1960
Η χρονιά που άλλαξε το σινεμά
Ο
Χίτσκοκ με το «Ψυχώ», ο Αντονιόνι με την
«Περιπέτεια», και ο Γκοντάρ με το «Με κομμένη την ανάσα» αιφνιδίαζαν κοινό και
κριτικούς με τις «αυθάδεις» ταινίες τους – που μέχρι σήμερα παραμένουν
αξεπέραστες.
Γράφει ο Γιώργος
Παπαϊωάννου.
Τo 1960 ήταν μια
πραγματικά εξαιρετική χρονιά για το σινεμά: ο Φεντερίκο Φελίνι κέρδισε τον
Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών με την «Dolce vita» του. Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ
έδωσε τον δικό του ορισμό για το ιστορικό έπος με τον «Σπάρτακο». Ο Μπίλι Γουάιλντερ
πρόσφερε με την «Γκαρσονιέρα» μια ανατρεπτική και μοντέρνα εκδοχή της
σκεπτόμενης κομεντί και ο Λουκίνο Βισκόντι ένα από τα κλασικότερα δείγματα
ιταλικού νεορεαλισμού με τον «Ρόκο και τα αδέρφια του». Ο Λουί Μαλ ακολούθησε
τη « Ζαζί στο μετρό» - μια από τις πιο παιχνιδιάρικες δημιουργίες του γαλλικού
κινηματογράφου. Ο Μάικλ Πάουελ ξεσήκωσε αντιδράσεις με τον τολμηρό και
αλησμόνητο «Ηδονοβλεψία» του. Ο Ρενέ Κλεμάν διασκεύασε τον «Ταλαντούχο κύριο
Ρίπλεϊ» της Πατρίσια Χάισμιθ στο υποδειγματικό « Γυμνοί στον ήλιο ». Και ο
Κάρελ Ράις έθεσε τις απαρχές του βρετανικού free cinema με το « Σάββατο βράδυ,
Κυριακή πρωί». Την ίδια χρονιά, τρεις ακόμη σκηνοθέτες κατάφερναν, με λιγότερο
ή περισσότερο συνειδητό τρόπο, να «διδάξουν» στο κοινό της εποχής -όπως και στις
επόμενες γενιές- έναν εναλλακτικό και πρωτοποριακό τρόπο να βλέπεις αλλά και να
κάνεις σινεμά: ο Αλφρεντ Χίτσκοκ με το «Ψυχώ», ο Μικελάντζελο Αντονιόνι με την
«Περιπέτεια» και ο Ζαν Λικ Γκοντάρ με το «Με κομμένη την ανάσα».
«Ψυχώ»
(Psycho)
του
Αλφρεντ Χίτσκοκ
Καταρρίπτοντας
απαράβατα ταμπού
Με τους: Αντονι Πέρκινς,
ΤζάνετΛι, Βέρα Μάιλς, ΤζονΓκάβιν Πρώτη προβολή: 16 Ιουνίου 1960, στη Νέα Υόρκη
Με το «Ψυχώ» ο Αλφρεντ
Χίτσκοκ θέλησε να ξορκίσει την απογοήτευση του επειδή για δύο προγραμματισμένα
σχέδια του (το «Flamingo Feather» και το «No Bail For the Judge») δεν βρέθηκαν
τα απαραίτητα χρήματα για να πραγματοποιηθούν. Ταυτόχρονα, ήθελε να δοκιμάσει
τις δυνάμεις του σε κάτι διαφορετικό από τα αστυνομικά θρίλερ με τα οποία είχαν
μάθει να τον συνδέουν οι περισσότεροι θεατές και κριτικοί. Βρίσκοντας πρόσφορο
έδαφος στο ομώνυμο βιβλίο του Ρίτσαρντ Μπλοκ, ο Χίτσκοκ θα επιχειρούσε να
γυρίσει μια καθαρόαιμη ταινία τρόμου, όπου προσεκτικά τοποθετημένες στη
διάρκεια της πλοκής θα βρίσκονταν μια σειρά από πρωτόγνωρες για την εποχή
ανατροπές. Σημαντικότερη όλων; Η τόλμη του σκηνοθέτη να... εξοντώσει την ηρωίδα
και μοναδική σταρ του φιλμ στην πρώτη κιόλας ώρα. Προσπερνώντας τις αντιρρήσεις
της εταιρείας Paramount, που έβρισκε ακραίο το περιεχόμενο του βιβλίου πάνω στο
οποίο θα βασιζόταν το φιλμ, ο Βρετανός δημιουργός ανέλαβε να γυρίσει το «Ψυχώ»
μόνος του, πιο γρήγορα και πιο φθηνά από κάθε προηγούμενη ταινία του,
χρησιμοποιώντας ένα τηλεοπτικό συνεργείο και πείθοντας στην πορεία την εταιρεία
να αναλάβει τουλάχιστον τη διανομή. Το αποτέλεσμα δεν υπήρξε μόνο μια από τις
μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες ολόκληρης της δεκαετίας του '60, αλλά και ένας
σταθμός στη διαδικασία «ενηλικίωσης» του αμερικανικού σινεμά.
Απεικονίζοντας για πρώτη
φορά τόσο απροκάλυπτα τα ζητήματα της βίας και του σεξ (θυμηθείτε ότι βρισκόμαστε
ακόμη στην εποχή όπου βασιλεύει ο αυταρχικός λογοκριτικός Κώδικας Χέιζ), το
«Ψυχώ» κατέρριψε ταμπού τα οποία θεωρούνταν απαράβατα. Ίσως όλα αυτά να μην
ήταν τόσο σημαντικά, πάντως, αν ο Χίτσκοκ δεν δίδασκε με αυτή την ταινία τον
τρόπο με τον οποίο αμέτρητοι επίγονοι του κινηματογραφιστές θα μπορούσαν να
πειραματίζονται με τις προσδοκίες και τις επιθυμίες των θεατών απέναντι στην
υπόθεση κάποιου φιλμ τίποτα δεν θα άλλαζε. Ακόμη και σήμερα, μισό αιώνα μετά,
το «Ψυχώ» αποτελεί όχι μόνο μια δεξαμενή πανέξυπνων τακτικών, αλλά και ένα
σαρδόνιο παιχνίδι ανατροπής- και ο θεατής του τα απολαμβάνει στον υπέρτατο
βαθμό.
«Με
κομμένη την ανάσα»
(A
Bout de Souffle)
του
ΖανΛικ Γκοντάρ
Αυθάδεια
προς το «σινεμά των πατεράδων μας»
Με τους: Ζαν Πολ Μπελμοντό,
Τζιν Σίμπεργκ, Ντανιέλ Μπουλανζέ, Ζαν Πιερ Μελβίλ Πρώτη προβολή: 16 Μαρτίου
1960 στο Παρίσι
Ήταν, τελικά, το ανήσυχο
φλερτ ενός πρωτοεμφανιζόμενου κινηματογραφιστή με το παρελθόν χάρη στο οποίο
γεννήθηκε το πιο ριζοσπαστικό μανιφέστο του μεταπολεμικού κινηματογράφου .
Επιχειρώντας να διηγηθεί μια κλασική ιστορία παρανομίας και αναμέτρησης με το
Νόμο, ο 30χρονος τότε ΖανΛικ Γκοντάρ συγκέντρωσε ένα ασήμαντο χρηματικό ποσό,
με σκοπό να γυρίσει μια ταινία-φόρο τιμής στα αμερικανικά γκανγκστερικά φιλμ
του '30 και του '40 με τα οποία μεγάλωσε, βασισμένος όχι σε κάποιο συμπαγές
σενάριο, αλλά σε σκόρπιες ιδέες και σε αυτοσχεδιασμούς του ίδιου και των δύο
πρωταγωνιστών του. Καθώς όμως ο Ζαν Πολ Μπελμοντό μορφάζει ηδυπαθώς
προσπαθώντας να μιμηθεί τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και η Τζιν Σίμπεργκ χαμογελά πίσω
από τα μαύρα της γυαλιά, μια ολόκληρη επανάσταση συντελείται μπροστά στα μάτια
των θεατών: το μοντάζ ευνοεί την ασυνέχεια στη δράση, τα πλάνα χοροπηδούν
αυθαίρετα και αιφνίδια, το γύρισμα βγαίνει από το κλειστό στούντιο στους
δρόμους της πόλης, σε φυσικούς χώρους, η αφήγηση ταλαντεύεται ανάμεσα στο
τυχαίο και στο χαλαρά προσχεδιασμένο, η σκηνοθεσία δεν υπακούει σε κανέναν
προϋπάρχοντα κανόνα, το κινηματογραφικό συντακτικό γράφεται από την αρχή.
«Σεισμικού αντίκτυπου»
ντεμπούτο, το «Με κομμένη την ανάσα» αιφνιδίασε το κοινό της εποχής, που για
πρώτη φορά συναντούσε συγκεντρωμένες στην ίδια ταινία τόσο πολλές επαναστατικές
καινοτομίες και αισθητικές ελευθερίες. Μαζί με τους θεατές, ωστόσο, υπήρξαν και
πολλοί κριτικοί που δυσκολεύτηκαν να διακρίνουν μεμιάς πόσο σημαντικός σταθμός
για την ιστορία της έβδομης τέχνης ήταν αυτό το ασπρόμαυρο, φθηνό και ατίθασο
φιλμ με το οποίο ένας διοπτροφόρος πρώην συντάκτης των «Cahiers du Cinema»
αναγόρευε εαυτόν σε σκηνοθέτη. Μέχρι που κέρδισε την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ
Βερολίνου και άρχισε να ταξιδεύει στις αίθουσες του πλανήτη...
Ο Γκοντάρ κατόρθωσε με μια
πράξη αμφισβήτησης και αυθάδειας απέναντι σε αυτό που αποκαλούσε «σινεμά των
πατεράδων μας» να σπρώξει τον γαλλικό και παγκόσμιο κινηματογράφο στην τροχιά
της αλλαγής και της ανατροπής, ετοιμάζοντας το έδαφος για το σαρωτικό κλίμα
αλλαγών που θα επέφερε η δεκαετία του '60. Ανοίγοντας το δρόμο σε μυριάδες
άλλους κινηματογραφιστές που βρήκαν στις τραχιές εικόνες και στον ζωογόνο
αυθορμητισμό τού «Με κομμένη την ανάσα» ένα λόγο για να πιάσουν οι ίδιοι την
κάμερα στο χέρι...
«Η
περιπέτεια»
(U
Avventura)
του
Μικελάντζελο Αντονιόνι
Το
αριστούργημα που γιουχαΐστηκε!
Παγκόσμια πρεμιέρα: 1η
Μαίου 1960 στο Φεστιβάλ Καννών. Πρώτη προβολή: 29 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς
στην Ιταλία, Με τους: Μόνικα Βίτι, Γκαμπριέλε Φερτσέτι, Αία Μασάρι
Κάθε δέκα χρόνια, το
βρετανικό περιοδικό «Sight and Sound», ένα από τα σημαντικότερα έντυπα
κινηματογραφικής κριτικής στον κόσμο, διεξάγει δημοψήφισμα, προκειμένου να
αναδείξει τις δέκα σπουδαιότερες ταινίες που έγιναν ποτέ. Από το 1962 μέχρι
σήμερα, σε περίοπτη θέση αυτής της δεκάδας βρίσκεται σταθερά η «Περιπέτεια» του
Μικελάντζελο Αντονιόνι, πλάι σε άλλα «ιερά τέρατα», όπως ο «Πολίτης Κέιν» του
Ορσον Γουέλς, ο «Κανόνας του παιχνιδιού» του Ζαν Ρενουάρ ή το «Θωρηκτό Ποτέμκιν»
του Σεργκέι Αϊζενστάιν. Δύο χρόνια πριν από την παρθενική εμφάνιση της σε αυτή
την ακριβοθώρητη λίστα, ωστόσο, η «Περιπέτεια» ολοκλήρωνε την παγκόσμια πρώτη
προβολή της στο Φεστιβάλ Καννών εν μέσω σφοδρότατων αποδοκιμασιών και χλευασμών
από την πλειονότητα των παρευρισκομένων, που ανάγκασαν τον σκηνοθέτη και την
πρωταγωνίστρια, Μόνικα Βίτι, να εγκαταλείψουν σοκαρισμένοι την αίθουσα. Τι είχε
ενοχλήσει τόσο πολύ τους θεατές εκείνης της περίφημης πρεμιέρας; Κάτι πολύ
απλό: Ο Αντονιόνι, ουσιαστικά, τους ζητούσε να ξεχάσουν οτιδήποτε είχαν
συνηθίσει έως τότε να προσδοκούν από την αφήγηση μιας ταινίας.
Η «Περιπέτεια» εκ πρώτης
όψεως ξετυλίγει μια απλή πλοκή: Στη διάρκεια μιας κρουαζιέρας, μια νεαρή κοπέλα
χάνεται, αφήνοντας πίσω τον εραστή και την καλύτερη της φίλη να την αναζητούν
και εν τέλει να συνδέονται αισθηματικά. Επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστο θάρρος στον
τρόπο με τον οποίο αρνούνταν να ακολουθήσει τις συμβάσεις που οδηγούν μια
ιστορία στην παραδοσιακή της διαδρομή, ο Αντονιόνι εξαφάνιζε από νωρίς την
ηρωίδα. Μαζί της εξαφάνιζε όμως και κάθε υποψία προβλέψιμης αφήγησης. Στη θέση
της τοποθέτησε μια αντισυμβατική και άκρως πρωτοποριακή σκηνοθετική αντίληψη
που καλούσε το κοινό να αναζητήσει την ιστορία και τα βαθύτερα νοήματα της γύρω
από τα αγεφύρωτα χάσματα που κρατούν μακριά τους ανθρώπους - μέσω όχι της
πλοκής, αλλά των εικόνων. Οι θεατές που έβλεπαν για πρώτη φορά την ταινία στις
Κάννες αποδοκίμαζαν κάτι το οποίο δεν είχαν ξαναδεί ποτέ και δεν μπορούσαν να
καταλάβουν. Την επομένη της προβολής, εντούτοις, μια ομάδα διανοουμένων,
δημοσιογράφων, ηθοποιών και σκηνοθετών συσπειρώθηκαν για να καταδικάσουν την
εχθρική στάση του κοινού και υπέγραψαν ένα μανιφέστο θαυμασμού απέναντι «στη
μοναδική σημασία αυτής της ταινίας και στη νέα κινηματογραφική γλώσσα που
προτείνει» . Ήταν η ελάχιστη ανταμοιβή για ένα φιλμ που εισήγαγε την έννοια του
μοντέρνου σε ένα σινεμά που χρειαζόταν απεγνωσμένα να απογαλακτιστεί από το
συμβατικό παρελθόν του.
«Κ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου