικού και ο καιρός ήταν αίθριος και πολύ ζεστός.
"Η πτήση διαρκούσε
περίπου μια ώρα ως το Αγρίνιο και άλλα σαρανταπέντε λεπτά μέχρι τα
Γιάννενα" διηγείται η κ. Παπασπύρου. "Ηταν, αν θυμάμαι καλά, η 7η
πτήση μου. Ήμουν 19 χρονών και όλα πήγαιναν καλά ως τη στιγμή που μετά τους
γνωστούς καφέδες και τις πορτοκαλάδες που προσέφερα στους 25 επιβάτες,
διαπίστωσα ότι οι τέσσερις πρώτοι έλειπαν απ' τις θέσεις τους και η πόρτα του
κόκπιτ ήταν κλειστή και δεν άνοιγε, παρότι χτύπησα και δοκίμασα να την σπρώξω.
Αυτό ήταν περίεργο, διότι μπορεί τότε πολύς κόσμος να μπαινόβγαινε στο
πιλοτήριο χωρίς ειδική συνεννόηση με το πλήρωμα, αλλά η πόρτα έμενε
ανοιχτή".
Σ' αυτό τον τύπο
αεροσκάφους δεν υπήρχε σύστημα ενδοσυνεννόησης των πιλότων με την αεροσυνοδό.
Κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς συμβαίνει. Συνεχίζει λοιπόν η κα Παπασπύρου:
"Άρχισαν τότε οι πρώτοι ψίθυροι και τα
σχόλια. Κάποιοι έλεγαν ειρωνικά ότι ενδεχομένως να έχει φρακάρει η πόρτα λόγω
του συνωστισμού στο πιλοτήριο. Γιατί πραγματικά το DC-3 ήταν ένα πολύ στενόχωρο
σκάφος. Όμως ο χρόνος κυλούσε και η πόρτα δεν άνοιγε. Όταν αφήσαμε πίσω μας το
Αγρίνιο, χωρίς ο κυβερνήτης να ανακοινώσει τίποτα από τα μεγάφωνα, ανέλαβα να
καθησυχάσω όσο γινόταν τους ανθρώπους λέγοντάς τους για κάποιο τεχνικό πρόβλημα
του αεροδρομίου".
Καθώς λοιπόν δεν υπάρχει
επικοινωνία με το πιλοτήριο η αεροσυνοδός και ορισμένοι επιβάτες χτυπούν και
σπρώχνουν έντονα την πόρτα. Ο Τσιρώνης τότε αποφασίζει να απαντήσει:
"Σκάστε και καθίστε", διατάζει.
Η ανησυχία γίνεται φόβος
και αγωνία. "Ακούγονται διάφορες υποθέσεις. Επικρατεί το σενάριο της
αεροπειρατείας και ακούγονται διάφορες εικασίες όπως ότι ότι ο επιβάτης που
είναι μέσα είναι κάποιος ποινικός που απειλεί, ίσως και να έχει ήδη σκοτώσει
τον πιλότο. Προσπαθώ να διασκεδάσω την κατάσταση. Τους λέω ότι τα καύσιμα
φτάνουν ως την Ιταλία , ότι το σκάφος δεν είναι ακυβέρνητο", θυμάται η κ.
Παπασπύρου.
Η Ντακότα περνά πάνω από
τα Γιάννενα χωρίς να προσγειωθεί οπότε η
αγωνία των επιβατών φουντώνει. Όταν μάλιστα λίγο αργότερα εμφανίζονται τα
αλβανικά Μιγκ να στριφογυρίζουν δίπλα στο αεροπλάνο, η νεαρή αεροσυνοδός δεν
μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα. Επικρατεί πανικός. Κάποτε ακούγεται η φωνή
του πιλότου Γ. Τζώρτζη από τα μεγάφωνα: "Θα επιχειρήσουμε αναγκαστική
προσγείωση". Η κ. Παπασπύρου μοιράζει τα μαξιλαράκια και δένεται και αυτή
στη θέση της. "Το αεροπλάνο άρχισε να κατεβαίνει απότομα και η προσγείωση
ήταν πράγματι ανώμαλη. Δεν υπήρχε κανονικός διάδρομος. Είχαμε προσγειωθεί σε
κάποιο εγκαταλελειμμένο στρατιωτικό αεροδρόμιο κοντά στην Αυλώνα".
Μόλις το αεροπλάνο
σταμάτησε, εμφανίστηκε ο Τσιρώνης με το παραμπέλουμ ψηλά, λέγοντας ότι στο
όνομα της δημοκρατίας, της λευτεριάς και του ανθρωπισμού κατέλαβε το αεροπλάνο.
Μια γιαγιά στα τελευταία καθίσματα δεν είχε καταλάβει απολύτως τίποτα:
"Φτάσαμε επιτέλους κόρη μου", έλεγε ανακουφισμένη στην αεροσυνοδό.
Είδαν μερικά τζιπ, ο γιατρός πήδηξε στο έδαφος
μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια και ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με τους
επικεφαλής αλβανούς αξιωματικούς. Ένας επιβάτης, μουσικός στο επάγγελμα,
λιποθύμησε. "Τον κατεβάσαμε στον ίσκιο κάτω απ' το φτερό και του έδωσα
σταγόνες 'Τονοτίλ'. Συνήλθε και όλοι μαζί περιμέναμε την εξέλιξη της
περιπέτειας. Ο Τσιρώνης κουβέντιαζε με τους Αλβανούς μακριά μας. Το κλίμα
μεταξύ των υπολοίπων ήταν βαρύ. Υπήρχε φόβος και απόσταση. Την τύχη μας την
είχαμε εμπιστευτεί στον Γ. Τζώρτζη. Σχεδόν τρεις ώρες μετά κατέφθασε μια
Μερσέντες 600 για την οικογένεια Τσιρώνη και ένα προπολεμικό λεωφορειάκι για
μας".
Όλοι μεταφέρθηκαν σε ένα
πανδοχείο που είχε ετοιμαστεί ειδικά για τους ασυνήθιστους επισκέπτες.
"Ηταν ένα όμορφο νεοκλασικό που μύριζε χλωρίνη. Τα δωμάτια λιτά με
στρατιωτικές κουβέρτες". Εκεί μόνο κατάφερε η αεροσυνοδός να συνεννοηθεί
με τον κυβερνήτη και να μοιραστούν και τα δικά τους προβλήματα. "Ο
Τζώρτζης μου είπε ότι στην Αθήνα δεν ξέρουν πού βρισκόμαστε. Προσπαθούσε να
πείσει τον Τσιρώνη να αποφύγει την Αλβανία, χώρα που ως γνωστόν δεν είχε
σχέσεις με την Ελλάδα. Ήταν και ο ίδιος, ο κυβερνήτης, χαρακτηρισμένος από τη
χούντα. Είχε επιστρέψει στην Ολυμπιακή ύστερα από ένα διάστημα που είχε τεθεί
σε διαθεσιμότητα για πολιτικούς λόγους και ανησυχούσε μήπως στην Ελλάδα τον
θεωρήσουν συνεργάτη του Τσιρώνη ή ακόμα και των Αλβανών. Αλλά και εγώ άρχισα να
έχω ανάλογους φόβους. Επτά μήνες περίμενα να εργαστώ στην Ολυμπιακή, αν και
είχα περάσει το διαγωνισμό, επειδή ο πατέρας μου ήταν μακρονησιώτης και δεν μου
έδιναν το χαρτί κοινωνικών φρονημάτων."
Πριν όμως από τις ελληνικές
υπηρεσίες, το πλήρωμα όφειλε να αντιμετωπίσει και τις αλβανικές αρχές.
"Δεν κατάλαβα αν τους έπεισα τελικά ότι δεν είμαι κατάσκοπος. Τελειώνοντας
με την ανάκριση, και ως την ώρα του δείπνου που είχε προαναγγελθεί, πήρα ένα
από τα ποδήλατα της αυλής του πανδοχείου για να δω και την πόλη. Είχαν
χαλαρώσει τα πράγματα, άλλα όχι και για ποδηλατάδα. Σε δέκα λεπτά με μάζεψαν
και με γύρισαν πίσω."
Όμως η ευχάριστη έκπληξη
για όλους ήρθε στο τραπέζι. Επιβάτες και πλήρωμα έμαθαν από επίσημα χείλη ότι
την επομένη μπορούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα με καύσιμα της αλβανικής
κυβέρνησης. Η οικογένεια Τσιρώνη ήταν κι αυτή χαρούμενη, αφού εξασφάλισε ό,τι
επιθυμούσε. "Ήταν απολύτως κινηματογραφικό", αφηγείται η κ.
Παπασπύρου. "Ένα μακρύ τραπέζι με άσπρο τραπεζομάντηλο. Κόκκινο κρασί,
καλομαγειρεμένο κοτόπουλο, οι κομισάριοι από τα Τίρανα, οι τοπικές αρχές, οι
'αεροπειρατές', το πλήρωμα, οι κατάκοποι επιβάτες, οι μουσικοί και το
παραδοσιακό χορευτικό συγκρότημα. Κάποιοι από μας χόρεψαν και τσάμικο. Ο
Τσιρώνης μας ευχαρίστησε. Μιλούσε ακατάπαυστα για τις περιπέτειές του και για
τη χούντα αποκλειστικά με τους επισήμους. Μετά το γλέντι μας ξενάγησαν στην
πόλη".
Το απόγευμα της 17ης
Αυγούστου, πλήρωμα και επιβάτες έφτασαν μέσω Κέρκυρας στο Ελληνικό. Τους υποδέχθηκε
ο αναπληρωτής υπουργός Προεδρίας Αγαθαγγέλου, εκ μέρους του Παπαδόπουλου.
"Εκφωνήθηκαν λογίδρια για το ενδιαφέρον που έδειξε η 'Εθνική Κυβέρνησις'
ώστε να φτάσουμε ασφαλείς στην 'αγκαλιά της πατρίδας' και βεβαίως καταδικάστηκε
ο 'εγκληματίας' Τσιρώνης". Δεν δόθηκε έκταση στο γεγονός. Η δημοσιότητα
δεν συνέφερε ούτε το δικτατορικό καθεστώς ούτε την εταιρεία. Ο ίδιος ο
Αλέξανδρος Ωνάσης, εκ μέρους της Ολυμπιακής, καθησύχασε το πλήρωμα. Δεν υπήρχε
η παραμικρή υποψία εναντίον τους και θα τους κάλυπτε στην πορεία των
ανακρίσεων.
Από την Αλβανία ο Τσιρώνης
πηγαίνει στη Σουηδία, όπου κατέφευγαν τότε σχεδόν όλοι οι πολιτικοί φυγάδες και
μετονομάζει το κόμμα του σε Ε.Α.Κ. (Εθνικό Αστικό Κόμμα) και αργότερα το
μετονομάζει σε Ο.Ε.Μ. αρχικά του πασίγνωστου Ουδετερόφιλου Ελλαδικού Μετώπου. Στη
Σουηδία, το 1973, καταδικάζεται από εμβόλιμο σουηδικό δικαστήριο για τις
πολιτικές του πεποιθήσεις που δεν συντάσσονται μ’ αυτές των διαφόρων
«αντιστασιακών» και κλείνεται μέχρι τον Σεπτέμβρη του ’74 στις σουηδικές
φυλακές, ενώ οι πολιτικοί έλληνες εξόριστοι της Σουηδίας κάνουν τα πάντα για να
τον κρατούν μέσα.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το
1974, λίγο μετά την μεταπολίτευση και ίδρυσε το «Ουδετερόφιλο Ελλαδικό Μέτωπο»
ή Ο.Ε.Μ., έκανε διάφορες «επαναστατικές» παρεμβάσεις (υβριστικά συνθήματα κατά
του πρωθυπουργού Καραμανλή και κατά γνωστών μεγαλοϊδιοκτητών εφημερίδων,
πυροβολισμοί με καραμπίνα κατά μιας γιγαντιαίας φωτογραφίας του Καραμανλή στην
Αγορά της οδού Αθηνάς, κ.ά.) και στις εκλογές του 1977 έριξε το σύνθημα της
λευκής ψήφου, με αποτέλεσμα να διεκδικήσει μία εβδομάδα αργότερα τα 251.000
λευκά ψηφοδέλτια της Β Εκλογικής Περιφέρειας Αθηνών, πράγμα που προκάλεσε σε
μεγάλο βαθμό την απόπειρα της αστυνομίας να τον συλλάβει στην είσοδο του
σπιτιού του στην οδό Άρεως 35 στο Παλαιό Φάληρο, μετά από ανακίνηση μίας
παλαιάς καταδίκης του.
Από εκεί και πέρα τα
πράγματα πήραν μία τραγική τροπή: στις 30 Νοεμβρίου 1977 οι ειδικές αστυνομικές
μονάδες και ελεύθεροι σκοπευτές απέκλεισαν την περιοχή γύρω από το σπίτι του
Τσιρώνη, όταν εκείνος πυροβόλησε κατά των αστυνομικών που είχαν έλθει να τον
συλλάβουν και άρχισε έτσι μία πολύμηνη και επεισοδιακή πολιορκία. Στις 5
Φεβρουαρίου 1978 ο Τσιρώνης κήρυξε το διαμέρισμά του «ελεύθερο και ανεξάρτητο
κράτος» και κάθε ημέρα έβγαινε στο μπαλκόνι του και με μεγάφωνα ή με έναν
φορητό τηλεβόα διάβαζε στο συγκεντρωμένο πλήθος τα «πολεμικά ανακοινωθέντα» του
ενάντια στο «κράτος των μαύρων (εννοώντας των φασιστών)», ενώ κάποιες φορές οι
ελεύθεροι σκοπευτές τού είχαν πυροβολήσει τα χωνιά των μεγαφώνων.
Στις 7 Ιουλίου 1978 η
καθημερινή εφημερίδα «Το Βήμα» εκτός από το πρωτοσέλιδο σχόλιό της με τον
προκλητικό τίτλο «ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΡΑΤΟΣ;», εξέφραζε ανυπόγραφα την «ανησυχία» ότι
δήθεν με το «αυτόνομο κράτος» του Τσιρώνη «υπονομευόταν η έννοια του κράτους»
και αυτό «από το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στον ιδιότυπο αυτό
γιατρό όχι μόνο να ζει υπό το κράτος ποινικής ασυλίας (αφού δικαστικές
αποφάσεις σε βάρος του για αδικήματα του κοινού ποινικού νόμου παραμένουν
ανεκτέλεστες), αλλά και να μεταβάλλεται σε ελευθέρως δρώντα, στην περιοχή του
Παλαιού Φαλήρου ελεύθερο σκοπευτή. Ονόμασε το διαμέρισμά του Κράτος, έχει
προσβάλει καθημερινά δέσμη από άρθρα του ποινικού νόμου, αλλά… έχει εξασφαλίσει
το ακαταδίωκτο».
Το σχόλιο τελείωνε ως
εξής: «Ποιος κάποτε θα αποφασίσει να προστατεύσει το κύρος και την αξιοπιστία
του Κράτους; Διότι και η υπόθεση Τσιρώνη υπογραμμίζει την ανυπαρξία Κράτους».
Στις 4 το πρωί της 11ης Ιουλίου (της οποίας το τυπωμένο πολλές ώρες νωρίτερα
φύλλο του «Βήματος» επανερχόταν με νέο πρωτοσέλιδο ανυπόγραφο άρθρο, που
«διαπίστωνε» ότι δήθεν «χειρότερο κι από το ίδιο το γεγονός της διωκτικής
απραξίας της αστυνομίας είναι η ατμόσφαιρα ανυπαρξίας του κράτους που
δημιουργείται»), υπό την άμεση εποπτεία του τότε υπουργού Δημοσίας Τάξης
Μπάλκου, 28 πάνοπλοι κομάντος της «Διμοιρίας Ειδικών Αποστολών» εισέβαλαν με
βοήθεια δακρυγόνων στο διαμέρισμα μετά από δικαστική απόφαση και με παρουσία
εισαγγελέα, ενώ ο τότε διευθυντής της αστυνομίας Λεμονής έχει δώσει εντολή να
μη πλησιάσει δημοσιογράφος σε μεγάλη ακτίνα από την επιχείρηση. Κάτω από
αδιευκρίνιστες συνθήκες ο Τσιρώνης έπεσε νεκρός, ενώ η σύζυγός του, που μετά την
παράδοση των 3 παιδιών τους είχε μείνει μέχρι τέλους δίπλα του στο τελευταίο
οχυρωμένο δωμάτιο, φώναζε δυνατά πως «οι φασίστες σκότωσαν τον Τσιρώνη μέσα στο
σπίτι του».
Κατά την εκδοχή της
αστυνομίας είχε «αυτοκτονήσει». Την επόμενη ημέρα συνελήφθησαν ως «μέλη του
Ο.Ε.Μ.» οι Γ. Σκάνδαλης και Δ. Νικολούλης, 26 και 21 χρόνων αντίστοιχα, ενώ την
μεθεπόμενη (13 Ιουλίου) 1.000 περίπου άτομα από τον χώρο της Άκρας Αριστεράς διαδήλωσαν
στην κηδεία του με συνθήματα κατά της κρατικής βίας και των δημοσιογράφων, τους
οποίους κατήγγειλαν ως υποκινητές της εξόντωσης του γιατρού Τσιρώνη. Ωστόσο,
στο πολιτικό μνημόσυνο που τού έκανε την επόμενη χρονιά η οικογένειά του δεν
παρευρέθησαν περισσότερα από 40 – 50 άτομα.
Η κυβέρνηση της Νέας
Δημοκρατίας ανακοίνωσε 2 ημέρες μετά τα γεγονότα, ότι «με τις αντικρατικές και
αντικοινωνικές εκδηλώσεις του ήταν (ο Τσιρώνης) συνεχής απειλή και διαρκής
κίνδυνος για τους αθώους πολίτες. Πολίτες κάθε κόμματος και εφημερίδες κάθε
πολιτικής αποχρώσεως καλούσαν τις αρχές να θέσουν τέρμα στην επικίνδυνη δράση
του Τσιρώνη», έλεγε η πομπώδης ανακοίνωση της κυβέρνησης προσπαθώντας να
δικαιολογήσει το φόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου