ΤΟ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΑΛΟΝΙ
ΜΑΡΙΟΝ
ΜΙΝΤΣΗ :
Η ΚΛΕΜΜΕΝΗ ΕΥΤΥΧΙΑ!!!
-Και ο άντρας σου Χριστίνα, τι λέει γι΄αυτήν σου την
αποστασία;
- Τι να πει! Έχουμε χωρίσει τις ανάγκες μας. Αυτός με
τα άλογά του μια φορά την εβδομάδα κι εγώ …στο άσυλο μου, που είναι για μένα το
ερημωμένο πατρικό μου! Ένα καταφύγιο για να ξεφεύγω λίγο από τη θλιβερή
πραγματικότητα, δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις!
Αν καταλάβαινα, λέει! Η οικοδέσποινα της απέναντι
βίλλας με το αγκυροβολημένο βλέμμα στη μούχλα της ανίας, που είχε ντοπαριστεί
θαρρείς στην ύπαρξή μου μήνες τώρα, θα έβγαινε από τη φυλακή της; Τι άλλο θα
μπορούσε να με κρατήσει βιδωμένο στη μαυροφορεμένη μου αισιοδοξία;
Άρχισα να τρέχω, χωρίς διεύθυνση και δίχως αριθμό. Όταν
χάσεις τη στιγμή, οι ουρανοί θα κλείσουν .
Κι εγώ, ήθελα μια χαραμάδα ανοιχτή, για της ζωής μου τα
μελλούμενα!
Σε λίγο, αφού είχα γυρίσει το πεπρωμένο μου ανάσκελα,
χτυπούσα το κουδούνι της.
Η πόρτα άνοιξε κι η Χριστίνα άναυδη, στάθηκε μπροστά
μου.
-Άγγελε!...πώς…πώς με βρήκες; Φύγε, είναι επικίνδυνο
αυτό…
Την παραμέρισα και έκλεισα την πόρτα. Με μια φυσική
κίνηση πήρα τα χέρια της και τα έφερα στα χείλη μου. Άρχισα να της τα φιλώ με
την ανάσα μου, χαϊδεύοντας τη μορφή της με το βλέμμα μου.
Η αποθέωση της επικοινωνίας τούτα τα μαγνητισμένα μάτια
που σηματοδοτούσαν τη γέννηση ενός καινούργιου ειδυλλίου!
Τα ματοτσίνορά της άρχισαν να τρεμοπαίζουν τώρα, ενώ το
κορμί της παλλόταν με φιλήδονη αμηχανία.
Ξαφνικά, Διονυσιακοί ψαλμοί άρχισαν να αναταράσσουν το
αγνοημένο από τον άντρα της κορμί, που βουβά κι αθέατα ακολουθούσε χρόνια τώρα
τον ανέραστο δρόμο, που εκείνος είχε χαράξει.
Σωριάστηκε στην πολυθρόνα.
Γονάτισα μπροστά της. Ακούμπησα το κεφάλι μου στα
γόνατά της για να προσκυνήσω το πιο τέλειο δημιούργημα της φύσης!
Την πηγή της εξαϋλωμένης ομορφιάς της!
Ένοιωσα τα δάχτυλά της να γλιστρούν μέσα στις ρίζες των
μαλλιών μου. Γλυκές ανατριχίλες έζωσαν τώρα το κορμί μου που θέριεψε στην
τέλεια κορύφωσή του.
Και τότε, χωρίς άλλους προλόγους την πήρα στην αγκαλιά
μου και την πέταξα στο παρθενικό της κρεββάτι.
Το κορίτσι που λαχτάραγα, ήταν παραδομένο τώρα στη
φλόγα του παθιασμένου πόθου μου. Πέρασα τα χέρια μου κάτω από την μπλούζα της
και άρχισα να χαϊδεύω τα στήθια της, που ορθώθηκαν στη λαχτάρα της αφής.
Με μιας οι ναρκωμένες αισθήσεις της, ξύπνησαν θαρρείς
και τυλίχτηκε επάνω μου με κείνο το παρθενικό ρίγος που στέκεται εκστασιασμένο
μπροστά στην ηδονή!
Άρχισα να τραβώ τα ρούχα της με λύσσα, σαν το
αφηνιασμένο θηρίο που ψάχνει απεγνωσμένα για τη σάρκα.
Τα κορμιά μας γυμνά και απελευθερωμένα, φλέγονταν τώρα
στη μαγεία του ηδονικού ιδρώτα, καθώς η ψυχή μου, ανάβλυζε ξέφρενα στην ανοικτή
πύλη του κορμιού της, σε ένα παραλήρημα ευλογημένου λυτρωμού!
Αποκαμωμένοι, κουρνιάσαμε στο πλάι. Τα λαχανιασμένα
βογγητά, μάρτυρες μιας ερωτικής θύελλας, λυσσομανούσαν ακόμα στο ανταριασμένο
στήθος.
Άρχισα να τη χαϊδεύω τρυφερά, προτάσσοντας το στήθος
μου για μαξιλάρι.
Κουλουριάστηκε με μιας στην αγκαλιά μου, όπως το έμβρυο
στη μήτρα, σε ένα σύμπλεγμα ιερό κι ευλογημένο!
Μέσα στα μάτια της τώρα, φεγγοβόλαγε η πληρότητα της
γυναίκας που ευτύχησε μετά τον έρωτα, να γευτεί τον ψυχικό θρίαμβο της
τρυφεράδας!
<Απόσπασμα ανέκδοτου βιβλίου >
FACEBOOK/Μάριον Μίντση
http://homouniversalisgr.blogspot.gr/2015/09/blog-post_34.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου