Οι
αΣΕΒείς πόθοι...
του
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΒΕΛΙΟΥ
…Και ξαφνικά, ο ΣΕΒ
αναδύθηκε από τον βαθύ ύπνο του, ανέκτησε φωνή, έχει άποψη, προσπαθεί -έστω
άτεχνα- να δηλώσει παρών στις τελευταίες εξελίξεις. Μέχρι και συνέδριο
διοργανώνει!
Ο πρόεδρός του μάλιστα
εγκατέλειψε τη συνήθη, πλαδαρή ουδετερότητά του κι έπεσε στη φωτιά δίνοντας μια
συνέντευξη Τύπου, όπου… είπε, βέβαια, τα τετριμμένα, αλλά με δυνατή τουλάχιστον
φωνή. Θαύμα, θαύμα! Πώς έγινε αυτό; Μάλλον η μεγαλοεπιχειρηματική τάξη
μυρίστηκε χρήμα εν όψει της συμφωνίας Τσίπρα με τους δανειστές - και ταυτόχρονα
εγκατέλειψε τους μύχιους πόθους της για άμεση παλινόρθωση των φιλοευρωπαϊκών
δυνάμεων της διαπλοκής. Προσπαθεί λοιπόν να πιάσει στασίδι για να την προσέξει
το Μαξίμου, περιμένοντας την επόμενη μέρα της αξιολόγησης.
Έτσι δεν έκανε, άλλωστε,
πάντα το επιχειρηματικό κατεστημένο της Μεταπολίτευσης; Μονίμως περίμενε
κρατικές συμβάσεις, ξένους χρηματοδότες, κοινοτικές επιδοτήσεις, κίνητρα και
θαλασσοδάνεια. Κι όλα τούτα τα χρόνια της κρίσης ακόμη περιμένει να επέλθει,
λέει, πολιτική σταθερότητα, να ξαναμοιράσουν οι τράπεζες λεφτά, να πάρει η
όποια κυβέρνηση αναπτυξιακά μέτρα. Αυτό ξέρουν, αυτό κάνουν μια ζωή οι έλληνες
μεγαλοεπιχειρηματίες, περιμένουν την εξ ύψους βοήθεια. Κανείς δεν τους είπε ότι
οι πραγματικοί επιχειρηματίες δεν περιμένουν, προηγούνται. Αυτοί παριστάνουν
την ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά μόνο με κρατικά δεκανίκια περπατούν. Ποζάρουν ως
προνομιακοί φορείς μιας σύγχρονης εθνικής ανάπτυξης, ενώ στην πράξη
αντιπροσωπεύουν έναν φεουδαρχικού τύπου παρασιτισμό. Πρόκειται για οιονεί
βρικόλακες της οικονομίας, μόνο που δεν θέλουν αίμα αλλά χρήμα, νέες κρατικές
δουλειές και κοινοτικά κονδύλια. Μύρισε ανάπτυξη.
Αποτελεί δομική παθογένεια
στην καθ’ ημάς Ανατολή η απουσία μιας διευθυντικής τάξης του κεφαλαίου, με
αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και μακρόπνοες φιλοδοξίες. Κρατικοδίαιτη και
αρπακτική, διαπλεκόμενη και κοινωνικά αναίσθητη, η οικονομική ολιγαρχία του
τόπου λειτούργησε πάντοτε με αντίληψη λεηλασίας και όχι δημιουργίας. Δεν
πρόκειται για επιχειρηματίες αλλά για πειρατές. Ενώ εκπροσωπούν, υποτίθεται, τις
παραγωγικές δυνάμεις της αγοράς, στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν
παρασιτικές δομές σε βάρος της παραγωγικής οικονομίας.
Η δεκαετία του 1990 ήταν
το απόγειό τους. Έστησαν χορό ασυδοσίας με κομματική βούλα, νεμήθηκαν το κράτος
και το φθηνό τραπεζικό χρήμα, ποδηγέτησαν το πολιτικό σύστημα και χειραγώγησαν
την κοινή γνώμη, κατέστησαν τα πραγματικά αφεντικά του τόπου. Έγιναν καθεστώς
μέσα στο καθεστώς, μια υπερσυντεχνία ανέλεγκτη και αυθαίρετη. Η ηφαιστειακή
έκρηξη της κρίσης τους αποσταθεροποίησε, αλλά δεν τους συνέτισε, αφού
ενδιαφέρθηκαν μόνο να διαφυλάξουν, μυωπικά, τα συμφέροντα, τα προνόμιά τους, τα
φέουδά τους. Εχθρικοί απέναντι σε κάθε προσπάθεια ουσιαστικής αλλαγής και
εκσυγχρονισμού που θα έθιγε τα κεκτημένα τους, κινητοποιήθηκαν μόνο για να αποδομήσουν
τα εργασιακά δικαιώματα και τις συλλογικές συμβάσεις που τους ενοχλούσαν. Κάθε
τόσο μιλούσαν και μιλούν για ανάπτυξη, αλλά από κάπου αλλού την περιμένουν - κι
ας διαδηλώνουν ότι μόνο από αυτούς μπορεί να προέλθει. Η αντίληψη αυτή δεν
διέπει μόνο την οικονομική ολιγαρχία. Ο ευρύτερος επιχειρηματικός χυλός της
μεταπολιτευτικής Ελλάδας, εμποτισμένος από συντεχνιακή νοοτροπία, αναθρεμμένος
στο μέχρι χθες θερμοκήπιο του κρατικού προστατευτισμού και της δανειακής
στήριξης με εύκολο χρήμα, αδυνατεί να μετεξελιχθεί σε μια πραγματική
επιχειρηματική τάξη, ικανή να παίξει τον ρόλο του κατ’ εξοχήν μοχλού της
αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης στη χρεοκοπημένη Ελλάδα.
Θεωρητικά, η κραυγαλέα
ανικανότητα των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων της Μεταπολίτευσης να διαχειριστούν
τα διακυβεύματα της κρίσης, έδινε μια ιστορική ευκαιρία στις όποιες ζωντανές
δυνάμεις του επιχειρείν και της παραγωγής να βγουν στο προσκήνιο, να
διεκδικήσουν λόγο και ρόλο. Αντ’ αυτού, ο ευρύτερος επιχειρηματικός κόσμος
έμεινε αδρανής, αφήνοντας τη διαχείριση της κρίσης στα χέρια ενός χρεοκοπημένου
πολιτικού προσωπικού και των πατρώνων του. Με αποτέλεσμα η ιδιωτική οικονομία
να υποστεί αυτά τα έξι χρόνια τεράστια αφαίμαξη στον βωμό της διαφύλαξης του
κράτους των πολιτικών και των ποικιλώνυμων πελατών. Δεν φταίνε, όμως, οι
ελλειμματικοί πολιτικοί. Φταίνε οι φεουδάρχες-χορηγοί τους! Άλλωστε η πολιτική
ολιγαρχία ξεγυμνώθηκε ολοκληρωτικό υπό το ανελέητο φως της κρίσης και
τιμωρήθηκε εκλογικά με έξωση από την εξουσία.
Αλλά η οικονομική ολιγαρχία παλεύει και σήμερα
με νύχια και με δόντια να μη θιγεί, μετερχόμενη όλων των μέσων που ακόμη
διαθέτει. Με τη συμφωνία της 24ης Μαΐου, ο Αλ. Τσίπρας κέρδισε
ακριβοπληρωμένο πολιτικό χρόνο. Για να τον κάνει τι, όμως; Μπορεί να εξαλείψει
το γκέτο της σκοταδιστικής οικονομικής ολιγαρχίας; Μπορεί να επιστρατεύσει τις
όποιες φωτισμένες νησίδες απομένουν ακόμη στον χώρο της ιδιωτικής οικονομίας;
Εκεί θα κριθεί. Το θέλει; Το μπορεί;
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου