Οι
τελευταίες προσπάθειες να αποφευχθεί η
δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967
Στις 20 Δεκεμβρίου 1966
έπεφτε η κυβέρνηση Στεφανόπουλου έπειτα από τή δήλωση του Π. Κανελλόπουλου στη
Βουλή ότι αποσύρει την υποστήριξη της ΕΡΕ.
Οι 'Αμερικάνοι έκαναν
εκείνη τη στιγμή μια ακόμα προσπάθεια να εξουδετερώσουν την πολιτική αντίδραση
του 'Ανδρέα Παπανδρέου. Πριν τρεις μέρες, το Σάββατο, ο Νόρμπερτ Ανσουτζ είχε
καλέσει τον υιό Παπανδρέου και τη γυναίκα του Μάργκαρετ στο σπίτι του να
γευματίσουν. Και παρά τις αντιρρήσεις τους —δικαιολογήθηκαν ότι κάθε Σάββατο
τρώνε μέ τον γέρο Παπανδρέου — επέμεινε τόσο πολύ, πού ό Ανδρέας αναγκάστηκε να
υποχωρήσει.
Ο Αμερικανός επιτετραμμένος
προσπάθησε με μεγάλη επιμονή να πείσει τον Α. Παπανδρέου να δεχτεί να στηρίξει με
τους βουλευτές πού τον ακολουθούσαν — 40 περίπου από τους 122 της Ένωσης
Κέντρου — μια μεταβατική κυβέρνηση για να αναβληθούν οι εκλογές. Ο γυιός
Παπανδρέου αρνήθηκε απολύτως και επέμεινε ότι έπρεπε να διαλυθεί αμέσως η Βουλή
και να προκηρυχτούν εκλογές. Ο Ανσουτζ
ξέσπασε τότε αγανακτισμένος:
«Μα διάβολε, Άντριου, εγώ
προσπαθώ να βρω μια λύση, κι εσύ μου δημιουργείς προβλήματα».
Ο Αμερικανός επιτετραμμένος πρότεινε τότε στον Α.
Παπανδρέου κάτι άλλο: Να κανονίσει μια συνάντηση του με τον Κωνσταντίνο, εκεί
στο σπίτι του.
Ο Α. Παπανδρέου, βέβαιος ότι
μια τέτοια συνάντηση— ήξερε ότι αποτελούσε για τον Κωνσταντίνο κόκκινο πανί —
δεν ήταν τίποτε άλλο παρά πολιτική παγίδα, αρνήθηκε απολύτως.
Την κορύφωση του
αμερικανικού ενδιαφέροντος για τα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της Ελλάδας
εκείνη την στιγμή, υπογραμμίζει και η ξαφνική άφιξη στην 'Αθήνα δυο επίσημων
Αμερικανών. Ήταν ο Ντανιέλ Μπρούστερ και ο Τζών Πάτρικ 'Όουενς. Ο πρώτος είχε
υπηρετήσει παλιότερα στην πρεσβεία της Αθήνας, επικεφαλής του τμήματος δυτικών
υποθέσεων. Τώρα ήταν διευθυντής του «ελληνικού γραφείου» στο τμήμα χωρών Μέσης
'Ανατολής του Στέητ Ντηπάρτμεντ. Ο Όουενς ήταν ανώτερος υπάλληλος τού ίδιου
υπουργείου.
Και οι δύο ήταν δηλωμένοι
πολέμιοι της Ένωσης Κέντρου. Και πρέπει να επηρέασαν με την επίσκεψη τους
σημαντικά την κατεύθυνση της γραμμής της αμερικανικής πρεσβείας στην
'Αθήνα εκείνη τη στιγμή.
Τον Απρίλιο —μεταξύ 10 και
12— θα τους συναντήσουμε να πρωτοστατούν σε ένα τέλεια οργανωμένο «συμπόσιο»
στο πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης εικοσαετίας
από την εφαρμογή του «Δόγματος Τρούμαν». Όλα τα έξοδα του «συμποσίου» εκείνου
τα είχε καλύψει το Στέητ Ντηπάρτμεντ. Βασικό θέμα ήταν «Ή Ελλάδα από την εποχή
του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου». Και σαν στόχο είχε την δημιουργία κατάλληλης
ατμόσφαιρας στα μέσα ενημέρωσης και κατά συνέπεια στην αμερικανική κοινή γνώμη
για τις αναμενόμενες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα.
Στο «συμπόσιο» πήραν μέρος
δυο σημαντικοί πράκτορες της CIA και πολλοί Έλληνες επιστήμονες, γνωστοί για
τον συντηρητισμό και τα δεξιά τους πολιτικά φρονήματα. Δεν χρειάζεται νά
σημειωθεί ότι και των τελευταίων τα έξοδα πληρώθηκαν από
το Στέητ Ντηπάρτμεντ.
Ο Κωνσταντίνος ανέθεσε
στον διοικητή της Εθνικής Τραπέζης Ιωάννη Παρασκευόπουλο νά σχηματίσει
υπηρεσιακή κυβέρνηση και να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Στις 13 'Ιανουαρίου
1967 ή κυβέρνηση Παρασκευόπουλου πήρε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Ο Γ.
Παπανδρέου άσκησε όλη του την επιρροή για να την υπερψηφίσουν οι βουλευτές της
Ένωσης Κέντρου. Απείλησε ότι όποιος βουλευτής απόσχει ή καταψηφίσει θα διαγράφει
από το κόμμα. Ο 'Ανδρέας Παπανδρέου δεν θέλησε να αντιταχθεί ανοιχτά στον
πατέρα του. 'Ίσως ήταν λάθος του εκείνη τη στιγμή.
Στο μεταξύ η ατμόσφαιρα
της Αθήνας ήταν ηλεκτρισμένη από τη διάχυτη αντίληψη ότι «κάτι δεν θα πάει καλά
προς την κοινοβουλευτική εξέλιξη της καταστάσεως». Η λέξη «δικτατορία»,
κυκλοφορούσε από στόμα σέ στόμα.
Η Ένωση Κέντρου όμως βαυκαλιζόταν
με τη βεβαιότητα ότι ο Κωνσταντίνος δεν θα τολμούσε να προχωρήσει σε πραξικόπημα.
Γιατί ο Κωνσταντίνος; Γιατί οι ηγέτες του κέντρου έβλεπαν μόνο αυτή την πιθανότητα,
όταν είχαν τόσα στοιχεία πού θα 'πρεπε να τους κάνουν να πιστεύουν πώς ο
κίνδυνος μιας εκτροπής μπορούσε να προέλθει και από αλλού;
Η πιθανότερη εξήγηση είναι
ότι απόφευγαν θελημένα να συζητήσουν την πιθανότητα ενός οποιουδήποτε στρατιωτικού
πραξικοπήματος, επειδή δεν είχαν κάνει τίποτε απολύτως για να το
αντιμετωπίσουν, να το αποτρέψουν. Οι εσωτερικές διαμάχες, οι αυταπάτες, ίσως
και η κόπωση από τον ανελέητο αγώνα φθοράς, πού ολόκληρο τον τελευταίο καιρό
είχαν εξαπολύσει εξοντωτικά εναντίον τους οι σκοτεινές δυνάμεις πού
κατευθύνονταν από τον εντιμότατο κ. Τζών Μώρυ, να είχαν παίξει το ρόλο τους σ' αυτή
την εθελοτυφλία.
Με απερίγραπτη χαρά
διάβαζαν στις 17 Απριλίου 1967 το κύριο
άρθρο πού δημοσίευαν οι «Τάϊμς της Νέας Υορκης» με τίτλο «Το δίλημμα του
βασιλιά Κωνσταντίνου». Το άρθρο τέλειωνε έτσι :
«...ο βασιλιάς οδηγήθηκε μόνος
του στο σημερινό πολιτικό αδιέξοδο. Ο μόνος τρόπος για να εμποδίσει την επάνοδο
μιας κυβέρνησης Παπανδρέου, είναι ίσως ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Μια τέτοια
λύση όμως είναι απαράδεκτη και ο Κωνσταντίνος οφείλει να το γνωρίζει καλά αυτό».
Να λοιπόν, η δικαίωση της άποψης
τους: Οι Αμερικανοί δεν ήθελαν το πραξικόπημα.
Στις 29 Μαρτίου 1967, η
κυβέρνηση Παρασκευόπουλου εξαναγκάζεται σε παραίτηση. Και σχηματίζει κυβέρνηση ο
Π. Κανελλόπουλος από στελέχη της ΕΡΕ. Αυτή η κυβέρνηση πρόκειται να κάνει και
τις εκλογές. Τις προκηρύσσει για τις 28 Μαΐου.
Γιατί το έκανε αυτό ο Π. Κανελλόπουλος;
Φαίνεται ότι τον κυριαρχούσε ο φόβος του κινδύνου του στρατιωτικού πραξικοπήματος.
Και, έστω και την τελευταία στιγμή, θέλησε να αναλάβει αυτός την ευθύνη της
διακυβέρνησης, ελπίζοντας ότι οι επίδοξοι πραξικοπηματίες δεν θα τολμούσαν να τα βάλουν μαζί του. Υπολόγιζε όμως και αυτός
στους στρατηγούς και τον Κωνσταντίνο.
Έχει υποστηριχτεί και η άποψη
ότι η ΕΡΕ θέλησε εκείνη τη στιγμή να αναλάβει την κυβέρνηση για να
εκμεταλλευτεί τα ωφελήματα πού θα είχε στις εκλογές σαν κυβερνών κόμμα.
Η πολύ χλιαρή όμως
αντίδραση του Γ. Παπανδρέου και της Ένωσης Κέντρου στη Βουλή στην πρωτοβουλία αυτή
του Κανελλόπουλου αποδυναμώνει αρκετά την τελευταία αυτή ερμηνεία.
Είναι αναμφισβήτητο — όπως,
άλλωστε, έχουμε τονίσει, το ίδιο έγινε και σε άλλες στιγμές — ότι οι
αμερικανικοί παράγοντες στην Ελλάδα, δεν ήταν απόλυτα ευθυγραμμισμένοι στην πολιτική
πού ακολουθούσαν τις παραμονές του πραξικοπήματος της 21ης 'Απριλίου 1967.
Ο πρεσβευτής Φίλιπ
Τάλμποτ, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι κυμαινόταν μεταξύ της κοινοβουλευτικής
λύσης — την οποία και προτιμούσε —·και
μιας «προσωρινής» εκτροπής με «βασιλικό πραξικόπημα».
Την «χούντα των
στρατηγών», με επικεφαλής τον στρατηγό Σπαντιδάκη, ευνοούσε και η αμερικανική στρατιωτική
αποστολή.
Η CIA όμως και ο Cas -
Athens Τζών Μώρυ ήταν σαφώς υπέρ της «χούντας
Παπαδοπούλου».
Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία
πού το αποδείχνουν. Ο ταξίαρχος Πανουργίας, διευθυντής τότε του 2ου γραφείου
του Γενικού Επιτελείου Στράτου, πού από τη θέση του είχε κάθε δυνατότητα να
ξέρει τα πράγματα, έχει αναφέρει σε έκθεση του εκείνης της εποχής:
«Μίαν ημέραν είχομεν
συνάντησιν — μετά του ταξιάρχου Παττακού — μεθ' ενός ελληνικής καταγωγής
αξιωματικού της CIA. Κατ’ αυτήν συνεζητήθη ποία η ενδεχομένη αντίδρασις των
Ηνωμένων Πολιτειών εις περίπτωσιν δικτατορίας. Ο εν λόγω Αμερικανός ενίσχυσε την
άποψιν του Παττακού, ειπών ότι αι Ηνωμέναι Πολιτείαι, εφ’ όσον τηρούσαμεν την αυτήν
εξωτερικήν πολιτικήν, παραμέναμεν εις το NATO και δεν εδημιουργούσαμεν θέματα με την Τουρκία, θα μας εβοήθουν».
Και ο μεν ταξίαρχος
Πανουργίας, συζητούσε ενδεχομένως «ακαδημαϊκά» εκείνη τη στιγμή με τον άνθρωπο
της CIA. Ο Παττακός όμως;
Πέρα απ' αυτό το στοιχείο
υπάρχουν και οι προσωπικές απόψεις του ίδιου του Τζών Μώρυ, πού δεν περίμενε
βέβαια νά πάρει εντολές δράσης από τον πρεσβευτή Φίλιπ Τάλμποτ η από τους
Αμερικανούς αξιωματικούς της αποστολής στην Αθήνα.
Ο Τζών Μώρυ λοιπόν δεν
είχε καμιά εμπιστοσύνη στον Κωνσταντίνο και τις ικανότητες του. Υποστήριζε ότι τα
είχε κάνει μούσκεμα, και στα «Ιουλιανά» και μετά απ' αυτά. Όσο για τους
στρατηγούς, πίστευε ακράδαντα ότι μόλις έπαιρναν στα χέρια τους την εξουσία θά
άρχιζαν να αλληλοτρώγονται. Ο ίδιος ο Σπαντιδάκης δεν είχε κανένα κύρος και θα φθειρόταν,
μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Το εντελώς αντίθετο
συνέβαινε στη «χούντα των συνταγματαρχών». Εκεί υπήρχε σιδερένια πειθαρχία και
αναγνώριση του ενός και μοναδικού ηγέτη, του «Μεσσία» Γεώργιου Παπαδόπουλου.
Ο
Τζών Μώρυ ανοίγει τον διακόπτη.
Τα ξημερώματα της 21ης
'Απριλίου 1967, εξόρμησαν τα τανκς για να καταλάβουν τα νευραλγικά σημεία της Αθήνας.
Ο Τζών Μώρυ είχε ανάψει το
«πράσινο φως» στους συνταγματάρχες του. Το σχέδιο των συνωμοτών, το νατοϊκό
σχέδιο «Προμηθεύς», εφαρμόστηκε με υποδειγματικό τρόπο.
Αστυνομικοί της 'Ασφάλειας
και στρατιώτες με επικεφαλής νεαρούς αξιωματικούς συνέλαβαν με τον πιο βάναυσο τρόπο
χιλιάδες άτομα στην Αθήνα και τα στοίβαξαν στον Ιππόδρομο, στο Δέλτα του Φαλήρου.
Η τελική απόφαση για την «μεγάλη
εξόρμηση» είχε παρθεί το απόγευμα της προηγούμενης μέρας, σε σύσκεψη του
επαναστατικού συμβουλίου της «χούντας των συνταγματαρχών», στο σπίτι του
συνταγματάρχη Μπαλόπουλου, στη Νέα Σμύρνη.
Η απόφαση να κινηθούν είχε
αναβληθεί τρεις φορές ως τότε. Τώρα όμως και να ήθελαν δεν μπορούσαν ν' αναβάλουν.
Είχαν λάβει τη συγκεκριμένη πληροφορία ότι στις 22 Απριλίου ο στρατηγός
Σπαντιδάκης και η «χούντα των στρατηγών» θα έκαναν στρατιωτικό κίνημα η με την
έγκριση του Κωνσταντίνου η και χωρίς αυτήν.
Ποιος ειδοποίησε τον Γ. Παπαδόπουλο
και τη χούντα του για την απόφαση των στρατηγών να κινηθούν;
Πρώτα - πρώτα πρέπει να
διευκρινίσουμε ότι οι στρατηγοί— έπειτα από αρκετές αμφιταλαντεύσεις — είχαν αποφασίσει
τελικά στην πραγματικότητα, να κινηθούν στις 25 'Απριλίου, Μεγάλη Τρίτη, για να
χρησιμοποιήσουν σαν δικαιολογία για τυχόν αιματοκύλισμα, τη μεγάλη προεκλογική
συγκέντρωση στην οποία θα μιλούσε ο Γ. Παπανδρέου, στη Θεσσαλονίκη, την Κυριακή
των Βαΐων, 23 'Απριλίου.
Όσο για τον πληροφοριοδότη
του Παπαδόπουλου, έχει υποστηριχτεί ότι ήταν ο στρατηγός Ζωιτάκης. Άλλα μάλλον
δεν είναι σωστή η εκδοχή αυτή. Λέγεται αντίθετα ότι ο Ζωιτάκης κάλεσε στις 20
Απριλίου τον Ν. Μακαρέζο και του σύστησε να αναβάλουν το κίνημα τους οι
συνταγματάρχες, όχι να το επιταχύνουν.
Η πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι
τον Γ. Παπαδοπουλο ειδοποίησε για την απόφαση των στρατηγών να κινηθούν, ο
ίδιος ο Cas - Athens, Τζών Μώρυ.
Ο 'Ανδρέας Παπανδρέου
αναφέρει ένα στοιχείο πού αποδεικνύει επίσης ότι υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα στη
C1A και το πραξικόπημα των
συνταγματαρχών:
Τον διορισμό του Παύλου
Τοτόμη στη θέση του υπουργού Δημοσίας Τάξεως της πρώτης «επαναστατικής κυβερνήσεως».
Ο Τοτόμης είχε
εγκαταλείψει την Ελλάδα το 1951, έπειτα από ένα σκάνδαλο στο οποίο είχε
ανακατευτεί το όνομα του. Και γύρισε, για να γίνει προσωπάρχης στις επιχειρήσεις
του Τομ Πάπας εδώ.
Οι σχέσεις του Τομ Πάπας
με τη CIA δεν επιδέχονται αντίρρηση. Ο ίδιος, σε συνέντευξη του προς την «Απογευματινή»,
στις 18 'Ιουνίου του 1968, το είχε παραδεχτεί:
«...και βέβαια είμαι της
CIA. Και είμαι υπερήφανος γι' αυτό».
Έξω από τη δήλωση αυτή
είναι γνωστό ότι το Ίδρυμα Πάπας στη Βοστώνη έχει χρησιμοποιηθεί σαν αγωγός για
χρηματοδοτήσεις της CIA προς τη Λατινική Αμερική.
Ο Τοτόμης δεν είχε ποτέ
ανακατευτεί στην ελληνική πολιτική ζωή. Η ανάθεση, λοιπόν, σ' αυτόν του τόσο
νευραλγικού υπουργείου Δημοσίας Τάξεως στην πρώτη χουντική κυβέρνηση, δεν
μπορεί να ερμηνευτεί παρά πώς η CIA είχε σχέση μ' αυτήν.
Και μια ακόμα λεπτομέρεια
για να φύγει κάθε αμφιβολία ότι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 ήταν στην
απόλυτη γνώση του Τζών Μώρυ και
του στρατηγείου της CIA στο
Λάνγκλεϋ της Βιρτζίνια:
Την παραμονή του πραξικοπήματος,
στις 20 'Απριλίου, τρία μεγάλα μεταγωγικά αεροπλάνα της αμερικανικής
'Αεροπορίας μετέφεραν 120 πράκτορες της CIA στην Αθήνα. Προσγειώθηκαν στην αμερικανική
αεροπορική βάση του Ελληνικού και άδειασαν εκεί το πολύτιμο φορτίο τους, πού
διοχετεύτηκε αμέσως σε κατάλληλα πόστα στην περιοχή της «μείζονος πρωτευούσης».
Την επομένη μέρα το βράδυ, μετά την επιτυχία του «εγχειρήματος Παπαδοπούλου»,
οι 120 «εκλεκτοί» ξαναφορτώθηκαν στα μεταγωγικά τους και έφυγαν σε άγνωστη
κατεύθυνση.
Έτσι στις 21 'Απριλίου
1967, άρχισε η «μεγάλη νύχτα» της επτάχρονης δικτατορίας στην Ελλάδα. Κανένας
λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι η αναρρίχηση στην
ηγεσία του τόπου — με τη δύναμη των τανκς — μιας κλίκας ανθρώπων πού ήθελαν να
παρουσιάσουν τους εαυτούς τους σωτήρες της Ελλάδας, αλλά αποδείχτηκαν, εκ των
υστέρων, κάτι άλλο, δεν είναι μεμονωμένο γεγονός. Ήταν η αναπότρεπτη συνέπεια
μιας σειράς πράξεων και παραλείψεων της υπεύθυνης ηγεσίας του τόπου στις
τελευταίες δεκαετίες.
Οι συνταγματικές εκτροπές,
η ατιμωρησία επίδοξων πραξικοπηματιών, οι αποστασίες, η συστηματική ενίσχυση
του παρακράτους της δεξιάς και η απομάκρυνση από την πολιτική και στρατιωτική
ηγεσία πραγματικών πατριωτών και αγωνιστών της δημοκρατίας, γεγονότα πού χαρακτήρισαν
την πολιτική ζωή του τόπου ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο, δεν είναι άσχετα με το πραξικόπημα της 21ης
'Απριλίου.
Πάνω απ' όλα όμως δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι υπεύθυνη για την δικτατορία είναι η υποταγή, όλα αυτά τά χρόνια,
του ελληνικού κατεστημένου και της ηγέτιδας τάξης στην «παντοδυναμία» του ξένου
παράγοντα.
«Οι 'Αμερικανοί το θέλουν,
οι 'Αμερικανοί το διάταξαν, οι Αμερικανοί το κανόνισαν...».
Είναι φράσεις πού είχαν
μπει, χρόνια ολόκληρα, στο καθημερινό λεξιλόγιο του χειρισμού των κοινών στην
Ελλάδα. Κανένας ποτέ δεν σκέφτηκε — η κι αν το σκέφτηκε, έδιωξε αμέσως την «ανεπίτρεπτη»
σκέψη απ' το μυαλό του — ότι ο τόπος αυτός είχε δικά του συμφέροντα, δικές του
ανάγκες, δικά του θέλω και πάνω απ’ όλα ότι είχε και τη δύναμη και τις δυνατότητες
να εξυπηρετήσει τα «εθνικά» του συμφέροντα, στην πραγματική σημασία όμως της
λέξης.
Στο τέλος - τέλος, οι
'Αμερικανοί έκαναν τη δουλειά τους. Καλά η κακά για μας, επέβαλαν αυτό πού βόλευε
τα δικά τους συμφέροντα.
Όταν, στα μέσα Φεβρουαρίου
1967, πραγματοποιήθηκε στην Ουάσινγκτον — όπως αποκάλυψε στις 17 Μαΐου, ο Μάρκς
Τσάιλντς σε άρθρο του — μια μυστική σύσκεψη για τη μελέτη του ελληνικού προβλήματος,
οι στρατιωτικοί, οι μυστικοί πράκτορες και οι κρατικοί αξιωματούχοι, πού πήραν
σ’ αυτήν μέρος, δεν συζήτησαν, βέβαια, τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και της
Ελλάδας αλλά, όπως συνήθως, τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, σε σχέση με
τις εξελίξεις στη μακρινή, αλλά τόσο σημαντική για την παγκόσμια επιβολή της
«πάξ αμερικάνα» χώρας.
Στη σύσκεψη διαπιστώθηκε από
τις αναφορές της CIA, ότι αναμφίβολα επρόκειτο να εκδηλωθεί στην Ελλάδα στρατιωτικό
πραξικόπημα, εν γνώσει, αν όχι υπό την καθοδήγηση, του Κωνσταντίνου.
Η σύσκεψη απασχολήθηκε με
το ενδεχόμενο να επιζήσει μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση, μετά την απομάκρυνση από
την πολιτική σκηνή του Γ. Παπανδρέου και του γυιού του. 'Αναφέρθηκε ότι ήδη είχε
ολοκληρωθεί η εφαρμογή ενός «ειδικού» σχεδίου και διεξάγονταν έρευνες για την
εξακρίβωση της συμμετοχής του 'Ανδρέα Παπανδρέου σε μια «προδότικη» συνωμοσία.
Έπειτα από διεξοδική συζήτηση
στην οποία διατυπώθηκαν πολλές αντικρουόμενες απόψεις, συμφωνήθηκε από τους περισσότερους
απ' τους παριστάμενους ότι δεν ήταν δυνατόν, εκείνη τη στιγμή, οι Ηνωμένες
Πολιτείες να προβούν «σε καμιά ενέργεια» στην Ελλάδα. Ο σύμβουλος του Προέδρου για
θέματα εθνικής ασφαλείας, Γουώλτερ Ρόστοου, έκλεισε τη σύσκεψη, λέγοντας :
«Ελπίζω, κύριοι, να
καταλαβαίνετε ότι τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε, η μάλλον στα οποία δεν
μπορέσαμε να καταλήξουμε, καθιστούν αδύνατη «οποιαδήποτε επέμβαση» αυτή τη στιγμή
στις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις της Ελλάδος».
Ο Ρόστοου αναφερόταν στο ενδεχόμενο
του πραξικοπήματος των στρατηγών, της «μεγάλης χούντας». Και τα λόγια του
δίνουν μια εξήγηση στη διστακτικότητα των στρατηγών να κινηθούν. 'Αφού δεν
ενέκρινε το μεγάλο «αφεντικό», πώς θα έπαιρναν μόνοι τους πρωτοβουλία;
Έχει ειπωθεί ότι ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Φϊλιπ Τάλμποτ
έμεινε κατάπληκτος, όταν τις πρώτες ώρες της 21ης 'Απριλίου έμαθε πώς είχε
γίνει στην Ελλάδα πραξικόπημα και ακόμα περισσότερο, όταν εξακρίβωσε ποίοι το
είχαν κάνει. Αλλά δεν συνέβηκε το ίδιο
και με τον Τζών Μώρυ. Αυτός είχε προσωπικά δώσει το «πράσινο φώς» στον Γ. Παπαδόπουλο
και «τη μικρή χούντα», όπως τονίσαμε.
Απόσπασμα
από το βιβλίο του Σπύρου Θεοδωρόπουλου:
ΑΠ’
ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΡΟΥΜΑΝ ΣΤΟ ΔΟΓΜΑ ΧΟΥΝΤΑ
Εκδόσεις
ΠΑΠΑΖΗΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου