Αεροπλάνο φουνταρισμένο αρόδο στο λιμάνι του Βαθιού το 1942
από την συλλογή του Ν. Νόου
Μια
ιστορική αφήγηση από τον Ν. Νόου
Τα
υδροπλάνα της κατοχής.
Τα
υδροπλάνα της κατοχής είναι μια καταγραφή του Νίκου Νόου στο περιοδοκό
«Απόπλους». Μεγάλα κομμάτια της αφήγησης, σας μεταφέρουμε σε αυτό το άρθρο του
iSamos.
Το πρωί της 8ης Μαΐου του
1941, όταν οι Ιταλοί αποβιβάστηκαν στο Βαθύ της Σάμου και ξεκίνησε η κατοχική
ιστορία του νησιού μας, δεκάδες αεροπλάνα πετούσαν πάνω από το λιμάνι για να
υποστηρίξουν αν χρειασθεί τα στρατεύματα που αποβιβάζονταν, σε περίπτωση που θα
εκδηλωνόταν κάποια αντίσταση. Το έμπεδο στους Μυτιληνιούς, η μόνη στρατιωτική
δύναμη στο νησί μας, είχε από μέρες διαλυθεί, οι λιγοστοί φαντάροι πήγαν στα σπίτια
τους, υστέρα από διαταγή του διοικητή ταγματάρχη Πραξιτέλη Ιωαννίδη, που στην
συνέχεια, φρόντισε να βρίσκεται ανάμεσα σε κείνους που θα παρέδιναν το νησί
στους Ιταλούς κατακτητές.
Τα υδροπλάνα της κατοχής.
Στην αρχή τα αεροπλάνα
καθώς πετούσαν χαμηλά, πάνω από τις στέγες των σπιτιών, προκαλούσαν κάποια
ανησυχία στους κατοίκους της πόλης, που παρακολουθούσαν με αμηχανία και με ένα
σφίξιμο στην καρδιά την αποβίβαση των Ιταλικών στρατευμάτων στο σκλαβωμένο νησί
τους.
Μαζί υπήρχε και ένας
απροσδιόριστος φόβος, γιατί δεν ξέραμε ποιος ήταν ο προορισμός τους, ίσως
χρειαζόταν κάποιος βομβαρδισμός, να ρίξουν κάποιες βόμβες, για να τρομάξουν οι
κάτοικοι και να ευκολύνουν την αποβίβαση των κατοχικών στρατευμάτων. Όμως τα
Ιταλικά αεροπλάνα μακριά από τις δικές μας ανησυχίες έκαναν απλά τον περίπατό
τους στον ανοιξιάτικο ουρανό πάνω από μια τρομαγμένη πόλη, που σε λίγο θα
βρισκόταν κάτω από την απόλυτη κυριαρχία τους. Κάποια στιγμή και ενώ το
στρατιωτικό άγημα είχε αποβιβασθεί στο λιμάνι και με την ιταλική σημαία βάδιζε
στον παραλιακό δρόμο, μερικά από τα αεροπλάνα έδωσαν μια βουτιά και άρχισαν να
τρέχουν σαν τρεχαντήρια, πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, αφήνοντας πίσω τους
ένα αυλάκι αφρισμένο νερό.
«Είναι υδροπλάνα», είπαν
οι πιο ενημερωμένοι, που γνώριζαν ή είχαν διαβάσει για τον τύπο αυτό των
αεροπλάνων, που αντί ρόδες για προσγείωση σε αεροδρόμια, είχαν βάρκες για να
τρέχουν και να κάθονται πάνω στη θάλασσα σαν θαλασσοπούλια.
Τα υδροπλάνα έπαιξαν ένα
σημαντικό ρόλο στις συγκοινωνίες του εχθρού με τα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου,
όπου τώρα υπαγόταν και η Σάμος. Με έδρα τη Ρόδο η στρατιωτική Διοίκηση της
Σάμου δεχόταν επισκέψεις αξιωματούχων του καθεστώτος, έστελνε τις αναφορές για
την κατάσταση του νησιού και έπαιρνε εντολές από την Ανώτατη Διοίκηση της
Ρόδου. Το ταχυδρομείο, τα δέματα των στρατιωτών της μεραρχίας Κούνεο, που είχε
εγκατασταθεί στη Σάμο, οι χρηματαποστολές και τα επείγοντα περιστατικά,
μεταφορά ασθενών Ιταλών, γινόταν με υδροπλάνα. Δεν περνούσε μέρα χωρίς να
προσγειωθεί έστω ένα υδροπλάνο στο Λιμάνι του Βαθιού. Ένα ιταλικό καράβι το
Fioume, που εκτελούσε τον πρώτο καιρό της κατοχής το δρομολόγιο Βαθύ – Ρόδος,
βυθίστηκε από αγγλικό υποβρύχιο. Από τότε σταμάτησε κάθε επικοινωνία των νησιών
με καράβια. Φυσικά, τα εφόδια του ιταλικού στρατού και η μεταφορά στρατευμάτων
γίνονταν με μεγάλα φορτηγά καράβια, που τα συνόδευαν πολεμικά του ιταλικού
στόλου (κομβόι).
Ο κόλπος του Βαθιού,
ιδιαίτερα η λεκάνη του λιμένα, στο διάστημα της κατοχής, εξελίχθηκε σε ένα
σπουδαίο και θεαματικό μαζί θαλασσοδρόμιο. Αυτό όμως δεν εμπόδισε να γίνει το
πρώτο ατύχημα σε ένα από τα μικρά αυτά ιταλικά υδροπλάνα.
Ήταν μια μέρα καλοκαιριού
του 1942. Μεσημέρι. Ένα υδροπλάνο φάνηκε από το γνωστό πέρασμα της «Βλαμαρής»,
να χαμηλώνει πάνω από τα σπίτια του Βαθιού. Έκανε μια βόλτα γύρω από το λιμάνι
και προσπαθούσε να βρει ένα προσήνεμο τόπο για να προσθαλασσωθεί. Η θάλασσα
εκείνη την ημέρα είχε φρεσκάδα, τα μελτέμια καλά κρατούσαν, ένας δυνατός βοριάς
χτυπούσε τις ταμπαχανιώτικες ακτές.
Ο Ιταλός πιλότος τράβηξε
για τις Μαούνες, έστριψε στον κάβο, η ορμή της θάλασσας πάντα κόβει σε κείνη
την περιοχή, έκανε ακόμα δυο βόλτες πάνω από την πόλη, και ξαναγύρισε στις
Μαούνες. Δεν είχε άλλη επιλογή, ήταν η μόνη τοποθεσία που θα μπορούσε να
προσθαλασσώσει το αεροπλάνο του χωρίς να τσακιστεί στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Από το δρόμο του σπιτιού μας στα Ταμπάκικα, έζησα όλη αυτή την αγωνία και την
τραγωδία του Ιταλού πιλότου που προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει ένα τόπο με
λιγότερα προβλήματα να κατεβάσει στη θάλασσα το αεροσκάφος. Ο αγέρας ήταν
δυνατός, η θάλασσα φουρτουνιασμένη, τα κύματα σάρωναν το αμμοχάλικο στις ακτές,
χτυπούσαν με μανία τον τοίχο στον παραθαλάσσιο δρόμο στα Ταμπάκικα και
κατέβρεχαν τα σπίτια της παραλίας. Είδα το υδροπλάνο να κατεβαίνει στην περιοχή
Μαούνες – Μαλαγάρι, να ταλαντεύεται πάνω από τα κύματα και με πρίμα τον καιρό
να προσθαλασσώνεται στην πολύ επικίνδυνη θάλασσα. Ξαφνικά, καθώς έτρεχε και
προσπαθούσε να ανοίξει διάδρομο ανάμεσα από τα κύματα, βρέθηκε με τη μούρη
καρφωμένη στο νερό. Αυτό ήταν. Το αεροπλάνο δεν ξανασηκώθηκε στη θέση του,
έμεινε ακυβέρνητο έρμαιο των κυμάτων της θάλασσας.
Ο άτυχος νεαρός πιλότος
ανασύρθηκε από τα συνεργεία του λιμεναρχείου που έτρεξαν με ταχύπλοο,
βενζινάκατο, στον τόπο που έγινε το ατύχημα, αλλά αργότερα καθώς μαθεύτηκε,
υπέκυψε στα τραύματά του. Το υδροπλάνο ακυβέρνητο πια, το ξέβρασε η θάλασσα
στην ακτή του Φαγά, όπου και διαλύθηκε από τα κύματα.
Μόλις συνήλθα από το
φοβερό γεγονός που ξετυλίχτηκε με κινηματογραφική ταχύτητα μπροστά στα μάτια
μου, αφού πήγα σπίτι και εξιστόρησα στους γονείς μου για το τραγικό
περιστατικό, βγήκα στο δρόμο όπου είχαν μαζευτεί και άλλα παιδιά και χωρίς
δεύτερη σκέψη αρχίσαμε να τρέχουμε για την ακτή του Φαγά. Ο τόπος όπου είχε
ξεβράσει η θάλασσα το κατεστραμμένο αεροπλάνο γέμισε στο λεπτό, από παιδιά και
μεγάλους. Ήταν ένα ατύχημα μοναδικό στον τόπο μας και η περιέργεια έσπρωξε τον
κόσμο στον τόπο της μικρής τραγωδίας. Μαζί όμως ήταν και η κρυφή χαρά που
νιώθαμε, γιατί ένα εχθρικό αεροπλάνο καταστράφηκε έστω από τα κύματα, που
έπαιξαν κι αυτά στην περίπτωση το ρόλο του τιμωρού. Μερικά παιδιά βουτούσαν στη
θάλασσα, καλοκαίρι καιρός ήταν, για να μαζέψουν κομμάτια από τα συντρίμμια του
και να έχουν ένα ενθύμιο από το τραγικό δυστύχημα της κατοχής.
Όταν έφυγαν οι Ιταλοί,
ύστερα από την πρόσκαιρη απελευθέρωση -8 Σεπτεμβρίου έως 21 Νοεμβρίου 1943-
ήρθαν στην Σάμο οι Γερμανοί. Τα υδροπλάνα και με το νέο κατακτητή, συνέχιζαν να
παίζουν τον ίδιο ρόλο, και με την ίδια συχνότητα να επισκέπτονται το Βαθύ, ενώ
αποτελούσαν τον μοναδικό κρίκο επικοινωνίας και συγκοινωνίας του κατοχικού
στρατού με τα κέντρα της ηπειρωτικής και νησιώτικης Ελλάδας. Καράβια δεν είχαν
οι Γερμανοί, η θάλασσα του Αιγαίου ήταν επικίνδυνη, τα συμμαχικά υποβρύχια
περιπολούσαν συνεχώς, έτσι προσπαθούσαν να αναπληρώσουν τις συγκοινωνίες τους
με τα μικρά ευέλικτα υδροπλάνα.
Στο διάστημα της
γερμανικής κατοχής, μόνο δυο φορές παρουσιάστηκαν στο λιμάνι του Βαθιού
γερμανικά καράβια, αν φυσικά δεν υπολογίσουμε την αποβατική δύναμη που βγήκε
στο Τηγάνι, το πρωί της 21 Νοεμβρίου του 1943 και κατέλαβε τη Σάμο. Μια τον
Δεκέμβρη του 1943, όταν ήρθαν νύχτα και πήραν τους Ιταλούς αιχμαλώτους, αλλά
βομβαρδίστηκαν σε νυχτερινή επιδρομή από αγγλικά αεροπλάνα, χωρίς όμως
επιτυχία. Και μια δεύτερη φορά όταν στις 14 Σεπτέμβρη του 1944 ήρθαν στο Βαθύ,
να πάρουν το στρατό και τα εφόδιά τους και να φύγουν για τη Λέρο. Αυτή τη φορά
τα αγγλικά αεροπλάνα, τους πρόκαναν μέρα μεσημέρι και τα χτύπησαν με επιτυχία.
Τότε βυθίστηκε το μεγάλο
καταδρομικό αλλά και φορτηγό καράβι Ασλάν, γεμάτο εφόδια και πυρομαχικά και
αρκετές φορτηγίδες. Από την βύθιση του καραβιού προκλήθηκε φοβερή έκρηξη που
προξένησε μεγάλες ζημιές στο ήδη κατεστραμμένο από τον βομβαρδισμό της 17
Νοεμβρίου 1943, Βαθύ και βύθισε στο πένθος και την οδύνη πολλές οικογένειες.
Για την ιστορία αξίζει να
σημειώσουμε ότι στο διάστημα της γερμανικής κατοχής και την πρώτη περίοδο της
απελευθέρωσης, καταγράφηκαν δυο φοβερές εκρήξεις που συγκλόνισαν το Βαθύ και
ολοκλήρωσαν την εικόνα της καταστροφής του. Η πρώτη έγινε στις 14 Σεπτεμβρίου
του 1944, την ημέρα που βυθίστηκε από αγγλικά αεροπλάνα το Ασλάν και η δεύτερη
που ήταν η χειρότερη και πιο καταστρεπτική από την πρώτη έγινε μετά την
απελευθέρωση, τον Ιανουάριο του 1945, όταν ανατινάχτηκε το παγιδευμένο στο
λιμάνι, από τους Γερμανούς, κουφάρι του Ασλάν. Αυτή η δεύτερη έκρηξη προξένησε
αφάνταστες καταστροφές, πυρακτωμένες λαμαρίνες εκτινάχτηκαν σε μεγάλη απόσταση
και πολλοί άνθρωποι που βρέθηκαν κοντά στον τόπο της ανατίναξης, σκοτώθηκαν ή
παρασύρθηκαν στο βυθό της θάλασσας.
Θα χρειασθούν να περάσουν
τριάντα ολόκληρα χρόνια, να εκπατρισθεί ο μισός παραγωγικός πληθυσμός του
νησιού, για να έρθει ο τουρισμός μαζί με την αναγεννημένη ελπίδα, για να
ξεκινήσει η ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης πόλης.
Τα μικρά πολεμικά
υδροπλάνα, που έπαιζαν το ρόλο του… ταξιτζή με τις καθημερινές εμφανίσεις τους
στο λιμάνι του Βαθιού, μόλις προσθαλασσώνονταν, πήγαιναν για ασφάλεια και
καμουφλάζ στην ταμπαχανιώτικη ακτή, κοντά στα παραλιακά σπίτια και οι νεαροί
πιλότοι, μικρά παιδιά 18 χρόνων οι περισσότεροι, πηδούσαν από τις καμπίνες τους
στην αμμουδιά, και ζητούσαν από τους ανθρώπους της παραλίας, ένα νερό να
πιούνε, πριν έρθει το αυτοκίνητο της κομαντατουρας να τους πάρει, για να δώσουν
την αναφορά τους και την αλληλογραφία, στο διοικητή του νησιού.
Μια μέρα του καλοκαιριού,
καθώς γύριζα από την αγορά όπου είχα πάει να πάρω μερικά σταφύλια και λαχανικά
από το θείο μου, που διατηρούσε μπακαλοταβέρνα στην παραλία, όταν είχα φτάσει
στο Γιοφυράκι και πλησίαζα στο σπίτι, δυο γερμανικά υδροπλάνα πέρασαν ξυστά
πάνω από τα σπίτια της πόλης και προσθαλασσώθηκαν βιαστικά στη θάλασσα. Δεν
πρόκανα να αναρωτηθώ για την εσπευσμένη προσθαλάσσωση και άλλα δυο αεροπλάνα με
τους χρωματιστούς κύκλους στα φτερά τους, προφανώς ήταν αγγλικά, βούτηξαν
ξοπίσω τους, σαν γεράκια στο θήραμα και αμέσως άρχισαν να κροταλίζουν τα
πολυβόλα.
Η ήρεμη θάλασσα γέμισε
τρύπες και μικρά σιντριβάνια νερού ξεπηδούσαν παντού. Την ίδια ώρα πήραν φωτιά,
όλα τα αντιαεροπορικά, Ταμπάκικα, Μαλαγάρι, Μαούνες, Καλομοίρη και έγινε το
Βαθύ κόλαση φωτιάς και θανάτου. Τα αγγλικά αεροπλάνα χτύπησαν το ένα υδροπλάνο,
ο πιλότος τραυματίστηκε βαριά, αργότερα υπέκυψε και το υδροπλάνο του πήρε
κλίση. Στο δεύτερο υδροπλάνο ο νεαρός πιλότος πρόκανε να εγκαταλείψει το σκάφος
και να πέσει στη θάλασσα. Σώθηκε.
Το χτυπημένο αεροπλάνο
μεταφέρθηκε στις Μαούνες. Έγιναν μεγάλες προσπάθειες από Ιταλούς μηχανικούς και
Γερμανούς τεχνίτες να επισκευασθεί και να ξαναπετάξει. Όταν οι εργασίες έφτασαν
σε κάποιο αποτέλεσμα και ο καιρός τους πίεζε, το έριξαν στην θάλασσα και ένας
Γερμανός πιλότος προσπάθησε να το ανυψώσει. Έκανε πολλές διαδρομές, αλώνιζε τη
θάλασσα πάνω κάτω, γκάζωνε τις μηχανές στο φουλ, μούγκριζε το πληγωμένο σκάφος,
άφριζε η θάλασσα από τα αυλάκια του νερού που άνοιγαν οι βάρκες. Ο κόσμος απ’
τις γειτονιές παρακολουθούσε με αγωνία την προσπάθεια του Γερμανού πιλότου και
προσευχόταν ενδόμυχα, να μη μπορέσει ποτέ ξανά να πετάξει. Ένα λιγότερο πολεμικό
αεροπλάνο, έστω και ταχυδρομικό, στο οπλοστάσιο του εχθρού, ήταν ένα
ευπρόσδεκτο και ευχάριστο γεγονός. Θα ήταν ακόμα καλύτερα, αν το πληγωμένο
αεροπλάνο έμενε αμανάτι στη Σάμο, ενθύμιο της γερμανικής κατοχής. Τελικά οι
προσευχές των σκλαβωμένων εισακούστηκαν, το υδροπλάνο παρά τις φιλότιμες
προσπάθειες του πιλότου, δεν μπόρεσε να ανυψωθεί, έμεινε καθηλωμένο στη θάλασσα
και μεταφέρθηκε πάλι πίσω στις Μαούνες. Η τύχη του κρίθηκε λίγες μέρες
αργότερα, όταν οι Γερμανοί ετοιμάστηκαν να φύγουν από την Σάμο. Ένα
απομεσήμερο, τέλος του Σεπτέμβρη του 44, μια ισχυρή έκρηξη ακούστηκε από την
ακτή Μαούνες και ένας πυκνός καπνός κάλυψε την περιοχή. Το πληγωμένο υδροπλάνο
ανατινάχτηκε και δεν έγινε πολεμικό ενθύμιο της γερμανικής κατοχής, όπως το
επιθυμούσαν πολλοί κάτοικοι της ταραγμένης και τραγικής εποχής.
Εκείνο όμως το υδροπλάνο
που έμεινε για πολλά χρόνια στην μνήμη των ανθρώπων και κατέγραψε η ιστορία του
νησιού, ήταν ένα τρικινητήριο Γιούγκερς, που εμφανίστηκε το καλοκαίρι του 1944
στο λιμάνι του Βαθιού και εντυπώσιασε με το τεράστιο μέγεθος. Τα φτερά του όταν
άραζε στην παραλία της πόλης και το νότιζε ο καιρός, έφταναν στο θρυλικό
λιοντάρι της πλατείας.
Το μεγάλο τρικινητήριο
γερμανικό υδροπλάνο, έφτασε στο Βαθύ ένα πρωινό του καλοκαιριού του 1944 και από
τότε συνήθιζε να έρχεται κάθε Πέμπτη στις 10 η ώρα το πρωί. Ήταν ένα ταχτικό
δρομολόγιο που το τηρούσε με ευλαβική ακρίβεια.
Ο λόγος αυτής της ταχτικής
παρουσίας του στο λιμάνι του Βαθιού, αν εξαιρέσουμε τα εφόδια και την
αλληλογραφία που κουβαλούσε στην Κομαντατούρα, ήταν να μεταφέρει σε κέντρα
παραλαβής τα πλιάτσικα από τα νοικοκυριά των σπιτιών της Σάμου και τις
κατασχέσεις αγροτικών εκλεκτών προϊόντων του νησιού μας.
Ανάμεσα στα νοικοκυριά που
φόρτωναν από κατασχέσεις στο μεγάλο υδροπλάνο, δεν ήταν δυνατόν να απουσιάζει
το πατροπαράδοτο σκέπασμα του χειμώνα το γνωστό μας πάπλωμα. Έτσι οι Σαμιώτες
δεν άργησαν να δώσουν στο μεγάλο υδροπλάνο με τις τεράστιες φτερούγες του το
παρατσούκλι, ο “Παπλωματάς”.
Ήταν το μοναδικό υδροπλάνο
της κατοχής, που βαφτίστηκε και πήρε ένα όνομα έστω και παρατσούκλι για να
περάσει έτσι στην κατοχική ιστορία του νησιού μας. Όμως εδώ θα κάνουμε μια
μικρή παρένθεση, θα αναφερθούμε σε ένα ακόμα αεροπλάνο της κατοχής, που πέρασε
στην ιστορία με όνομα -παρατσούκλι, όχι φυσικά υδροπλάνο, που εμφανιζόταν στον
ουρανό του Βαθιού, κάθε πρωί στις 10, σε όλο το διάστημα της γερμανικής
κατοχής. Ήταν ένα αγγλικό αεροπλάνο κατασκοπευτικό που πετούσε σε μεγάλο ύψος
αλλά με τα δυνατά μάτια μας, το ξεχωρίζαμε που άστραφτε στον ήλιο, σαν ένας
μεγάλος γλάρος. Τότε ξεκινούσε ένας πόλεμος παράξενος κα πολύ διασκεδαστικός
για τα παιδιά και τους μεγάλους. Το αντιαεροπορικό με την περιστρεφόμενη βάση
και τις τρεις κάννες εστραμμένες στον ουρανό, που βρισκόταν στα ταμπάκικα, έξω
από το 4ο Δημοτικό σχολείο, όπου ήταν στρατώνας των φασιστών, μόλις ακουγόταν η
βοή του αεροπλάνου, έτρεχαν στο πυροβόλο, και άρχιζαν τις βολές εναντίον του
αγγλικού αεροπλάνου. Φυσικά τα βλήματα δεν μπορούσαν να φτάσουν σε τόσο μεγάλο
ύψος, απλά έριχναν οι φασίστες στου καραγκιόζη το γάμο Αυτός ο πόλεμος που
διεξαγόταν εκ του ασφαλούς στην γειτονιά μας, με πολέμαρχους τους φασίστες και
θεατές τους κατοίκους, διασκέδαζε τον κόσμο, ήταν ένα φανταστικό υπερθέαμα και
ιδιαίτερα για τα μικρά παιδιά που τέτοια παιχνίδια με ζωντανό πόλεμο, ήταν
δύσκολο να ξαναζήσουν.
Η ταχτική παρουσία του
κατασκοπευτικού αεροπλάνου, που περνούσε κάθε πρωί πάνω από την πόλη μας και
έδινε το σύνθημα για να ξεκινήσει ένας παράξενος πόλεμος, δεν άργησε να πάρει
το δικό του όνομα-παρατσούκλι που του ταίριαζε. Έτσι ο πρωινός επισκέπτης, με
ανάδοχο τα παιδιά βαφτίστηκε και έγινε ο θρυλικός Γαλατάς. Έτσι πέρασε κι αυτός
στην κατοχική ιστορία του νησιού μας.
Ο Παπλωματάς φόρτωνε κάθε
Πέμπτη πρωί ό,τι χρήσιμο υπήρχε στα νοικοκυριά της Σάμου και κουβαλούσαν τα
φορτηγά αυτοκίνητα από τα χωριά και τις γειτονιές του Βαθιού. Έπιπλα, προίκες
κοριτσιών, μαγκάλια, γουδιά, πιάτα, κατσαρόλες, κουβέρτες, παπλώματα, μπιμπελό,
πίνακες, μουσικά όργανα και πιάνα από αρχοντόσπιτα. Μαζί με τα νοικοκυριά του
κόσμου, φόρτωναν και εκλεκτά προϊόντα της Σαμιώτικης γης. Όπως καρύδια,
αμύγδαλα, σταφίδες, μέλι, όσπρια, λάδι, ελιές, χωρίς να εξαιρούν και τα νωπά
προϊόντα.
Οι Γερμανοί δικαιολογούσαν
αυτό το πλιάτσικο, με τον ισχυρισμό ότι οι σύμμαχοι με το βομβαρδισμό των
γερμανικών πόλεων, εκτός από την καταστροφή και τα θύματα που προξενούσαν,
απογύμνωναν τα γερμανικά νοικοκυριά από κάθε χρήσιμο αντικείμενο. Έτσι ήταν
αναγκασμένοι να λεηλατούν τα νοικοκυριά στην κατεχόμενη Σάμο, και στην Ευρώπη
γενικά, για να ανακουφίζουν τους δικούς τους πληθυσμούς που υπέφεραν από τους
συμμαχικούς βομβαρδισμούς.
Ο χώρος του «Παπλωματά»
ήταν περιορισμένος και δεν επέτρεπε μαζικές μεταφορές, τα πλιάτσικα πολλά, και
τα νοικοκυριά του κόσμου είχαν προτεραιότητα. Αυτή η ιστορία κράτησε σχεδόν όλο
το καλοκαίρι. Ξαφνικά μια Πέμπτη πρωί ο Παπλωματάς δεν φάνηκε στο καθορισμένο
του ραντεβού. Μερικοί είπαν πώς κάποιες άλλες ανάγκες του πολέμου, τον
ανάγκασαν να διακόψει προσωρινά ένα δρομολόγιο. Ο πόλεμος ήταν στο φόρτε του, η
Γερμανία υποχωρούσε σε όλα τα μέτωπα, οι ανάγκες σε αεροπλάνα πολλές, όλα ήταν
πιθανά. Όμως και την άλλη Πέμπτη, το τεράστιο υδροπλάνο, που συνήθιζε να αράζει
στην προκυμαία απέναντι από το λιοντάρι (Μνημείο των ηρώων του 21), δεν φάνηκε
στη θέση του. Τότε οι ψίθυροι άρχισαν να πληθαίνουν και τα πικραμένα χείλη να
σκάνε χαμόγελο. Πράγματι ο Παπλωματάς έπεσε θύμα της δράσης των Σπιτφάγερ, που
κυκλοφορούσαν στο Αιγαίο και καταβύθιζαν κάθε γερμανικό στόχο, στη θάλασσα και
στον αέρα. Έτσι τόσο άδοξα τέλειωσε η δραστηριότητα του παπλωματά στη Σάμο. Σε
λίγες μέρες, τέλη Σεπτεμβρίου έφυγαν και οι Γερμανοί από το νησί μας.
Η ελευθερία γύρισε στη
Σάμο στις 5 Οκτωβρίου του 1944. Με το τέλος της κατοχής τέλειωσε και η παρουσία
υδροπλάνων στο λιμάνι του Βαθιού. Κανένα ελληνικό, αγγλικό ή αμερικάνικο
υδροπλάνο δεν προσθαλασσώθηκε ποτέ στη Σάμο.
Ίσως όμως μια μέρα τα
υδροπλάνα επιστρέψουν στα νησιά μας. Η Ελλάδα είναι μια νησιώτικη χώρα.
Εκατοντάδες νησιά διάσπαρτα σε όλο το Αιγαίο, προβληματίζονται για τις κακές
πολλές φορές και ανύπαρκτες συγκοινωνίες και δίνουν ένα αγώνα καθημερινό, αλλά
χωρίς προοπτική, για κατασκευή λιμανιών και δρομολόγηση σύγχρονων και ταχύπλοων
καραβιών. Όμως το πρόβλημα των διάσπαρτων νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου θα
μπορούσε, με ένα σωστό σχεδίασμά και μια σωστή διαχείριση, να βρει τη λύση του
στο ευέλικτο υδροπλάνο. Έχουμε το προηγούμενο της κατοχής, όπου οι επικοινωνίες
του εχθρού γίνονταν με τα υδροπλάνα. Τώρα η αναπτυγμένη νέα τεχνολογία μπορεί
δώσει ακόμα καλύτερες και ασφαλείς συγκοινωνίες με υδροπλάνα πιο σύγχρονα και
περισσότερο άνετα για ένα γρήγορο και ευχάριστο ταξίδι. Υπάρχουν σε κάθε νησί
υπήνεμοι όρμοι, ήσυχες θάλασσες για την προσθαλάσσωση των υδροπλάνων. Τα
εμπορεύματα μπορεί να έρχονται με συμβατικά μικρά εμπορικά καράβια.
Ύστερα από την βαθιά
οικονομική και ηθική κρίση, που έπληξε την χώρα μας, μια άλλη πολιτική
ανάπτυξης θα χρειασθεί να δρομολογήσουμε. Το παλιό σύστημα, που οδήγησε την
πατρίδα μας στην επώδυνη χρεοκοπία και το λαό της σε φοβερή εθνική ταπείνωση,
τελείωσε.
Το μέλλον του τόπου μας θα
είναι διαφορετικό και το υδροπλάνο για τα νησιά μας, μπορεί να παίξει το ρόλο
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου