Λιμποβίσι Αρκαδίας το σπίτι του Κολοκοτρώνη
Ένα ιστόρημα
από την εφηβική
δράση του Γέρου
του Μοριά
ΤΟ
ΗΡΩΙΚΟ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΟ
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης,
καπετανάκι πρώιμο, 16 χρόνων, μέσα σ’ αυτό το καινούργιο ξεπέταγμα της κλεφτουριάς,
πήγε να βρει το Ζαχαρία στους πύργους της Μπαρμπίτσας, όπως ένας Τούρκος
φανατικός θα πήγαινε στη Μέκκα.
Κανένας δεν τόν είχε
προσκαλέσει, Ο Ζαχαρίας τόνε γνώρισε αμέσως.
—Είσαι παιδί του Κολοκοτρώνη.
—Που το ξέρεις;
—Το βλέπω στα σουσσύμια
(χαρακτηριστικά) σου. Έχεις τον αγέρα του. Κάτσε!
Έσφαζε αρνιά. Έκανε πανηγύρι τον τίμησε.
Ο Κολοκοτρώνης είδε πράματα
πού δέν τάχε ξαναδεί. Έναν καπετάνιο
τίγρη κι’ ένα σώμα πειθαρχημένο κι ατρόμητο.
Ο Ζαχαριάς δοκίμαζε τα παλληκάρια
του πριν τα πάρη. Έβαζε και τα ξούριζαν χωρίς σαπούνι και χωρίς νερό, μ’ ένα
μαχαιράκι κι’ έπρεπε να μη βγάλεις άχνα,
ούτε να δείξεις πώς σε μέλλει διόλου,
για να μπεις. στο σώμα.
Ο Κολοκοτρώνης είδε τους
πύργους σωστούς στρατώνες. Είδε και σκολείο για τα παιδιά των παλληκαριών και
τέλος το Ζαχαριά να κάνει στους ραγιάδες τον κριτή και να δικάζει με την «Εξάβιβλο»
του Αρμενόπουλου, τους νόμους των βυζαντινών.
Κουβέντιασαν πολλά. Ο Κολοκοτρώνης
του είπε πώς είχε κάποια μικρή δύναμη στην Αρκαδία, με βάση τους συγγενείς του και
πώς θάθελε να «συνακουοτούν» (συνεργαστούν). Ο Ζαχαρίας τον πρόσεξε, Τον βρήκε
δυνατό στο μυαλό, τον έκρινε άξιο να γίνει αρχηγός μια μέρα και του εμπιστεύτηκε
το σχέδιο του για τη συνεννόηση όληςς της κλεφτουργιάς. Ο Κολοκοτρώνης δέχτηκε τις
ιδέες του μ’ ακράτητο ενθουσιασμό. Γίνηκε πιστός κι αφοσιωμένος άνθρωπος του.
Ο Κολοκοτρώνης ήταν ο πιο
προσεχτικός απ' όλους τους καπεταναίους του Μοριά. Οι Τούρκοι θέλησαν κάποτε να
χτυπήσουν τα ενωμένα σώματα. Σε μια πορεία, με κεφαλή το Ζαχαρία όταν φτάσανε σε
κάτι καρυδιές, οι αρχηγοί βγάλανε τ' άρματα τους για να ξαποστάσουν. Ο Κολοκοτρώνης
ξαπλώθηκα μ’ όλο τον οπλισμό του, λέγοντας πως κανένας δεν έχει κάνει χαρτί με
τους Τούρκους ποια ώρα θα φάνουν να πολεμήσουν. Ό Ζαχαρίας φώναξε όλους τους
καπεταναίους και παίνεψε μπροστά τους τον Κολοκοτρώνη. Και λένε μάλιστα πώς από
τότε τον ήθελε πρωτοπαλίκαρο. Από την άλλη μεριά ήταν υποχρεωμένος να ζει με τ’
άρματα στο χέρι, ακόμα κι όταν τάχε καλά με τις αρχές, γιατί δεν έλειπαν ποτέ
οι φαγωμάρες με τους Τούρκους και κανένας δεν ήταν σίγουρος. αν από τη μια
στιγμή στην άλλη, δε θ' άναβε από το τίποτα η φωτιά,
Αυτόν τον καιρό είχε φτάσει
στα Μαγούλιανα της Γορτυνίας ένας καινούργιος Τούρκος μπέης, πού ήθελε, σώνει και
καλά, να τον αφήσουν να δει το δημόσιο χορό, πού γινόταν τις αποκριές. στην
πλατεία του χωριού. Όταν τ’ άκουσαν οι γυναίκες των ραγιάδων είπαν όλες μ' ένα
στόμα:
—Δε θα πάμε !
Ο μπέης όμως εκεί: Να πάνε
και να πάει κι αυτός. Οι Μαγουλιανίτες το
παράγγειλαν ατον Κολοκοτρώνη.
Ο Κολοκοτρώνης γράφει του μπέη:
«Ν’ αφήσεις ήσυχους τους
ραγιάδες, ειδεμή θα γράψω στο βαλή πώς δέ λογαριάζεις το μπουγιουρντί του
(διαταγή), που τόχει εμποδισμένο νάρχονται Τούρκοι στα πανηγύρια των
χριστιανών. Κι αν δε μας κάνη τίποτα ο βαλής,
θα τόβρεις από μας, και το κρίμα θάναι στο λαιμό σου!».
Ο μπέης άφησε τους
ραγιάδες ήσυχους. Γύρεψε όμως να πάνε στην πρωτεύουσα της επαρχίας οι Κολοκοτρωναίοι
να τους γνωρίσει και να φιλιωθούνε, Μα να πάνε χωρίς τα’ άρματα τους. Ο αδερφός
του Κολοκοτρώνη, ο Γιάννης, ζόρικος, δεν ήθελε ν' ακούσει.
—Δεν είμαι ραγιάς να πάω ξαρμάτωτος!
Ο μπέης τους δέχτηκε κι
αρματωμένους, ν’ αφήσουν όμως τα τουφέκια τους στην αυλή του διοικητήριου. Ο
Κολοκοτρώνης είπε στο Γιάννη να μείνει απ’ έξω με τα παλληκάρια, πού κρατούσαν
τ' άρματα. Εμπήκε μέσα με τους
καλλίτερους και κάθισε στο «μουσαφίρ οντά» (ξενώνα). Αντίκρυ, στην τιμητική
θέση στο διβάνι του τζακιοΰ ήταν ξαπλωμένος ο σκύλος του μπέη, Εκεί πού ετοιμάζονταν
ν' αρχίσουν την κουβέντα, ο Γιάννης μπαίνει άξαφνα με το τουφέκι το
γιαταγάνι και τις πιστόλες του. Δίνει μια κλωτσιά ατό σκυλί λέγοντας:
—Ορίστε, μας έγινε μπέης
κι αυτός!
Και κάθισε αντίκρυ στον
Τούρκο ατάραχος. Όλοι σώπασαν παγωμένοι, και περίμεναν να γίνει πανηγύρι. Ο
Κολοκοτρώνης δεν τάχασε καθόλου,
—Γιάννη, έκανε τ' αδερφού
του, σι να μην είχε καταλάβει τίποτα: Ακόμα δε γιατρεύτηκες άπ' την πληγή πού
σούκανε ο άλλος σκύλος και πάλι τα ίδια άρχισες: Έλα να καθίσεις εδώ!
—Τί λες; Μπας και θέλεις να
κάτσουμ’ εδώ πέρα χίλια χρόνια; απάντησε ο Γιάννης Κολοκοτρώνης: Άκου· μπέη! Η συμφωνία πού θα κάνουμε είναι: να μη μάς πειράζεις, να μη
σε πειράζουμε. Θέλεις ή δε θέλεις; Αν δε θέλεις πάλι, ο Αλή πασάς — πασάς,
πάλι κ’ εμείς αρματολοί!
-Αμ' εδώ πού ήρθαμε, είπε
ο Κολοκοτρώνης, για να τα φτιάξουμε ήρθαμε, αδερφέ! ,
Ο μπέης δυσκολεύτηκε πολύ
να τα καταπιεί τέτοια καμώματα. Ήταν κι αυτός μαζί μ' όλους εκείνους πούθελαν να
ξεριζώσουν σύγκορμη από τον Μοριά την ανυπόταχτη γενιά των Κολοκοτρωναίων, όμως
δεν μίλησε.
Σπύρος Μελάς
"Θησαυρός των γνώσεων"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου