Ο
λήσταρχος Νταβέλης
«Κατακαημένη 'Αράχωβα και Δίστομο και Θήβα
Τους κλέφτες τι τους κάνατε και τους Καπεταναίους;
Πήραν τα όρη τα βουνά μας έφυγαν και πάνε
Νταβέλη, Νταβέλη.»
Γράφει η Ζανετ Κυδωνιάτη
Απόψε θα γράψω ένα άλλο
γεγονός από τη «Χώρα των Θαυμάτων», από αυτά πού είναι ανεξάντλητα στη δικιά
μας Πατρίδα τη Βοιωτία. Θα ους μεταφέρω για λίγο σε μιά παλιά ιστορική και
γραφική εποχή, στις αρχές του 19ου αιώνα, λίγο μετά την Επανάσταση του 1821. Τότε
που σε αντίθεση με την ομορφιά της τριγύρω αγνής φύσεως, η ανώμαλη αθλιότης της
Κοινωνίας ήταν εξόφθαλμη.
Οι περισσότεροι άνδρες,
άνεργοι και φυγόστρατοι, γύριζαν με ένα όπλο στο χέρι, που αναγκαστικά θα τους
έστελνε αργά ή γρήγορα στη ληστεία.
Έτσι και ο αποψινός ήρωας
και δικός μας συμπατριώτης, έγινε ληστής και μάλιστα Λήσταρχος: Λήσταρχος όμως μοναδικός
και πρωτότυπος, που αξίζει να μνημονευθεί στη «Χώρα των Θαυμάτων».
Αυτός ο Λήσταρχος
ανθρωπιστής, ήταν ο διαβόητος Χρήστος Νταβέλης.
'Αλλ' ας πιάσουμε την
ιστορία από την αρχή.
Πρόκειται για μια οικογένεια
τσοπάνων κουτσοβλαχικής καταγωγής, η οποία μετακόμισε όπως και τόσοι άλλοι, από
την Βόρειο Ήπειρο, όταν έμαθαν, ότι δεν θα
έχουν πια Αγαρηνό στο κεφάλι τους, γιατί η πατρίδα τους ελευθερώθηκε πια και
μάλιστα έφεραν και βασιλιά δικό τους.
Κατεβαίνοντας προς το Νότο
η οικογένεια αυτή ξυπόλητη και ρακένδυτη, μαζί με λίγα γιδοπρόβατα, πέρασε από την
Εύβοια και σταμάτησε στον Παρνασσό όπου λημέριασε στο «Οχυρό του Ζεμένου».
Έψαξα πολύ και κουράστηκα,
για να βρω την ιστορία αυτού του οχυρού. Είναι ασφαλώς αυτό το οχυρό που ο Οδυσσέας Ανδρούτσος περνούσε πηγαίνοντας στο
Κωρύκειον Αντρον, ανατολικώς του Παρνασσού, με τον Γιάννη Γκούρα, φυλάγοντας,
μέρα νύχτα τα χρήματα που έδωσε ο Λόρδος Βύρων για την Ελληνικήν Επανάστασιν
του 1821.
Το οχυρο το χρησιμοποίησαν
ο Καραϊσκάκης και αργότερα οι Αλβανοί του Κα-ρυοφίλμπεη και το είχαν εφοδιάσει με
πολλά κανόνια. Επί Όθωνος χρησιμοποιήθηκε μόνον ως καταφύγιον ληστών και το
1845 κατεστράφη από αποσπάσματα της Χωροφυλακής για να μην χρησιμοποιείται
πλέον από κακοποιούς.
Εκεί λοιπόν το 1832 γεννήθηκε
ο μεγαλύτερος Λήσταρχος, της Ελλάδος ο Χρήστος Νταβέλης
Δεκαπέντε χρονών ο
Νταβέλης πήγε ως υπάλληλος σε ένα γαλακτοπωλείο της Αθήνας, και αργότερα ως
υπηρέτης στη «Μονή Ασωμάτων». Τσακώθηκε όμως με τον Ηγούμενο για τα μάτια μιας
μικρής και έμεινε για λίγο άνεργος. Είκοσι ετών τον πήρε ένας θειος του ληστής,
που είχε λημέρι στην Πεντέλη και στο Πικέρμι.
Τα προσόντα του για ληστής
ήσαν σημαντικά. Ακούραστος, γρήγορος στα πόδια, δυνατός στα χέρια, ξύπνιος,
σβέλτος, λεβέντης, αλλά σκληρός και προ παντός είχε προσόντα ηγέτη.
Σύντομα έκαμε δική του
συμμορία η οποία απλώθηκε σε ολόκληρη την Αττική, Βοιωτία, Φθιώτιδα και Εύβοια· 70 ληστές και εκατοντάδες
υποστηρικτές. Ο ίδιος βρισκόταν παντού. Γινόταν άφαντος από στιγμή σε στιγμή.
Σήμερα στον Ταΰγετο, αύριο στον Παρνασσό, και την άλλη μέρα έπινε τον καφέ του σε
κεντρικό σημείο της Αθήνας, στη γωνία της Αιόλου και Ερμού στο καφενείο «Bella Grecia» που είχε ιδρύσει το 1839 ο Ιταλός
Σάντο.
Όταν μάλιστα έφευγε, ο
ωραίος άνδρας με το υπογένειο, το γκαρσόνι υποκλινόταν μπροστά του, βλέποντας την
χρυσή λίρα επάνω στο τραπέζι.
Παντού τότε ακούγονταν
έντρομες φωνές:
- Ο Νταβέλης στην Αθήνα!
- Ο Νταβέλης στην Αθήνα!
Ή Χωροφυλακή έπί ποδος. Τά
μαγαζιά κλείναν. Οι επίσημοι εχθροί του, αμπαρώνονταν στά σπίτια τους. Παρ' ολο
το εξονυχιστικο ψάξιμο, ο Νταβέλης έμενε άφαντος.
Λέγεται ότι στα 1850 απόσπασμα
Χωροφυλακής κυνηγώντας τον Νταβέλη, τον είδε να μπαίνει στην ιδιοκτησία της
Γαλλοαμερικάνας αριστοκράτισσας, της ονομαζόμενης «Ντούκεσσα» δηλαδή της
Δούκισσας της Πλακεντίας. Ήταν το γνωστό «Castelio τής Ροδοδάφνης» το
μαρμάρινο Μέγαρο Γοτθικού Ρυθμού που της το έφτιαξε ο Κλεάνθης το 1844.
Κατά σύμπτωση ήταν εκεί ή
Δούκισσα και αντελήφθη το συμβάν. Αμέσως λύνει τα αγριόσκυλά της και με τα
άψογα ελληνικά της διατάσσει το απόσπασμα να φύγει. Ζητά να της βρούνε οι
υπηρέτες τον Νταβέλη κρυμμένο μέσα στα πεύκα και τον προσκαλεί να φάνε μαζί. Εξομολογείται
ότι πάντα άκουγε και θαύμαζε την ανθρωπιστική του δράση, το να προικίζει φτωχές
χωριατοπούλες, να βοηθάει τους αδύνατους, τους αδικημένους από τους ισχυρούς. Ή
Δούκισσα μισούσε το «Παλάτι» όπως μισούσε και τον Καποδίστρια και ο,τι από
αυτούς προήρχετο.
Από τότε ανεπτύχθη μια
τρυφερή φιλία μεταξύ τού εικοσιπεντάχρονου Λήσταρχου με την πάνω από πενήντα
ετών Δούκισσα. Μάλιστα κάποτε τον κάλεσε επισήμως στο Καστέλλο σ' ένα χορο της,
αφού βέβαια έβγαλε τις φουστανέλλες και τα τσαρούχια του, πλύθηκε και ντύθηκε
επισήμως για χάρη της. Ποιος ξέρει αν δεν συνέφαγε κάποτε με τους διεθνείς
Γάλλους Συγγραφείς και Ακαδημαϊκούς, όπως Casimir Delavigne, ο Edmond Adout,
Theoplile Gautier, David D' Anger ο ζωγράφος Pierre Ponirot κ.τ.λ. που ήσαν
δικοί της επισκέπτες.
Ή εν Ελλάδι ληστεία
ταλαιπώρησε την χώραν κυρίως από το 1833 όταν τα Ελληνικά βουνά εγέμισαν
επαναστάτες και αγανακτισμένους αγωνιστές οι οποίοι εις τα μάτια τού λαού
εθεωρούντο ήρωες.
Τότε η Αντιβασιλεία
συνέστησε το Μάιο τού 1833 την Χωροφυλακή κατά το πρότυπο της Γαλλικής
Χωροφυλακής. Αργότερα την ενίσχυσε με τα «Τάγματα κυνηγών».
Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο,
τον Σεπτέμβρη τού 1855 κατά την διάρκεια στρατιωτικής Κατοχής της Ελλάδος από
τους Γάλλους, ο Νταβέλης αιχμαλώτισε ένα Γάλλο αξιωματικό, τον Λοχαγό Berteau, με
τον υπηρέτη του, όταν ερχόταν από τον Πειραιά στην Αθήνα.
Τον πήγε μετά από
περιπέτειες στον Ελικώνα, ζητώντας λύτρα για την απελευθέρωση του.
Αυτό εκλόνισε την Ελληνική
Κυβέρνηση τού Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, η οποία παρητήθη και ανέλαβε ο Δημήτρης
Βούλγαρης ο οποίος έσπευσε να πληρώσει τα λύτρα του Νταβέλη. 30 χιλιάδες χρυσές
λίρες, γιατί δεν ήθελε να βρίσκουν οι Γάλλοι αφορμή παρατάσεως της Κατοχής, και
τού αποκλεισμού της Αθήνας.
Την ίδια εποχή στην Ιερά Οδό
κοντά στο Δαφνί, ο Νταβέλης με την συμμορία του συναντά το μισητό Γαλλικό
άγημα, εναντίον του οποίου άνοιξε πυρ. Εσκότωσε έναν σαλπιγκτή και δύο Γάλλους
ναύτες.
Την επομένη ο Γάλλος
Ναύαρχος του Στρατού Κατοχής, ζήτησε ακρόαση από τον βασιλέα Όθωνα, διαμαρτυρόμενος
για τον φόνο των τριών Γάλλων και συγχρόνως τόνισε την αδυναμία των Ελλήνων να
εξοντώσουν την ληστεία, πράγμα που θα ήταν πολύ εύκολο, εάν επέτρεπε ο βασιλιάς
να το αναλάβουν οι Γάλλοι.
Ο ταλαίπωρος Όθων μην
ακούγοντας καλά, λόγω βαρηκοΐας και από το πολύ κινίνο, λόγω ελονοσίας, που
έπαιρνε, έφαίνετο ενδοτικός. Ο Ναύαρχος εξακολούθησε λέγοντας:
- Ο Γαλλικός στρατός λοιπόν,
Μεγαλειότατε θα σωφρονίσει τους Έλληνες ληστές.
Την στιγμή εκείνη έμπαινε
στην αίθουσα ή 'Αμαλία. Η υπερήφανη βασίλισσα άκουσε την γεμάτη ειρωνεία πρόταση
του Γάλλου Ναυάρχου και του απάντησε:
- Όχι, κύριε Ναύαρχε, ο Γαλλικός
στρατός δεν θα λάβει αυτόν τον κόπον, θά μείνει ήσυχος στους στρατώνες του. Την
ληστείαν θα την καταστείλουμε εμείς.
Και αμέσως η βασίλισσα Αμαλία
εζήτησε συνάντηση μέ τον αξιωματικό Γεώργιο Μέγαν, πρώην ληστή. Είχε πολλά
στοιχεία εις βάρος του, τα οποία ήθελε η βασίλισσα να εκμεταλλευθεί για την υπόθεση
της.
Του είπε αυστηρά:
- Ξέρεις, κύριε Μέγα, ότι μπορώ να σε στείλω
κατ' ευθείαν στο απόσπασμα προς αποκεφαλισμό. Όμως δεν θα το κάμω. Απαιτώ όμως,
όπως εντός μηνός να μου φέρεις το κεφάλι του Νταβέλη ή άλλως το δικό σου.
Ο Μέγας είχε στενή φιλία με
τον Νταβέλη. Είχαν μαζί «Μπέσα για μπέσα». Θέλοντας όμως να σώσει τη δικιά του
ζωή προτίμησε να προδώσει το φίλο του.
Γνωρίζοντας ο Μέγας όλα τα
δύσβατα του Ζεμένου, ως παλαιός ληστής, με απειράριθμο στρατό, περικύκλωσε την
συμμορία του Νταβέλη, κλείνοντας όλες τις διαβάσεις και τα μονοπάτια και
άρχισαν να σκοτώνουν τους ληστές έναν - έναν.
Εκεί στο ταμπούρι του, βρισκόταν
μαζί του και η Λενιώ η κοπέλα που τον αγαπούσε τρελά. Είχε πάει να παλέψει μαζί του για τη
ζωή ή το θάνατο και να σκοτωθεί μαζί του.
Ο Νταβέλης, πληγωμένος και
ματωμένος παντού, έκαμε άλλη μια θυσία για την αγάπη του. Την παρακάλεσε και την
παρότρυνε να φύγει, να φύγει γρήγορα. Της έδειξε ένα άλλο κρυφό μονοπάτι και την
έπεισε πιέζοντας την, να μην ομολογήσει σε κανένα ότι είχε πάει οικιοθελώς
εκεί. Την έκανε να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να σωθεί πηγαίνοντας
στην οικογένεια της.
Έμεινε μόνος, μισολιπόθυμος,
φυλάγοντας μια σφαίρα για τον πρόσφατο εχθρό του, τον Μέγα.
Πράγματι παρουσιάσθηκε ο
Μέγας, τον πλήγωσε η σφαίρα του Νταβέλη, και άρχισαν να παλεύουν οι δυο τους και
να αλληλοσφάζωνται, έως ότου έπεσαν νεκροί και οι δύο.
Έτσι τέλειωσε η ιστορία
του Νταβέλη πεθαίνοντας στην συμβολική ηλικία των τριαντατριών ετών.
Διερωτώμαι τώρα, εμείς οι
Βοιωτοί, είμαστε υπερήφανοι έχοντας συμπατριώτη, έναν Νταβέλη; Όχι βέβαια. Ο Νταβέλης ήτανε ένας κακοποιός. Αλλά
όχι μόνον. Ήταν συγχρόνως ένας αγωνιστής της Κλεφτουριάς, μια ανθρωπιστική
μορφή που αγαπούσε την πατρίδα του.
Ας μην ξεχνούμε ότι ο
Νταβέλης δεν ξέχασε την φωνή της πατρίδας του. Το 1854 στο ξεσηκωμό της
Θεσσαλίας για την ελευθερία της έλαβε μέρος με τα παλληκάρια του, και
αποσύρθηκε όταν ή Πατρίδα του το ζήτησε. Ποτέ δεν ήταν ένας Λήσταρχος αιμοβόρος.
Μισούσε τους Γάλλους της Κατοχής, και ήταν συγκινητική η αξίωση του Νταβέλη
γράφοντας ένα γράμμα στην Ελληνική Κυβέρνηση.
- «Να φύγουν οι Φραντζέζοι
πρώτα και μετά θα πετάξω τα όπλα μου εγώ».
Γι' αυτό και οι Αθηναίοι αργότερα,
όταν έφευγε ο Γαλλικός στρατός της Κατοχής άν και ήξεραν τον θάνατο του εφώναζαν:
«Ζήτω ο Νταβέλης».
Είναι λοιπόν ή δεν είναι ή
Βοιωτία η «Χώρα των θαυμάτων»;
ΖΑΝΕΤ ΚΥΔΩΝΙΑΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου