Ο
Στάθης Μάστορας, ο συνθέτης της «Ριρίκας» και η εποχή του
Του Γιώργου Ψαρουδάκη
Μουσικού, λυρικού τραγουδιστή,
τενόρου
Α'
Το σκηνικό του μουσικού θεάτρου, Επιθεώρησης και Οπερέτας την εποχή του Στάθη
Μάστορα.
Ο συνθέτης της
"Ριρίκας" θα εμφανιστεί στο μουσικό προσκήνιο της Αθήνας σε μια εποχή
που το μουσικό θέατρο, Επιθεώρηση και Οπερέτα, αναζητούσαν νέες κατευθύνσεις.
Η ακμή και περισσότερο η
παρακμή τους τον βρήκε πάνω στην πιο δημιουργική περίοδο της μουσικής
σταδιοδρομίας του.
Η Επιθεώρηση θα
κυριαρχήσει στη μουσική σκηνή ανάμεσα στα 1907 και τη Μικρασιατική καταστροφή
και θα ασκήσει ισχυρή επίδραση στους προσανατολισμούς των συνθετών.
Στη γοητεία της οι
συνθέτες δύσκολα θα αντισταθούν έστω κι αν ο ρόλος τους τις περισσότερες φορές
περιοριζόταν σε διασκευές ξένων τραγουδιών που είχαν γίνει σουξέ, από το να
γράφουν δικές τους πρωτότυπες συνθέσεις.
Όμως η Μικρασιατική
καταστροφή και η μετατόπιση του ενδιαφέροντος του μουσικού θεάτρου στο νέο
είδος την Οπερέτα, θα φέρει στην παρακμή την Επιθεώρηση.
Έτσι η Επιθεώρηση από τα
μέσα στην δεκαετία του είκοσι δεν σατιρίζει πια, όπως πριν, πολιτικούς και
λαϊκούς τύπους, αλλά προβάλλει αφηρημένες φιγούρες μιας εξεζητημένης
αποκριάτικης μυθολογίας με κολομπίνες, πιερότους, αρλεκίνους, μπαλαρίνες,
μεθυσμένους γλεντζέδες και ερωτευμένους που τραγουδούν και χορεύουν στον
ξέφρενο ρυθμό του φοξ-τρότ, του τσάρλεστον, του ουάν-στέπ ή του λιγωμένου ταγκό.
Τουλάχιστον όμως τώρα οι συνθέσεις είναι πρωτότυπες.
Στη φάση αυτή οι πιο
εύστροφοι συνθέτες αλλάζουν προσανατολισμό και μεταπηδούν βιαστικά στην Οπερέτα
καθώς η ενασχόληση τους με αυτή σήμαινε μουσικό προβιβασμό.
Στα χρόνια που ακολούθησαν
και μετά τις μεγάλες επιτυχίες του Θεόφραστου Σακελλαρίδη με το
"Βαφτιστικό" το 1918 και του Νίκου Χατζηαποστόλου με τους
"Απάχηδες των Αθηνών" το 1921 σε κείμενα (λιμπρέτα) του Γιάννη
Πρινέα, κοινό και συνθέτες θα καταληφθούν από ακατάσχετη Οπερετομανία.
Σ' αυτό θα συμβάλλει
αποφασιστικά και ο ηθοποιός και θιασάρχης Γιάννης Παπαϊωάννου που θεωρείται ο
θεμελιωτής της ελληνικής Οπερέτας.
Το μουσικοθεατρικό αυτό
είδος η Οπερέτα και λόγω της δομής του, (σε αντίθεση με την Επιθεώρηση, έχει
υπόθεση αρχή μέση και τέλος), θα γνωρίσει μεγάλη δόξα κυρίως στα χρόνια ανάμεσα
στα 1916 και 1928.
Έχοντας σαν πρότυπο τις
πιο δημοφιλείς και ανάλαφρες γαλλικές και βιενέζικες οπερέτες, θα ικανοποιήσει
τόσο τους συνθέτες όσο και τη δίψα του κοινού για ευρωπαϊκό μουσικό
προσανατολισμό με χρώμα ελληνικό, προσφέροντας τους παράλληλα και την
ψευδαίσθηση ότι αποκτούν δοσοληψίες με "υψηλή τέχνη".
Στη θεματολογία και στα
κείμενα της Οπερέτας μόνιμη θέση έχει ο έρωτας.
Τους όρκους αιώνιας
ερωτικής πίστης διαδέχεται η άστατη γυναικεία καρδιά και το κεραυνοβόλο ερωτικό
πάθος εναλλάσσεται με τις αναμνήσεις που ξυπνά ένας χαμένος έρωτας.
Έτσι η ξενοιασιά, το κέφι,
η χαρά, η μυθολογία και αισθηματολογία γίνονται νήματα μιας ομαδικής ψυχολογίας
και μάλιστα σε μια εποχή που ο έρωτας είχε ταυτιστεί με τις αισθητικές
αναζητήσεις της τέχνης.
Μέσα σ' αυτό το μαγικό
μουσικό σκηνικό θα κινηθεί και ο Στάσης Μάστορας. Οι επιτυχίες των Θεόφραστου
Σακελλαρίδη και Νίκου Χατζηαποστόλου τον συναρπάζουν, ενώ τα επόμενα χρόνια θα
υπηρετήσει με πάθος το μουσικό θέατρο στο οποίο αφοσιώνεται. Από νωρίς δε, με
τα πρώτα δείγματα του ταλέντου του θα γίνει γνωστός στους αθηναϊκούς μουσικούς
κύκλους. Η επιτυχία της πρώτης του οπερέτας "Μφάντα" σε κείμενα των
Σαμαρτζή-Μηλιάδη, θα του δώσει φτερά.
Στα τέλη του1922 έρχεται
για περιοδεία στην Αίγυπτο, σαν μαέστρος του οπερετικού θιάσου "Ν.
Πλέσσα", όπου και θα παραμείνει κατόπιν διορισμού του σαν διευθυντής της
"Μικτής Ορχήστρας του Μουσικού Συλλόγου Ερμής" στην ακμάζουσα τότε
ελληνική ομογένεια της Αιγύπτου στο Καρφ Ελ Ζαγιάτ
Στην Αίγυπτο ο Μάστορας θα αναπτύξει αξιόλογη μουσική δράση, θα
ανεβάσει δε μεταξύ άλλων και την οπερέτα του "Μιράντα" και θα εκδώσει
και δύο ποιητικές συλλογές "Πνοές" το 1925 και "Τίποτε" το
1927 από τις εκδόσεις "Νέα Ζωή" της Αλεξάνδρειας.
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα το 1927, αρχίζει μια από τις πιο
λαμπρές περιόδους της συνθετικής του δράσης που διαρκεί μέχρι το 1935. Οι
Οπερέτες του ανεβαίνουν η μία μετά την άλλη και γίνονται μεγάλες επιτυχίες στις
αθηναϊκές σκηνές και σε όλο το πανελλήνιο: "Ροκοκό", "Το
αδελφάκι ο Λαύρακας" "Παραχαράκτες" σε κείμενα του Τίμου
Μωραϊτίνη το 1927, η πασίγνωστη "Ριρίκα" σε κείμενα Γιάννη Πρινέα και
ακολούθως οι οπερέτες "Δεν πεθαίνουν οι γυναίκες" το 1933, η
δημοφιλής οπερέτα "Η Πιπίτσα μας" σε κείμενα Γιάννη Πρινέα το 1934 με
πρωταγωνίστρια την ασύγκριτη Μαρίκα Κρεββατά, "Η βασίλισσα του
καρναβαλιού" και τέλος "Η Ρόζα μας" σε κείμενα Γιάννη Πρινέα το
1935.
Η άψογη μουσική του υποδομή και ταλέντο, ο λεπτός και ευαίσθητος
χαρακτήρας του και προπάντων το πάθος του για τη μουσική, θα συμβάλλουν ώστε να
γεννηθούν μερικά από τα πιο όμορφα και δημοφιλή έργα Οπερέτας που έγιναν
μεγάλες επιτυχίες στην Αθήνα και σ' όλο το πανελλήνιο και που η φήμη τους
συνεχίζεται και σήμερα.
Η μουσική του γλώσσα απλή και κατανοητή, κερδίζει με τον
αυθορμητισμό και τη ζεστασιά της και στοχεύει ίσια στην καρδιά του κάθε
ακροατή. Λάτρης τη μελωδίας και του ρυθμού, ο ίδιος, τροφοδότησε την ελληνική
Οπερέτα με υπέροχες πρωτότυπες μελωδίες και τραγούδια που πάντα θα συγκινούν.
Αλλά και για τα κείμενα των συνθέσεων του, είχε την τύχη να
συνεργαστεί με τους καλύτερους λιμπρετίστες της εποχής του όπως τον Γιάννη
Πρινέα και Τ'ιμο Μωραϊτίνη, ενώ δεν είναι λίγα τα τραγούδια που τις μουσικές
του ευαισθησίες διοχέτευσε πάνω σε στίχους που έγραψε ο ίδιος.
Άρρηκτα συνδεδεμένη η μουσική του με το περιεχόμενο των στίχων των
τραγουδιών, φώτιζε με μοναδικό τρόπο τους τύπους και χαρακτήρες τις καθημερινής
ζωής που περιέγραφε και που δεν απέχουν πολύ από το σήμερα.
Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν τα έργα του να γνωρίσουν μεγάλη
δημοτικότητα και να ανέβουν με τους μεγαλύτερους οπερετικούς θιάσους των Αθηνών
όπως του Γιάννη Παπαϊωάννου και με τις πιο φημισμένες πριμαντόνες της εποχής
του.
Η
πασίγνωστη Οπερέτα "η Ριρίκα μας" σε κείμενα Γιάννη Πρινέα, για
παράδειγμα, που ανέβηκε στις 21 Ιουλίου του 1930 στο θέατρο "Αθήναιον" με πρωταγωνίστρια την
περίφημη Μαρίκα Κούρμη, χάλαγε κόσμο για τρία ολόκληρα χρόνια στα οποία
παιζόταν συνέχεια, ενώ το περίφημο ντουέτο «Ριρή, Ριρή Ριρίκα» έγινε το πιο
ξακουστό τραγούδι της εποχής.
Χαρακτηριστικό
είναι και το ανέκδοτο με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος σε παράσταση Οπερέτας
στο εξωτερικό, στο τέλος όταν ρωτήθηκε αν του άρεσε απάντησε "... εμείς
έχουμε τη Ριρίκα μας".
Τέλος
εκτός από τις Οπερέτες του ο Στάθης
Μάστορας θα συνθέσει και
δεκάδες άλλα τραγούδια, ενώ
πολλά απ’ αυτά θα γίνουν και ευρύτατα γνωστά στο κοινό
και από την κυκλοφορία τους
σε έντυπα φυλλάδια, δίσκους και παρτιτούρες. Για παράδειγμα το
τραγούδι Ριρή-Ριρή-Ριρίκα γνώρισε ένδεκα εκδόσεις προπολεμικά από τον
μουσικό-εκδοτικό οίκο Γρ. Κωνσταντινίδη.
Πολλές
από τις παρτιτούρες με τα έργα του Μάστορα χάθηκαν ή καταστράφηκαν την περίοδο
της κατοχής με αποτέλεσμα η αναζήτηση τους σήμερα να είναι πιο επιτακτική.
Τα
τελευταία χρόνια η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος του κοινού για την ελληνική
οπερέτα, επανέφερε στο προσκήνιο τις οπερέτες του Στάθη Μάστορα.
Το
καλοκαίρι του 1997 οι οπερέτες του θα ξανακουστούν μετά από χρόνια ανανεωμένες
και με περίτεχνες ενορχηστρώσεις από τον Ουκρανό μαέστρο Σερκέι Μαλιοβάνι,
(φλάουτο, όμποε, κουαρτέτο εγχόρδων και πιάνο) σε μια μεγαλειώδη βραδιά
οπερέτας στο Ηράκλειο, με τραγουδιστές τον Γιώργο Ψαρουδάκη τενόρο και την Εύα
Θανάση σοπράνο, συνοδεία επταμελούς ορχήστρας υπό τη διεύθυνση του Σερκέι
Μαλιοβάνι. Έκτοτε οι οπερέτες του Στάθη Μάστορα ακούγονται συχνά. Τελευταία και
η ΕΛΣ το Δεκέμβριο του 2013 παρουσίασε αποσπάσματα από την οπερέτα «Η Ριρίκα
μας» σε μορφή αναλογίου συνοδεία πιάνου
Τα διασωθέντα κομμάτια,
νότες, από τις οπερέτες του Στάθη Μάστορα.
01.
1927. ΜΑΣΤΟΡΑΣ: «ΤΟ ΑΔΕΛΦΑΚΙ Ο ΛΑΥΡΑΚΑΣ» ΚΑΘΕ ΠΟΥ ΓΛΥΚΟΒΡΑΔΥΑΖΕΙ
02. 1928. ΜΑΣΤΟΡΑΣ: «ΗΣΑΪΑ ΧΟΡΕΥΕ»
03. 1930. ΜΑΣΤΟΡΑΣ: Η ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ ΜΑΣ ΑΓΑΠΗ «Η
ΡΙΡΙΚΑ ΜΑΣ»
04. 1930. ΜΑΣΤΟΡΑΣ: ΡΙΡΗ ΡΙΡΗ ΡΙΡΙΚΑ «Η ΡΙΡΙΚΑ
ΜΑΣ»
05. 1930. ΜΑΣΤΟΡΑΣ: ΚΟΛΟΜΠΙΝΑ (ΤΡΑΓΟΥΔΙ)
06. 1932. ΜΑΣΤΟΡΑΣ: «Η ΓΕΙΤΟΝΟΠΟΥΛΑ»
07. 1932. ΜΑΣΤΟΡΑΣ: ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΓΕΥΤΡΑΣ
(ΤΡΑΓΟΥΔΙ)
08. 1933. ΜΑΣΤΟΡΑΣ: ΜΑΚΡΥΝΗ ΤΑΒΕΡΝΑ (ΤΡΑΓΟΥΔΙ)
09. 1934. ΜΑΣΤΟΡΑΣ: ΠΙΤΣΑ ΠΙΠΙΤΣΑ «Η ΠΙΠΙΤΣΑ
ΜΑΣ»
10. 1934. ΜΑΣΤΟΡΑΣ: ΑΝΤΡΕΣ «Η ΠΙΠΙΤΣΑ ΜΑΣ»
11. 1934. ΜΑΣΤΟΡΑΣ: ΒΕΤΑ ΒΕΤΟΥΛΑ «Η ΠΙΠΙΤΣΑ ΜΑΣ»
12. 1935. ΜΑΣΤΟΡΑΣ: ΡΟΖΑ ΡΟΖΙΝΑ ΡΟΖΑ«Η ΡΟΖΑ ΜΑΣ»
13. 1935. ΜΑΣΤΟΡΑΣ ΚΙ ΑΝΑ ΞΕΧΑΣΕΣ «Η ΡΟΖΑ ΜΑΣ»
14. ΜΑΣΤΟΡΑΣ ΔΕΝ ΣΟΥ ΠΑΕΙ «ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΕΡΕΤΑ
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΠΟΜΠΑΡΔΑ» στο θέατρο Κυβέλης.
Β'
Ο Στάθης Μάστορας ο συνθέτης της «Ριρίκας». (1893 -1943) Λίγα λόγια για τον
συνθέτη
Ο προικισμένος συνθέτης
της "Ριρίκας", της "Πιπίτσας" και τόσων άλλων μεγάλων επιτυχιών της Αθηναϊκής
Οπερέτας της περιόδου του μεσοπολέμου, γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 21 Νοεμβρίου
1893. Ήταν γιος του Μιχαήλ Μάστορα (1864-1942), σπουδαίου Κερκυραίου
μουσικοδιδάσκαλου και διάσημου κορνετίστα, ιδρυτή του Ωδείου της Κερκύρας, ο
οποίος ενέπνευσε στο μικρό Ευστάθιο (Στάθη) την αγάπη του για τη μουσική.
Κοντά στον πατέρα του και
στους κερκυραίους μουσικούς Δημ. Ανδρώνη, Αλεξ. Γκρέκ και Εδουάρδο Βουσολίνο, ο
Στάθης Μάστορας θα διδαχθεί πιάνο, αρμονία και αντίστιξη. Στις αρχές του
εικοστού αιώνα θα εγκατασταθεί με τους γονείς του στην Ερμούπολη, όπου ο
πατέρας του θα διοριστεί καθηγητής μουσικής στο Γυμνάσιο Σύρου και αργότερα
(1926) Αρχιμουσικός στη Φιλαρμονική Σύρου.
Φύση ανήσυχη και
χαρισματική όπως ήταν ο Στάθης Μάστορας θα έλθει το 1912 στην Αθήνα όπου
εγγράφεται στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή το Μανόλη Καλομοίρη στα ανώτερα
θεωρητικά και παράλληλα φοιτά στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κατά τη διάρκεια της
μακράς στρατιωτικής του θητείας (1913-1922) υπηρέτησε ως μουσικός στην
"Ορχήστρα Πνευστών της φρουράς Αθηνών" υπό τους κερκυραίους
αρχιμουσικούς Σπύρο Καίσαρη και Βίκτορα Μαυρόχη. Στο διάστημα αυτό θα
ολοκληρώσει τις σπουδές του θα γνωρίζει από κοντά το αθηναϊκό μουσικό θέατρο Επιθεώρηση
και Οπερέτα. Τα επόμενα χρόνια θα υπηρετήσει με ιδιαίτερο πάθος την Οπερέτα
αφιερώνοντας της μερικές από τις πιο φημισμένες μουσικές της σελίδες.
Παράλληλα με όλη αυτή τη
μουσική δραστηριότητα του σαν συνθέτης ή μαέστρος ο Στάθης Μάστορας θα ασκήσει
και το λειτούργημα του καθηγητή Μαθηματικών στη Μέση Εκπαίδευση. Μάλιστα το
1935 η επιστημονική του εργασία "Γενίκευση της θεωρίας των διατάξεων και
μεταθέσεων" έτυχε πολλών επαίνων.
Σαν καθηγητής θα βρεθεί σε
διάφορα σχολεία και τόπους και το 1937 θα μετατεθεί στο Γυμνάσιο Άνω Βιάννου.
Σε μια ανάπαυλα της
μουσικής του ζωής ο Στάθης Μάστορας σ' αυτή την όμορφη γωνιά της Κρήτης,
πατρίδα του Γιάννη Κονδυλάκη, θα γοητευτεί ιδιαίτερα από τον τόπο και τους
ανθρώπους του (όπως αποτύπωσε στο ποίημα του για τη Βιάννο "Στην πλαγιά
του βουνού φαντασία του νου δε σε γράφει...") και από εδώ και πέρα η
Βιάννος θα γίνει ο τόπος των ονείρων του.
Ο Πρίγκιπας της μελωδίας,
ο εκλεκτός των αθηναϊκών σκηνών και σαλονιών, ο αγαπητός δάσκαλος για τους
μαθητές του, εδώ στη Βιάννο θα βρει τον άλλο του εαυτό, τη μούσα των ονείρων,
την Αικατερίνη Χλειουνακη την οποία νυμφεύεται το Μάιο του 1939, ενώ την
ευτυχία τους ολοκληρώνουν και τα δυο τους παιδιά ο Μιχάλης και η Ρίτα. Όμως την
οικογενειακή του ζωή και τα μελλοντικά του μουσικά σχέδια θα παγώσει ο Β'
Παγκόσμιος πόλεμος. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1943 ο Στάθης Μάστορας πέρασε στην
ουράνια χορωδία των Αγγέλων. Ήταν ένας από τους 360 εθνομάρτυρες πατριώτες που
έπεσαν εκείνη τη μέρα από το βόλι του Γερμανού κατακτητή, στον Άγιο Βασίλειο
της Βιάννου.
Στάθης
Μάστορας
Η
Ριρίκα μας (1930)
Κύκλος
ελληνικής οπερέτας
Ποιητικό
κείμενο: Γιάννης Πρινέας
Από τη δημοφιλέστατη στην
εποχή της οπερέτα του Κερκυραίου συνθέτη Στάθη Μάστορα (1893-1943) είναι σήμερα
γνωστό μόνο ένα τραγούδι. Ωστόσο, συνολικά το έργο ανήκει στα πιο γοητευτικά
(σε λιμπρέτο Γιάννη Πρινέα), με μουσικοθεατρική δύναμη, διακριτική κοινωνική
κριτική και σπαρταριστούς χαρακτήρες. Ο συνθέτης του, που εκτελέστηκε στην
Κρήτη από τους Γερμανούς κατά τη σφαγή της Βιάννου το 1943, υπήρξε ένας από
τους άδικα ξεχασμένους πρωταγωνιστές της δεύτερης γενιάς συνθετών της ελληνικής
οπερέτας που πρωταγωνίστησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στη δεκαετία
του 1930 στο ελαφρό μουσικό θέατρο, δίπλα στους ήδη καταξιωμένους Θεόφραστο
Σακελλαρίδη και Νίκο Χατζηαποστόλου.
Ο Μάστορας υπήρξε μια
πολυσχιδής προσωπικότητα, καθώς εκτός από συνθέτης και μουσικός, ήταν ποιητής
και μαθηματικός. Με την τελευταία του ιδιότητα δίδαξε σε πολλά σχολεία της
ελληνικής επαρχίας, ενώ παράλληλα συνέθετε για θιάσους της Αθήνας. Ξεκίνησε την
μουσική του καριέρα στην Αίγυπτο, ως μαέστρος στον μουσικό θίασο του Ν. Πλέσσα
(1922-1927), ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου συνέθεσε σημαντικό αριθμό
οπερέτων που γνώρισαν επιτυχία. Ανάμεσα στα έργα του ξεχωρίζουν Η Πιπίτσα, Το
αδερφάκι μου ο Λαύρακας, Οι παραχαράκτες, Η Μιράντα, Η Ρόζα μας, Η βασίλισσα
του καρναβαλιού κ.ά. Ωστόσο, η μεγαλύτερη επιτυχία του υπήρξε αναμφισβήτητα η
Ριρίκα μας, σε ποιητικό κείμενο του φίλου του Γιάννη Πρινέα, ενός συγγραφέα
εξαιρετικά σημαντικού για το ελαφρό μουσικό θέατρο, που συνέγραψε, μεταξύ
άλλων, και το κείμενο των Απάχηδων των Αθηνών (1921), της μεγαλύτερης
εισπρακτικής επιτυχίας του μεσοπολέμου.
Μια
σύντομη βιογραφία από την Musipedia
Μάστορας
Στάθης
(Κέρκυρα 1893 - Άνω Βιάννος Κρήτης 1943).
Συνθέτης φημισμένων οπερέτων και ποιητής. Γιος του Μιχαήλ Μάστορα (και της
Μαργαρίτας το γένος Λογοθέτη). Aπό
μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική (ιδιαίτερα με το πιάνο). Διδάχτηκε ανώτερα
θεωρητικά από τον πατέρα του και από τους Κερκυραίους καθηγητές Δημήτριο
Ανδρώνη, Αλέξανδρο Γκρεκ και Εδουάρδο Βουσολίνο.
Το 1913 γράφτηκε στη
Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα σπούδαζε
μουσική στο Ωδείο Αθηνών με τον Μ Καλομοίρη.
Ως στρατιώτης υπηρέτησε
στη Φιλαρμονική της Φρουράς Αθηνών υπό τους Κερκυραίους αρχιμουσικούς Σπυρίδωνα
Καίσαρη και Βίκτωρα Μαυρόχη. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, πτυχιούχος των
μαθηματικών και της μουσικής, αναχώρησε στην Αίγυπτο, ως μαέστρος του
οπερετικού θιάσου του Ν. Πλέσσα. Στην Αίγυπτο παρέμεινε για μια περίπου 5ετία
και διορίστηκε διευθυντής-αναδιοργανωτής της μικτής Ορχήστρας (Μαντολινάτας)
του "Μουσικού Συλλόγου Ερμής" στο Καφρ-Ελ-Ζαγιάτ (με την ανθηρή ελληνική
Παροικία).
Εκεί, η οπερέτα του 'Μιράντα"
έσπασε τα ταμεία και εκεί δημοσίευσε
τις
δύο ποιητικές συλλογές του (Εκδοση "Νέα Ζωή") με τους τίτλους
"Πνοές" (Αλεξάνδρεια, 1925) και ‘Τίποτε’’ (Κάφρ-ελ-Ζαγιάτ, 1926).
Χάρη στην κα Μ. Φιλίππου γνωρίζουμε ότι κάθε Σάββατο απόγευμα έδινε συναυλίες
επικεφαλής της Μαντολινάτας, ενώ παράλληλα παρέδιδε μαθήματα πιάνου; (με τίμημα 20 γρόσια την
ώρα για τα μέλη του «Ερμή» και 30 γρόσια για τα μη μέλη).
Όμως το 1927 δΐεφώνησ·ε με
την Εφορεία του μουσικού Τμήματος του "Ερμή" και επέστρεψε στην Αθήνα.
Τότε και στη συνέχεια συνέθεσε τις οπερέτες: «Ησαΐα χόρευε» (1928),
"Ροκοκό", «Γυιός του ίσκιου» (σε κείμενο Σπ. Μελά). «Η κα Τσιτσιμπύρα», «Τ’
αδελφάκι ο Λαβρακας», «Παραχαράκτες» (σε κείμενο Τ. Μωραϊτίνη) «Ο στρατηγός
Μπομπάρδας», τη δημοφιλέστατη «Η Ριρίκα μας» (1934, λιμπρέτο του Ι. Πρινέας) την
επίσης εξίσου
επιτυχημένη «Πίτσα-Πιπίτσα» (1934, επίσης σε λιμπρέτο του Πρινέα) την «Ρόζα μας»
κ.λπ. Το 1927 και το 1928 ;διηύθυνε τις παραστάσεις του Θιάσου οπερέτας Ζ.
Θάνου-Ελένης Πιέρρη στο Θέατρο «Κυβέλης» και Ζ. Θάνου-Χρύσας Μύλλερ στην Πάτρα
(Θέατρο «Παναχαϊκόν») με ρεπερτόριο. 28 ελληνικές και ξένες οπερέτες (μεταξύ
των οποίων 3 δικές του).
Αργότερα διορίστηκε
καθηγητής μαθηματικών σε διάφορα γυμνάσια (σε Λοκρίδα, Αθήνα, Μυτιλήνη, Σύρο)
με τελευταία μετάθεση στον Άνω Βιάννο της Κρήτης. Εκεί, στις 14.9.1943,-ενώ μια
γερμανική περίπολος οδηγούσε πατριώτες
για εκτέλεση, 2 από αυτούς κατάφεραν να δραπετεύσουν. Τότε οι Γερμανοί τους αντικατέστησαν
με 2 τυχαίους περαστικούς κι όλα τακτοποιήθηκαν."κατ’ ευχήν" (όπως θα
έγραφε—καλή του ώρα- ένας πολιτισμένος συγγραφέας μιας πολιτισμένα επιλήσμονης
Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού). Ο ένας από αυτούς έτυχε να είναι ο
καθηγητής φυσικομαθηματικών, γνωστός μουσικός της «ελαφράς» και διανοούμενος
Στάθης Μάστορας, που τουφεκίστηκε αξιοπρεπής και στωικός ως πραγματικά
πολιτισμένος (δηλαδή, ως γνήσιος Έλληνας) χωρίς να καταδεχτεί να κάνει χρήση
ούτε της αθωότητας του, ούτε της δημόσιας ιδιότητας του ούτε καν της
πολύγλωσσης (και εν πολλοίς γερμανόφωνης) παιδείας του (...το "άμες γ'
εσόμεθα πολλώ κάρονες" μοναδικά ενορχηστρωμένο...). Θα πρέπει το όνομα του
να μείνει «χρυσοίς γράμμασι» στις σελίδες της Ιστορίας, γιατί υπήρξε ένας από
τους ελάχιστους που διέσωσαν κατά τον βάρβαρο 20ό αι. το ουσιαστικό πνευματικό
κύρος της Ελληνικής Τέχνης... Τα γνωστότερα "σουξέ" του:
"Ριρίκα", 'Πιπίτσα", "Γειτονοπούλα", "Οι άνδρες" "Τα παιδιά",
'Το τραγούδι της Θανάσαινας", κ.λπ.
Πηγές:
Τάκης Καλογερόπουλος,
Λεξικό της Ελληνικής μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή, 2001.,
Τα παραπάνω κείμενα για
τον Στάθη Μάστορα και την Ελληνική οπερέτα διαβάστηκαν στην εκδήλωση «Ανακαλύπτοντας
ξανά τον Συνθέτη Στάθη Μάστορα» που δόθηκε στις 18 Αυγούστου 2016 στον
Αρχαιολογικό χώρο των Μαλίων..
Λίγα λόγια για την
εκδήλωση:
Στο Μινωϊκό ανάκτορο των
Μαλίων η Χορωδία Μαλίων και η Κρητική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων, συνεχίζοντας την
παράδοση των ποιοτικών αφιερωμάτων τους, ταξίδεψαν και φέτος τους θεατές, την
βραδιά της αυγουστιάτικης πανσέληνου, μελωδικά, ρομαντικά και γοητευτικά με
οπερέτες του Στάθη Μάστορα,.
Ξαναζωντάνεψαν ξανά εκεί
μερικά από τα πιο όμορφα και δημοφιλή έργα, Οπερέτες του συνθέτη Στάθη Μάστορα,
όπως η «Η Ριρίκα» «Η Πιπίτσα μας» «Η Βέτα Βετούλα» «Η Ρόζα μας» κ.α.
δημιουργώντας τη ψευδαίσθηση ότι θα ξεπροβάλλουν από κάθε γωνιά του ιστορικού
αυτού χώρου, κολομπίνες, πιερότοι, μπαλαρίνες, αρλεκίνοι, μεθυσμένοι γλεντζέδες
και ερωτευμένοι, χορεύοντας στους ξέφρενους ρυθμούς του φοξ-τροτ, του τσάρλεστον
και του ταγκό.
Το κοινό που παρευρέθηκε στη
φεγγαρόφωτη αυτή και μαγευτική βραδιά , είχε την ευκαιρία να απολαύσει ένα μουσικοχορευτικό
ταξίδι με ήχους και χρώματα, προσκυνητές σ’ ένα μαγευτικό μέρος, εξαιρετικά
φορτισμένο από ιστορικής πλευράς, στο παλάτι του Σαρπηδόνα.
Την εκδήλωση συνδιοργάνωσαν
οι τρεις σύλλογοι των Μαλίων, Πολιτιστικός και Λαογραφικός, Γυναικών η «Εστία»,
εθελοντές «Σαρπηδονίστας» και ο Δήμος Χερσονήσου.
Τραγούδησαν η Λίντα
Αθανασοπούλου (μέτζο-σοπράνο) και ο Γιώργος Ψαρουδάκης τενόρος).
Η Μουσική διεύθυνση ήταν
του Νίκου Αντωνακάκη
κγ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου