Η
ζωή που θα ζήσω
Ένα
αγέννητο παιδί κρυφακούει τη ζωή των μεγάλων
Της
Αμάντας Μιχαλοπούλου
Ένα αγέννητο παιδί
κρυφακούει τη ζωή των μεγάλων. Δεν ενθουσιάζεται ιδιαίτερα. Δεν θέλω να βγω.
δεν μου λείπει τίποτε εδώ μέσα. Έχω φαγητό, ζέστη, και η φωνή τους, όταν είναι
ρυθμική και απαλή, με νανουρίζει. Μου αρέσει να γελάνε - και γελάνε τόσο
σπάνια. Συνήθως παραπονιούνται ο ένας στον άλλον για την Εφορία ή τον
λογαριασμό της ΔΕΗ και, τότε, για να με προσέξουν λίγο, τεντώνω τα πόδια μου
και κλωτσάω. Στιγμιαία, τραβάω την προσοχή τους. Τους αναγκάζω να ασχοληθούν με
την κίνηση, τη ζωή, με όλα αυτά που οι άνθρωποι ξέρουν ότι είναι σημαντικά μόνο
όταν βρίσκονται μέσα στον αμνιακό σάκο, όταν πολλαπλασιάζουν με μανία τα
κύτταρα τους. Μετά ξεχνάνε. Πώς γίνεται να ξεχνάνε; Και να θεωρούν ότι ζωή
είναι μόνο δουλειά και λογαριασμοί;
Δεν χωράω εδώ μέσα. Αλλά
μπορώ να γίνω τόσο δα, να σταθώ ακίνητο αν χρειαστεί. Δεν καταλαβαίνω γιατί
πρέπει να βγω. Αυτός ο κόσμος, όπως
τον περιγράφουν τουλάχιστον, δεν είναι ένας κόσμος για μένα. Προτιμώ τη
ζεστασιά στον αμνιακό μου σάκο. Και να ακούω απέξω, πότε πότε, τη φωνή του
ανθρώπου που ονομάζεται «μαμά». Τη φωνή του ανθρώπου που ονομάζεται «μπαμπάς».
Και μετά να βάζω το δάχτυλο στο στόμα και να το πιπιλάω για να ωριμάσει το
μυϊκό μου σύστημα.
Πριν από λίγες μέρες
στόλισαν το δέντρο ακούγοντας τη Νυχτερινή Λειτουργία του Σοπέν. Το συνηθισμένο
μου σάουντρακ εδώ μέσα είναι οι καρδιακοί παλμοί, η αναπνοή της μαμάς και τα
ρεψίματα (από τις πορτοκαλάδες που πίνει). Τη μουσική την έβαλαν για μένα,
είπαν, για να ακούω κάτι αρμονικό, κάτι που θα με βοηθήσει να ησυχάσω - τις
τελευταίες μέρες έχω λόξιγκα. Εκείνοι δεν πιστεύουν πια στην αρμονία, ούτε στα
Χριστούγεννα, επειδή δεν παίρνουν δώρο Χριστουγέννων. Είναι ένας έξτρα μισθός,
αν κατάλαβα καλά. Τους τον πήραν κι αυτόν, όπως τους πήραν διάφορα άλλα
πράγματα που τα θεωρούσαν δικά τους.
Στην Ελλάδα, τη χώρα όπου
θα γεννηθώ, όλο σου παίρνουν κάτι χωρίς να σε ρωτάνε και χωρίς ανταλλάγματα. Κάθε
μέρα λένε κάτι δυσάρεστο στις ειδήσεις. Κάτι που σχετίζεται με έκτακτες
εισφορές, με απεργίες, με νέα μέτρα, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τα
ομόλογα Δημοσίου. Με άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, με μετανάστες, με
άντρες που χτυπούν μετανάστες. «Θα πρέπει να φύγουμε από 'δώ» λέει καμιά φορά η
μαμά. «Και να πάμε πού;» ρωτάει ο μπαμπάς. «Κάπου που να μπορούμε να το
μεγαλώσουμε χωρίς φόβο και θλίψη» λέει η μαμά. «Δεν υπάρχει τόπος χωρίς φόβο
και θλίψη» λέει ο μπαμπάς. «Ναι, αλλά είναι ο φόβος των άλλων, η θλίψη των
άλλων» λέει η μαμά. Τότε ο μπαμπάς γίνεται ανυπόμονος - δεν του αρέσουν οι
πολλές θεωρητικές συζητήσεις. Μετά, ακούγεται μια βαθιά αναπνοή που τελειώνει
με το επιφώνημα «αχ». Η αναπνοή αυτή λέγεται αναστεναγμός.
Ένα πράγμα που μας έμαθαν
στο σεμινάριο ενδιάμεσης ζώνης: οι άνθρωποι αναστενάζουν συχνά όταν αισθάνονται
ότι οι καταστάσεις τους ξεπερνούν, ότι δεν μπορούν να δράσουν. Μας εξήγησαν,
επίσης, ότι θα αγχωθούμε πολύ κατά τη διάρκεια του περάσματος. Ότι θα έχει πολύ
φως στον κόσμο, αλλά θα είναι άσπρο και παγερό, κάπως ψεύτικο. Θα γεννηθούμε
κλαίγοντας, επειδή ξέρουμε το μυστικό και θα θέλουμε να τους το πούμε, αλλά δεν
θα μιλάμε τη γλώσσα τους. Για λίγο καιρό, θα τα ξέρουμε όλα. Μετά, όσο ακόμη
θυμόμαστε τι είναι σημαντικό, δεν θα μπορούμε να τους εξηγήσουμε. Θα κλαίμε από
απελπισία και αυτοί θα νομίζουν ότι πεινάμε ή νυστάζουμε. Και όταν αρχίσουμε να
μιλάμε, θα έχουμε προσαρμοστεί πια στον κόσμο τους και δεν θα θυμόμαστε τι ήταν
αυτό το σημαντικό που θέλαμε να τους πούμε.
Θα μάθουμε να λέμε
«ευχαριστώ» όταν μας δίνουν κάτι - οτιδήποτε - και δεν θα θυμόμαστε τι είναι
στην πραγματικότητα ο ουρανός και τα αστέρια. Μόνο τις μέρες των γιορτών θα
νιώθουμε κατάνυξη, θα μας έρχονται σκόρπιες εικόνες που εδώ στη Γη τις
ονομάζουν «θρησκευτικό συναίσθημα». Θα στολίζουμε ένα δέντρο ή ένα καράβι από
υποχρέωση, για τα παιδιά, και θα κοιτάζουμε τα φώτα σαν υπνοβάτες κάνοντας από
μέσα μας λογαριασμούς, αναστενάζοντας. Και καθώς μεγαλώνουμε, στη Μικρή και στη
Μεγάλη Άρκτο θα βλέπουμε σχήματα, τίποτε περισσότερο. Στο σχολείο θα ξεμάθουμε
όσα μάθαμε πριν γεννηθούμε, θα ξεμάθουμε ακόμη και όσα μάθαμε μέσα στη μήτρα.
Μετά, η ζωή θα μας ξεκάνει: θα ακολουθήσουμε κάποιο επάγγελμα, θα βρούμε
σύντροφο για να κάνουμε και εμείς το δικό μας παιδί, και όταν θα γεννηθεί δεν
θα καταλαβαίνουμε γιατί κλαίει. Μας είπαν πως, όσο κι αν μας φαίνεται
απίστευτο, έτσι θα γίνει. Θα τρώμε. Θα κοιμόμαστε σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Θα ερωτευόμαστε μερικές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής μας, ανάλογα με την
ιδιοσυγκρασία μας. Θα αποκτάμε δόντια και μαλλιά, τα οποία θα αλλάζουν, ώσπου
τελικά να πέσουν. Και μετά θα πεθάνουμε. Και μετά θα ξαναρχίσει ο κύκλος.
Ταλαιπωρήθηκα αρκετά εδώ
μέσα με εξετάσεις και υπερήχους. Το διάφανο δέρμα μου καλύφθηκε με σμήγμα. Τα
βλέφαρα μου άνοιξαν αργά. Λίπος άρχισε να σχηματίζεται κάτω από το δέρμα μου.
Και νύχια και μαλλιά. Σιγά σιγά ξεζάρωσα και μπορώ να αντιληφθώ τα πάντα με
μεγάλη ενάργεια. Και τώρα, τώρα που όλα μοιάζουν τέλεια, μου λένε «έλα, μωράκι
μου, δεν είναι ώρα να βγεις;». Ακόμη και αυτό το λένε με αγωνία, η αγωνία είναι
το συναίσθημα που υπερισχύει σε αυτή τη ζωή. Οπότε, γιατί τους φαίνεται
περίεργο που θέλω να μείνω εδώ, κουρνιασμένος και ήσυχος; Φοβάμαι πως τα κόλπα
που κάνω με τον ομφάλιο λώρο, τυλίγοντας τον γύρω από τον λαιμό μου σαν κολιέ,
απλώς καθυστερούν κάτι που έχει ήδη αποφασιστεί πριν από μένα, για μένα.
Κάθονται στο δωμάτιο με
τον καναπέ, το καταλαβαίνω από τον τρόπο που γέρνει η μαμά πάνω στα μαξιλάρια.
Κάνουν πάλι λογαριασμούς για μάρσιπο, σκουφιά και καλαθούνες. Το σπίτι τους
φαίνεται μικρό και δεν είναι σίγουροι καν αν θα μπορούν να πληρώνουν το ενοίκιο
σε λίγους μήνες. Πού να ήξεραν τι ωραία που ζει κανείς στο πιο μικρό μέρος του
κόσμου και χωρίς να πληρώνει ενοίκιο επιπλέον.
Αναστενάζουν λίγο, κι εγώ
κλωτσάω για να τους πω να σταματήσουν επιτέλους να σκέφτονται έτσι, αλλά δεν
καταλαβαίνουν το νόημα της παρέμβασης μου, για κάποιον λόγο με θεωρούν χαζό ή
άβουλο - δεν ξέρω τι από τα δύο. Εγώ ξέρω ότι είμαι πιο έξυπνο και από τους δυο
τους. Κι επίσης, λόγω διαίσθησης και πείρας, ξέρω ότι έρχομαι στον κόσμο για να
τους μάθω πώς να είναι συμπονετικοί. Έτσι, λοιπόν, παίρνω φόρα και κατεβαίνω.
Μια ψυχή που είναι να βγει...
Βουτάω με το κεφάλι, η
μαμά λέει «νιώθω ένα παράξενο βάρος», ο μπαμπάς λέει «πόνο εννοείς;», η μαμά
απαντάει «νομίζω ότι έσπασαν τα νερά» και μετά λένε όλες τις λέξεις μαζί:
«Βαλίτσα, βενζίνη στο αυτοκίνητο, μαία, γιατρός, πάρε λεφτά, την ταυτότητα
σου». Ο μπαμπάς οδηγεί, ακουμπά το χέρι του πάνω στην κοιλιά της μαμάς και της
λέει «μη φοβάσαι τίποτε», κι έτσι κατεβαίνω κι άλλο, γλιστράω χαρούμενος σαν
ψάρι, και η μαμά λέει «δεν μπορείς να πας πιο γρήγορα;».
BHmagazino
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου