Κωστής
Τσικλητήρας, ο ήρωας ολυμπιονίκης μας
Άλμα
εις ήθος
Ο
Κωστής Τσικλητήρας δεν είναι ο μόνος ολυμπιονίκης που μπήκε στο στράτευμα, ήταν
όμως ο μόνος που θέλησε να πολεμήσει. Ο ήρωας των Αγώνων της Στοκχόλμης και των
Βαλκανικών Πολέμων πέθανε στα 25 του χρόνια, λίγους μήνες μετά τις μεγαλειώδεις
νίκες του.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΑ ΜΑΓΚΛΙΝΗ
Ο
Κωστής Τσικλητήρας στο Ολυμπιακό Στάδιο της Στοκχόλμης το 1912,
όταν κέρδισε το
χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς,
Αθήνα, 18 Σεπτεμβρίου 1912.
Αναστάτωση επικρατεί στη συννεφιασμένη, υγρή από τις πρώτες βροχές του
φθινοπώρου, πρωτεύουσα. Την προηγουμένη είχε υπογραφεί το διάταγμα της γενικής
επιστράτευσης. Λίγες ημέρες πριν, η Τουρκία είχε κηρύξει επιστράτευση των
στρατιωτικών της σωμάτων στη Θράκη, για να ακολουθήσουν η Σερβία και η
Βουλγαρία. Τελευταία έμεινε η Ελλάδα. Τα Βαλκάνια μυρίζουν μπαρούτι.
Αλλά οι Αθηναίοι μοιάζουν
διστακτικοί - θυμούνται ακόμα τον καταστροφικό πόλεμο του 1897, οπότε ο
σκεπτικισμός περισσεύει. Ωστόσο, τα στρατιωτικά γυμνάσια ξεκινούν, οι έφεδροι
παρουσιάζονται στις μονάδες τους, ενώ οι Γάλλοι εκπαιδευτές του ελληνικού
στρατού επιθεωρούν τμήματα στο Γουδί. Τα θορυβώδη φλας των φωτογραφικών μηχανών
της εποχής καίγονται αφήνοντας έναν μικρό λευκό καπνό: είναι οι φαντάροι με τις
φρεσκοσιδερωμένες στολές που βγάζουν αναμνηστικές φωτογραφίες στο Ζάππειο. Μια
φωτογραφία απεικονίζει στρατιωτικά τμήματα να παρελαύνουν στην οδό
Πανεπιστημίου. Μέσα στο πλήθος βρίσκεται και ένας ψηλός, ευθυτενής
εικοσιτετράχρονος νεαρός, τραπεζικός υπάλληλος στο επάγγελμα, με αθλητικό σώμα.
Ο κόσμος δεν τον αναγνωρίζει, μολονότι έξι μήνες πιο πριν τον είχε σηκώσει
στους ώμους έξω από το Σταθμό Λαρίσης.
Ο Κωστής Τσικλητήρας,
διότι περί αυτού πρόκειται, είχε τότε επιστρέψει με δυο μετάλλια από τους Ολυμπιακούς
Αγώνες της Στοκχόλμης και ο αθηναϊκός λαός του είχε επιφυλάξει υποδοχή ήρωα. Ήταν
τότε που ο Γεώργιος Σουρής έγραψε στον «Ρωμιό»: «Τι χαρά που πήρα για τον νέον
Τσικλητήρα».
Άλμα
σε τρεις φάσεις. Στο μήκος άνευ φοράς ο αθλητής πηδούσε και εκτινασσόταν προς
τα εμπρός χρησιμοποιώντας και τα δυο πόδια του. Ο Τσικλητήρας κέρδισε το
τελευταίο ολυμπιακό μετάλλιο στο άθλημα που καταργήθηκε μετά το 1912.
Όλα αυτά όμως μοιάζουν
μακρινά για τον αγγλομαθή και γαλλομαθή οικονομολόγο και βετεράνο πρωταθλητή:
στα δικά του μάτια οι πραγματικοί ήρωες είναι οι νεαροί με τις στολές και τα
όπλα που παρελαύνουν μπροστά του. Δεν μπορεί εκείνος να μείνει εκτός. Στο
κάτω-κάτω, είναι ένας ολυμπιονίκης. Οφείλει να δώσει το σωστό παράδειγμα. Η
δελεαστική πρόταση, λίγο καιρό πριν, του Εμμανουήλ Μπενάκη να αναλάβει τις
επιχειρήσεις του στην Αίγυπτο δεν τον εμποδίζει από το να πάρει την οριστική του
απόφαση. Σπεύδει στο στρατολογικό γραφείο του 9ου Συντάγματος Πεζικού. Η τελική
του κατάταξη θα τον οδηγήσει στον 8ο Λόχο του 9ου Συντάγματος Πεζικού, όπου και
θα λάβει το βαθμό του λοχία.
Ο διοικητής του τον
ενημερώνει ότι μπορεί να τοποθετηθεί σε θέση γραφείου στα μετόπισθεν. Ο νεαρός
Τσικλητήρας αρνείται: δεν θέλει να κατηγορηθεί για άνιση μεταχείριση. Ακολουθεί
τα άλλα τμήματα της μονάδας του για την πρώτη γραμμή.
Κατά την επιβίβασή του στο
ατμόπλοιο για να μεταφερθεί στο Μέτωπο μαζί με τους άλλους στρατιώτες, θα
πρέπει να θυμήθηκε ότι από αυτό το λιμάνι, πριν από λίγους μήνες, ο ποιητής
Σπύρος Ματσούκας του είχε παραδώσει την ελληνική σημαία ανακοινώνοντας του ότι
θα ήταν σημαιοφόρος στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Στοκχόλμης.
Δεν του περνάει από το νου
ότι μπορεί να μην ξαναδεί την Αθήνα - πολύ περισσότερο την Πύλο, τον γενέθλιο
τόπο του. Καθώς το πλοίο σαλπάρει, διακρίνει δεμένα στο λιμάνι τα άλογα του
Ιππικού, έτοιμα και αυτά προς επιβίβαση σε κάποιο από τα επόμενα πλοία. Ο νους
του τρέχει τότε στα άλογα της Πύλου, εκείνα που έδεναν ανά δύο ή και τρία για
να πάρει φόρα και να πηδήσει από πάνω τους. Τα κατάφερνε και οι συγχωριανοί
ζητωκραύγαζαν. Ο γιος της αρχοντικής οικογένειας της πόλης δεν έχει ησυχία:
συμμετέχει σε όλα τα αυτοσχέδια αθλήματα που στήνονται στα πανηγύρια της
περιοχής. Και όταν επιστρέφει στο σπίτι του, δεν μπαίνει ποτέ από την κεντρική
είσοδο: προτιμά να πηδήσει πάνω από τη μάντρα.
Με τα αδέλφια Μπεν και Πλατ
Ανταμς, μεγάλους αντιπάλους του στη Στοκχόλμη
Κάποιοι γνωρίζουν πάνω στο
πλοίο ποιον έχουν ανάμεσα τους. Ένας οπλίτης σπεύδει να τον χαιρετήσει. Τον
θυμάται, λέει, από τον Πανελλήνιο, είχαν τον ίδιο προπονητή, τον Καρβελλά. Ήταν
αυτός που μαζί με τον Αθανάσιο Λευκαδίτη έπεισαν τον Τσικλητήρα να ασχοληθεί
αποκλειστικά με τα άλματα εις μήκος και εις ύψος άνευ φοράς. Ο Τσικλητήρας είχε
ύψος 1.90 μ., διέθετε θαυμάσια αλτικότητα, η οποία οφειλόταν στα δυνατά του
πόδια και στο έξοχο σπάσιμο της μέσης του. Ωστόσο, εκείνος δεν περιορίστηκε στο
μήκος. Περιστασιακά συμμετέχει σε προπονήσεις υδατοσφαίρισης, ακόμα πιο συχνά
τού αρέσει να πετάει το ακόντιο, επιδίδεται στην πάλη, ενώ του τραβάει το
ενδιαφέρον το νέο ακόμα τότε άθλημα του ποδοσφαίρου. Πιο πολύ απ' όλα τον
συγκινεί η θέση του τερματοφύλακα. Δεν του αρέσει να κομπάζει -υπήρξε πάντα
διακριτικός και ευγενής- αλλά, ναι, έπαιξε έστω και για λίγο ως βασικός
τερματοφύλακας του Ποδοσφαιρικού Ομίλου Αθηνών, με το που ιδρύθηκε το 1908, του
συλλόγου που λίγο αργότερα θα μετονομαζόταν σε Παναθηναϊκός.
Ο
Κωστής Τσικλητήρας υπήρξε και τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού
Την περίοδο που ο
Τσικλητήρας οδεύει προς το Μέτωπο, η
Ελλάδα βρίσκεται πλέον και επίσημα σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία. Από το
πρωί της 5ης Οκτωβρίου, τέσσερις πλήρους συνθέσεως ελληνικές μεραρχίες
συγκεντρώνονται στη Θεσσαλία από Δελέρια έως Τσιότι, παραβιάζοντας συγχρόνως
την τότε ελληνοτουρκική μεθόριο. Ο Τσικλητήρας αναλαμβάνει την ειδικότητα του
συνοδού αιχμαλώτων, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και κάθε τόσο συνοδεύει
Τούρκους αιχμαλώτους στα μετόπισθεν για ανάκριση και αμέσως μετά επιστρέφει στο
Μέτωπο. Είναι ταχύς, ευέλικτος, αποφεύγει τα πολλά λόγια και υπακούει «στας
διαταγάς».
Καθώς μπαίνει ο χειμώνας,
το κρύο δυναμώνει, οι νεκροί και οι τραυματίες αυξάνονται , αλλά ο νους του
λοχία Τσικλητήρα ξεκουράζεται όταν θυμάται εκείνο τον τρομερό αθλητή, τον
ανίκητο Αμερικανό Ρέι Γιούρι, τον επονομαζόμενο «άνθρωπο καουτσούκ». Τον
συνάντησε για πρώτη φορά στη Μεσολυμπιάδα των Αθηνών. Ο Γιούρι, τριάντα επτά
ετών ήδη τότε, ήταν χρυσός ολυμπιονίκης στο Παρίσι το 1900, στο Σεντ Λούις το
1904, ενώ θα κέρδιζε άλλο ένα χρυσό και στην Αθήνα, στο Παναθηναϊκό Στάδιο το
1906, στο μήκος και το ύψος. Ο Τσικλητήρας παρακολουθεί την κίνηση αυτού του
φοβερού αθλητή και πεισμώνει. Ένα χρόνο αργότερα, το 1907, όταν θα λάβει μέρος
στους Πανιώνιους Αγώνες της Σμύρνης, στο άλμα εις ύψος θα καταφέρει επίδοση
1,65 μ., στο ύψος άνευ φοράς 1,40 μ. και στο μήκος άνευ φοράς 3,25 μέτρα.
Γνωρίζει την αποθέωση και του απονέμεται ο Χρυσός Σταυρός του Πανιωνίου.
Ο
Κωστής Τσικλητήρας σε επίσημο πορτρέτο
λίγο μετά τους Ολυμπιακούς του Λονδίνου.
Θα ξανασυναντήσει τον
Γιούρι το 1908, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Εκεί θα τον συναγωνιστεί
στα ίσα, μα δεν θα κατορθώσει να τον νικήσει. Ωστόσο, ο Τσικλητήρας θα κερδίσει
δύο αργυρά μετάλλια.
Αναμνήσεις όλα αυτά. Τώρα
προέχει ο πόλεμος. Ο Τσικλητήρας γράφει στους δικούς του, περιγράφει τις
συνθήκες της ζωής στο Μέτωπο και δηλώνει την πιοτί του στην τελική νίκη. Πάντα τού
άρεσε να γράφει επιστολές στους δικούς του. «Το φέρω πολύ βαρέως που έχασα»,
είχε γράψει επιστρέφοντας από το Λονδίνο. «Μα ήταν η πρώτη φορά που αγωνιζόμουν
σε ξένη χώρα και είναι αλήθεια ότι σάστισα μόλις βρέθηκα στο στάδιο του
Λονδίνου, ασφυκτικώς γεμάτο και ανάμεσα σε πανύψηλους συναθλητάς μου
Αμερικανούς και Σουηδούς. Τώρα επήρα θάρρος, θα επιδοθώ με μεγαλύτερο ζήλο και
είμαι βέβαιος ότι θα γίνω πρώτος ολυμπιονίκης».
Σε εκείνη την Ολυμπιάδα,
ανταποκριτής της εφημερίδας «Χρόνος» ήταν ο συγγραφέας Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο
οποίος μας έχει αφήσει και μια εκπληκτική περιγραφή: «...σώμα υψηλόν, λεπτόν,
καλογραμμένο. Εις το σχέδιον του μελαχρινού προσώπου του, των μήλων, των ματιών,
των χειλέων, του πώγωνος, νομίζεις ότι επέρασεν ελαφρώς ολίγον κοντύλι Γύζη.
Από πάνω ώς κάτω ο νέος αυτός έχει ευγενεστάτην γραμμήν. Μελαχρινός, πολύ
υψηλός σχετικώς με την νεότητα του, πόδια μεγάλα και λαστιχένια, ως σκύλου
πόιντερ, σύμμετρον και χαριτωμένον σύνολον.
»Το μόνον μειονέκτημα του
είναι ότι δεν έχει, ακόμη, την αθλητικήν ανάπτυξιν που του χρειάζεται. Πολύ
ολίγον έχει γυμνασθεί και είναι μάλλον αδύνατος. Αλλά η νίκη του εις το
αγγλικόν στάδιον του έδειξε τον δρόμον και είναι αρκετά έξυπνος ώστε να μην τον
χάσει. Από τώρα και εις το εξής πρέπει να ζει διαρκώς μέσα εις τα γυμναστήρια».
Ο χειμώνας του 1912-13
είναι βαρύς. Ο Έλληνας ολυμπιονίκης και λοχίας αντέχει ακόμα. Όπως και όλοι οι
άλλοι Έλληνες στρατιώτες, έχει στο νου του μία λέξη πλέον: Μπιζάνι. Ένα ύψωμα
που δεσπόζει στο δρόμο που οδηγεί από την Άρτα και την Πρέβεζα στα Ιωάννινα. Όποιος
επιχειρήσει να μπει στην πρωτεύουσα της Ηπείρου θα πρέπει να έχει θέσει υπό τον
έλεγχο του το Μπιζάνι. Γι' αυτό και το συγκεκριμένο ύψωμα οι Τούρκοι έχουν
άριστα οχυρώσει, με τη συνδρομή και του γερμανικού στρατού. Ήταν ακρογωνιαίος
λίθος του ηπειρωτικού φρουριακού συγκροτήματος των Τούρκων. Σε αυτό το ύψωμα
κονταροχτυπήθηκαν Έλληνες και Τούρκοι επί τρεις παγωμένους μήνες. «Ο λαϊκός
μύθος το ήθελε αιματοποτισμένο, κατάσπαρτο από πτώματα και τυλιγμένο στα χιόνια»,
γράφει ο Σόλων Γρηγοριάδης. «Σκληρό σαν γρανίτη, παγερό και ανθρωποκτόνο. Και
ήταν».
Ο Τσικλητήρας, ο αθλητής
που λίγο πριν αναχωρήσει για τη Στοκχόλμη είχε ισοφαρίσει το παγκόσμιο ρεκόρ
στο μήκος άνευ φοράς με επίδοση 3,47 μέτρα στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Στίβου στο
Παναθηναϊκό Στάδιο, κάμπτεται για πρώτη φορά στις αρχές του 1913 και ενώ
μαίνεται η πολιορκία του Μπιζανίου. Προσβάλλεται από μικρόβιο μηνιγγίτιδας,
ανεβάζει πυρετό και παραληρεί. Κάποιοι λένε ότι μέσα στο παραμιλητό του
«ταξίδευε» πότε στη Στοκχόλμη και πότε στην Πύλο της παιδικής ηλικίας.
Η Στοκχόλμη! Ο Γιούρι, που
είχε αποσυρθεί πια, δικαίως τον έχρισε διάδοχο του. Ο Τσικλητήρας δεν είχε
εύκολο έργο, καθώς αντιμετώπισε δύο άλλους εξαιρετικούς Αμερικανούς αθλητές, τα
αδέλφια Πλατ και Μπεν Ανταμς. Χρειάστηκε να πασχίσει πολύ μέχρι να κερδίσει στο
μήκος άνευ φοράς με επίδοση 3,37 μέτρα, έναντι 3,36 του Πλατ Ανταμς και 3,2 6
του αδελφού του. Στο ύψος ηττήθηκε (κατετάγη 3ος πίσω από τους δύο Αμερικανούς
- χάλκινο δηλαδή, διόλου άσχημα), ωστόσο, το χρυσό ήταν γεγονός και, όπως
σημειώνει ο ιστορικός των Ολυμπιακών Αγώνων Ευάγγελος Φιλίππου, ήταν η πρώτη
ευρωπαϊκή κυριαρχία μετά την αμερικανική στα αγωνίσματα που είχαν διεξαχθεί έως
τότε.
Αλλά και το χρυσό και το
χάλκινο μετάλλιο είναι πια και αυτά αναμνήσεις. Όπως γράφει η Γιώτα Κουνάλη στο
άρθρο της «Ο άγνωστος Τσικλητήρας», ο πρίγκιπας Νικόλαος έδωσε εντολή για άμεση
μεταφορά του αρρώστου στην πρωτεύουσα. Αλλά είναι πια αργά: στις 10 Φεβρουαρίου
1913 ο 25χρονος Έλληνας ολυμπιονίκης θα ξεψυχήσει. Χιλιάδες Αθηναίων τον
συνοδεύουν στην τελευταία του κατοικία, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που μόλις λίγου
ς μήνες πιο πριν τον υποδέχονταν με λουλούδια και τον σήκωναν στα χέρια.
Η κληρονομιά του
Τσικλητήρα δεν χάθηκε. Το 1963, ο Πανελλήνιος, ο σύλλογος που τον ανέδειξε,
τίμησε τη μνήμη του με τα «Τσικλητήρεια», ένα μίτινγκ στίβου που έχει
μετονομαστεί σε Athens
Grand Prix Tsiklitira.
Το σπίτι-μουσείο του Τσικλητήρα στην
Πύλο. Εντυπωσιάζει πραγματικά το ύψος της μάντρας που πηδούσε καθημερινά ο
νεαρός Κωστής για να μπει και να βγει από το σπίτι
Όπως ο Κέιντου Ορσον Ουέλς
θυμόταν στα τελευταία του το παιδικό του έλκηθρο, λέγεται ότι ο Τσικλητήρας μιλούσε
συνεχώς για την Πύλο. Να ονειρευόταν τη μάντρα της οικογενειακής εστίας; Γιατί
όχι; Στο αναστηλωμένο σήμερα πατρικό του στην Πύλο, όσοι το γνωρίζουν
κοντοστέκονται και χαζεύουν αυτήν ακριβώς τη μάντρα, τον παιδικό
παράδεισο του Κωστή Τσικλητήρα.
Ο
Τάφος της οικογένειας Τσικλητήρα στο Α κοιμητήριο Πάτρας, από αριστερά Λεωνίδας
αθλητής του Παναχαϊκού(Παναχαϊκής) (Στίβος, Αθήνα 1896), Κωνσταντίνος με 7
ολυμπιακά μετάλλια αθλητής του Πανελληνίου (Στίβος, Λονδίνο 1908, Στοκχόλμη
1912), και Σπύρος αθλητής κολύμβησης πανελληνιονίκης και ρέκορντμαν του ΝΟ
Πατρών
GK
Διαδίκτυο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου