«Κεντάει»
η Μικρασιάτισσα Ελένη Παπαδοπούλου - Λαμπράκη και στο νέο της βιβλίο «Μετάξι
και δαντέλα»
Να
αγαπάς και να αγαπιέσαι, είναι το νόημα της ζωής
Της ΜΑΡΙΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ
Η
Ελλάδα και η Ορθοδοξία είναι ένα και κυλούν στο αίμα μας ανά γενιές - Πάσχουμε
από έλλειψη ηγετών - Δεν υπάρχει ένας χαρισματικός που να κάνει τον λαό ένα -
Στη ζωή κανείς δεν σου δίνει πιστοποιητικό μόνιμης κατοικίας, ευτυχίας και
αρτιμέλειας...
«Χειρότερη από την προσφυγιά είναι η σκλαβιά».
Λόγια βγαλμένα από την ψυχή μιας σύγχρονης «Λωξάνδρας». Η Ελένη Παπαδοπούλου -
Λαμπράκη ξεδιπλώνει στις σελίδες των βιβλίων της ιστορίες από τη Μικρά Ασία και
όχι μόνο. Μετά την «Ντινιά της Σμύρνης, της μαστίχας και του πικραμύγδαλου»
έρχεται τώρα να συναρπάσει το αναγνωστικό κοινό της με μια ακόμη αληθινή
ιστορία που εξελίσσεται στα χρόνια του εμφυλίου και αφορά μια μεγάλη κυρία της
μόδας.
Το βιβλίο «Μετάξι και
δαντέλα», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κ. Μ. Ζαχαράκης, έγινε η αφορμή να τη
συναντήσουμε στο φιλόξενο σπίτι της στη Φιλοθέη και η κουβέντα που κάναμε έφερε
στο φως πολλές αλήθειες της. «Στη ζωή δεν υπάρχει πιστοποιητικό μόνιμης
κατοικίας, ευμάρειας και αρτιμέλειας», μας είπε, συμπληρώνοντας ότι «πάνω από
όλα είναι η άνευ όρων αγάπη».
- Τόσες μνήμες από τη Μικρά Ασία. Από πού είναι ακριβώς η καταγωγή σας;
Είναι από τη Σμύρνη, από
τη Χίο και από τα βάθη της Μικράς Ασίας, από το χωριό που λεγόταν Πόρος. Ήρθαν
όλοι τους στην Ελλάδα με τη Μικρασιατική καταστροφή.
- Τι θυμάστε από τις περιγραφές τους για τις χαμένες πατρίδες;
Πάντα πίστευαν ότι θα
επέστρεφαν πίσω στα σπίτια τους, στα χωράφια τους. Ο πατέρας της μητέρας μου
όταν έφτασε στην Ελλάδα ήρθε αποκαμωμένος, καταδιωγμένος. Αφού είχε φάει ξύλο,
χτυπημένος από παντού, μπήκε στο καράβι κακήν κακώς. Τη μητέρα μου, μικρό
κοριτσάκι τότε, την είχαν μουτζουρώσει για να φαίνεται άσχημη, γιατί οι Τούρκοι
τα αρπάζανε τα όμορφα παιδιά. Τους βγάλανε με κάτι βάρκες στον Πειραιά και
ύστερα τους οδήγησαν στο Μοναστηράκι σε κάτι αποθήκες. Όταν έληξε η σύμβαση με
τον ιδιοκτήτη που είχε τις αποθήκες, το κράτος μάζεψε τους πρόσφυγες και τους
πήγε στην πλατεία Κουμουνδούρου και εκεί στήσανε αντίσκηνα.
- Η Ιστορία επαναλαμβάνεται, λοιπόν...
Μπορείς να ζήσεις σε
αντίσκηνα, να περνά η βροχή από κάτω και να τουρτουρίζεις από το κρύο; Και όμως
έζησαν. Αυτά που βλέπουμε σήμερα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, στην Ειδομένη με
τους σύριους πρόσφυγες τα έχουμε ζήσει πρώτα εμείς οι Έλληνες.
Να ξέρετε κάτι εσείς οι νέοι.
Στη ζωή κανείς δεν σου δίνει πιστοποιητικό μόνιμης κατοικίας, ευμάρειας,
ευτυχίας, υγείας, αρτιμέλειας. Δεν έχεις υπογράψει κανένα συμβόλαιο. Όλα
αλλάζουν στο λεπτό. Η ζωή είναι μεγάλος αγώνας.
- Υπάρχει κάτι χειρότερο από την προσφυγιά;
Ο παππούς μου ήταν
αιχμάλωτος πολέμου. Τον θεωρούσαν σκοτωμένο. Αλλά αυτός γύρισε ύστερα από
χρόνια με μια γενειάδα μέχρι τα γόνατα μέσα τις ψείρες και τις πληγές,
αγνώριστος. Η αιχμαλωσία είναι τρελό πράγμα.
Οι Τούρκοι έβαζαν τα άλογα
κάτω από το υπόστεγο και άφηναν τους έλληνες στρατιώτες έξω στην καταιγίδα να
βρέχονται μέχρι το κόκκαλο.
Νερό πίνανε μέσα από τις
λακκούβες, τους μισοπεθαμένους τους έριχναν πέτρες στο κεφάλι και τους
αποτελειώνανε και όποιοι δεν ήξεραν να ασπρίζουν, να καλουπώνουν τα ξύλα, να
σπάνε τις πέτρες, κοινώς να πιάνουν τα χέρια σ' όλες τις δουλειές, τους
καλούσαν την αυγή και τους εκτελούσαν. Η αιχμαλωσία είναι χειρότερη και από την
προσφυγιά.
Ακόμη και ως πρόσφυγας
είσαι ελεύθερος. Μου έλεγε ο παππούς μου ότι όταν τους άφησαν ελεύθερους μπήκαν
στο σπίτι μιας Τουρκάλας και αυτή τους έφερε πλιγούρι να φάνε στον σοφρά. Με το
που έστριψε να πάει στην κουζίνα, γυρνάει για λίγο το κεφάλι προς τα πίσω και
δεν είχε μείνει ούτε σπυρί.
Την πήρανε τα κλάματα για
την κατάντια τους. Μάζευαν το πλιγούρι που είχε πέσει στο χαλί. Οι μεγάλες
δυνάμεις, που δεν ήθελαν τους Έλληνες να ηγούνται στο εμπόριο στα παράλια της
Μικράς Ασίας, έβαλαν στους Τούρκους τον σπόρο του μίσους μέσα από την
προπαγάνδα. Οι Τούρκοι ήξεραν το εμπορικό δαιμόνιο του Έλληνα.
- Τελικά δεν πρέπει να το βάζεις κάτω;
Ο Θεός έχει για τον
καθέναν μας. Η μητέρα μου είχε καλή τύχη. Την είχε βαφτίσει ένας υπαξιωματικός
του Ελληνικού Στρατού όταν μπήκαν στη Σμύρνη τότε ως νικητές. Όταν βρέθηκαν
μετά την καταστροφή στην Αθήνα, ο νονός της βρήκε δουλειά στη γιαγιά μου και
άρχισαν να ζουν. Μεγάλο πράγμα να έχεις δουλειά, να ξέρεις μια τέχνη ή
γράμματα. Στέκεσαι στα πόδια σου, ξανασηκώνεσαι.
- Το βιβλίο σας «Ντινιά της Σμύρνης, της μαστίχας και του πικραμύγδαλου...» έγινε πολύ αγαπητό από το κοινό. Το πήρα στα χέρια μου και το διάβασα σχεδόν μέσα σε μια ημέρα. Η Ντινιά είναι υπαρκτό πρόσωπο;
Φυσικά. Η Ντινιά ήταν η
γιαγιά μου. Παντρεύτηκε στη Χίο, αλλά δεν τον ήθελε αυτόν τον γάμο. Της έδωσαν
έναν άνδρα σαράντα χρόνια μεγαλύτερο, αλλά εκείνη αγαπούσε τον Παντελή. Την
έκλεισαν στο δωμάτιο για να μην κλεφτεί μαζί του. Ο έρωτας στη ζωή είναι η
μεγαλύτερη χαρά. Αυτός δίνει δύναμη, αυτός νόημα, για να συνεχίσεις να
υπάρχεις. Η Ντινιά λοιπόν γυρίζει μια μέρα από την εκκλησία και ο άνδρας της την
είχε παρατήσει και είχε φύγει για την Αμερική. Αυτός που θα την πρόσεχε την
άφησε με κάτι χωράφια να οργώνει. Δεν μπόρεσε η μαύρη να τα βγάλει εις πέρας με
τα στοιχειά της φύσης και έφυγε για τη Σμύρνη. Της έφαγαν την περιουσία τα
αδέρφια της, αλλά ούτε και αυτά βρήκαν καλό. Έφυγαν μετανάστες στην Αμερική από
τη φτώχεια. Η γιαγιά μου στη Σμύρνη βρήκε όμως έναν ντελικανή άνδρα και της
χαμογέλασε και πάλι η ζωή.
- Στο δεύτερο βιβλίο σας «Μετάξι και δαντέλα», ένα υπέροχο μυθιστόρημα, αισθάνομαι ότι όσα περιγράφετε τα έχετε ζήσει. Κάνω λάθος;
Ναι, σ' αυτόν τον οίκο
μόδας έχω ζήσει παραμυθένια χρόνια, ως παιδάκι. Όλη η υψηλή κοινωνία περνούσε
μέσα από αυτό το ατελιέ. Η βασίλισσα, οι πριγκίπισσες της χώρας, οι κυρίες επί
των τιμών ήταν πελάτισσες. Ήταν οικεία πρόσωπα. Τη στιγμή που οι 35 μοδίστρες
και η δασκάλα τους έφτιαχναν τις τουαλέτες και τα νυφικά ξεσπούσε ο εμφύλιος
στην Ελλάδα. Πάντα την Ελλάδα την τρώει ο διχασμός.
- Πώς σας έρχεται η έμπνευση;
Σαν την αναπνοή. Όταν
γράφω εκτονώνομαι. Η συγγραφή είναι η φίλη μου. Όσα γράφω τα αγαπάω. Ακουμπάω
στο βιβλίο τα συναισθήματά μου. Οι πιο πολλοί αναγνώστες μου όταν μου στέλνουν
email μου λένε: «Ελένη τι μας έκανες; Μας ξύπνησες τα παιδικά μας χρόνια».
Ανατριχιάζω όταν το διαβάζω.
Οι Έλληνες έχασαν τη Σμύρνη
γιατί ήταν διχασμένοι. Δεν είχαμε αντίσταση οργανωμένη και προχωρούσαμε στα
βάθη της Ανατολής χωρίς να σκεφτόμαστε τις συνέπειες. Μας πήρανε φαλάγγι οι
Τούρκοι. Η Σμύρνη ήταν το Παρίσι της Ανατολής. Οι Έλληνες λάτρευαν αυτήν την
πόλη. Είχαν μέχρι όπερα, πανεπιστήμια, οίκους μόδας, καταστήματα με καλλυντικά.
Ρώταγα συνέχεια τον παππού μου για τις χοροεσπερίδες τους, τα αρχοντικά τους,
τις εκκλησιές. Η δε γιαγιά μου από τον Πόρο της Καππαδοκίας μου μιλούσε για τα
στρέμματα γης που είχαν με όλα τα καλά της γης. Μου έτρεχαν τα σάλια.
- Τι σημαίνει το φαγητό για τους Μικρασιάτες;
Το φαγητό είναι μνήμη. Το
φαγητό για τους Μικρασιάτες είναι ιεροτελεστία. Ζυμώνανε στις μεγάλες κουζίνες,
αποξηραίνανε τα καλοκαιρινά φρούτα, τα κελάρια τους ήταν γεμάτα με παστά κρέατα
και έβγαζαν και λάδι από τα σφαχτά. Έφτιαχναν γιαλαντζί ντολμάδες, πίτες,
μπακλαβάδες. Είχαν δικά τους πρόβατα γάλα, τυριά, βούτυρα. Οι δικοί μου
γιόρταζαν τα πάντα κάνοντας τραπέζια. Ήταν εύποροι άνθρωποι, έφτιαχναν και
πωλούσαν χαλιά. Σήμερα δεν υπάρχει ταυτότητα στο φαγητό αλλά πλύση εγκεφάλου.
Όλοι τρώνε σάντουιτς στα γρήγορα. Κάνεις μια βόλτα στην ελληνική επαρχία και
βλέπεις χέρσα τα χωράφια. Στεναχωριέμαι. Γιατί δεν καλλιεργούμε αυτήν τη γη;
Όταν επισκέπτομαι τα πατρογονικά μου εδάφη με πιάνει μια νοσταλγία. Όταν πήγαμε
με τις αδερφές μου στο Βόσπορο κλαίγαμε. Μας έδωσαν τότε τα νησιά, δεν μας
έδιναν και την Πόλη και τα παράλια;
- Τι έχουν στο DNA τους οι Έλληνες και επιβιώνουν;
Η Ελλάδα ποτέ δεν
πεθαίνει. Και τώρα σ' αυτήν την κατάσταση πάλι θα τα βγάλει εις πέρας. Θα
δεινοπαθήσουν οι Έλληνες αλλά θα παραμείνουν όρθιοι. Ποιος θα μοιράσει την
Ελλάδα, το Αιγαίο, τα σύνορά μας; Λένε ότι η νέα γενιά δεν αγαπάει την πατρίδα.
Δεν το πιστεύω. Σπιθαμή γης να μας πάρουν, να δείτε πόσα παιδιά θα πάνε να πολεμήσουν.
Ελλάδα και Ορθοδοξία είναι ένα και κυλούν στο αίμα μας ανά γενιές. Το
συναίσθημα πατριωτισμού είναι μεγάλο. Τα νέα παιδιά έχουν γυρίσει στην
Εκκλησία. Ψάχνουν καταφύγιο στη θρησκεία.
- Βλέπετε τηλεόραση;
Όχι. Τι να δω; Αυτούς που
διχάζουν τον κόσμο και τον φανατίζουν; Να δω σειρές που στοχεύουν στη διάλυση
της ελληνικής οικογένειας; Καμαρώναμε για την παραδοσιακή ελληνική οικογένεια.
Θέλουν να μας τη χαλάσουν; Τώρα οι εκπομπές λένε στα 16χρονα πώς να διασκεδάζουν
μέχρι τις τρεις το πρωί και πώς θα τριγυρνούν σχεδόν γυμνά στον δρόμο. Με την
τηλεόραση ξεχάσαμε τη γλώσσα μας, την καταγωγή μας. Γιατί μιμούμαστε τα ξένα
πρότυπα; Μας πιπίλισαν οι τράπεζες το μυαλό με τα δάνεια. Τώρα που δεν έχουν να
τα πληρώσουν οι ιδιοκτήτες; Θα τους πάρουνε τα σπίτια για ένα κομμάτι ψωμί και
θα τα δώσουν στους ξένους, που ζηλεύουν τον ήλιο μας και τη θάλασσα.
- Η θηλυκότητα ποια είναι;
Η θηλυκότητα δεν έχει μόδα. Η θηλυκότητα θέλει να
αφήνει στη φαντασία τα περισσότερα. Δεν θέλει γύμνια. Οι γυναίκες πρέπει να
είναι περιποιημένες, ακόμη και με τη ρόμπα τους να φοράνε το άρωμά τους, το
κραγιόν τους. Να μιλάνε όμορφα, ευγενικά. Για προσέξτε πώς τα καλά λόγια
κάποιου μπορούν να σας αλλάξουν τη διάθεση; Αυτό πρέπει να κάνει η γυναίκα.
- Ποιο είναι το νόημα στη ζωή;
Να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Αλλά αυτό είναι πολύ
δύσκολο. Το νέο βιβλίο που γράφω τώρα έχει ως τίτλο «Είναι πάντοτε τυχερή η
πρώτη αγάπη;».
- Είναι τυχερή;
Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι αυτή η αγάπη είναι
πράγματι αμοιβαία, άνευ όρων, σε πετάει στον ουρανό, γιατί δεν έχει συμφέρον.
Αυτή η αγάπη δεν περιμένει τίποτε. Ούτε πράγματα ούτε δώρα. Συγχωρεί συνέχεια.
Και αυτός που δίνει στην αγάπη είναι πιο τυχερός από αυτόν που παίρνει. Είναι
λάθος να λες για αυτόν που αγαπάς «μου μίλησες έτσι, μου φέρθηκες έτσι, μου
γύρισες την πλάτη». Άσ' τον ελεύθερο και ελεύθερη. Μην επιβάλλεις τίποτα. Αυτή
είναι η αγάπη. Στη ζωή, ακόμη και την προσωπική, τίποτα δεν σου χαρίζεται.
Πρέπει να αποδείξεις με απλότητα και πράξεις την αγάπη σου.
- Ποιος είναι ο πρώτος που διαβάζει τα βιβλία σας;
Τα παιδιά μου. Είναι πολύ αγαπημένα και δεμένα μεταξύ
τους. Είμαι υπερήφανη για αυτό. Εγώ γράφω για εκείνα αυθόρμητα. Να έχουν μια
παρακαταθήκη και τα εγγόνια μου. Από τη μικρασιάτισσα γιαγιά τους, που
αντέγραφε μικρή τον Μυριβήλη γιατί ένιωθε στο πετσί της αυτά που διάβαζε.
- Από τι πάσχουμε;
Από έλλειψη ηγετών. Δεν υπάρχει ένας Ελευθέριος
Βενιζέλος. Ένας διπλωμάτης πολιτικός να τους παίξει στο εξωτερικό. Δεν υπάρχει
πολιτικός με όραμα. Πού είναι ένας χαρισματικός ηγέτης να κάνει τον λαό ένα, να
ενώσει τον κόσμο στις δύσκολες στιγμές, να τους δώσει κουράγιο και ελπίδα, να
τους πει «θα ζείτε με αξιοπρέπεια»; Γιατί δεν αγαπάνε οι πολιτικοί μας αυτή την
πανέμορφη πατρίδα; Αυτό ας το δω και ας πεθάνω! Οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να
σβήσουν την Ελλάδα. Αφού είναι το άκρο της. Το σύνορό της. Και με το Προσφυγικό
θα βρουν λύση. Δεν γίνεται να μείνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι εδώ.
"ΤΟ ΠΑΡΟΝ"
Η
Ελένη Παπαδοπούλου-Λαμπράκη γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά της χρόνια στον
Ταύρο Αττικής. Σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, και έζησε σε μια
οικογένεια όπου ο πατέρας ήταν η σιγουριά, η τρυφερότητα, η μεγάλη αγκαλιά. Το
"Θυμάμαι τον πατέρα", ένα βιβλίο γραμμένο από τη συγγραφέα με τόσο
μεγάλη αγάπη και αφιερωμένο σ` εκείνον, της έδωσε το έναυσμα να διηγηθεί όσο
πιο πιστά μπορούσε τη ζωή τής Ντινιάς, της Χιώτισσας γιαγιάς της, που έμοιαζε
πράγματι με παραμύθι. Από μνήμες, από αφηγήσεις, από διάφορα ακούσματα που
συγκράτησε στα χρόνια της παιδικής της αθωότητας, έγραψε την "Ντινιά της
Σμύρνης, της μαστίχας και του πικραμύγδαλου".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου