Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Η ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ ΑΙΟΛΟΥ ΤΟΥ 1953




Η ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ ΑΙΟΛΟΥ
(Μεγαλοβδόμαδο του 1953)
Η οδός Αίολου στην Αθήνα είναι ο πιο χαρακτηριστικός δρόμος, για όσους θέλουν να μελετήσουν το πρωτευουσιάνικο φολκλόρ, στις δυο μεγάλες γιορτές του χρόνου, την Πρωτοχρονιά με τα Χριστούγεννα, και τη Λαμπρή με τη Μεγάλη Βδομάδα. Πάνω σε κείνα τα ομοιόμορφα τραπεζάκια, πού στήνονται από επινοητικούς μικροεπιχειρηματίες, (οικογένειες συνήθως, πού βοηθιούνται από τα μέλη τους ή από νεαρούς συνεταίρους), βρίσκει κανείς συγκεντρωμένα όλα τα μικροπράγματα που απαιτούν σαν έθιμο οι μέρες αυτές, και που είναι η σύνθεση του πατροπαράδοτου με την επιχειρηματική επινοητικότητα των πουλητάδων. Και τα δύο είναι στοιχεία λαογραφικά. Έργο λαϊκό δεν είναι μόνο ότι δημιουργεί ο λαός, αλλά και ότι του φτιάχνουν οι άλλοι, μαντεύοντας τις προτιμήσεις του, και του αρέσει. Από τη συνεργασία μάλιστα αυτή βγαίνει συχνά και το χαρούμενο αποτέλεσμα της ανανέωσης μιας παράδοσης, που αλλιώς θα χανόταν με τις παλιότερες γενεές.
Για τα γιορταστικά μικροπράγματα, που σαν λατρευτικά σύνεργα αναζητιούνται τις μέρες αυτές από το λαό, η οδός Αιόλου είναι ένα ζεστό χωνευτήρι, όπου ανακατεύονται χρόνοι παλιοί και νεώτεροι, επαρχίες απ' όλη την Ελλάδα και την προσφυγική Ανατολή, ήθη, έθιμα κι επινοήσεις, όχι μονάχα ελληνικά αλλά κι ευρωπαϊκά και αμερικάνικα. Ο λαός πουλητής τα συγκεντρώνει όλα εκεί, αφού κάμει υποσυνείδητα την πρώτη επιλογή του, κι ο λαός αγοραστής ρυθμίζει με τις προτιμήσεις του και καθιερώνει το πέρασμα πολλών απ' αυτά στη σύγχρονη εθνική ή πρωτευουσιάνικη παράδοση του.
Θα δείξω σήμερα λίγη από την όψη και τα ποικίλα λαογραφικά στοιχεία που γέμισαν την οδό Αιόλου στην περίοδο τούτη του Πάσχα. Θα έχει ενδιαφέρον να συμπληρωθεί υστέρα σαν δίπτυχο η μελέτη αυτή, με το κοίταγμα του ίδιου δρόμου και τον Δεκέμβρη, τις μέρες της Πρωτοχρονιάς.


Μεγάλη Πέμπτη πρωί. Η πιο ζωηρή προπασχαλιάτικη μέρα της οδού Αιόλου, επειδή έχει εκεί συγκεντρωθεί μικροεμπόρευμα για τρεις κιόλας γιορτές: για τ' αποψινά Δώδεκα Ευαγγέλια, για τον αυριανό Επιτάφιο και την έξοδο στους τάφους, και για τη μεθαυριανή Ανάσταση. Όλα δίνονται ανακατωτά στα τραπεζάκια της, το ίδιο όπως θ' ανακατωθούν και στη χρησιμοποίηση τους από τον κόσμο, τις μέρες αυτές. Τα στεφάνια θα χρειαστούν απόψε να κρεμαστούν στο Σταυρό κι αύριο να πάνε στους τάφους, τα κεριά θα κρατηθούν αύριο στον Επιτάφιο και μεθαύριο στην Ανάσταση, οι βαφές θα χρειαστούν σήμερα ή το Σά66ατο το πρωί για τ' αβγά, και τα πυροτεχνήματα είναι για τα παιδιά, από απόψε ως την Αγάπη της Κυριακής. Ανάμεσα τους ξεφυτρώνουν κι άλλα, παράσιτα πες, εμπορεύματα της Βδομάδας: χτένες, μπαλόνια, κοχύλια, γραβάτες, μαντήλια, σημαίες κι αστέρες κινηματογραφικοί, που, επειδή έτυχε να είναι κι αυτά στρογγυλά η πολύχρωμα, μπορούν να σταθούν κάπως άνετα στο πασχαλιάτικο πανηγύρι.
Ας δούμε όμως από κοντά τα ειδή τους, καθένα με τον τρόπο που πουλιέται και τον ρόλο που έχει να παίξει στη Γιορτή.


Τα στεφάνια πρώτα. «Στέφανα» τα λένε και τα διαλαλούν. Τ' όνομα τους είναι επηρεασμένο από το «στέφανον εξ ακανθών» τού τροπαρίου, αλλά κι από τα «στέφανα» των κηδειών, που κιόλας τους μοιάζουν στην κατασκευή. Είναι φτιαγμένα από λουλούδια ψεύτικα, χάρτινες μαργαρίτες, τριαντάφυλλα ή φύλλα δάφνης, που ειδικοί τεχνίτες τα καρφώνουν σε προσκέφαλα από πευκόφυλλα ξερά. Έχουν διάμετρο γύρω στα 0,30 μ. και το χρώμα τους είναι άσπρο-μαβί, ασημένιο ή χρυσο, ή ακόμα και κόκκινο. Είναι γνωστός ο προορισμούς τους: θ' αγοραστούν (15-30 χιλιάδες δραχμές) και θα πάνε απόψε ή αύριο το πρωί στις εκκλησιές, να περαστούν πάνω στον Σταυρωμένο. Τάματα παλιά και δέησες συγκεντρώνονται στην πατροπαράδοτη αυτή προσφορά, που παλιότερα γινόταν με φυσικά μόνο λουλούδια και στέφανα. Αλλά θα πάνε αύριο στο Νεκροταφείο, να περαστούν πάνω στους σταυρούς των τάφων άσπρα και χρωματιστά για τους νέους νεκρούς, γκρίζα και μαβιά για τους γέρους. Ο θάνατος τού Χριστού θυμίζει στον καθένα και τον δικό του νεκρό. Κάθε Μεγάλη Παρασκευή όλοι οι σταυροί δέχονται τα στεφάνια ή τα λουλούδια τους. Κι είναι το έθιμο αυτό από τα πιο παλιά τού Ελληνισμού, γιατί δεν σταμάτησε ποτέ, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της βυζαντινής χριστιανοσύνης. (Αλλά μήπως κι οι αρχαίοι δεν ανθοστόλιζαν τους τάφους;).


Τα κεριά έπειτα. Είναι από τα πιο ωραία θεάματα, να βλέπεις κάθε τραπεζάκι να έχει σαν κιγκλίδωμα μπροστά του πλήθος λαμπαδίτσες, με πολύχρωμες κορδέλες πάνω τους και με κερένια χρυσολούλουδα στη μέση. Τις διαλαλούν φωνάζοντας «Κεριά και λαμπάδες!». Το μπλε χαρτί, που στρώνεται στα τραπεζάκια αυτά, είναι από επίδραση των κηροπλαστεΐων. Μόνο που, επειδή έτυχε το χρώμα του να μοιάζει με την ελληνική σημαία, παίρνει με τ’ άσπρα κεριά και πατριωτικόν διακοσμητικό ρόλο και τυλίγεται στα ξύλα των τραπεζιών, όπως στον κοντό της σημαίας. Τα κεριά είναι άσπρα η κίτρινα. Τα κίτρινα είναι περισσότερο λατρευτικά και προορίζονται για τις πένθιμες ακολουθίες. Τα άσπρα για την Ανάσταση, έχουν σκαλίσματα σαν πέταλα λουλουδιών και είναι τα πιο πολλά τους στολισμένα με κορδέλες: άσπρες, ροζ, κόκκινες, γαλάζιες. Είναι προορισμένα για τα παιδιά, για τις ανύπαντρες κοπέλες και για τους αρραβωνιασμένους. Ο μικροπωλητής φωνάζει κιόλας «Πάρτε για το κορίτσι σας!». Τ' αγοράζουν όμως πιο πολύ οι νουνοί για τ' αναδεξιμιά τους, (στοιχίζουν από 5 ως 20 χιλ. δραχμές), με ροζ κορδέλα κι άσπρη για τις αρραβωνιασμένες. Οι κόκκινες είναι επίσης για κορίτσια.
Πότε θα κρατηθούν στο χέρι αυτά τα κεριά; Λιγοστά απόψε στη Σταύρωση, μα πάρα πολλά αύριο βράδυ στον Επιτάφιο και το Σάββατο τη νύχτα στην Ανάσταση. Είναι τα κεριά που θα δώσουν, τα δυο αυτά βράδια, στους δρόμους της Αθήνας, το παράξενο περπατητό φεγγοβόλημα, που λες κι αντιφεγγίζει στη γη κομμάτια από τον έναστρο ουρανό της.
Το φως της Ανάστασης θα γυρέψουν όλοι να το πάνε σπίτι τους, χωρίς να σβήσει. Αυτήν την ανάγκη σκέφτηκαν να εμπορευθούν μερικοί επιχειρηματίες κι έφτιαξαν κάτι φαναράκια με εικόνες του Χρίστου στα τζάμια τους (Γέννηση, Βάφτιση, Σταύρωση, Ανάσταση), όπου περνάει κανείς το φως της λαμπάδας του και δεν σβήνει. («Περάστε, κύριοι. Φαναράκια για τις λαμπάδες σας, με 10 χιλιάδες!»). Άλλοι όμως προχώρησαν και στην «ηλεκτρική λαμπάδα», ένα μετάλλινο σωλήνα σαν κερί, με ηλεκτρική στήλη, που δίνει φως στο λαμπάκι του. («Μά, κερί είν' αυτό;»).
Στα ιδία τραπεζάκια με τις λαμπάδες πουλιούνται και τα «φαναράκια», τα γνωστά χρωματιστά χαρτοφάναρα, που ανοιγοκλείνουν σαν φυσαρμόνικα. 'Έχουν γίνει κι αυτά εθιμικό είδος του Πάσχα, γιατί όχι μονάχα στολίζουν τις εκκλησιές και τα προαύλια, αλλά και προστατεύουν το φως από τον αέρα. Τα συνηθίζουν πιο πολύ στον Επιτάφιο, που η διαδρομή του τα χρειάζεται περισσότερο και τα κρατούν παιδιά. 'Έχουν επάνω τους παραστάσεις πουλιών και λουλουδιών, η και άλλου προορισμού σχεδιάσματα. Οι κατασκευαστές τους δεν σκέφτηκαν (είναι όμως και ξένοι) να βάλουν επάνω και θρησκευτικές παραστάσεις από την 'Ανάσταση.


Πυροτεχνήματα. Εδώ οι αστυνομικές διατάξεις ανακατεύονται στο είδος, και του δίνουν περιορισμένη μορφή. «Ρυθμισμένη λαογραφία» θα λέγαμε, κατά το ρυθμισμένη οικονομία. Πάλι καλά όμως, που δεν απαγορεύουν ολότελα την πατροπαράδοτη αυτή ανάγκη για ξέσπασμα, στην ώρα της 'Ανάστασης.
Τα τραπεζάκια των πυροτεχνημάτων είναι αποκλειστικά για το είδος αυτό. Τους πουλητές τους οι άλλοι τους λένε «Βεγγαλικούς». Πουλούνε, πάνω σε κόκκινη στρώση χαρτιού, όλα τα άβλαβα είδη για περιχυτό φως και για κρότο, όσα μπορεί να ελέγξει η 'Αστυνομία. Πιστολάκια και φελλούς, φωτοβολίδες, φώσφορα, βεγγαλικά, που το καθένα τους έχει και ξεχωριστό όνομα: «δέντρα», «πεταλουδίτσες», «κομήτες», «σπίρτα», «βεντάγιες», «ρωμαϊκά», «τρικιτρόκες». Και το διαλάλημά τους γίνεται με πιστολιές: «Φώσφορα, βεγγαλικά, πυροτεχνήματα». Μπουμ!



Βαφές, αβγά κόκκινα. Τ' αβγά εδώ δεν είναι φυσικά από κότες, άλλα ξύλινα. Τα φυσικά έχουνε θέση μονάχα στην οδόν Αθηνάς και στις παρόδους της. Εδώ τα ξύλινα είναι για να ρεκλαμάρουν τις βαφές και για να πουληθούν σαν παιχνίδια. Τα παιδιά, που είναι πάντα οι πιο υπολογίσιμοι πελάτες της οδού Αίολου, τα θέλουν για να ξεγελάνε με το τσούγκρισμα τ' άλλα παιδιά, και να τους σπάνε τα δικά τους. Μα τα ίδια αβγά χρειάζονται στο σπίτι και για το νοικοκυριό, για στολίδι πρώτα, κι ύστερα για να μαντάρονται μ' αυτά κάλτσες, η να γίνονται θήκη για καρφιτσοβελόνες. Για στόλισμα πουλούνε επίσης, στα ίδια τραπέζια, και κάτι χάρτινα μεγάλα αβγά, σαν φυσαρμόνικες, που φτιάχνονται τελευταία από τεχνίτες της Πλάκας, και στοιχίζουν ως 25 χιλιάδες δραχμές. (Πληθωρισμός, όπως είπαμε, του 1953).
Οι βαφές πουλιούνται όλες σε φάκελα, που έχουν απ' έξω τυπωμένες παραστάσεις των ημερών: Σταυρό (χωρίς το σώμα του Χριστού), Ανάσταση, ελληνικό ζευγάρι που τσουγκρίζει αβγά, αρνάκια κ.ά. Οι εμπνεύσεις τους είναι ποικίλες, όπως και στα κάρτ-ποστάλ. Μόνο που, επειδή δεν στοιχίζουν πολύ, είναι κακοτυπωμένες. Το διαλάλημά τους είναι: «Για τ' αβγά σας βαφές!».
Μαζί με τις βαφές πουλιούνται και χαλκομανίες με την Ανάσταση, που ο πουλητής τους θα σας πει πώς είναι γερμανικές. Αυτό δεν έχει σημασία, γιατί, όπως είναι γνωστό, η διακόσμηση του πασχαλιάτικου αβγού με παραστάσεις (ξομπλωτά η ξομπλιαστά και αβγά) είναι κάτι διεθνές, που το βρίσκουμε όμως από παλιά στην Ελλάδα. Είναι το φιλοτεχνημένο αβγό, που θα μείνει ένα χρόνο άσπαστο στο σπίτι, ή θα χαριστεί σε πρόσωπο αγαπημένο.
Σύνοψη, ευαγγέλια, πάθη. Θα περίμενε κανείς, πώς θα πουλούσαν τα βιβλία αυτά τίποτε καλόγηροι και παπαδοπαίδια. Όμως οι πουλητές τους είναι οι ίδιοι, που τις άλλες μέρες έχουν σε κόφες και πουλούν μυθιστορήματα. Το διαλάλημά τους τώρα γίνεται σεβαστικά: «Τα Δώδεκα Ευαγγέλια κι ο Επιτάφιος θρήνος, ένα χιλιάρικο!» — «Η  Ιερά Σύνοψη και τα Άγια Πάθη, με δύο τάλληρα!» (δηλ. πεντοχιλιάρα). Τα έχουν βάλει σε τάξη πάνω σε ξεχωριστό τραπεζάκι, χωρίς άλλα είδη πλάι τους. Είναι γνωστό, ότι ο κόσμος χρησιμοποιεί πολύ, τούτη την εβδομάδα, τη Σύνοψη και τα μικρά βιβλιαράκια με τα Ευαγγέλια. Είναι σχεδόν η μόνη περίπτωση, που το ελληνικό κοινό παρακολουθεί τις ακολουθίες της εκκλησιάς μέσα σε δικό του βιβλίο.



Μοσχολίβανα, καντηλήθρες κλπ. Αυτά πουλιούνται και τις άλλες μέρες στην οδό Αιόλου, (διαλάλημα: «Κεράκια, μοσχολίβανο»!), άλλα σήμερα τα τραπεζάκια τους έχουν πληθύνει και ξεφυτρώνουν σ' όλον το δρόμο, ανάμεσα στ' άλλα πασχαλινά εμπορεύματα. Τα είδη τους είναι στερεότυπα: λιβάνια, μοσχολίβανα, καρβουνάκια και καντηλήθρες, αλλά και μπαχαρικά διάφορα: πιπέρια, μοσχοκάρυδα, γλυκάνισος και κανέλα, Πουλητές τους είναι συνήθως γυναίκες, που μέσα σ' ένα πρόχειρο λιβανιστήρι έχουν αναμμένα κάρβουνα και μοσχολιβανίζουν τον χώρο.
Αυτή η μυρουδιά του λιβανιού, μαζί με τις πιστολιές και τις φωνές των πουλητάδων, κάνουν όλην την ατμόσφαιρα γιορταστική, κι αν τύχει να σημαίνουν γύρω οι εκκλησιές, όλος ο δρόμος μοιάζει με προαύλιο, όπου στήθηκε το θρησκευτικό πανηγύρι.


Κάρτες, χαρτικά. Οι πασχαλιάτικες κάρτες πουλιούνται στο μέρος του δρόμου που είναι μπροστά στο Ταχυδρομείο. Οι παραστάσεις τους είναι από τις πιο πλούσιες και χαρακτηριστικές της ελληνικής Λαμπρής (εκκλησιές, ύπαιθρο, αρνί στη σούβλα, χοροί, τσουγκρίσματα, φιλιά, τοπικές φορεσιές), φωτερές σαν την παράδοση της γιορτής αυτής. Για όλες όμως τις ελληνικές κάρτες, την ιστορία, τα θέματα και την τεχνική τους, καθώς και για την προτίμηση τους από το κοινό, θα πρέπει να γίνει από κάποιον ξεχωριστή μελέτη. Είναι ένα ενδιαφέρον θέμα λαογραφικό.
Εδώ πουλιούνται και ταινίες με λιθογραφημένες πάνω τους ευχές: «Χρόνια πολλά» και «Καλό Πάσχα» και «Χριστός Ανέστη». Ανάμεσα στα κόκκινα γράμματα τους βλέπεις αβγά, με την εικόνα της Ανάστασης. Τις κρατούν πλανόδιοι στο μπράτσο τους και τις πουλούν 1500 δραχμές. Υπάρχουν και κυανόλευκα τέτοια «Χριστός Ανέστη», που τα τυπώνουν ιδιαίτερα για τον στρατό.
Ο ξένος που θα περάσει για πρώτη φορά από την οδόν Αιόλου, πρωί, μια Μεγάλη Πέμπτη, θα βρει συγκεντρωμένα εκεί όλα τά λατρευτικά εφόδια του Αθηναϊκού Πάσχα. Αν στρίψει μάλιστα και από την οδόν Ευριπίδου προς την Αγορά, θα δει και το άλλο εθιμικό σκέλος της γιορτής, τα φαγώσιμα είδη: τσουρέκια, αβγά, κρέατα και τυριά, που κι αν δεν αγοράζονται απ' όλους, τουλάχιστο θυμίζουν σ' όλους την παράδοση. Κι επειδή, σύμφωνα με τη σωστή λαογραφική κλίμακα, πίσω από το είδος είναι το έθιμο, και πίσω από το έθιμο πάντα ο άνθρωπος, ο ξένος θα καταλάβει εδώ τη σχέση γενικά του Έλληνα με το Πάσχα...


ΔΗΜ. Σ. ΛΟΥΚΑΤΟΣ
ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
 



Δεν υπάρχουν σχόλια: