Την
Μεγάλη Παρασκευή του ’40 με τον Γ. Σεφέρη
26 Απρίλη 1940, Μεγάλη
Παρασκευή
Πόρος, «Γαλήνη»
Από χτες το μεσημέρι εδώ.
Γράφω μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, προχωρημένο απόγεμα. Αργές καμπάνες της Μ.
Παρασκευής και, κάθε ώρα, το κανόνι του Προγυμναστήριου. Από το παράθυρο πεύκα,
ένα κομμάτι θάλασσα, στο βάθος ο ανατολικός κάβος κομμένος στον αυχένα από το δρόμο
πού πάει κατά το μοναστήρι. Εκτός από τις νεκρώσιμες καμπάνες, μεγάλη ησυχία.
Χτες μετά το μεσημεριανό
φαΐ, ανοίγοντας το παράθυρο, είδα τους ναύτες να γυμνάζουνται με τις μουσικές
τους για τη σημερινή συνοδεία. Στο Προγυμναστήριο μεσίστιες σημαίες, όπως και στα
κότερα. Τα μπρούντζινα όργανα έπαιζαν το Νεκρώσιμο Εμβατήριο του Chopin, πού ερχόταν
ως εδώ παραλλαγμένο από την απόσταση, το αεράκι και το τοπίο. Κηδεύουν το Χριστό
σαν απόστρατο συνταγματάρχη· αυτό
μ' ενόχλησε πολλές φορές. Αλλά χτες παραδέχτηκα πώς δεν αξίζει και τόσο πολύ
τον κόπο ν' αντιδρά κανείς ολοένα στις αδέξιες χειρονομίες των ανθρώπων. Εκφράζονται
όπως μπορούν. Το Νεκρώσιμο Εμβατήριο του Chopin, πού μου θύμιζε το τέλος της
«Black and Tan Fantasy» του Duke Ellington, ήταν ωστόσο κάτι σαν ένας χάρτης
πού μου έδειχνε το σημείο όπου βρισκόμαστε, ύστερα από χρονιά κι αιώνες,
ταξιδεύοντας με το ρυθμό της ταφής του νεκρού θεού. Ο Άδωνης κηδεύεται σήμερα
με τη μουσική του Προγυμναστήριου και τις νεκρώσιμες κανονιές, τι σημαίνει,
αφού δεν πέθανε ο μύθος; Ή μάλλον δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά αυτό πού είμαστε
εμείς.
Από χτες ξεμουδιάζουν τα
κουρασμένα νεύρα : σα να σπάζει ένα κέλυφος μέσα στο κεφάλι — τί ζωή ! Αυτή την
εξοχή την περίμενα μήνες και μήνες. Ποιος ξέρει πότε θα την ξαναβρώ. Μια στιγμή
ανάσα για να κάνεις τους λογαριασμούς σου. Ωστόσο είναι δύσκολο να βγεις από την
καθημερινή ατμόσφαιρα του πολέμου, από τη μιά μέρα στην άλλη. Έχω πάρει μαζί
μου το τελευταίο μέρος της Ιλιάδας. Δεν τ' άνοιξα ακόμη. Εξακολουθώ να διαβάζω ένα
αγγλικό βιβλιαράκι του Η. Nicolson για τον πόλεμο. Ξέρω πώς θα μπορούσα να το
τελειώσω στην Αθήνα, όταν γυρίσω : δεν μπορώ να το αποχωριστώ· είμαστε για καλά τοξινωμένοι.
Οι καμπάνες εξακολουθούν το
διάλογο τους. H μια βαθιά και η άλλη
στις πιο αψηλές νότες. Αλλες, πιο απόμακρες, συμμετέχουν σποραδικά. Σήμερα το
πρωί ανέβηκα στο Μοναστήρι για να ιδώ τον Επιτάφιο, με τη Μαρώ. Στο δρόμο
σταματήσαμε στο νεκροταφείο. Ένα μικρό νεκροταφείο στην ακρογιαλιά· τάφοι πυκνοί και αρκετά
μάρμαρα. Τα περισσότερα πλάκες με ανάγλυφα λυχνάρια, υδρίες, ή, κάποτε, καμιά
συμβατική μοιρολογήτρα. Συχνά σταυρωτές άγκυρες· σ' έναν πιο φτωχό τάφο μια μικρή άγκυρα κολλημένη στο
τσιμέντο. Θα ήταν άλλοτε βαρόμετρο καραβιού· το
γυαλί σπασμένο, άλλα φαίνουνταν ακόμη οι
αριθμοί.
Πρόσεξα τις ημερομηνίες.
Πολλοί τάφοι πενήντα ή εξήντα χρονώ.
Παράξενη ικανοποίηση πού δεν είναι όλα καινούρια, όπως τυχαίνει τόσο
συχνά στην Αθήνα. Επιγραφές στην καθαρεύουσα : «Ήλθον, είδον, άπήλθον», λέει ο ένας· το επιτύμβιο μιας κόρης
τελειώνει : <(. . .αφήσασα μητέρα εν βαθυτάτω πένθος». Σ' ένα οικογενειακό
μνήμα, ο πατέρας 1812-1891, η κορη 1865-1891, μια μοιρολογήτρα ξετυλίγει μια
περγαμηνή με τους ακόλουθους στίχους :
Ήνθησες
μ' όσην του ρόδου χάριν
δεν
σε έχάρην.
Έζησες
Όσον τα ρόδα χρόνον
πρωίαν
μόνον
«L'espace d'un matin» :
παράξενα ταξίδια των στίχων.
Κάνει ψύχρα. Κλείσαμε το ανοιχτό
τζάμι. Είναι πολύ ήσυχα. Οι καμπάνες πήραν ξαφνικά ένα γρηγορώτερο ρυθμό και
σώπασαν κάθε μια με τη σειρά της. Σε λίγο θα πρέπει ν' ανάψουμε το φως.
θυμούμαι αυτή τη στιγμή τον Αντωνίου, προχτές. Μου διηγότανε τις σκοτούρες της
ζωής του, απελπισμένος. Ξαφνικά ανοίγει μια παρένθεση : «Ξέρετε, εκεί πού
μιλούσα μ' αυτόν τον γελοίο, το παράθυρο ήταν ανοιχτό και μια πεταλούδα μπήκε
και ήρθε να καθίσει πάνω στο μανίκι μου.» Έδειξε το μανίκι του με πολλή στοργή,
προσθέτοντας : «Τί να σήμαινε άραγε;»
Γιώργος
Σεφέρης
Ημερολόγιο
Γ.Σεφέρης, 1937
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου