Ο Ανδρέας Κάλβος (Απρίλιος
1792 – 3 Νοεμβρίου 1869) είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές,
του οποίου παραδόξως δεν υπάρχει γνωστό σωζόμενο πορτραίτο. Η νεοκλασικιστική
του παιδεία και η ρομαντική του ψυχοσύνθεση συμπλέκουν στην ποίηση του το
δραματικό με το ειδυλλιακό, το παγανιστικό με το χριστιανικό, τα αρχαιοελληνικά
πρότυπα με την σύγχρονη επαναστατική επικαιρότητα, τον πουριτανισμό με τον
λανθάνοντα ερωτισμό, την αυστηρότητα, τη μελαγχολία, την κλασικιστική φόρμα με
το ρομαντικό περιεχόμενο, σύζευξη που είναι ορατή ακόμη και στη γλώσσα
(αρχαΐζουσα με βάση δημοτική) και στη μετρική (αρχαϊκή στροφή και μέτρο που
συχνά δημιουργεί, σε δεύτερο επίπεδο, δεκαπεντασύλλαβους).
Η
ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟΥ
(1792-1869)
« Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας, ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία. »
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας, ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία. »
Ο Ανδρέας
Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792. Δεκάχρονο παιδί, τον πήρε ο
πατέρας του με το λίγο μεγαλύτερο
αδερφό του στο Λιβόρνο, όπου εγκαταστάθηκε, αφού χώρισε με
τη γυναίκα του. Ο Ανδρέας κι ο αδελφός του μορφώθηκαν μόνοι τους δουλεύοντας κιόλας στο εμπόριο που έκανε ο πατέρας τους. Άμα πέθανε ο πατέρας τους το 1818, ο νεαρός Κάλβος πήγε
στη Φλωρεντία, πού ήταν
ανέκαθεν κέντρο γραμμάτων, και γρήγορα έπιασε φιλία με τον
ένδοξο συμπατριώτη του Ούγο
Φώσκολο μπαίνοντας στην υπηρεσία του.
Στην αρχή παιδαγωγός ενός νεαρού προστατευόμενου του Φώσκολου, αργότερα
γραμματέας του. τον ακολούθησε στην Ελβετία και την Αγγλία, απ’ όπου
αναγκάστηκε να φύγει ο Φώσκολος για πολιτικούς λόγους.
Στο Λονδίνο χώρισαν κι ο
Κάλβος μάλιστα παντρεύτηκε, η γυναίκα του που όμως πέθανε γρήγορα. Το 1820
γύρισε στη Φλωρεντία, μα δεν τον άφησαν να μείνει εξαιτίας της σχέσης του με το
Φώσκολο και για τις φιλελεύθερες ιδέες του. Στην Ελβετία οπού καταλήγει, γράφει
τις πρώτες δέκα ωδές του και τις εκδίδει το 1824 με τον τίτλο
«Λύρα». Το 1826 έβγαλε και τη δεύτερη συλλογή του στο Παρίσι.
Την ίδια
χρονιά, 1826, γύρισε πια στην Ελλάδα.
Πέρασε απ' το Ναύπλιο, μα εγκαταστάθηκε
στην Κέρκυρα, όπου έζησε ως τα 1852
παραδίδοντας μαθήματα, διδάσκοντας
στο ιδιωτικό σκολειό που ίδρυσε ο ίδιος
και στην Ιόνια Ακαδημία για λίγο. Ύστερα ξαναγύρισα στην
Αγγλία, παντρεύτηκε μια Αγγλίδα
ιδιοκτήτρια σχολείου στην πόλη Louth
κι έζησα πια εκεί ως τα 77 του χρόνια.
Ό Κάλβος είναι μια
ιδιότυπη, μοναδική μπορούμε να πουμε περίπτωση των ελληνικών γραμμάτων. Είναι ο
ποιητής που έγραφε τα πιο λίγα ποιήματα —μόνο είκοσι— η γλώσσα του είναι
εντελώς προσωπική και η στιχουργική μορφή των ποιημάτων του δικό του
δημιούργημα χωρίς προηγούμενο.
Η άξια του Κάλβου άργησε
πολύ ν’ αναγνωριστεί. Ο Σολωμός κι ο κύκλος του τον περιφρονούσαν κυρίως για τη
γλωσσά του, οι Αθηναίοι ρομαντικοί τον αγνοούσαν, και χρειάστηκαν πολλές
δεκαετίες, για να τον εκτιμήσουν οι νεώτεροι και να του δώσουν τη θέση του
ανάμεσα στους 4—5 πρώτους Νεοέλληνες ποιητές.
Στον Κάλβο δε βρίσκει
κάνεις ύμνους στον έρωτα, θαυμασμό για τη φύση και τ' άλλα συνηθισμένα λυρικά θέματα.
Η πηγή των εμπνεύσεων του είναι μια : η πατρίδα. Η αγάπη του για την πατρίδα,
μεταμορφωμένη πότε σε νοσταλγία του ξενιτεμένου, πότε σε θρήνους για τα βάσανα
της, για τα σκοτωμένα παιδιά της, πότε σε θαυμασμό για τους ήρωες της, σε
μίσος για τους
Τούρκους, σε προτροπή των Ελλήνων για τον αγώνα, σε συμβουλές, σε
κουράγιο, σε ύμνους στην Ελευθερία κ.τ.λ., τον εμπνέει σε κάθε του ποίημα μαζί
με την πίστη του στην αρετή και την αισιοδοξία της δίκαιης νίκης των Ελλήνων.
Οι εικόνες του είναι πρωτότυπες, γεμάτες ποίηση. Η έκφραση του έχει μια
θαυμαστή, λιτή μεγαλοπρέπεια. Δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει αρχαίες λέξεις ασυναίρετους
τύπους κι απαρέμφατα δίπλα σε δημοτικές λέξεις, δεν διστάζει να παραβιάζει τα
συνηθισμένα συνταχτικά, σχήματα. Κι όμως
δεν καταλήγει σε αναρχία· δημιουργεί ένα εκφραστικό όργανο δυναμικό, κατάλληλο ν'
αποδώσει όλες τις αποχρώσεις των ποιητικών τον σκέψεων. Ο στίχος του, κι’ αν
καμία φορά φαίνεται τραχύς, είναι τεχνικός, χωρίς ομοιοκαταληξία (που τη
θεωρούσε βάρβαρη), ρυθμικός κι ισορροπημένος. Η Ιδιοτυπία τον Κάλβου ξενίζει
κάπως τον αναγνώστη πού έρχεται σε πρώτη επαφή μαζί του. Ύστερα όμως από μια
μικρή εξοικείωση γίνεται ανεπιφύλαχτος θαυμαστής του ποιητή.
Ο Κάλβος έγραφε ακόμη πολύ
νέος δυο τραγωδίες στα ιταλικά κι άλλους ιταλικούς στίχους και
αρκετά πεζά δοκίμια.
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Οι
σχέσεις Σολωμού και Κάλβου
Του κ. Γιώργου Νικολή
Ο Διονύσιος Σολωμός εις
την Κέρκυρα, κέντρο τότε των γραμμάτων, είχε σχέσεις με τον Πολυλά, του Μάτεσι
και τον Μαρκορά. Γιατί όμως δεν είχε καμιάν επαφή με τον Ανδρέα Κάλβο;
Δεν είναι ο Διονύσιος
Σολωμός πού δεν είχε σχέσεις με τον Κάλβο. Είναι ο Κάλβος πού δεν είχε πια
καμιά σχέση με κανέναν, απογοητευμένος μετά το 1826. Κατά το έτος αυτό ό Κάλβος
πήγε στο Ναύπλιο για να τεθεί στην υπηρεσία του Αγώνα. «Ζω με την πικρίαν»,
έγραφε από το Παρίσι όπου τότε βρισκόταν, «ότι δεν ημπόρεσα μέχρι τούδε, και
ίσως να μη δυνηθώ εις το μέλλον, να υπηρετήσω την πατρίδα μου. Επιθυμώ να
κατεβώ (στην Ελλάδα) τόσον δια να υπακούσω εις τας παρορμήσεις της ψυχής μου, όσον
και διά να αποπλύνω την κηλίδα ότι είδα με αδιαφορίαν τον ένδοξον Αγώνα. Αλλά
πολλά είναι τα ανυπέρβλητα εμπόδια».
Στο Ναύπλιο όμως δεν
βρήκε, καθώς φαίνεται ανταπόκριση. Ο
ιστοριοδίφης Σπύρος Δεβιάζης γράφει, ότι δεν του έδωσαν εκεί καμιά
εργασία «ωφελίμον δι αυτόν και την πατρίδα». Έπειτα απ' αυτό εγκατέλειψε το
Ναύπλιο και εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα. Δεν
είναι πάντως, εξακριβωμένο, αν, στην απόφασή του να εγκαταλείψει το Ναύπλιο,
βάρυνε η δική του απογοήτευση (από τις γνωστές διχόνοιες των ηγετών του Αγώνα ή
η άρνηση της κυβέρνησης να τον χρησιμοποίηση σε καίριες θέσεις.
Έκτοτε, ο Κάλβος, στην
Κέρκυρα, ως ποιητής χάνεται. Τίποτε το αξιόλογο δεν έγραψε πια. Διακρίθηκε μεν
εκεί ως επιστήμων, για σύντομο όμως χρονικό διάστημα (διδάκτωρ της Φιλοσοφίας,
καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία), άλλα
αυτοαπομονώθηκε. Όσο βρισκόταν
στην Κέρκυρα δεν έκανε παρέα με τους άλλους ποιητές της Επτανήσου, ούτε με τον
Σολωμό. Άλλα και στο σημείο αυτό οι ερευνητές δεν έχουν συμφωνήσει: Σε ποια
αιτία, δηλαδή, οφειλόταν η απομόνωσή του. Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι
τούτο οφειλόταν στον αγέρωχο χαρακτήρα του. Άλλοι λένε ότι η
Επτανησιακή Σχολή δεν ανεχόταν το γλωσσικό ιδίωμα του Κάλβου και θεωρούσε τον
ποιητή «αποστάτη».
Ο
Κάλβος, οι Καρμπονάροι και η Γενεύη
Ασφαλώς πολλά χρωστά η ιστορική
και φιλολογική έρευνα στους ελληνιστές. Με τον ακάματο μόχθο τους σε ξένα
αρχεία και συλλογές καταφέρνουν κάθε τόσο να συνεισφέρουν νέα στοιχεία και
πτυχές για πρόσωπα και πράγματα του Ελληνισμού μέσα και έξω από τα ελληνικά
όρια.
Είναι, μάλιστα,
συγκινητικό ότι αύτη η έφεση και αγάπη για τα ελληνικά θέματα, ορισμένες φορές περνά
από τον δάσκαλο στον μαθητή.
Περίπτωση πού άφορα τον
τακτικό καθηγητή της Φιλολογίας και της ελληνικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο της
Γενεύης Ολιβιέ Ρεβεντέν και τον μαθητή του Μπερτράν Μπουβιέ.
Ο τελευταίος σε πολύ ωραία
ελληνικά είχε εδώ και 11 χρόνια κάνει μια έντυπη ανακοίνωση για την «πολιτική
παρουσία» του Ανδρέα Κάλβου στη Γενεύη. Το ξεχωριστό ενδιαφέρον αυτής της
ανακοίνωσης ήταν, ότι τα της παραμονής του Κάλβου στη Γενεύη, τα είχε ο
Μπερτράν Μπουβιέ «εξακριβώσει αυτοπροσώπως από τα Κρατικά Αρχεία αυτής της πόλεως».
Ο Κάλβος έζησε στη Γενεύη
τρία χρόνια και οκτώ μήνες. Δήλωνε ως επάγγελμα «καθηγητής γλωσσών». Στην
έρευνα του ο Μπουβιέ εντοπίζει και ένα στοιχείο τοπογραφικό από τη διαμονή του
Κάλβου, πού μαρτυρεί την αγωνιστική διάθεση του ποιητή.
Ξεκινώντας από το γεγονός ότι
ο Κάλβος έμενε στην Πλατεία Σαίν Ζερβαί, ο ξένος μελετητής-ελληνιστής
προσθέτει, «ο Κάλβος διάλεξε για να ζήσει τη δεξιά όχθη του Ροδανού, πέρα από την
γωνιά του σπιτιού όπου είχε περάσει τα νεανικά του χρόνια ο Ζάν-Ζάκ Ρουσώ,
ακριβώς δηλαδή στο πολυάσχολο προάστιο της Γενεύης όπου ζούσαν οι ρολογάδες και
βαφείς υφασμάτων και όπου οι παραδόσεις του δημοκρατικού πνεύματος και της ανευλάβειας
είναι ακόμη και σήμερα ζωντανές». Την ίδια εποχή (1822-1826), παρατηρεί ο
Μπουβιέ, έτυχε να βρίσκεται στη Γενεύη και ο κόμης Καποδίστριας, πού «ζούσε σ'
ένα μέτριο διαμέρισμα στην αριστοκρατική συνοικία της "άνω πόλεως",
στην απέναντι όχθη, κάτω από την αυστηρή σκιά της μητροπόλεως του Αγίου
Πέτρου».
Για
ποιο λόγο διάλεξε για διαμονή του τη Γενεύη ο Κάλβος;
Ο Μπουβιέ αφού μιλά για το
φιλελληνικό κίνημα, πού σαν «παλιρροϊκό κύμα» ξεκίνησε από Βορρά προς Νότο,
τονίζει ότι κατά τη δική του άποψη ο Κάλβος «δεν ήλθε στη Γενεύη τόσο σαν Έλληνας,
σαν τέκνο δηλαδή μιας φυλής, πού μόλις είχε αρχίσει τον αγώνα της εναντίον του από
αιώνων δυνάστη της, άλλα μάλλον σαν Ιταλός εξόριστος, μέλος δηλαδή μιας
οργανώσεως πού ετοίμαζε την εξέγερση της Χερσονήσου εναντίον του Αυστριακού κατακτητή
της».
Και ο Μπουβιέ προχωρεί στα
επιχειρήματα του:
«Ο Κάλβος ήξερε ότι στη
Γενεύη, όπως και στο Λονδίνο, θα έβρισκε Ιταλούς πατριώτες, πού τους εμψύχωνε το
ίδιο ιδανικό και πού θα τον βοηθούσαν να ζήσει. Εξαιτίας της γεωγραφικής της
θέσης στα σύνορα του βασιλείου της Σαρδηνίας, η Γενεύη είχε γίνει στην πραγματικότητα
το σημείο συγκεντρώσεως των Καρμπονάρων, πού συσπειρώνονταν γύρω από τον
περίφημο Μπουοναρότι. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος πού έφερε τον εξόριστο
Κάλβο σε τούτη την πόλη».
Ο Μπουβιέ προσθέτει ότι τόπος
συναντήσεως τών Ιταλών προσφύγων ήταν και οι αίθουσες υποδοχής και η Βιβλιοθήκη
της Αναγνωστικής Εταιρείας της Γενεύης.
Από μια μικρή έρευνα πού
έκανε ο Μπουβιέ στα αρχεία της Αναγνωστικής Εταιρείας, ανακάλυψε ότι ο Κάλβος
απέκτησε ταυτότητα μέλους της πιθανώς το 1822. Τότε πού πρόεδρος της Εταιρείας ήταν
ο επιφανής νομικός και δημοσιολόγος Έτιέν Ντυμόν — πρώην γραμματέας του
Μιραμπώ.
Στο σημείο αυτό και
αναφορικά με τα προσωπα πού γνώρισε και συνδέθηκε μαζί τους ο Κάλβος, ο Μπουβιέ
έχει τη γνώμη ότι θα πρέπει να ήταν και ο Ζάν Έμπέρ. Ο Έμπέρ — σπουδαίος ελληνιστής
και φιλέλληνας, τον είχε προτείνει στην Αναγνωστική Εταιρεία — όπως και
αρκετούς άλλους συμπατριώτες μας. «Ο Εμπέρ — συνεχίζει ο Μπουβιέ — είναι πιθανό
ότι συνέστησε στους σπουδαστές του, των αρχαίων ελληνικών, στον Κάλβο και ιδιαίτερα
τον πιο προικισμένο ανάμεσα τους, τον Έλί-Άμί Μπεταν (1803-1871)». Και
προσθέτει: «Ο Μπεταν είχε από το 1826 ως το 1828 μια εμπειρία πού επρόκειτο να
σφραγίσει όλη του τη ζωή: Προσελήφθη από τον Ιωάννη Καποδίστρια ως γραμματέας
του και έζησε μήνες γεμάτους έξαψη και μόχθο δίπλα στον πρώτο Κυβερνήτη του
νεαρού Ελληνικού Κράτους. Από τα πανεπιστημιακά του χρόνια ακόμη ο Μπεταν είχε
δείξει ενδιαφέρον για τη σύγχρονη Ελλάδα και για τη γλώσσα της. Και είναι πολύ πιθανόν
ότι πήρε μαθήματα από τον Κάλβο». Μια ακόμη εκδοχή για τη συγκινητική διαδρομή
των ελληνιστών και φιλελλήνων της Ελβετίας και της Ευρώπης γενικότερα πού κρατά
ως τις μέρες μας. Οι έρευνες για τον Ελληνισμό θερμαίνουν τις ώρες και τα
ενδιαφέροντα ξένων επιφανών πανεπιστημιακών δασκάλων. Όπως ο Ολιβιέ Ρεβεντέν,
πού έχει κάνει. ειδικές έρευνες για την σπουδαιότητα των ελληνικών εκδόσεων πού
είδαν το φώς στη Γενεύη στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα.
Ο καθηγητής Ρεβεντέν, πού τον
Ιούνιο του 1982 μίλησε στην Ακαδημία
Αθηνών με θέμα «Απόψεις του Ελληνισμού στη Γενεύη κατά
τον 16ο αιώνα», είναι ένθερμος φίλος του τόπου μας. Χωρίς να ξεχνάμε και τις
έρευνες πού έχει κάνει στο κεφάλαιο του φιλελληνισμού στην Ελβετία ο
συμπατριώτης μας δημοσιογράφος Παύλος Τζερμιάς, πού ζει μόνιμα στη Ζυρίχη.
Στη Γενεύη — ωστόσο —
υπάρχει πάντα και μια άλλη Ελληνορθόδοξη αύτη τη φορά παρουσία: Το Ορθόδοξο
Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σα-μπέζύ. Εκεί κοντά στις όχθες της
λίμνης Λεμάν, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Γενεύη, γινόταν αθόρυβα «Η σπουδή της Ανατολικής Θεολογίας και η
μελέτη της Δυτικής Χριστιανοσύνης, μέσα σε πλαίσια βιβλιογραφικής ενημέρωσης επιστημονικής
έρευνας, συνεδρίων, ακαδημαϊκής διδασκαλίας και δημοσιεύσεων». Μάλιστα οι
καμπάνες του Απόστολου Παύλου (του ναού του Κέντρου) είναι οι μόνες πού
επιτρέπεται να κτυπούν σαν απάντηση στον Άγιο Πέτρο, της έδρας του Καλβίνου
στην Παλιά Γενεύη». Στη Γενεύη του Κάλβου του Καποδίστρια, των Καρμπονάρων, των
ελληνιστών φιλελλήνων και των εκπροσώπων της Ορθοδοξίας.
ΤΑΚΗΣ ΨΑΡΑΚΗΣ
Ιστορία
Εικονογραφημένη τ. 179/1983
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου