Η
καλή μου φίλη και παλιά συνάδελφος από τις μέρες της Ολυμπιακής Αεροπορίας Τίνα
Παπαδημητρίου μου έκανε μια ερώτηση σχετικά με την συνέχιση της ύπαρξης της βίλλας «ΓΑΛΗΝΗ» στον Πόρο που αναφέρεται στην ανάρτησή μου "Μεγάλη Παρασκευή με τον Γιώργο Σεφέρη". Έτσι ψάχνοντας στο
διαδίκτυο βρήκα την ενδιαφέρουσα ιστορία της κοσμοπολίτικης «Γαλήνης» και σας την παρουσιάζω μαζί με την
ιστορία για την προπολεμική ζωή στον Πόρο μέσα από δύο αφηγήσεις αναμνήσεων που
ανακάλυψα στο διαδίκτυο.Παρεπιπτόντως από τα αναγραφόμενα σε τουριστίκη ιστοσελίδα ανακάλυψα ότι η βίλλα είναι ένα από τα αξιοθέατα του Πόρου και ότι η ζωή της συνεχίζεται σαν ιδιωτική κατοικία που δεν είναι ανοικτή στο κοινό.
Βίλα
Γαλήνη, Πόρος,
"Η
Γαλήνη, το βικτοριανό εκείνο σπίτι, κόκκινο Πομπηίας, μου έδωσε για πρώτη φορά,
ύστερα από πολλά χρόνια, το αίσθημα του στερεού σπιτιού, όχι της προσωρινής
κατασκήνωσης: αυτής της πραμάτειας που πήρα τη συνήθεια να νομίζω πως δεν
κατασκευάζεται πια. Είχε και ένα μουσικό κασονάκι με πέντε-έξι σκοπούς της
εποχής που οι παππούδες μας ήταν ώριμοι άντρες". Γ. Σεφέρης. Μια
σκηνοθεσία για την Κίχλη, 27 Δεκεμβρίου 1949.
Στον παραλιακό δρόμο του
Πόρου, στην περιοχή μεταξύ Μικρού Νεώριου και 'Ασπρου Γάτου, όλα δείχνουν ένα
κόκκινο σπίτι. Τη βίλα Γαλήνη, την κομψή νεοκλασική βίλα που φιλοξένησε
συγγραφείς και καλλιτέχνες.
Η "Γαλήνη" ήταν
ένα παλιό οικογενειακό σπίτι του 19ου αιώνα, χτισμένο στην κορυφή ενός
πευκόφυτου λόφου, είχε μαγευτική θέα προς την ήρεμη λιμνοθάλασσα που
σχηματίζεται ανάμεσα στον Πόρο και τον Γαλατά. Το "Κόκκινο Σπίτι",
όπως το έλεγαν οι ντόπιοι γιατί είχε ένα σκούρο ρόδινο χρώμα, είχε βεράντες για
τη σκιά και μυστικές γωνίες στον κήπο. Φιδογυριστά μονοπάτια οδηγούσαν τους
παραθεριστές ως την κατακάθαρη θάλασσα, που σε ορισμένα σημεία της γινόταν σμαραγδένια,
από τα πεύκα που έριχναν τη σκιά τους μες στο νερό. Επόπτευε τα πλοία που
περνούσαν και το ηλιοβασίλεμα γινόταν κόκκινο και χρυσό. Τις προμήθειες τις
έφερναν στο σπίτι συνήθως με βάρκες απ' τον Πόρο.
Η "Γαλήνη" ήταν
εκ πρώτης όψεως μια ερασιτεχνική προσπάθεια. Το σπίτι ανήκε στην Αμαρυλλίδα
Δραγούμη, αδερφή της Μαρώς Σεφέρη. Εκείνη είχε την ιδέα να μετατρέψει το
αρχοντικό σε "πανσιόν. Τα οκτώ δωμάτια του σπιτιού στολίστηκαν με
οικογενειακά έπιπλα. Οι κοινόχρηστοι χώροι επίσης. Τα βάζα είχαν κάθε μέρα
μπουκέτα ολόκληρα φρέσκα λουλούδια. Τα σεντόνια και οι λινές πετσέτες κεντητές
μάρκες. Οι καμαριέρες ήταν ελαφροπάτητες, ευγενικές και πάντοτε...εν στολή. Ο
Πλάτων Καράββας, παλαιός χρηματιστής και φανατικός κηπουρός, έφτιαξε μέσα σε
λίγο καιρό ένα μαγευτικό περιβόλι.
Μόλις τελείωσε η
"Γαλήνη", όπως αφηγείται η 'Αλεξ Ζάννου, εγγονή της Ιουλίας Δραγούμη,
αμέσως γέμισε. Η οικογένεια, οι συγγενείς, οι καλεσμένοι, πηγαινοέρχονταν
συνεχώς. "Δε θυμάμαι φορά που να μην κάθισαν τουλάχιστον δέκα άτομα στο
τραπέζι της τραπεζαρίας, χωριστά τα παιδιά και η υπηρεσία στην κουζίνα. Πάνω
από χίλιοι άνθρωποι πέρασαν από τη Γαλήνη. Συχνά. η Ιουλία Δραγούμη δάνειζε τη
``Γαλήνη`` σε νιόπαντρα ζευγάρια, συγγενών και γνωστών, για το μήνα του
μέλιτος". Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επισκέφθηκε το σπίτι μια φορά και κάθισε
στο μαρμάρινο κιονόκρανο στην ανατολική γωνιά της ταράτσας.
Τα σχέδια του σπιτιού
ανατέθηκαν στον Αναστάσιο Μεταξά, έναν από τους καλύτερους αρχιτέκτονες της
εποχής. Το κτήμα κόστισε 150 χρυσές δραχμές της εποχής και το σπίτι με την
ταράτσα και την επίπλωση 60.000 χρυσές δραχμές. Η ταράτσα χρειάστηκε πολλούς
και δαπανηρούς εκβραχισμούς, καθώς και επιχωματώσεις με χώμα που μεταφέρθηκε
από άλλα σημεία.
Ο θεμέλιος λίθος
τοποθετήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1894. Τοποθετήθηκε και ένα ηλιακό ρολόι έξω από
το BOW WINDOW του σαλονιού (κλάπηκε προ μερικών ετών), καθώς και το όνομα
"ΓΑΛΗΝΗ". Το όνομα διάλεξε η Ιουλία λόγω της άκρας ηρεμίας της θάλασσας
στον κόλπο του Πόρου, ιδίως νωρίς το πρωί.
Η ασπροκίτρινη πέτρα που
χρησιμοποιήθηκε για τα αγκωνάρια ήλθε από την Αίγινα. Η κοκκινωπή πέτρα στη
βάση του σπιτιού και στη μεγάλη σκάλα προέρχεται από το νταμάρι του Πόρου. Οι
μαλτεζόπλακες στα μπαλκόνια και την ταράτσα αγοράσθηκαν στην Αθήνα, αλλά τις
έφερναν τότε από τη Μάλτα.
Το σπίτι φωτιζόταν με
λάμπες πετρελαίου και οινοπνεύματος στο κάτω πάτωμα, στις κρεβατοκάμαρες είχε
κεριά και στη γωνιά της σκάλας μια κανδήλα που έκαιγε όλη τη νύχτα. Η κανδήλα
ήταν ένα ποτήρι με νερό και δύο δάχτυλα λάδι και το φιτίλι καμωμένο από ένα
φυτό που το λένε κοινώς λυχναράκι ή λουμίνι και που το επιστημονικό του όνομα
είναι "Βαλλωτή" ή "Λυχνίτης". Φυτρώνει στα γύρω βουνά.
Όλη η διαμόρφωση του περιβολιού και του βουνού
σχεδιάσθηκε από τον Δημήτρη Δραγούμη. Είχε φέρει από την Ιταλία ειδικά
περιοδικά, διότι, όπως ήταν τότε η μόδα για τα εξοχικά σπίτια, η
"Γαλήνη" είναι νεοκλασικό κτίσμα, τύπου ιταλικής βίλας. Σιγά-σιγά,
εκεί που είχε μόνο βράχια, σκαμμένα χώματα, θάμνους και αγκάθια, κτίστηκαν
ξηρότοιχοι, ανοίχτηκαν μονοπάτια και φυτεύτηκαν λουλούδια.
Στο βουνό υπήρχαν
χαρουπιές, σχίνα, θυμάρια, μυρτιές, κουνουκλιές, αγριοελιές κ.ά. Πολύ λίγα
ρείκια, διότι το χώμα δεν είναι κατάλληλο, μεταφέρθηκαν όμως πολλά ρείκια από
άλλες περιοχές του Πόρου και το φθινόπωρο το βουνό ήταν διάσπαρτο από
ανθισμένους λιλά μυρωδάτους θάμνους. Μόνο τρία έχουν μείνει. Τα κυκλάμινα
(CYCLAMEN GRAECUM), είναι το είδος που έχουμε, υπήρχαν πάντοτε αυτοφυή στο
βουνό, αλλά έφεραν και άλλα από τον Προφήτη Ηλία του Πόρου. Ευδοκιμούν στη
"Γαλήνη" καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο λουλούδι.
Ο δρόμος σταματούσε στην
πόρτα του περιβολιού. Μπροστά στο σπίτι είχε βραχάκια, μία εξέδρα που
προχωρούσε αρκετά μακριά μέσα στη θάλασσα για να πλευρίζουν οι βάρκες και πιο
δυτικά μια μικρή αμμουδιά με ταμαρίσκους. Η ξύλινη καμπίνα, όπου με μεγάλη επισημότητα
φορούσαν τα μπανιερά τους και ξαναντυνόντουσαν μετά το μπάνιο, στηριζόταν με
πασσάλους μέσα στη θάλασσα. Μετά το 1920 καταργήθηκε, αφού οι "μοντέρνοι
καιροί" δεν θεωρούσαν πια άσεμνο να κατεβείς από το σπίτι έτοιμος για
βουτιά.
Ο Σεφέρης ήταν από τους
πιο τακτικούς παραθεριστές. Στην ηρεμία της "Γαλήνης" ξεκαθαρίζει τα
χαρτιά του για τον Καβάφη. Εκεί σημειώνει τις σκέψεις του για το ναυάγιο της
"Κίχλης" (η Κίχλη ήταν ένα μικρό βοηθητικό πλοίο του στόλου το οποίο
άραζε συνήθως μπροστά στο σπίτι). Από το ρομαντικό σπίτι που γνωρίζει δόξες στη
δεκαετία 1950-60 περνούν όμως και άλλοι. Αδελφός της Καράββα είναι ο ζωγράφος
Αντωνιάδης από την Πόλη. Ο ίδιος όπως και η ανιψιά της Έλλη Σολομωνίδη
ζωγραφίζουν το παλιό αρχοντικό σε όλη του την αίγλη και απ' όλες τις απόψεις
του. Ανάμεσα σε άλλους που πέρασαν από τη "Γαλήνη", ήταν ο Κώστας
Παρθένης, ο Καραγάτσης, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Τσαρούχης, ο Χατζηκυριάκος - Γκίκας
και ο Μίλτος Σαχτούρης. Από ξένους ο Γεώργιος Χόρτον, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Χένρι
Μίλερ, η Γκρέτα Γκάρμπο, ο Τζέιμς Μέριλ, ο Πήτερ Γκρέι, που απολαμβάνουν
"τη μοναξιά και τη σιγαλιά της τοποθεσίας".
Το
βιβλίο επισκεπτών
Όταν η "Γαλήνη"
έκλεισε η Μαρίκα Καράββα έβρισκε χαρά να διηγείται για τις μέρες του Πόρου στα
νέα παιδιά. Ο πιο πιστός ακροατής της ήταν ο Στάθης Βλαχάκος. Συνδεόταν με την
οικογένειά φιλικά. Τον ήξερε από μικρό. Και καθώς τον ενδιέφερε η ζωγραφική,
όπως και η μουσική και η λογοτεχνία, του έλεγε ιστορίες ατέλειωτες για τα
πρόσωπα που πέρασαν από εκεί. Για τους ξένους καλλιτέχνες, για τους Έλληνες
συγγραφείς. Για τις κουβέντες που έκαναν κάτω από το φεγγαρόφωτο στη βεράντα
και τέλειωναν όταν καμιά φορά στην άλλη άκρη του ορίζοντα άρχιζε να χαράζει η
αυγή.
Πολλές φορές φυλλομετρούσε
μαζί του το "λεύκωμα" κι έδειχνε μία-μία τις σελίδες στις οποίες
διάσημοι παραθεριστές είχαν σημειώσει δυο λόγια ή είχαν κάνει κάποιο σκίτσο που
συνόψιζε τις εμπειρίες του ελληνικού καλοκαιριού. Ένα μαβί βουνό, διάφανο, όπως
γίνονταν καμιά φορά τα βουνά τ' απέναντι από τον Πόρο. Ένα φλογάτο ιβίσκο, με
όλη την ένταση του αυγουστιάτικου πρωινού.
Στη "Καθημερινή"
στις 19 Ιουνίου 1988 δημοσιεύεται μέρος του λευκώματος. Μια ζωγραφιά του
Τσαρούχη με έναν ναύτη ασκεπή, στίχοι του Σεφέρη. Ο Καραγάτσης έχει βάλει το
1958 την εντυπωσιακή υπογραφή του. Θεσπέσιο να μένεις στη "Γαλήνη" κι
ακόμα ωραιότερο να ξαναγυρίζεις, γράφει ο 'Αγγελος Γριμάνης τον Αύγουστο του
'51. Ο Γιώργος Αθάνας σημειώνει εμμέτρως: "Όποιος έρχεται στον Πόρο τ'
όνειρο του ξεδιαλύνει και λαμβάνει θείο δώρο την ξενία στην Γαλήνη..."
Η Δόμνα Σαμίου, άγνωστο
από ποια παρόρμηση της στιγμής, έχει τον Οκτώβριο του 1957 σημειώσει σε
βυζαντινή παρασημαντική πα, βου, γα, δε, κε, ζω, νι, πα. Κι από κάτω δύο
στίχους του Σεφέρη: "Το δάσος στέκει ρηγηλό της νύχτας αντιστήλι κι είναι
η σιγή τάσι αργυρό που πέφτουν οι στιγμές..." Η Μαρία Καλλιγά, η Ειρήνη
Ηλιοπούλου, η Μαρία και η Ελένη Λεβίδη, η Ειρήνη Μπογδάνου, η Ειρήνη και ο
Κώστας Μαλάμος, ο ζωγράφος Καρποντίνης, ο Ν.Α. Πρωτονοτάριος, ο Λάμπρος Ευταξίας,
υπογράφουν στο βιβλίο μαζί με την 'Αλις Τόμσον, τον Γιώργο Συρίγο, τον
Ντέσμοντ, τον 'Αντονι Μέρφι, τον Μίλερ. Και κάποιες μέρες του 1954, ο Γιάννης
Τσαρούχης έχει ζωγραφίσει έναν ναύτη με θερινή στολή...
Το σπίτι κοντά στη
θάλασσα, η ρομαντική βίλα Γαλήνη, γλύτωσε από πολέμους, πληγώθηκε από τις
πυρκαγιές και "στερήθηκε" πολλά από τα ιστορικά της κειμήλιά στην
κλοπή του 2004. Σήμερα αποτελεί ιδιωτική κατοικία. Και αν γέρασε και πάλιωσε,
τη χάρη της και την αρχοντιά της την κρατά, …"γιατί τα σπίτια, λένε, πως
πεισματώνουν εύκολα σαν τα γυμνώσεις"
Η
ιστορία της Γαλήνης
Γράφει η Άλεξ Ζάννου
Ο Πόρος, στα χρόνια από
1913 έως 1939, ήταν, κατά τη γνώμη μου, πολύ ωραιότερος από ό,τι είναι τώρα. Ο
ήσυχος δρόμος όπου περνούσαν μόνο γαϊδουράκια και κοπάδια από κατσίκες και
αρνιά που έρχονταν από την Τρίπολη να ξεχειμωνιάσουν στο πιο γλυκό κλίμα, οι τράτες
που τραβούσαν τα δίχτυα τους γεμάτα μαρίδες μπροστά στην πόρτα του περιβολιού,
η παλιά γραφική αγορά με τις καμάρες της, οι Αρβανίτες, κυρίως από τον Γαλατά,
ντυμένοι με τις κάτασπρες φουστανέλες των και με μια πλατιά πέτσινη ζώνη γεμάτη
από χρήματα για τα ψώνια τους –όλα αυτά που δεν υπάρχουν πια, δημιουργούσαν μια
ξεχωριστή ατμόσφαιρα, σχεδόν ποιητική θα έλεγα.
Τα μπακάλικα ήταν στρωμένα
με χώμα, τα προϊόντα σε μεγάλα βαρέλια και σε σακιά από λινάτσα και ό,τι
αγόραζες στο τύλιγαν σε ένα κομμάτι εφημερίδας. Ο μόνος πιο προοδευτικός ήταν ο
Γρίβας που είχε το μαγαζί του στην πλατεία Αγίου Γεωργίου (σήμερα το
αναπαλαιώνει) και που, εκτός από υφάσματα πιο μοντέρνα, είχε στο υπόγειο ένα
μπακάλικο με πιο εκλεκτά πράγματα από τους άλλους, μεταξύ αυτών και ελβετικές
πλάκες σοκολάτες «Gala Peter», μια μάρκα που δεν υπάρχει πια ούτε στην Ελβετία.
Το μόνο ζαχαροπλαστείο,
του Τυρόπουλου, είχε κανταΐφια, γαλατομπούρεκα και μπακλαβάδες, καμιά φορά
κουραμπιέδες και το καλοκαίρι παγωτό κρέμα και καρπούζι! Άμα τον ρωτούσαμε
γιατί δεν έκανε και σοκολάτα, μας έλεγε ότι «το βλέπουν σκούρο οι Ποριώτες και
δεν το τρώνε!!» Μετά το 1936 άνοιξε και ένα άλλο, του Μάρκου (κοντά στο
σημερινό σινεμά) που έκανε θαυμάσιους λουκουμάδες.
Τα καφενεία ήταν τυπικά
τουρκο-ελληνικά· οι διάφοροι θαμώνες, γέροι και νεότεροι, οι περισσότεροι
ντυμένοι με βλάχικα και με φέσια, περνούσαν ώρες καπνίζοντας ναργιλέδες, ο
καθένας τους ξαπλωμένος τουλάχιστον σε τρεις καρέκλες.
Τα βαπόρια ήταν λίγα· ένα
το πρωί μέρα παρά μέρα, έπειτα το «Υδράκι» κάθε μέρα· αργότερα, ο «Πόρος»
ερχόταν κάθε βράδυ και ανήκε σε κάποιον Παπαδόπουλο, ο οποίος δώρισε και το
ρολόι, το οποίο βρίσκεται στην κορυφή του χωριού. Στα πιο παλιά χρόνια, δύο
βαπόρια έκαναν τη διαδρομή και συναγωνίζονταν στον Πειραιά για να μαζέψουν
επιβάτες προσφέροντας φθηνό εισιτήριο και «μία μακαρονάδα τζάμπα». Τα καράβια
δεν πλεύριζαν όπως σήμερα και οι βάρκες έβγαιναν όλες σε προϋπάντησή τους για
να ξεφορτώσουν ανθρώπους και μπαούλα. Μόνο λίγο πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο κτίστηκαν οι αποβάθρες και πλεύρισαν τα πλοία. Αποζημιώθηκαν εν μέρει οι
βαρκάρηδες.
Όλα όμως τότε ήταν σε πιο
μικρή κλίμακα, πιο οικογενειακά, πιο φιλικά. Ξέραμε όλους τους βαρκάρηδες με τα
ονόματά τους, επίσης και τους καπετάνιους των καραβιών. Ο ένας μάλιστα, ο
Καπετάν Σταμάτης της «Πτερωτής», θεόρατος, ψηλός και τετράπαχος, μας διηγήθηκε
ότι στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα γερμανικό υποβρύχιο τους είχε αιχμαλωτίσει
αλλά αυτόν τον άφησαν διότι δε χωρούσε να μπει από την μπουκαπόρτα του
πυργίσκου του υποβρυχίου. Τέτοια ήταν η περιφέρεια της... κοιλιάς του, που
εύκολα τον πίστεψα!!!
Η «Μοσχάνθη»
Η «Μοσχάνθη», ένα άλλο
καράβι, γύρω στο 1932 έφευγε από τον Πόρο στις 7 το βράδυ και άμα είχαμε να
ταξιδέψουμε, ερχόταν να μας πάρει μπροστά στη Γαλήνη· ήταν παλιό γιωτ ενός
Άγγλου με πλατύ πρυμναίο κατάστρωμα όπου μας σερβίριζαν σε τραπεζάκια με κάτασπρα
κολλαρισμένα τραπεζομάντιλα πολύ καλό βραδινό φαγητό.
Και το Προγυμναστήριο ήταν
ωραιότερο. Πολλή κίνηση με τις τετράκωπες και εξάκωπες λέμβους, που
πηγαινοέρχονταν· οι διαταγές δίνονταν με τη σάλπιγγα και όχι με τις σημερινές
αγριοφωνάρες από το μεγάφωνο, η έπαρση και υποστολή της σημαίας γίνονται επίσης
με ειδικό σκοπό από τις σάλπιγγες και το βράδυ η ορχήστρα του Προγυμναστηρίου,
με έναν αξιόλογο μαέστρο, έπαιζε σιγανά την «Προσευχή» –έναν γλυκό ύμνο από την
Διαμαρτυρόμενη Εκκλησία. Το έθιμο είχε καθιερωθεί από την εποχή του Όθωνα και
καταργήθηκε λίγα χρόνια μετά το τέλος του Δευτέρου Πολέμου.
Εκεί που μέχρι τελευταία
ήταν αγκυροβολημένος ο «Αβέρωφ», βρισκόταν η παλιά φρεγάτα «Ελλάς» –θαυμάσιο
ιστορικό ξύλινο καράβι, το οποίο είχε πάρει μέρος σε ναυμαχίες του 1821. Ένα
ωραίο γλυπτό με μορφή σειρήνας, στόλιζε το ακρόπρωρό του. Περνούσαμε από κάτω
με το βαρκάκι μας και την κοιτάζαμε με δέος. Δυστυχώς, δεν έδιναν τότε την
προσοχή που έπρεπε για τη διατήρηση των πλοίων και ένα ωραίο πρωί η φρεγάτα
εξαφανίσθηκε: είχε σαπίσει και βουλιάξει. Νομίζω πως αργότερα την ανέλκυσαν και
το ακρόπρωρο τοποθετήθηκε σε κάποιο από τα Ναυτικά Μουσεία.
Στο Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο δεν υπέφερε ευτυχώς η Γαλήνη πολύ.
Το
Προγυμναστήριο
Οι Γερμανοί, έχοντας το
Προγυμναστήριο, δεν την επέταξαν. Μόνο ένα από τα δύο πιάνα μας πήραν. Εκείνο
τον χειμώνα, η Μητέρα και ο Πατέρας έμειναν στον Πόρο για να προφυλάξουν το
σπίτι, άμα ήλθαν λοιπόν δύο Γερμανοί, μαζί με τον διερμηνέα, η Μητέρα για να
σώσει το ρωσικό πιάνο (το είχε φέρει το 1919 από τη Σεβαστούπολη ο Πατέρας,
όταν με το αντιτορπιλικό «Πάνθηρ» είχε πάει να σώσει τους Έλληνες της Ρωσίας,
οι οποίοι έφευγαν κυνηγημένοι από τους Μπολσεβίκους), κάθισε να παίξει βάζοντας
την «σουρντίνα» για να μην έχει καλό ήχο και είπε: «Russe nicht gut». Πήραν
λοιπόν το άλλο και νευριασμένη η Μητέρα λέει στο διερμηνέα: «Το θέλει ο
Γερμανός Διοικητής για να χορεύει με τη φιλενάδα του». Γι’ αυτό την τιμώρησαν
και επί ένα μήνα δεν της έδιναν την άδεια που ήταν απαραίτητη τότε για να
ταξιδέψει στον Πειραιά. Έφυγε ο Πατέρας διότι είχε δουλειά, εκείνη έμεινε μόνη,
αλλά είχε βγάλει το άχτι της.
Το
Θωρηκτό Γ.ΑΒΕΡΩΦ συνδέθηκε με το νησί και έγινε το σύμβολο του Πόρου
Μόλις και γλίτωσε η Γαλήνη
όταν οι Ιταλοί έριξαν μια βόμβα στο κότερο του Μπενάκη που ήταν αγκυροβολημένο
300 μέτρα μπροστά στο σπίτι. Μόνο τα τζάμια έσπασαν και ξεκόλλησε και χώρισε
στα δύο η πλάκα με το όνομα «ΓΑΛΗΝΗ». Δυστυχώς οι περισσότερες ζημιές έγιναν
άμα στην απελευθέρωση κατοίκησε για λίγο ο Αγγλικός στρατός. Έκαψαν βιβλία για
να ανάψουν φωτιά, έγραψαν στους τοίχους και στις πόρτες. Τα χειρότερα όμως έκαναν
οι Ποριώτες, τους οποίους χρησιμοποίησαν οι Άγγλοι για να τους υπηρετήσουν.
Αυτοί άδειασαν ό,τι μπορούσαν: λινά, μαχαιροπίρουνα, πιάτα, ωραιότατες λεκάνες
και κανάτες από πορσελάνη τις οποίες είχε φέρει η Νόνα από την Αγγλία κλπ.
Η καημένη η Γαλήνη γέρασε
και πάλιωσε. Δύσκολη η συντήρηση, λίγα τα χρήματα και ιδίως δυσεύρετοι οι
εργάτες.
Τη χάρη της και την
αρχοντιά της την κρατά όμως πάντοτε και όσοι κουνώντας το κεφάλι τους απορούν ή
ίσως μας ψέγουν για τις επισκευές που δε γίνονται, ενδόμυχα τη θαυμάζουν και
πολλοί θα επιθυμούσαν να την είχαν.
Γκρίνιες και χαρές,
δυσκολίες και ημέρες ηρεμίας, φουρτούνες αλλά και γαλήνη, σαν το όνομά της,
αυτό μας πρόσφερε και μας προσφέρει ακόμη «το κόκκινο σπίτι του Βουνού», όπως
το ονόμασε στα βιβλία της η Ιουλία Δραγούμη.
Αθήνα, Δεκέμβριος 1987
(Άλεξ Ζάννου, Η ιστορία
της Γαλήνης. Αδημοσίευτο)
Όμως η ιστορία της «Γαλήνης»
δεν σταματά εδώ. Μπορείτε όσοι επιθυμείτε να διαβάσετε περισσότερα στην σελίδα
του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού Άλεξ Ζάννου, Η ιστορία της Γαλήνης. (Αδημοσίευτο)
http://www.snhell.gr/testimonies/writer.asp?id=144
και στην σελίδα http://www.tellingstories.gr/stories/index.php?option=com_content&view=article&id=659:-2-2013&catid=9:2008-12-26-15-46-23&Itemid=4
με τις αναμνήσεις του Νίκου Ζαλμά (Βίλα Γαλήνη: Λίγο πριν τα έξι, λίγο μετά τα
πενήντα έξι).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου