Ο
ΜΠΕΤΟΒΕΝ ΚΑΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Ποια
ήταν η «Αθάνατη Αγαπημένη» του;
«Ο
έρωτας και μόνο ο έρωτας κατορθώνει να μας κάνει ευτυχισμένους.
Ω,
θεέ μου, κάνε με, επιτέλους, να βρω τον έρωτα εκείνον που δυναμώνει
τις
αρετές μου και μου δίνει το δικαίωμα να φωνάξω: Δικιά μου
είναι,
ολότελα δικιά μου!»
ΜΠΕΤΟΒΕΝ
ΑΥΤΑ τα χαρακτηριστικά λόγια
διαβάζουμε στο αυτόγραφο ημερολόγιο του Μπετόβεν. Είναι περισσότερο από μια
κραυγή. Είναι η δίψα και η πείνα του ανθρώπου που θέλει το άπειρο και το μάννα
του ουρανού για να χορτάσει!
Αλήθεια, ποιες ήταν οι
σχέσεις του Μπετόβεν προς τις γυναίκες; Γιατί κι ο Προμηθέας αυτός είχε τις
ανθρώπινες αδυναμίες ενός μεγάλου καλλιτέχνη, γιατί κι αυτός έμενε ένας
άνθρωπος όταν τον άφηνε η θεϊκή μανία -ένας άνθρωπος όπως εσείς και εγώ, όπως
όλοι μας. Στο τέλος; μια χούφτα τέφρα. Μακριά από κάθε τάση ιδεαλίζουσα, θα
προσπαθήσουμε να δώσουμε την εικόνα αυτή των σχέσεων του προς τις γυναίκες, με
βάση όχι τη φαντασία, αλλά τα πολύ αντιρομαντικά αποτελέσματα σοβαρών ερευνών
στα χαρτιά του, στα αρχεία, στα γράμματα του -τα δικά του και των φίλων. Τέλος,
στη δυσθεώρητη σχετική βιβλιογραφία και τις σοβαρές έρευνες.
Αυτό που θα έχουμε στο
τέλος μπροστά μας θα είναι μια κατάθεση μαρτυριών, τα γεγονότα γυμνά, όλα
πειστικά, όλα με ιστορική βάση –και όμως όλα λειψά. Οι λεπτομέρειες όλες σωστές
και όμως το σύνολο απατηλό, γιατί όλα θα είναι πια χωρίς ψυχή- θα έχουμε ίσως
τον άνθρωπο Μπετόβεν χωρίς όμως το ανθρώπινο, που δυστυχώς δεν συγκρατείται από
τη μνήμη της Ιστορίας. Ακριβώς στο σημείο αυτό χωρίζεται η ιστορία από την
ποίηση. Όταν ένας ιστορικός μιλάει για τον έρωτα ενός καλλιτέχνη κινδυνεύει να
παίξει το ρόλο του ιατροδικαστή μπροστά στο πτώμα του νέου ή της νέας που
πέθανε με σπασμένη την καρδιά, που πέθανε από έρωτα. Ό,τι και να πει θα είναι
ίσως χρήσιμο, ίσως αναγκαίο μάλιστα για μια υπηρεσία. Αλλά την ψυχή που έχει
αγαπήσει κι έχει φύγει από το σώμα την βλέπει, την αισθάνεται μόνο ο ποιητής.
Αυτός και μόνο έχει αυτό το αποκλειστικό
δικαίωμα. Ο άλλος, οι άλλοι, κάνουν δουλειά χρήσιμη, όταν την κάνουν σωστά. Κι
αυτό κάτι είναι.
Το εξωτερικό του Μπετόβεν
το ξέρετε. Μια δεσποινίς με καλή ανατροφή - πιάνο και γαλλικά - θα έλεγε ότι ο
Μπετόβεν ήταν άσχημος. Είχε μέτριο ανάστημα, σώμα στιβαρό που πρόδιδε γερό
σκελετό, ώμους πλατείς, κοντό δυνατό τράχηλο και πάνω απ' όλα ένα αληθινό
κεφάλι θυμωμένου Δία με αστραφτερό βλέμμα. Όχι όμως τόσο στα γνωστά πορτρέτα,
αλλά στη νεκρική του μάσκα διαβάζουμε καλύτερα τη μορφή αυτή της μεγαλοφυΐας.
Κοιτάξτε μια φορά προσεκτικά τη μάσκα αυτή. Και στο πρόσωπο ακόμη που το 'χει
εγκαταλείψει η ψυχή νιώθουμε κάτι από τη δύναμη και τη συγκίνηση του αληθινού
πνεύματος, κάτι από τη βαθιά μελαγχολία, κάτι από την ανάσα της μεγαλοφυΐας.
Ένας σύγχρονος του έγραψε: «Το πρόσωπο του, που σπάνια το φώτιζε η χαρά, έδινε
την εντύπωση ενός ήλιου πίσω από μαύρα σύννεφα, που σε λίγο θα τα σχίσει και θα
τα διαλύσει».
Για ένα τέτοιο πρόσωπο
υπάρχουν πάντοτε γυναικεία μάτια που βλέπουν την ομορφιά, που την ανακαλύπτουν,
θα λέγαμε, πίσω από τη μάσκα της ασχήμιας. Και στη ζωή του Μπετόβεν δεν έλειψαν
τέτοιες γυναίκες. Η τέχνη του είχε αναστατώσει σαν θύελλα τον αστικό κόσμο της
εποχής του και ο άνθρωπος που κατακτούσε με πρώτη έφοδο τις καρδιές χιλιάδων
ανθρώπων δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορη τη γυναικεία καρδιά.
Από τον φίλο του Βέγκελερ
έχουμε την μαρτυρία ότι «ο Μπετόβεν βρισκόταν πάντα σε ερωτικές σχέσεις και
είχε κάνει κατακτήσεις που ήταν δύσκολες ακόμη και για έναν Άδωνι. Του έλειψε
ωστόσο ο τύπος εκείνος της γυναίκας που τον ενσαρκώνει με τη μουσική του στο
πρόσωπο της Λεονώρας, στη μοναδική του όπερα Φιντέλιο. Και ακριβώς η ασίγαστη
αυτή δίψα για μια σύντροφο της ζωής του, τον άφησε μόνο να τραγουδά τον έρωτα
από τους πρώτους παλμούς στη σκάλα μιας σονάτας, μέχρι την τραγικότητα του
συζυγικού έρωτα όπως ενσαρκώθηκε στην αθάνατη μορφή της Λεονώρας».
Μια πρώτη ματιά στον κύκλο
των γυναικών που περιέβαλαν τον Μπετόβεν μας φέρνει σε επαφή με τις πιο γνωστές
αριστοκράτισσες της Βιέννης της εποχής του. Χλωμές πριγκίπισσες και χαριτωμένες
κόμισσες τον περίμεναν με την διάθεση εκείνη των νέων κοριτσιών, για τα οποία ο
μαέστρος σημαίνει κάτι περισσότερο από τον δάσκαλο της μουσικής που τους δίνει
μαθήματα. Η τρυφερή πριγκίπισσα Κριστιάνς Λιχνόβσκυ, η ονειροπαρμένη κόμισσα
Τερέζα φον Μπρούνσβικ, η τραγουδίστρια Αμαλία Ζέμπαλντ, η Μαλφάττι, η Βίλμαν, η
Ζεράρντι, η Έρντμαν, η Ούνκερ και η Ζόννταγκ ήταν μαθήτριες, θαυμάστριες,
φίλες, ερωμένες του.
Η πριγκίπισσα Λιχνόβσκυ
τον περιποιόταν σαν μικρό παιδί, ήταν σαν μητέρα του. Εκείνη του χάρισε το
ρολόι που, σύμφωνα με τον θρύλο, σταμάτησε ξαφνικά στο νεκρικό του δωμάτιο,
όταν έπαψε να κτυπά κι η καρδιά εκείνου, και άρχισε να δουλεύει μόνο του μετά
το θάνατο του μουσουργού.
Αλλά το μεγάλο ερώτημα που
απασχολεί χρόνια τώρα τους πιο σοβαρούς βιογράφους και ερευνητές του Μπετόβεν,
είναι αυτό: Ποια απ' όλα τα ευγενικά αυτά ονόματα γυναικών ήταν η περίφημη
«αθάνατη ερωμένη» του;
«Αθάνατη ερωμένη!», γράφει
το πρωί μιας έκτης Ιουλίου. «Άγγελε μου, συ το Είναι μου -όλα μου! Μόνο λίγες
γραμμές σήμερα και μάλιστα με μολύβι (με το δικό σου μολύβι). Μόλις αύριο θα
είναι σίγουρο, ότι θα έχω σπίτι. Πόσο ανάξιο να χάνει κανείς τον καιρό του μ'
αυτά τα πράγματα! Αλλά γιατί, πες μου, γιατί να είμαστε λυπημένοι αφού αυτή είναι
η ζωή μας. Πώς μπορεί να έχει νόημα η αγάπη μας μακριά από την θυσία, μακριά
από την ανάγκη που μας απαιτεί ολάκερους. Μπορείς να αλλάξεις την αβάσταχτη
αυτή κατάσταση; Ω, Θεέ μου, κοίταξε την όμορφη φύση κι άφησε το θυμό σου να
πέσει. Η αγάπη τα απαιτεί όλα -και έχει δίκιο να τ' απαιτεί Έτσι συμβαίνει και
μαζί μας. Μην ξεχνάς, ω μην ξεχνάς, ότι πρέπει να ζω δυο φορές -για μένα και
για σένα. Αν ήμασταν ενωμένοι, ο πόνος θα ήταν πολύ μικρότερος και για τους δυο
μας. Περίμενε, περίμενε, γρήγορα θα είμαστε μαζί. Σήμερα μου είναι αδύνατο να
πω τις σκέψεις που έκανα για τη ζωή μου. Αν ήμασταν μαζί δεν θα ήταν ανάγκη να
τις κάνω. Ω, έχω τόσα πολλά να σου πω κι έρχονται στιγμές που νομίζω ότι η
γλώσσα δεν είναι ικανή να εκφράσει τίποτε. Γέλα, γέλα, άγγελε μου, και μείνε
δική μου, ο θησαυρός μου, το είναι μου, όλα μου. Τα υπόλοιπα, τι θα γίνει με
μας, ας το πουν οι θεοί. Ο πιστός σου
ΛΟΥΝΤΒΙΧ».
Ποιος ήταν λοιπόν αυτός ο
μεγάλος έρωτας του Μπετόβεν;
Ο Μπετόβεν είχε την κακή
συνήθεια να ερωτεύεται μη διαθέσιμες γυναίκες, συνήθως ανώτερης τάξης και κατά
κανόνα παντρεμένες. Ο μεγαλύτερος έρωτάς του έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις,
αφού τον γνωρίζουμε χάρη στο παραπάνω γράμμα (απόσπασμα) που δεν ταχυδρομήθηκε
αλλά απευθυνόταν στην “Αθάνατη Αγαπημένη”.
H Αθάνατη Αγαπημένη (γερμανικά " Unsterbliche Geliebte ") είναι η
μυστηριώδης παραλήπτρια] μιας επιστολής αγάπης που ο συνθέτης Λούντβιχ βαν
Μπετόβεν έγραψε στις 6-7 Ιουλίου 1812 στο Teplitz . Η επιστολή αυτή, που όπως αποδείχθηκε δεν στάλθηκε ποτέ, βρέθηκε στο κτήμα του συνθέτη μετά το θάνατό του, και παρέμεινε στα
χέρια του Anton
Schindler
μέχρι και το θάνατό του τελευταίου. Στη συνέχεια πέρασε στα χέρια της αδελφής του Schindler και πουλήθηκε
από την ίδια το 1880 στην Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου, όπου παραμένει μέχρι και
σήμερα. Η επιστολή είναι γραμμένη με μολύβι και αποτελείται από τρία μέρη.
Καθώς ο Μπετόβεν δεν έβαλε
ημερομηνία ούτε αναφέρει τον τόπο που έγραψε την επιστολή αυτή αμφισβητείτο μέχρι το 1950, όταν η επιστημονική ανάλυση του
χαρτιού, πάνω στο οποίο είναι γραμμένη, προσδιόρισε το χρόνο, και κατ 'επέκταση και
τον τόπο. Όμως οι μελετητές διασπάστηκαν ως προς την αποδέκτρια της επιστολής.
Οι δύο υποψήφιες κατά τους περισσότερους σύγχρονους μελετητές ήταν η Antonie Brentano και
η Josephine
Brunsvik. Σήμερα πάντως οι
περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι επικρατέστερη πιθανότατα είναι η Αντονί Μπρεντάνο,
σύζυγος ενός τραπεζίτη από τη Φρανκφούρτη. Ντελικάτη και κομψή, η Αντονί
λάτρευε τον Μπετόβεν. “Περπατά σαν θεός εν μέσω θνητών,” έγραφε. Αλλά παρόλα αυτά παρέμεινε
πιστή στον άντρα της.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ (Π. Βιενέζος)
Η
ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
en.wikipedia.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου