Translate -TRANSLATE -

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Η Μάχη του Αλή Βεράν

Ο χάρτης με τη διάταξη στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το πρωί της 26ης (13ης) Αυγούστου 1922




Η Μάχη του Αλή Βεράν
Ήταν μια από τις πιο κρίσιμες μάχες που έδωσε ο Ελληνικός στρατός στην Μικρά Ασία και την έχασε. Ήταν το τέλος για το εκστρατευτικό μας σώμα και η αρχή της Μικρασιατικής καταστροφής  μιας από τις μεγαλύτερες συμφορές του Ελληνικού Έθνους . Και όμως αν ρωτήσετε γύρω σας λίγοι ίσως και μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού θα σας απαντήσουν ότι γνωρίζουν που βρίσκεται το Αλή Βεράν,  τι συνέβηκε εκεί και ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές.
Ήταν 17 έως 20 Αυγούστου. Στις 26 Αυγούστου (13 Αυγούστου με το παλιό ημερολόγιο) συμπληρώθηκαν 94 χρόνια από τη θλιβερή ημέρα έναρξης της μεγάλης τουρκικής επίθεσης, η οποία οδήγησε στην ραγδαία κατάρρευση του μετώπου του Αφιόν Καραχισάρ, στην αποσύνθεση των ελληνικών μονάδων, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στον ξεριζωμό του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας και την πυρπόληση της Σμύρνης.
Τραγική φιγούρα της κατάρρευσης του μετώπου αποτέλεσε ο στρατηγός Νικόλαος Τρικούπης, διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού, που δέχθηκε το βάρος της τουρκικής επιθετικής προσπάθειας.

"Οι αποτελούντες φάλαγγα άνδρες από της πρωΐας της 16ης μέχρι της εσπέρας της 18ης Αυγούστου, ουδόλως είχον αναπαυθεί, ότε μεν προπορευόμενοι, ότε δε μαζόμενοι και όντες επί πλέον νήστεις. Η κόπωσις, η ασιτία και οι παντοειδείς συγκινήσεις ιδίως εκ της μάχης της 17ης Αυγούστου επέφερον εις πολλούς σημαντικήν εξάντλησιν καί ποιάν τινά ψυχικήν διαταραχήν" -- στρατηγός Νικόλαος Τρικούπης
Απόσπασμα από το βιβλίο του, "Αναμνήσεις"



Η μάχη του Αλή Βεράν (17-20 Αυγούστου 1922) είναι στρατιωτική σύγκρουση που έλαβε χώρα στο "μέτωπο" της Μικράς Ασίας κατά την τελευταία φάση της Μικρασιατικής εκστρατείας και πιο συγκεκριμένα σε ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στους δίδυμους λόφους "Κιουτσούκ" και "Μπουγιούκ Αντά" και παρά τους πρόποδες των ορέων "Μουράτ", "Χασάν Ντεντέ" και "Αντά Τεπέ". Αντίπαλοι ήταν, από τη μια τα Α΄ και Β΄ Σώματα του ελληνικού στρατού (υποστηριζόμενα από τις 9η, 12η και 13η Μεραρχίες πεζικού), με διοικητή τον αρχιστράτηγο Νικόλαο Τρικούπη και από την άλλη, πολυπληθέστερα τμήματα υπό την ηγεσία του ίδιου του Μουσταφά Κεμάλ, που αποτελούσαν τον κύριο όγκο της συνολικής δύναμης του τουρκικού στρατού. Η έκβαση της μάχης υπήρξε ολέθρια για την ελληνική πλευρά, καθώς η πλειοψηφία των Ελλήνων στρατιωτών είτε φονεύθηκε, τραυματίσθηκε ή παραδόθηκε, ενώ επακολούθησε σφαγή αρκετών εκ των τραυματισμένων (και μέρους ακόμη των συλληφθέντων Ελλήνων), από Τούρκους ατάκτους και χωρικούς.
Τι προηγήθηκε
Ύστερα από την αποτυχημένη για αυτές έκβαση της μάχης του Σαγγαρίου ποταμού στις πύλες της Άγκυρας τον Ιούνιο του 1921, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις που λάμβαναν μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία ("Στρατιά Μικράς Ασίας") συνεπτύχθησαν, υποχωρώντας στις οχυρωμένες βάσεις εξόρμησής τους, επί της γραμμής Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ, δυτικά του ποταμού Σαγγαρίου. Έως και τον Αύγουστο του 1922, ουδεμία αξιοσημείωτη στρατιωτική ενέργεια αναλήφθηκε εκατέρωθεν, γεγονός που ευνόησε την τουρκική στρατιά η οποία βρήκε το χρόνο να ενισχυθεί σε άνδρες, πολεμοφόδια και υλικό. Βρισκόμενη σε οικονομική δυσχέρεια, η κυβέρνηση των Αθηνών έστρεψε τη δραστηριότητά της στο διπλωματικό πεδίο, αναγκασμένη να αναζητήσει συμβιβαστική λύση. Ωστόσο, η τουρκική πλευρά απέρριψε κάθε είδους μεσολαβητική πρόταση, επιδιώκοντας την ολοκληρωτική επικράτησή της στο στρατιωτικό πεδίο. Τα ξημερώματα της 15 Αυγούστου του 1922 (ανήμερα της χριστιανικής εορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου) εκδηλώθηκε η κύρια αντεπίθεση των τουρκικών δυνάμεων σε βάρος της γραμμής του ελληνικού μετώπου, στον πλέον αφύλακτο νότιο τομέα τους, την περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ. Αρχικά (16 Αυγούστου), η επίθεση αποκρούσθηκε από την ελληνική IV Μεραρχία Πεζικού στην τοποθεσία "Χαμούρκιοϊ-Ιμπουλάκ" (σκοτώθηκαν οι αξιωματικοί της Γεώργιος Παπαστεργίου, Γεώργιος Καλλιεγκάκης, Αθανάσιος Πουρνάρας κ.α.) Τα ελληνικά τμήματα κυκλώθηκαν απο τίς τουρκικές μεραρχίες και υποχρεώθηκαν να αναχωρήσουν προς δυσμάς κατά τις πρώτες νυκτερινές ώρες, μπροστά στις υπέρτερες εχθρικές μονάδες. Παράλληλα, η ελληνική XII Μεραρχία συμπτύχθηκε επιτυχώς με τη σύμπραξη των 33ου και 43ου Συνταγμάτων Πεζικού, που ανέκοψαν την προέλαση της 5ης Τουρκικής Μεραρχίας Πεζικού και της 1ης Τουρκικής Μεραρχίας Ιππικού, προξενώντας τους σημαντική φθορά.


Το τουρκικό σχέδιο
Μετά τα δυο πρώτα 24ωρα της σύγκρουσης, ο ελληνικός στρατός απώλεσε την πρωτοβουλία των κινήσεων και η ηγεσία του βρέθηκε σε κατάσταση σύγχυσης, καθώς ο διοικητής της Ι Μεραρχίας υποστράτηγος Αθανάσιος Φράγκος και ο επικεφαλής του Α΄ Σ.Σ. υποστράτηγος Νικόλαος Τρικούπης αδυνατούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους προκειμένου να καταστρώσουν κοινό σχέδιο δράσης. Από την άλλη, οι τούρκοι επιτελείς είχαν καταρτίσει ευφυές (όπως αποδείχθηκε στην πράξη) σχέδιο εγκλωβισμού και εξολόθρευσης του ελληνικού στρατού. Την έμπνευση της τουρκικής στρατιωτικής ηγεσίας περιγράφει επακριβώς απόσπασμα από ομιλία του Κεμάλ, ενώπιον της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, στο οποίο διατύπωσε τα εξής: «Η ιδέα μας ήταν να δώσουμε μία μάχη συντριβής, συγκεντρώνοντας τις κύριες δυνάμεις μας επί μιας πτέρυγας, εάν ήτο δυνατό, έναντι της εξωτερικής πτέρυγας του εχθρού. Βρήκαμε ως λύση ορθή να συγκεντρώσουμε τις κύριες δυνάμεις μας νότια της δεξιάς πτέρυγας του εχθρού, η οποία βρισκόταν στη περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ και μεταξύ του ποταμού Τσάϊ και του Τουμλού Μπουνάρ. Εκεί βρισκόταν η σπουδαιότερη και η μάλλον εύτρωτος τοποθεσία του εχθρού. Υπήρχε η αντίληψη ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ταχύ και αποφασιστικό εάν επιτιθέμεθα εκ της πλευράς αυτής» Παρόμοια όμως ήταν η οδηγία επιχειρήσεων που είχε εκδόσει από τις 25 Ιουλίου ο τούρκος επικεφαλής διοικητής του δυτικού μετώπου Ισμέτ Πασάς - Ινονού προς τους διοικητές των 1ης και 2ης τουρκικών στρατιών, όπου αναφέρει επακριβώς: «Αντικειμενικός σκοπός της επιθέσεως είναι να ριφθεί το κύριο εχθρικό σώμα προς βορρά, ηττώμενο σε γενική μάχη που θα αρχίσει και θα εξελιχθεί στο Αφιόν, στα όρη Ακάρ και τη προέκτασή τους. Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του Γ.Ε.Σ.: «Ο πανικός επετείνετο, η ανάμιξις των τμημάτων ηύξανε και ταχύτατα επηκολούθησε άτακτος φυγή. Το βαρύ και το πεδινόν πυροβολικό, τα αυτοκίνητα και τα λοιπά τροχοφόρα εγκατελείφθησαν υπό των φευγόντων επί της οδού. Εις μάτην ο Διοικητής της IV Μεραρχίας προσπάθησε να επαναφέρη την τάξιν δια της αποστολής αξιωματικών του Επιτελείου του, οι πανικόβλητοι εις ουδένα υπήκουον». Πρόθεση του Τρικούπη ήταν να κατευθυνθεί προς το Μπανάζ, όπου βρισκόταν η δύναμη του Φράγκου και σύμφωνα με τη διαταγή του αρχιστράτηγου Χατζανέστη, να ενωθεί μαζί του και να υποχωρήσουν συντεταγμένα προς τη Σμύρνη. Ωστόσο, ο εχθρός τον καθήλωσε και τον υποχρέωσε να οδηγήσει τις μονάδες του στο στενό του Αλή Βεράν, όπου είχε (ο εχθρός) προβεί στην εγκατάσταση ισχυρών οχυρωματικών θέσεων με μονάδες πυροβολικού. Οι έλληνες στρατιώτες εγκαταστάθηκαν στους δίδυμους λόφους Αντά, επιστρατεύοντας κάθε διαθέσιμη εφεδρεία. Ενώ η μάχη μαινόταν αμφίρροπη, ένας απεσταλμένος του διοικητή του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων (ανθλγος Κωνσταντίνος Καραμάνος)[5] κατέφθασε στο αρχηγείο του Τρικούπη και του μετέφερε μήνυμα σύμφωνα με το οποίο (Επίσημη Έκθεση-Αναφορά Νικόλαου Τρικούπη): «Ότι αποσταλείς σύνδεσμος μου ανέφερε προφορικώς, ότι ύπήρχεν ήμιονική οδός, ήτη έκ τού χώρου τής μάχης εβαίνε προς τήν ύπό τού συνταγματάρχου Πλαστήρα κατεχομένην θέσιν, πρός νύκτα, εάν έπεθύμουν. Δεδομένου, όμως, ότι αί μονάδες εστερούντο τελείως, ου μόνον τροφών, αλλά καί ανεφοδιασμού, αν βεβαίως δέν θά επετύγχανον επί τών κορυφών τών ορέων τού Τουμλού Μπουνάρ, διά τούτο απεφάσισα, εάν ή μάχη εξειλίσσετο ομαλώς, μέχρις επελεύσεως τού σκότους, νά κατευθύνω τά στρατεύματα πρός Μπανάζ, όπου, ώς έκ τής προστασίας τού αποσπάσματος Πλαστήρα επί τού Χασάν Ντεντέ Τεπέ, υπήρχε μεγίστη πιθανότης νά συναντηθώ μετά τών Μεραρχιών 1ης και 7ης…». Ο Τρικούπης (ως διοικητής του Α΄Σ.Σ.) με τη σύμφωνη γνώμη του στρατηγού Κίμωνα Διγενή (διοικητή του Β' Σ.Σ.) έλαβε την απόφαση να μην υποχωρήσει άμεσα αλλά να συνεχίσει προς Μπουνάρ.


 Από αριστερά προς τα δεξιά, ο διοικητής τής ΙV Μ.Π. Δημαράς, ο διοικητής Α΄ Σ.Σ. Τρικούπης, ο Τούρκος συνταγματάρχης Αντνάν (Adnan), ο διοικητής Β΄ Σ.Σ. Διγενής και ο Τούρκος λοχαγός Εμίν (Εmin)



Η συντριβή των ελληνικών δυνάμεων
Με την ανατολή του ηλίου, οι τομείς των ελληνικών μεραρχιών Ι , ΙV και V, μεταξύ του ποταμού Ακάρ (παραποτάμου του ποταμού Σαγγαρίου) και του Τουμλού Μπουνάρ δέχθηκαν επίθεση από ανατολάς και νότου[6]. Οι ελληνικές μονάδες υπέστησαν καταιγισμό βολών πυροβολικού και είχαν τεράστιες απώλειες. Οι επιθέσεις του τουρκικού Πεζικού και Ιππικού που ακολούθησαν του κανονιοβολισμού, αποκρούσθηκαν χάρις στις ύστατες προσπάθειες των ελλήνων στρατιωτών, όμως η πλάστιγα σύντομα έγειρε σε βάρος τους. Αρκετά τμήματα πανικοβλημένα, διαλύθηκαν και επιχείρησαν να σωθούν με άτακτη φυγή, αλλά σφαγιάσθηκαν από τους τούρκους ιππείς. Σημειώθηκαν τότε πολλά περιστατικά που καταδείκνυαν το βαθμό του πανικού αλλά και της απελπισίας των ελλήνων στρατιωτών, όπως περιπτώσεις κατά τις οποίες αξιωματικοί πυροβολήθηκαν από τους λιποτακτούντες φαντάρους, που εν συνεχεία και στην προσπάθεια διαφυγής τους, προέβαιναν σε βιαιοπραγίες κατά τούρκων αμάχων. Εξαίρεση αποτέλεσε η συντεταγμένη υποχώρηση του 5/42 Ευζωνικού Συντάγματος (Πλαστήρα) που κάλυψε επιτυχώς την υποχώρηση της 1ης μεραρχίας, υποχρεώνοντας τον αντίπαλο τούρκο διοικητή Ρεσάτ Μπέη (ο οποίος απέτυχε να ανατρέψει τους Έλληνες από τη θέση τους στο ύψωμα 1310 εντός μίας ώρας, όπως είχε υποσχεθεί στο Κεμάλ) να αυτοκτονήσει από ευθιξία[7]. Ωστόσο, οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν ένα στρατηγικό σημείο, το "Δασωμένο Λόφο" που τους επέτρεψε να ελέγχουν το σύνολο του πεδίου μάχης. Ο ταγματάρχης Βλάχος και ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Τσάκαλος προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους άνδρες τους, αλλά δεν τα κατάφεραν, με τον δεύτερο να φονεύεται. Επίσης, μαχόμενος έπεσε ο αντισυνταγματάρχης Αθανάσιος Σακέτας, που αρνήθηκε να παραδοθεί στους τούρκους και διέταξε γενική επίθεση των ανδρών του[8]. Περαιτέρω, ο ουλαμός των υποψήφιων έφεδρων αξιωματικών εξολοθρεύτηκε ολοσχερώς. Μέσα στη νύκτα της 17ης προς 18η Αυγούστου 1922, τα τμήματα του Τρικούπη προσπάθησαν να αναζητήσουν δίοδο σωτηρίας προς το Ουσάκ όπου γνώριζαν ότι θα βρισκόταν ο Φράγκου με τους δικούς του άνδρες. Όμως, αποπροσανατολίσθηκαν λόγω του ορεινού εδάφους ("Μουράτ Νταγ") και έχασαν το δρόμο τους περιπλανώμενα, με αποτέλεσμα να φτάσουν έπειτα από τρεις ολόκληρες ώρες στην περιοχή Ογιουτσούκ, όπου όμως -προς γενική απογοήτευση- δεν βρισκόταν πια ο Πλαστήρας με το Σύνταγμά του, έχοντας αποχωρήσει δυο ώρες πριν. Το στενό πέρασμα είχε πια περιέλθει στην κατοχή του τουρκικού Ιππικού και ο Τρικούπης δίστασε να σχεδιάσει διάσπαση των εχθρικών θέσεων, με μόνο τον συνταγματάρχη Γαρδίκα (διοικητή της 9ης Μεραρχίας) να το επιχειρεί, να κατορθώνει το στόχο του και να φτάνει στην αμαξιτή οδό που συνέδεε το Τσεντές με το Ουσάκ. Στις 19 Αυγούστου οι άνδρες του Τρικούπη και του Διγενή (ακολουθούμενοι από άμαχους πρόσφυγες ελληνικής και αρμένικης καταγωγής) μετέβαλλαν την κατεύθυνσή του δις, προκειμένου να αποφύγουν τις εχθρικές δυνάμεις που τους καταδίωκαν. Την επόμενη μέρα (20 Αυγούστου) εισήλθαν στο τουρκικό χωριό Καρατζά Χισάρ, συμπληρώνοντας ένα 5μερο πορείας και συνεχών μαχών. Εκεί, γέροντες τούρκοι τους πληροφόρησαν ότι το Ουσάκ είχε καταληφθεί. Κατόπιν της είδησης αυτής, αλλά και λόγω άρνησης των απολύτως εξουθενωμένων ανδρών τους να συνάψουν περαιτέρω μάχη, ο Τρικούπης και ο Διγενής και παρά τις αντιρρήσεις του ταγματάρχη Βλάχου που έσχισε τις επωμίδες του, αναγκάσθηκαν να γίνουν οι πρώτοι έλληνες στρατηγοί στα χρονικά που θα παραδίνονταν στους αντιπάλους τους, σε μια απόσταση 30 χλμ. μακριά από το Τουμλού Μπουνάρ, από όπου είχαν ξεκινήσει. Μάλιστα ο ίδιος ο Κεμάλ Ατατούρκ ενημέρωσε τον Τρικούπη πως είχε προαχθεί σε αντιστράτηγο, μετά την παύση του Χατζανέστη. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετοί από τους μικρασιάτες εθελοντές που μετείχαν στις μονάδες προτίμησαν να αυτοκτονήσουν αντί να παραδοθούν ζωντανοί στους τούρκους, οι οποίοι θα τους εκτελούσαν μετά από βασανιστήρια επί τόπου, ως ενόχους εσχάτης προδοσίας, καθώς θεωρούνταν τούρκοι υπήκοοι. Παρόμοια τύχη επιφυλάχθηκε και για τις μονάδες του υποστράτηγου Αθανάσιου Φράγκου, που από το πρωΐ της 19ης Αυγούστου είχαν συνενωθεί στο Ουσάκ με αξιωματικούς και οπλίτες της IV Μεραρχίας, υπό τον ταγματάρχη Τσολάκογλου. Το βράδυ της 16ης Αυγούστου το σύνολο της δύναμης, πλην του 5/42 Συντάγματος το οποίο ήταν προωθημένο στην τοποθεσία Χασάν Ντεντέ Τεπέ, αναμένοντας να φτάσει εκεί ο Τρικούπης, ήταν καθηλωμένο στην περιοχή του Τσουρούμ Νταγ, στα δυτικά του Τουμλού Μπουνάρ. Ο Φράγκου δέχθηκε συνεχείς επιθέσεις τουρκικών δυνάμεων και υποχρεώθηκε να συμπτυχθεί προς τη σιδηροδρομική γραμμή ανατολικά του Ουσάκ, εγκαταλείποντας τις θέσεις του στην κοιλάδα Μπανάζ. Στη μάχη που ακολούθησε, ο τομέας που κάλυπτε το 34ο Σύνταγμα (Ιωάννης Πιτσίκας) άντεξε αρχικά, αλλά όταν το 4ο Σύνταγμα (Χατζηγιάννη) υποχώρησε άτακτα χωρίς ιδιαίτερη πίεση, ολόκληρη η άμυνα κατέρρευσε. Στις 23 Αυγούστου ο Φράγκου με την υποστήριξη του Συντάγματος Πλαστήρα επικράτησαν των αντιπάλων δυνάμεων στη μάχη του Σαλιχλί, απωθώντας τους. Στις 24 Αυγούστου οι άνδρες του Φράγκου έφθασαν καταπονημένοι στο Νυμφαίο, από όπου -παρακάμπτοντας τη Σμύρνη και υποστηριζόμενοι συνεχώς από τον Πλαστήρα- αναχώρησαν πάραυτα για τον Τσεσμέ, μέσω του οποίου διαπεραιώθηκαν στη Μυτιλήνη, μαζί με μικρές άλλες διασωθείσες μονάδες (τμήματα του Α' Σ.Σ. υπό τον συνταγματάρχη Γονατά, άνδρες της ΙΙ Μεραρχίας και της Ανεξάρτητης Μεραρχίας υπό το στρατηγό Θεοτόκη κ.α.)[9] Παρά τις μεμονωμένες αυτές εξαιρέσεις, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής στρατιάς είχε ηττηθεί ή αιχμαλωτισθεί. Μια φάλαγγα 1.500 ανδρών με 82 αξιωματικούς υπό την ηγεσία του υποστράτηγου Δημ. Δημαρά και του συνταγματάρχη Κολλιδόπουλου παραδόθηκε στο όρος Μουράτ Νταγ, έχοντας μείνει χωρίς τροφή και πυρομαχικά. Μόνο μια μεγάλη μονάδα, η φάλαγγα υπό τον συνταγματάρχη Γαρδίκα κατάφερε να αποφύγει την αιχμαλωσία. Επίσης, 400 άνδρες κατόρθωσαν να διαφύγουν υπό την ηγεσία του δεκανέα Κομνηνού Πυρομάγλου[10]). Σύμφωνα πάντοτε με την επίσημα καταγεγραμμένη ιστορία του Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ. οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε 2.000 νεκρούς, 4.000 τραυματίες και επιπλέον 190 αξιωματικούς (περιλαμβανομένου του Τρικούπη) και σχεδόν 4.500 στρατιώτες αιχμαλωτισθέντες[11]. Στις 17 Αυγούστου, παρά ταύτα, ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης είχε αποστείλει από τη Σμύρνη όπου βρισκόταν, τηλεγράφημα προς τις μαχόμενες δυνάμεις του μετώπου, αναφέροντας: "Ο ένδοξος Ελληνικός Στρατός, ο τόσας δάφνας δρέψας, ευρίσκεται μετά αγώνας τεσσάρων μόνον ημερών, και υπό την πίεσιν εχθρού ουχί υπερτέρων δυνάμεων, ένθεν του Τουμλού Μπουνάρ. Άνδρες και μεταγωγικά διαρρέουσι προς το εσωτερικόν. Σώματα και Μεραρχίαι υποχωρούν άνευ διαταγής. Παρασκευάζεται ούτω κατάστασις φέρουσα το όνειδος, το αίσχος και την ατιμίαν. Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί και στρατιώται! Δια την τιμήν σας, δια την τιμήν της Πατρίδος και του Ελληνικού ονόματος, ο εχθρός πρέπει να συγκρατηθή και να συντριβή ταχέως, ταχύτατα. Η προς την Σμύρνην άγουσα πρέπει να φραχθή δια των στηθών όλων σας και πάση θυσία, ως φέρουσα άλλως όχι μόνον προς την Σμύρνην, αλλά και προς την αιχμαλωσίαν και την ατίμωσιν. Τονώσατε το ηθικόν και εμπνεύσατε εις τας ψυχάς πάντων ότι η σωτηρία έγκειται μόνον εις την συνοχήν και την πειθαρχίαν. Πρέπει να εννοήσωσι πάντες ότι, μη απωθούντες τον εχθρόν, λιποψυχούντες και διαρκώς υποχωρούντες, θα επανέλθωσι μίαν ημέραν αλλ’ αργότερον εις την Πατρίδα και τα χωρία των, φέροντες επί του μετώπου των όχι την δάφνην ην μετά τόσους κόπους και μόχθους απέκτησαν, αλλά στίγμα, κηλίδα ανεξίτηλον, ρυπαίνουσα αυτούς και τους απογόνους των". Στις 19 Αυγούστου, δυο ημέρες πριν παυθεί από τα καθήκοντά του, ο Χατζηανέστης στέλνει στον υποστράτηγο Φράγκου το εξής τηλεγράφημα: "Κοινοποιήσατε εις άπαντας τους υφ’ υμάς την κάτωθι διαταγήν μου. Ως να μη ήρκει η ακατάσχετος υποχώρησις, ήτις τείνει να μετατραπή εις φυγήν, εμπρησμοί, ατιμώσεις, βιασμοί, σφαγαί συμπληρούσι την απαισίαν εικόνα. Οι φυγάδες πληθύνονται, η αποσύνθεσις επεκτείνεται και όμως δεν απέχει πολύ η γραμμή ην ως έσχατον όριον της συμπτύξεως ώρισα και ένθεν της οποίας απαγορεύω απολύτως πάσαν υποχώρησιν άνευ ειδικής διαταγής μου, καθιστών ατομικώς υπευθύνους τους διοικητάς των μονάδων, καθ’ ων θα εφαρμόσω αμειλίκτως τον νόμον εάν αυτοβούλως άλλως ενεργήσωσιν. Οι δειλοί, οι άνανδροι, οι φυγάδες ας απέλθωσι συναποφέροντες μετ’ αυτών το αίσχος και την ατίμωσιν, αλλ’ οι πιστοί εις τον όρκον των, οι αληθείς άνδρες, οι Έλληνες, όσοι και αν είναι, να παραμείνωσιν εκεί ακλόνητοι μέχρι της ελεύσεως των εκ Θράκης και Β. Μετώπου αναμενόμενων ενισχύσεων, διότι άλλως βαίνομεν ραγδαίως και αμετακλήτως προς τον όλεθρον και την καταισχύνην". Στον αντίποδα, ο Κεμάλ τηλεγράφησε προκλητικά προς την ελληνική πλευρά: «Έλληνες, θυμηθείτε την ιστορία σας και σταθείτε να δώσετε μια μάχη» Σε άλλο σημείο, η ιστορία ΓΕΣ/ΔΙΣ αναφέρει: «Αι ελληνικαί δυνάμεις αίτινες επολέμησαν εις Αλή Βεράν, ετίμησαν τα όπλα των μέχρι τέλους. Αλλ’ οι ήρωες του σκληρού τούτου αγώνος, παρέμειναν αφανείς λόγω της ολέθριας εκβάσεως αυτού».

πηγή φωτογραφίας :http://attikanea.blogspot.gr
 
Απόηχος
Η πράξη του στρατηγού Τρικούπη να παραδοθεί και όχι να πέσει στο πεδίο της μάχης ή να αυτοκτονήσει, έχει δεχθεί διαχρονική κριτική από έλληνες ιστορικούς. Στο έργο του, «Η Μικρασιατική εκστρατεία», ο Σαράντος Καργάκος αναφέρει: "Η παράδοση του Τρικούπη ήταν μια πράξη ρεαλισμού και ανθρωπισμού αλλ’ όχι προσωπικού ηρωισμού. Έπρεπε ν’ ακολουθήσει αυτούς που είχε τις προηγούμενες ημέρες οδηγήσει στη θυσία και να μη συρθεί –Αρχιστράτηγος αυτός!- στην αιχμαλωσία. Το χρέος του ήταν η αυτοκτονία. Έτσι θα κατακτούσε την αθανασία και θα δημιουργούσε παράδοση που ειδικά στον παρόντα καιρό θα μας ήταν πολύ χρήσιμη. Χάθηκε η ευκαιρία να επικρατήσει ως στρατιωτική νοοτροπία η αρχή: ο αρχηγός δεν παραδίδεται, αυτοκτονεί. Το έπραξαν εκατοντάδες Γερμανοί αξιωματικοί. Όχι για τον Χίτλερ. Για την προσωπική τους τιμή". Στις 18 Αυγούστου απονεμήθηκε από το γενικό στρατηγείο της τουρκικής στρατιάς ο τίτλος του αρχιστρατήγου στον Ισμέτ Πασά, ως επιβράβευση της συμβολής του στη νίκη. Ο νέος αρχιστράτηγος (Γεώργιος Πολυμενάκος) έφτασε στις 22 Αυγούστου στο ελληνικό αρχηγείο της Σμύρνης με τη συνοδεία του υπουργού Στρατιωτικών Νικολάου Θεοτόκη και του στρατηγού Β. Δούσμανη όπου μετείχαν σε σύσκεψη μαζί με τον Χατζανέστη και τον Ύπατο Αρμοστή Αρ. Στεργιάδη, κατά την οποία επιβεβαιώθηκε η πλήρης ασυνεννοησία που επικρατούσε, αφού ο πρώην αρχιστράτηγος ενημέρωσε τους υπολοίπους ότι: «Ο κίνδυνος για τη Σμύρνη εξέλιπε»

Αρχεία Γενικό Επιτελείου Στρατού, Διεύθυνση Ιστορίας.

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια




Η αιχμαλωσία
Γράφει ο Στρατής Χαραλάμπους
αντιστράτηγος εν αποστρατεία

Για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία αιχμαλωτίζεται τμήμα αποτελούμενο από 193 αξιωματικούς (μεταξύ των οποίων ήταν οι διοικητές των Α΄ και Β΄ Σωμάτων Στρατού, Τρικούπης και Διγενής, και ο διοικητής τής ΧΙΙΙ Μεραρχίας συνταγματάρχης Καϊμπαλής), 4.400 οπλίτες και έξι ορειβατικά πυροβόλα.
Εξετάζοντας τις τουρκικές πηγές για την αιχμαλωσία Τρικούπη, διαπιστώνεται ότι αυτό το θλιβερό γεγονός αποτέλεσε ευκαιρία για να ανυψωθεί το ηθικό του Τουρκικού Στρατού και κατ’ επέκταση του λαού. Συγκεκριμένα επινοήθηκε η ιστορία του λοχία Αχμέτ, ο οποίος ήταν υπαρκτό πρόσωπο, γεννήθηκε το 1890, μετά τον πόλεμο εργάστηκε ως αρχιφύλακας στις φυλακές του Αφιόν Καραχισάρ και πέθανε το 1956: Ο Αχμέτ μαζί με άλλους δύο ορίστηκε περίπολος αναγνώρισης τη νύκτα 2/3 Σεπτεμβρίου, πίσω του ακολουθούσε άλλο τμήμα 40 ανδρών. Ο λοχίας σκαρφάλωσε στο δασωμένο λόφο και μόλις έφθασε στην κορυφή αντίκρισε πέντε - δέκα Έλληνες και με την απειλή χειροβομβίδας τούς ζήτησε να παραδοθούν, όπως και έγινε. Στη συνέχεια τους οδήγησε στο διοικητή τάγματος, Fuat bey, ο οποίος του είπε ότι συνέλαβε το στρατηγό Τρικούπη.
Η ζωή τού Αχμέτ το 1972 γυρίστηκε ταινία από την εταιρεία Yeşilçam (είναι η τουρκική «Φίνος Φιλμ»), με σκηνοθέτη το Semih Evin και με ένα υπερβολικό για τις ανάγκες της προπαγάνδας σενάριο. Επίσης ο μύθος τού Αχμέτ πέρασε και στη βιβλιογραφία και ιδιαίτερα στα εικονογραφημένα περιοδικά της εποχής.
Ο Τούρκος συγγραφέας Χασάν Οζπουνάρ (Hasan Οzpunar) αναφέρει ότι υπάρχουν διάφορες εκδοχές για ην αιχμαλωσία Τρικούπη, επισημαίνει όμως ότι στις κατ’ έτος εκδηλώσεις στο μνημείο του χωριού Göğem, όταν αναφέρουν την παράδοση της ομάδας Τρικούπη, λέγουν ότι έγινε στους πρόποδες του Elma dağ, στο διοικητή της 5ης Μεραρχίας Καυκάσου Συνταγματάρχη Dolaylı Halit. Το όνομα του λοχία Αχμέτ δεν αναφέρεται.
Στο βιβλίο με τίτλο «Αναμνήσεις», ο συνταγματάρχης Hamdi αναφέρει: «Τη νύκτα 2/3 Σεπ. ο λοχαγός Σαλίχ από το Σίβας, δ/κτής της ίλης ιππικού, έφερε στο λόφο Μπόλμελίκ (Bölmelik) βόρεια του χωρίου Göğem, δυο στρατηγούς και ένα συνταγματάρχη με τους υπασπιστές τους, αν και ήλθαν έφιπποι ήταν κατάκοποι. Πριν παραδοθούν στο Elma dağ, έκαναν συμβούλιο.»
Ο καθηγητής Ρεσάκ Καϋνάρ (Resak Kaynar) αναφέρει ότι «Ο Τρικούπης ήταν από τους εξυπνότερους Έλληνες αξιωματικούς, δεν δίστασε να τουφεκίσει Έλληνες στρατιώτες που βίασαν Τουρκάλες, ήταν όμως άτυχος.
Υπάρχει διαφορά μεταξύ παράδοσης και αιχμαλωσίας, τη νύκτα 2/3 Σεπ. 1922 περί ώρα 22:00 Σάββατο προς Κυριακή, ο Τρικούπης παραδόθηκε στον Halid Akmansü (1884 - 1953) στο όρος Elma dağ, όπου αντιληφθείς ότι κυκλώθηκε ύψωσε λευκή σημαία, η πλησιέστερη τουρκική μονάδα ήταν μια ίλη ιππικού 2 χιλιόμετρα μακριά, στην όποια παρουσιάστηκε ο Έλληνας αξιωματικός με τη λευκή σημαία. Ο συνταγματάρχης Halid τον οδήγησε στο διοικητή ταξίαρχο Alı Rıza, η παράδοση έγινε στο χωριό Göğem, στους πρόποδες του Εlma dağ…»
Ο Τούρκος δημοσιογράφος και συγγραφέας Hıfzı Topuz, που το 1952 συμμετείχε στην τούρκικη αποστολή στην Αθήνα για τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, γνωρίστηκε με τον απόστρατο στρατηγό Τρικούπη, ο οποίος εν τω μεταξύ πρωτοστατούσε στην προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων των δύο χωρών, και του πήρε συνέντευξη.
Στη συνέντευξη ο Τρικούπης ανέφερε ότι παραδόθηκε στο συνταγματάρχη Halid Akmansü, στη συνέχεια οδηγήθηκε στο διοικητή του Δυτικού Μετώπου Ισμέτ Ινονού και στις 4 Σεπτεμβρίου στο στρατηγείο τού Κεμάλ στο Ουσάκ. Ο Τρικούπης, περιγράφοντας τη σύλληψή του στον Τούρκο δημοσιογράφο, αναφέρει ότι έγινε ενώ αυτός και ο υπασπιστής του πολεμούσαν. Τέτοια λεπτομέρεια δεν αναφέρεται στην επίσημη ιστορία του Γενικού Επιτελείου, αλλά ούτε και στις τουρκικές πηγές.
Το επίσημο περιοδικό του τουρκικού Γενικού Επιτελείου «Ένοπλες Δυνάμεις» («Silahlı Kuvvetleri») στο τεύχος του Οκτωβρίου 2010 αφιερώνει άρθρο στη συνάντηση Τρικούπη - Κεμάλ, η οποία έγινε στις 4 Σεπτεμβρίου, σε οικία πλούσιας οικογενείας στο Ουσάκ, η οποία είχε βαφεί με τα χρώματα της ελληνικής σημαίας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες του Έλληνα αρχιστρατήγου. Σήμερα η οικία αυτή χρησιμοποιείται ως Μουσείο Εθνογραφικό και του Ατατούρκ (Uşak Atatürk ve Etnoğrafya Müzesi) και διατηρεί τα ίδια χρώματα (μπλε και άσπρο). Στο άρθρο επιχειρείται:
- Να υποτιμηθεί η ελληνική στρατιωτική διοίκηση με την απολογία του Τρικούπη, ο οποίος ρίχνει όλο το βάρος της κακής διεύθυνσης του αμυντικού αγώνα στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ στο επιτελείο της Στρατιάς, παραβλέποντας τα δικά του τακτικά λάθη και ιδιαίτερα της μη ανάπτυξης πρωτοβουλίας για αποφυγή από την ομάδα του της παγίδας τού Αλί Βεράν και την αποτροπή της αιχμαλωσίας, πράγμα το οποίο έπραξαν άλλοι αξιωματικοί (Γαρδίκας - Τσολάκογλου).
- Να τονισθεί η άριστη συμπεριφορά τού Κεμάλ προς τους αιχμαλώτους και επιπλέον η ενημέρωση των οικείων τους μέσω της Ερυθράς Ημισελήνου (Hilal-i Ahber).
- Να επισημανθεί η ολική κατάρρευση του δυνατού και παντοδύναμου μέχρι πρότινος Ελληνικού Στρατού, ο οποίος πολεμούσε επί δέκα και πλέον έτη (από το 1912), είχε διπλασιάσει την ελληνική επικράτεια και πορεύτηκε μέσω της Αλμυρής Ερήμου μέχρι ανατολικά του Σαγγαρίου. Προς επίρρωση των αναφερομένων παραδόθηκε από τον Κεμάλ στο στρατηγό Τρικούπη το τηλεγράφημα της ελληνικής κυβέρνησης, με το οποίο ο αιχμάλωτος στρατηγός είχε διοριστεί, χωρίς να το γνωρίζει, την προηγουμένη αρχιστράτηγος σε αντικατάσταση του Χατζανέστη.
Συμπεράσματα
Μελετώντας σήμερα, αντικειμενικά και από διάφορες πηγές, τα στρατιωτικοπολιτικά γεγονότα της εποχής εκείνης, καταλήγει κανείς στα παρακάτω συμπεράσματα:
- H απόκρουση της τουρκικής επίθεσης και η αποφυγή κατάρρευσης του μετώπου στο Αφιόν Καραχισάρ, πιθανόν να οδηγούσε σε διαπραγματεύσεις και να διατηρείτο το ελληνικό στοιχείο στις πατρογονικές εστίες.
- Η μη σοβαρή προετοιμασία της άμυνας (οργάνωση - σχεδίαση - εκτέλεση), με τις υπάρχουσες δυνατότητες, δείχνει ότι η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία της χώρας δεν είχε ξεκάθαρη στρατηγική αλλά οδηγείτο από τις εξελίξεις και περίμενε τον «από μηχανής θεό».
- Η χρήση στρατιωτικών γεγονότων, πολλές φορές παραποιημένων, στην κρατική προπαγάνδα, στην ιστορική βιβλιογραφία και στα μέσα μαζικής επικοινωνίας των δύο κρατών δε βοηθάει στην προσέγγιση των δύο λαών και για τούτο απαιτείται η αναθεώρηση πολλών «μύθων».
- Όπως έχουμε τονίσει και στο παρελθόν, οι νεκροί του πεδίου της μάχης πρέπει να τιμούνται όχι μόνο στις νίκες αλλά και στις ήττες και νομίζουμε ότι οι αρμόδιοι πρέπει να ξεκινήσουν τις διαδικασίες ανέγερσης μνημείου πεσόντων στα ματωμένα χώματα της Μικράς Ασίας και πιο κατάλληλη περιοχή δεν είναι άλλη από το Αλί Βεράν. Τούτο δε το μνημείο να αποτελέσει στο μέλλον σημείο επίσκεψης των κατά κύματα Νεοελλήνων επισκεπτών των παζαριών και των χώρων αναψυχής της γειτονικής χώρας. Διότι δεν κινδυνεύουμε μόνο ως έθνος να υποστούμε αλλοτρίωση από την οικονομική δυσπραγία, αλλά κυρίως από τη μη γνώση της Ιστορίας μας.

http://www.emprosnet.gr/emprosnet-archive/e052f955-3acc-4192-9076-1a817ad3d29f





  Νικόλαος Τρικούπης



Ο Νικόλαος Τρικούπης (Μεσολόγγι, 1869 - 27 Φεβρουαρίου 1959) ήταν Έλληνας στρατηγός, ηγετική μορφή της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Ήταν γιος του Θεμιστοκλή Τρικούπη και αδελφός του Κωνσταντίνου Τρικούπη. Εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων από την οποία και αποφοίτησε το 1888 ως ανθυπολοχαγός πυροβολικού. Στη συνέχεια μετέβη στη Γαλλία, όπου και ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του εκπαίδευση, παραμένοντας εκεί επί μια επταετία (1889-1895).[εκκρεμεί παραπομπή] Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, συμμετείχε στους Α' Σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες στη άθλημα της σκοποβολής. Στους αγώνες που έγιναν στο σκοπευτήριο Καλλιθέας, ήταν τρίτος στη βολή με πολεμικό όπλο από 200 μέτρων με 1718 βαθμούς.[1]. Το 1897, πολέμησε στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο στο επιτελείο της 1ης Μεραρχίας. Το 1904, μετατέθηκε στο συγκροτούμενο τότε Σώμα Γενικών Επιτελών και μετά την κατάργηση του σώματος, επανήλθε στο όπλο του.
Στους Βαλκανικούς πολέμους, διετέλεσε επιτελάρχης της 3ης Μεραρχίας υπό τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Δαμιανό. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, διετέλεσε διαδοχικά διοικητής συντάγματος πυροβολικού, επιτελάρχης του Γ΄ Σώματος Στρατού, καθώς και υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο ως συνταγματάρχης, όταν ανέλαβε διοικητής της 3ης Μεραρχίας με την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Μετά την νικηφόρα προέλαση του Ελληνικού Στρατού μέχρι τα σερβοβουλγαρικά σύνορα κοντά στην σερβική πόλη Πιρότ, προάχθηκε σε υποστράτηγο.
Μετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ήταν διοικητής του Α' Σώματος Στρατού στη περιοχή της πόλης Αφιόν Καραχισάρ. Όμως ο Τρικούπης, αν και ηγείτο πέντε μεραρχιών και μετά από σειρά στρατηγικών λαθών αιχμαλωτίστηκε μαζί με πολλές στρατιωτικές μονάδες. Σοβαρότερο λάθος αποτέλεσε το γεγονός ότι διοικώντας τόσες μεγάλες στρατιωτικές μονάδες, δεν προχώρησε στην ανάπτυξη των αναγκαίων προκεχωρημένων φυλακίων και ενός δικτύου παρατηρητών προκειμένου να διαφυλάξει την εμπροσθοφυλακή των μονάδων ευθύνης του. Εντέλει, όταν οι ελληνικές δυνάμεις δέχθηκαν την αιφνίδια επίθεση με διπλάσιες αριθμητικά δυνάμεις από τον κεμαλικό στρατό, δεν διέταξε τα σώματα ευθύνης του σε συντεταγμένη οπισθοχώρηση, με αποτέλεσμα την περικύκλωση και την αιχμαλωσία αυτών. Το ρήγμα που προέκυψε στο μέτωπο έπειτα από την ήττα στη μάχη του Αλή Βεράν, προκάλεσε την κατάρρευση ολόκληρου του μετώπου και την άτακτη φυγή των ελληνικών δυνάμεων προς τα παράλια. Ο Νικόλαος Τρικούπης αιχμαλωτίστηκε και αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα, όταν το 1923 επήλθε συμφωνία ανταλλαγής αιχμαλώτων.[3] Έπειτα αποστρατεύτηκε ενώ δεν κλήθηκε ποτέ σε απολογία. Το ξίφος του Νικολάου Τρικούπη βρίσκεται στο Πολεμικό Μουσείο της Άγκυρας.
Το 1927, παρά τις ευθύνες για την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου, ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία και προάχθηκε σε αντιστράτηγο, με τον βαθμό τον οποίο εντέλει αποστρατεύθηκε. Επιπρόσθετα με τα πολιτικά δρώμενα της εποχής και επί κυβερνήσεων Ελευθερίου Βενιζέλου κατά της περίοδο 1928 με 1930, διορίστηκε νομάρχης Αττικοβοιωτίας.
Τιμήθηκε με πολλά ελληνικά ανώτατα παράσημα. Σύζυγός του ήταν η Ελένη, το γένος Κορδέλλα. Έγραψε τα έργα «Εκγύμνασις ίππου» (1898), «Ταχεία μέθοδος προς κανονισμόν βολής πυροβολικού» (1900) και «Αναμνήσεις επεισοδίων και γεγονότων εκ των πολέμων μας» (1930).
Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου 1959.



Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
 


 Πηγή φωτογραφιών: http://cell.capitalblogs.gr/showArticle.asp?id=39623&blid=304

Δεν υπάρχουν σχόλια: