Κρηπίδωμα
του ναού της Νέμεσης στον Ραμνούντα.
Στοίχειωναν
οι θόρυβοι...
Μια
νύχτα στον ναό της Νέμεσης στον Ραμνούντα
Μια νύχια που πέρασε στον ναό της Νέμεσης στον Ραμνούντα ο Γάλλος ελληνιστής Ζακ Λακαριέρ και το δείπνο με την ψαρόσουπα στην ακτή
Δύο συγγραφείς-ταξϊδιώτες
που τους χωρίζουν δεκαοκτώ αιώνες, αλλά τους ενώνει το ίδιο πάθος για την
Ελλάδα, ο Παυσανίας και ο Ζακ Λακαριέρ, συναντιούνται στο βιβλίο του δεύτερου
«Στα ίχνη του Παυσανία» (εκδ. Χατζηνικολή). Επαναλαμβάνοντας με ακρίβεια τις περιπλανήσεις
του προκατόχου του, ο Λακαριέρ ανακαλεί τη σημερινή Ελλάδα μέσα από σχόλια
γεμάτα ποίηση και θέρμη. Στο παρακάτω απόσπασμα ο Γάλλος πολυτάλαντος ελληνιστής
επισκέπτεται τον ναό της Νέμεσης στον Ραμνούντα.
Απόσπασμα
«Προς
το βράδυ, την ημέρα της επίσκεψης μου στο Ραμνούντα, ένα ψαροκάικο άραξε κοντά
στην ακτή. Οι άντρες σήκωσαν τα παντελόνια τους και βγήκαν στην άμμο· άναψαν φωτιά κοντά στον τοίχο του ξωκλησιού
που ήταν χτισμένο στην ακτή, και έβρασαν ψαρόσουπα.
Με
φώναξαν να μοιραστώ το δείπνο τους. Μιλήσαμε κυρίως για το ψάρεμα και για τα
μελτέμια που, το Σεπτέμβρη, πιάνουν απότομα, αναγκάζονται τα πλοία να βρούνε
καταφύγιο σε κάποιο κολπίσκο. Η νύχτα ήρθε, ο άνεμος έπεσε και οι ψαράδες
έφυγαν. Το φεγγάρι ανέβηκε, ένα φεγγάρι γεμάτο και φλογερό, που έλουσε τον τόπο
μ' ένα έντονο φως.
Επέστρεψα
στο λόφο και στο άνδηρο του ναού της Νέμεσης, άπλωσα το σάκο μου στο μαρμάρινο
δάπεδο και ξάπλωσα, ο ύπνος όμως δεν με πήρε: τη νύχτα στοίχειωναν θόρυβοι, οι
γρύλοι, το μουρμούρισμα του καϊκιού που ανοιγόταν στα βαθιά, οι μακρινές φωνές
των ψαράδων.
Σκεφτόμουν
αυτή την παράξενη θεά, τη Νέμεση, τόσο ζωντανή και συνάμα τόσο ακατάληπτη, με
την οποία οι Έλληνες εκφράζανε την ανάγκη να δώσουν στο σύμπαν τάξη, νόμο,
αρμονία, που θα ρύθμιζε την ισορροπία των πραγμάτων, των όντων και των
επιθυμιών.
Από
το Ραμνούντα, ένας δρόμος πέντε ωρών, κατά μήκος της ακτής, οδηγεί στο ιερό του
Αμφιαράου.
Δεν
γνωρίζω ποιον δρόμο πήρε ο Παυσανίας για να υπολογίσει σε δώδεκα στάδια
(περίπου 2 χλμ.) την απόσταση από το ένα μέρος στο άλλο. Πάντως αμφιβάλλω αν ο
σημερινός ταξιδιώτης θα ακολουθήσει τα ίχνη του Παυσανία, γιατί με αυτοκίνητο
και σε πολύ βατό δρόμο μπορεί κανείς να πάει από την Αθήνα στο Αμφιαράειο σε
λιγότερο από μια ώρα».
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:
Σοφία Στυλιανού
ΕΘΝΟΣ
Ραμνούς,
Ναός της Νεμέσεως
(πριν
το 450, β΄ φάση στα 436-432 π.Χ. και μτγν.)
Η οικοδόμηση του ναού στο
ιερό της Νεμέσεως στο δήμο του Ραμνούντος στη Βόρεια Αττική άρχισε κατά πάσα
πιθανότητα πριν το 450/49 π.Χ.. Ο κύριος όγκος των εργασιών σημειώθηκε στα
χρόνια 436-432 π.Χ., όμως η ανέγερση διακόπηκε το 431 π.Χ. εξαιτίας του
Πελοποννησιακού Πολέμου και συνεχίστηκε μερικώς στις δεκαετίες του 430 και 420
π.Χ.. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ημιτελής ναός κατέλαβε την θέση παλαιοτέρου
οικοδομήματος, που είχε χτιστεί με χρηματοδότηση από τα λάφυρα της νίκης των
Αθηναίων στον Μαραθώνα και καταστράφηκε με την περσική εισβολή του 480 π.Χ. στην
Αθήνα. Οι Αθηναίοι θεώρησαν ότι η Νέμεσις, ο Πάν και ο Θησεύς τους βοήθησαν να
αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την εχθρική απειλή, γι’ αυτό και αποφάσισαν την
ίδρυση του ναού. Φαίνεται όμως ότι η υλοποίηση της ιδέας πραγματοποιήθηκε
αρκετά χρόνια αργότερα, στη δεκαετία 440-430. Επισκευές έγιναν και πολύ
αργότερα, μάλλον το 45-46 μ.Χ., οπότε ο ναός αφιερώθηκε στη θεοποιημένη σύζυγο
του Οκταβιανού Αυγούστου Λιβία.
Ο ναός ήταν δωρικός
περίπτερος, διπλός «εν παραστάσι» (πτερό 6x12 αράβδωτων κιόνων),
κατασκευασμένος από ντόπιο γαλαζωπό μάρμαρο και πεντελικό μάρμαρο στα
ακρωτήρια. Σε επίπεδο δόμησης, είναι ο τέταρτος κατά σειρά ναός που αποδόθηκε
από μεγάλη μερίδα ερευνητών στον αρχιτέκτονα του αθηναϊκού Ηφαιστείου.
Στο σηκό του στεγαζόταν το
λατρευτικό άγαλμα της Νεμέσεως (425-423 π.Χ.) από παριανό μάρμαρο,
φιλοτεχνημένο από τον Πάριο γλύπτη Αγοράκριτο, μαθητή του Φειδίου. Σύμφωνα με
τον Παυσανία, το άγαλμα ήταν έργο του ίδιου του Φειδίου, ο οποίος όμως άφησε
τον Αγοράκριτο να το υπογράψει κινούμενος από τον έρωτά του γι’ αυτόν. Παρ’ όλ’
αυτά, τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του αγάλματος δεν παραπέμπουν στον Φειδία
αλλά σε άτομο του καλλιτεχνικού του περιβάλλοντος. Γι’ αυτό έχει υποτεθεί ότι
το εν λόγω γλυπτό δεν είναι άλλο από το άγαλμα της Αφροδίτης εν Κήποις, με το
οποίο ο Αγοράκριτος έλαβε μέρος σε καλλιτεχνικό διαγωνισμό, όπου ηττήθηκε από
τον Αλκαμένη, με αποτέλεσμα το άγαλμα να καταλήξει στο ιερό του Ραμνούντος ως
άγαλμα της Νεμέσεως. Δυστυχώς, στις μέρες μας σώζονται μόνο θραύσματα του
περιβόητου αυτού έργου, που κατακρεουργήθηκε στους χριστιανικούς χρόνους.
Με βάση το υπάρχον υλικό
και τις περιγραφές των αρχαίων πηγών η μορφή της Νέμεσεως αποκαθίσταται σε
όρθια στάση. Η θεά είχε μεγάλη κοτσίδα που κρεμόταν στον αυχένα της, ενώ τα
ελάφια στο κεφάλι της, που μυθολογικά παραπέμπουν τόσο στην Αρτέμιδα, όσο και
στην Ιφιγένεια και στον Τρωικό Πόλεμο, αποτελούν έμμεση μνεία των πολεμικών
αγώνων των Αθηναίων κατά των Περσών. Στο ένα χέρι της έφερε φιάλη διακοσμημένη
με νέγρους, οι οποίοι κατά την παράδοση κατοικούσαν στον Ωκεανό («παρά τω
Ωκεανώ»), πατέρα της Νεμέσεως, ενώ στο άλλο χέρι κρατούσε κλαδί ελιάς, που
έφερε ταινία με την υπογραφή του καλλιτέχνη («Αγοράκριτος εποίησεν»). Στη
μαρμάρινη βάση του αγάλματος απεικονιζόταν η παράδοση της Ωραίας Ελένης από την
θετή μητέρα της Λήδα, στην πραγματική μητέρα της, τη Νέμεσι, παρουσία του
Αγαμέμνονος, του Μενελάου, του Τυνδάρεω, και άλλων προσώπων που δεν είναι
δυνατόν να ταυτιστούν με σιγουριά· κατ’ ουσίαν πρόκειται για μία παραλλαγή του
μύθου της Ωραίας Ελένης προς εξυπηρέτηση της αθηναϊκής πολιτικής προπαγάνδας
της εποχής.
Αναπαράσταση
του σηκού του ναού της Νεμέσεως με το λατρευτικό άγαλμα της θεάς,
έργο του
Αγορακρίτου
Η
Νέμεσις
Στον Όμηρο η Νέμεσις δεν
αναφέρεται ως θεά, αλλά ως εθιμική ανάγκη τιμωρίας των ασεβών. Στον Ησίοδο παρουσιάζεται ως κόρη του Ωκεανού
και της Νυχτός, τη σύντροφο της Αιδούς και της Θέμιδος.
Σύμφωνα με τον μύθο,
κυνηγημένη από τον Δία, η Νέμεσις μεταμορφώνεται σε κύκνο. Ο Δίας θα πάρει και
αυτός τη μορφή κύκνου και θα ενωθεί μαζί της στον Ραμνούντα. Από το αυγό που
γέννησε η Νέμεσις βγήκε η Ελένη. Αυτός ο ιδρυτικός μύθος του ιερού ενισχύεται
από την ανάγλυφη παράσταση στη βάση του αγάλματος της θεάς. Η Λήδα, θετή μητέρα
της Ελένης, εμφανίζεται να την οδηγεί στην πραγματική της μητέρα, τη Νέμεση.
Το όνομα της (από το
«νέμειν») δηλώνει αυτήν που παρέχει δώρα στους λατρευτές της. Σημαίνει όμως
και τη δίκαιη θεϊκή οργή που στρέφεται σε όποιους θνητούς καταπατήσουν
την τάξη της φύσης και διέπραξαν ύβρη. Όταν η Θέμις (δηλαδή η κοσμική τάξη)
περιφρονείται, τότε επέρχεται η Νέμεσις (δηλαδή η τιμωρία των αλαζόνων).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου