Μονή Παναγίας Βρυωμένης
ή Βρυωμένου. Τα τελευταία χρόνια αποτελούσε πόλο έλξης των δεκαπεντιστών.
Οι
δεκαπεντιστές της Κρήτης
Ο κάθε νοικοκύρης έπαιρνε
ένα σακί και ζητούσε από τους συγχωριανούς του «μια χαχαλιά στάρι», ως
συνεισφορά για τη μεγάλη γιορτή. Ακόμη κι αν είχε διαφορές με κάποιον, το έθιμο
παρείχε την ευκαιρία συμφιλιώσεως.
Το έθιμο των δεκαπεντιστών
(αλλού τους λέγανε και δεκαπεντάρηδες) ήταν το πιο χαρακτηριστικό του ελληνικού
δεκαπενταύγουστου. Και ήταν δεκαπεντιστές οι προσκυνητές εκείνοι που από την
τελευταία μέρα του Ιουλίου εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, άλλοτε οικογενειακώς,
άλλοτε μεμονωμένα, για να εγκατασταθούν σε κάποιο μοναστήρι της Παναγιάς ή σε
κάποιο ιερό προσκύνημα, όπου διέμεναν μέχρι το απόγευμα της 15ης Αυγούστου.
Εκεί ασκούσαν τα λατρευτικά τους καθήκοντα, πήγαιναν πρωι-βράδυ στην εκκλησία
για τις παρακλήσεις και γιόρταζαν με ιδιαίτερη κατάνυξη τη μεγάλη εορτή της Κοιμήσεως
της Θεοτόκου, τη μεγαλύτερη του ελληνικού καλοκαιριού. Στην Κρήτη το έθιμο ήταν
ευρύτατα διαδεδομένο, τόσο που μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες
ελάχιστοι ιεροί χώροι αφιερωμένοι στην Παναγιά δεν κατακλύζονταν από
αυγουστιάτικους προσκυνητές.
Στις μέρες μας το έθιμο
της προσωρινής αυγουστιάτικης διαμονής σε ιερούς χώρους τείνει να εξαφανιστεί·
ελάχιστα πλέον είναι τα μοναστήρια και τα ξωκκλήσια που κατακλύζονται από τους
ιδιότυπους προσκυνητές του δεκαπενταύγουστου. Ανάμεσα τους είναι ο ονομαστός
ναός της Παναγίας της Χαρακιανής στην παραλία κοντά στο Μπαλί Μυλοποτάμου, ο
σπηλαιώδης ναός του Μαρτσάλου -παλιό ερημητήριο κοντά στη Μονή Οδηγήτριας στα
νότια παράλια του Ηρακλείου-, το μοναστήρι του Κουδουμά στην ομώνυμη παραλία
του Λιβυκού, το μοναστήρι της Παναγιάς της Βρυωμένης στους Μεσελέρους
Ιεράπετρας και αλλού.
Η σχεδόν κοινοβιακή
οργάνωση του βίου στις λατρευτικές εξορμήσεις του δεκαπενταύγουστου παρουσιάζει
εξαιρετικό ενδιαφέρον. Πρόκειται για καθαρά λατρευτικές εξορμήσεις που
εμπεριέχουν και το στοιχείο της πρόσκαιρης αλλαγής συνηθειών και τρόπου ζωής. Η
περιορισμένης διάρκειας παραμονή σε αυτούς τους χώρους συνδυάζει, όμως, τη
λατρεία με την ψυχική ανάταση αλλά και την εθελοντική προσφορά εργασίας υπέρ
του ιερού καθιδρύματος στο οποίο φιλοξενούνται οι δεκαπεντιστές. Απαραίτητη
προϋπόθεση για τη διαμονή σε τέτοιους χώρους ήταν (και είναι, στις περιπτώσεις που
τηρείται το έθιμο), η συμμετοχή στη ζωή της εκκλησίας.
Μονή Παναγίας Βρυωμένης
ή Βρυωμένου.
Το
ξόδι της Παναγιάς
Η προετοιμασία για το
«δεκαπέντισμα» άρχιζε από τα μέσα του Ιουλίου. Αν υπήρχε μοναστήρι στο χώρο
προορισμού της οικογένειας έπρεπε να προηγηθεί συνεννόηση με τη μοναστική κοινότητα
για να εξασφαλιστεί κάποιο κελί για τη δεκαπενθήμερη διαμονή της.
Οι δεκαπεντιστές του
παλιού καιρού με τους οποίους έχουμε κατά καιρούς μιλήσει τονίζουν την
αγαλλίαση που ένιωθαν παρακολουθώντας όλες τις παρακλήσεις του
δεκαπενταύγουστου. Αναφέρουν την υποχρέωσή τους να παραστούν «στο ξόδι της
Παναγιάς», να συμμετάσχουν δηλαδή στο πένθος για την Κοίμηση της Θεοτόκου, όπως
ακριβώς είχαν συναθροιστεί, σύμφωνα με το συναξάρι. «Απόστολοι εκ Περάτων» όταν
ο άγγελος ειδοποίησε την Παναγιά πως επίκειται η εκ της γης μετάστασις.
Άλλος λόγος που ευνοεί,
ειδικά για την Κρήτη, το έθιμο είναι η αυγουστιάτικη «αυγαλεσά» (περίοδος χωρίς
πολλή εργασία) που επέτρεπε τη δεκαπενθήμερη απουσία. Ο θερισμός και το
αλώνισμα έχουν τελειώσει, οι ελαιώνες δεν απαιτούν ιδιαίτερες φροντίδες και ο
τρύγος δεν έχει αρχίσει ακόμη. Θα μπορούσε δηλαδή να χαρακτηριστεί ως περίοδος
λατρευτικών διακοπών. Μοναδικό εμπόδιο οι δουλειές του περιβολιού. Εκείνες
ρυθμίζονταν μέσα στα πλαίσια της αλληλεγγύης που διέπει τα μέλη μας κοινωνικής
ομάδας κάποιος συγγενής ή φίλος ανελάμβανε να ποτίζει και να περιποιείται τον
κήπο και να ταΐζει τα οικόσιτα ζώα που δεν έπαιρναν μαζί τους οι δεκαπεντιστές.
Η αγροτική οικογένεια της
Κρήτης έπαιρνε μαζί της για το δεκαπέντισμα τα χρειώδη. Τσικάλια, πιάτα,
όσπρια, βότανα ή καφέ, κρασί, τσικουδιά, παξιμαδιασμένο ψωμί, σιτάρι, αλεύρι,
μερικές φορές κεφαλές σιταριού ακαθάριστες για το «αυγουστόψωμο», μέλι και
αμύγδαλα της καινούργιας σοδειάς για την «αμυγδαλόπιτα» ή τη «μελόπιτα» της
Παναγιάς. Οι δεκαπεντιστές έπαιρναν μαζί τους πάντα τα γαλακτοφόρα οικόσιτα ζώα
τους, αγελάδες, πρόβατα και αίγες. Καθώς η περίοδος αυτή ήταν εποχή νηστείας,
το γάλα δεν καταναλωνόταν αλλά χρησίμευε για την παρασκευή του «ξινόχοντρου»,
απαραίτητης τροφής της κρητικής οικογένειας.
Σπήλαια και σπηλαιώδεις κοιλότητες στον Κονδουμά, στις
ακτές τον Λυβικού. Σε παλιότερες εποχές διέμεναν εδώ ασκητές. Σε νεότερες
χρησιμοποιήθηκαν ως τόπος διαμονής των δέκαπεντιστών
Κοινοβιακή
ζωή
Ένα από τα πιο
χαρακτηριστικά πανελλήνια έθιμα των ημερών αυτών ήταν οι απαρχές της 6ης του
Αυγούστου· οι αμπελοκαλλιεργητές φρόντιζαν να προσφέρουν στην εκκλησία τα πρώτα
ώριμα σταφύλια της χρονιάς. Οι δεκαπεντιστές φρόντιζαν να βρουν σταφύλια, ακόμα
κι αν δεν υπήρχαν κοντά στο ιερό προσκύνημα όπου διέμεναν.
Την παραμονή της μεγάλης
γιορτής (14 Αυγούστου) παρασκευάζονταν τα γλυκά των προσκυνητών. Αμυγδαλόπιτα ή
μελόπιτα, με τα αμύγδαλα και το μέλι της καινούργιας σοδειάς. Κάθε οικογένεια
που δεκαπέντιζε παρασκεύαζε κι από ένα τέτοιο γλύκισμα, το οποίο μοίραζε στους
προσκυνητές και ιδιαίτερα εκείνους που δεν είχαν παραμείνει στον ιερό χώρο αλλά
πήγαιναν μόνον ανήμερα της Παναγιάς.
Στη ζωή των λατρευτικών
ομάδων του δεκαπενταύγουστου παρατηρείται μια σύντομη όσο και ιδιότυπη
συμβίωση, ένα είδος κοινοβιακής ζωής που ρυθμίζεται με βάση τον εορταστικό
κύκλο αυτών των ημερών. Ξυπνούσαν πολύ πρωί, σε μερικά προσκυνήματα ακόμη και
στις τρεις τα ξημερώματα, πήγαιναν στην εκκλησία για τον όρθρο. Το πρωί άρχιζε
η προετοιμασία του μεσημεριανού φαγητού, ύστερα από την κοινή προσφορά καφέ ή
ροφήματος στην τράπεζα της μονής ή από καζάνι στον περίβολο του προσκυνήματος.
Το ρόφημα αυτό παρασκευαζόταν συνήθως από τα αρωματικά βότανα της κάθε περιοχής
(δίκταμος, αντωναΐδα, μαλοτήρα κ.ά.). Το ίδιο καζάνι με τα «βραστάρια» στηνόταν
και το βράδυ, μετά την παράκληση. Το φαγητό των δεκαπεντιστών ήταν λιτό. Ψωμί
και ελιές, άφθονα φρούτα αλλά και λαχανικά.
Οι απογευματινές ή
βραδινές παρακλήσεις περιείχαν και πάλι το στοιχείο της συμμετοχής καθώς όλοι
σχεδόν ψέλιζαν τις παρακλήσεις προς τη Θεοτόκο: «Διάσωσον από κινδύνων...» ή τα
αντίφωνα: «Εκ νεότητας μου» και τα εξαποστειλάρια. Κανείς από τον λατρευτικό
όμιλο δεν τολμούσε να απουσιάσει. Τα αναμμένα κεριά στα χέρια των προσκυνητών,
που όταν ο ναός ήταν μικρός και δεν χωρούσε τα κρατούσαν στον περίβολο,
δημιουργούσαν ωραίες εικόνες πριν ξημερώσει ή και μετά τη δύση του ηλίου.
Μερικές φορές στη Μονή Κουδομά οι προσκυνητές του δεκαπενταύγουστου με τα
αναμμένα κεριά τους ήταν τόσο πολλοί που έφταναν μέχρι και την άκρη της
αμμουδιάς!
Όταν ήταν «ψαροφαγιά»,
όταν δηλαδή επιτρεπόταν η κατανάλωση ψαριού (6η Αυγούστου), το ψάρι προερχόταν
από τη βάρκα της μονής. Στη Μονή Κουδουμά, μάλιστα, υπήρχε και μοναχός
επιφορτισμένος ειδικά με το διακόνημα της αλιείας. Στις «ψαριές» του Κουδουμά
συμμετείχαν και οι δεκαπεντιστές, αφού συνήθως το τραπέζι της ημέρας του
Χριστού ήταν κοινό και προσφερόταν μια ιδιότυπη κακαβιά που έβραζε μέσα σε
μεγάλο καζάνι.
Το γεύμα και το δείπνο
μπορούσαν να είναι κοινά, είτε για μερικές οικογένειες είτε για ολόκληρο τον
όμιλο των δεκαπεντιστών. Σε πολλές περιπτώσεις η κάθε οικογένεια παρασκεύαζε το
φαγητό της και το πήγαινε στην κοινή τράπεζα του μοναστηριού. Εκεί «όλα ήταν
για όλους». Η περίοδος της παραμονής στους ιερούς χώρους ήταν περίοδος
περισυλλογής αλλά και προσφοράς. Οι δεκαπεντιστές καθάριζαν και ασβέστωναν τους
ναούς των εγκαταλειμμένων μοναστηριών, επισκεύαζαν τα κελλιά και τους
περιβόλους, κλάδευαν τα άγρια δέντρα και γενικώς φρόντιζαν τον τόπο.
Το «δεκαπέντισμα» τέλειωνε
συνήθως το απόγευμα της μεγάλης γιορτής, στις 15 του Αυγούστου. Η μέρα εκείνη
ήταν πάντα ξεχωριστή, αφού τα μοναστήρια παρέθεταν γεύμα σε όλους τους
προσκυνητές με το κρέας του βοδιού ή των αιγοπροβάτων που είχαν σφάξει από
βραδίς. Το κοινό τραπέζι των προσκυνητών είναι ένα έθιμο που συνεχίζεται ακόμη
και σήμερα σε μερικές περιπτώσεις, όπως συμβαίνει στο μεγάλο και ιστορικό
μοναστήρι της Παναγιάς της Αγκαράθου. Αμέσως μετά το τραπέζι άρχιζε η
διαδικασία της αναχώρησης. Μικρά καραβάνια, άνθρωποι και ζώα, σχημάτιζαν
γραφικές πομπές, όπου κυριαρχούσε η καθιερωμένη ευχή «και του χρόνου».
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 15.8.1977
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου