Το τρομοκρατικό κτύπημα στις Βρυξέλλες και η εθνική ασφάλεια
Γράφει ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ Πρέσβυς ε.τ.
Το
τρομοκρατικό κτύπημα στις Βρυξέλλες δείχνει πόσο δύσκολο είναι να
προλάβει κανείς τέτοιου είδους τυφλά κτυπήματα, που δεν σέβονται κανέναν
ανθρωπιστικό κανόνα έναντι των αμάχων, ενώ, αντιθέτως, τους
στοχοποιούν. Η αστυνομία και / ή ο στρατός μπορούν να περιφρουρήσουν
τους πιο σημαντικούς και στρατηγικούς στόχους. Η προστασία όμως ακόμη
και αυτών αποδεικνύεται προβληματική, όπως έδειξε το χτύπημα των
Βρυξελλών, που εστράφη κατά του αεροδρομίου και του Μετρό της πόλεως.
Η δυσκολία συνδέεται, πρώτ’ απ’ όλα, με το γεγονός ότι τα χτυπήματα αυτά αναλαμβάνονται από ανθρώπους που θυσιάζουν εκ των προτέρων τη ζωή τους και δεν έχουν φόβο για τα αστυνομικά μέτρα. Συνδέεται, κατά δεύτερο λόγο, με το γεγονός ότι οι Ευρωπαϊκές πόλεις είναι ανοικτές και πολυπληθείς κοινωνίες. Συνδέεται, κατά τρίτο λόγο, με το γεγονός ότι πολλές Ευρωπαϊκές πόλεις έχουν ήδη στους κόλπους τους σημαντικές Μουσουλμανικές κοινότητες, οι οποίες, δυστυχώς, δεν έχουν μείνει ανεπηρέαστες από την άνοδο του ακραίου Ισλαμισμού και του Τζιχαντισμού. Κατά τέταρτο λόγο, συνδέεται με τη μαζική είσοδο στην Ευρώπη προσφύγων και λαθρομεταναστών, μεταξύ των οποίων διοχετεύονται στην Ευρώπη από τις γνωστές τρομοκρατικές οργανώσεις, με πρώτο το Ισλαμικό Κράτος, τρομοκράτες Τζιχαντιστές.
Το Ισλαμικό κράτος, γεμάτο υπεροψία από τις πρώτες εύκολες νίκες, που επιτεύχθησαν στη Συρία και στο Ιράκ και που οφείλονταν στην πραγματικότητα στην ανοχή και βοήθεια των Δυτικών, έσπευσε να εξαγγείλει την ίδρυση Χαλιφάτου. Βασίσθηκε ειδικότερα στην υποστήριξη των τριών χωρών που πρωταγωνιστούν στην προαγωγή του Σουνιτικού Ισλαμισμού: Τη Σαουδική Αραβία, την Τουρκία και το Κατάρ.
Οι καλές μέρες όμως τέλειωσαν για το Ισλαμικό κράτος και τις άλλες ομοειδείς ακραίες Ισλαμιστικές οργανώσεις στη Συρία και στο Ιράκ, μετά τη Ρωσική παρέμβαση στη Συρία. Ιδιαίτερα το Ισλαμικό κράτος και η Σαπχάτ Αλ Νούσρα αποτελούν στόχο προτεραιότητας. Ρώσοι και Αμερικανοί, παρά τον ανταγωνισμό και την αντιπαλότητά τους, συμφώνησαν να εξαιρεθούν οι δύο αυτές οργανώσεις από την εκεχειρία και γι’ αυτό συνεχίζεται ο βομβαρδισμός τους.
Το Χαλιφάτο, που έχει πρωτεύουσα τη Ράκκα στη Συρία, περισφίγγεται τώρα από τις Συριακές δυνάμεις και τους συμμάχους τους στα τελευταία του προπύργια, που βομβαρδίζονται ανηλεώς από τη Ρωσική Αεροπορία. Παλμύρα, Ντέιρ Ελ Ζορ και Ράκκα είναι πολύ κοντά στην απελευθέρωση, παρά τις προσπάθειες της Άγκυρας και της Σαουδικής Αραβίας να συντηρήσουν τον πόλεμο και να αποτρέψουν την πλήρη κατάρρευση των Ισλαμιστών. Προς τη Ράκκα προελαύνουν από τον Βορρά και οι Κούρδοι της Συρίας, που αποτελούν εφιάλτη για την Άγκυρα.
Πού πηγαίνουν οι ισλαμιστές μαχητές που διαρρέουν από το μέτωπο της Συρίας; Ποια στρατηγική επεξεργάζεται το Ισλαμικό κράτος για την ιδεολογική του επιβίωση και τη συνέχιση του «αγώνα», τώρα που καταρρέει το Χαλιφάτο;
Προφανώς, ένας μεγάλος αριθμός Ισλαμιστών μαχητών διαχέεται στην Ευρώπη μέσω των προσφύγων και λαθρομεταναστών, είτε με σχεδιασμό του Ισλαμικού κράτους για τη δημιουργία μαχητικών πυρήνων σ’ όλη την Ευρώπη είτε με τη διαφυγή για ατομική σωτηρία από ένα καταρρέον μέτωπο ή την επιστροφή των μαχητών που είχαν πάει στη Συρία από την Ευρώπη.
Από μόνο του, το κίνημα αυτό των Ισλαμιστών τρομοκρατών θα είχε περιορισμένη εμβέλεια και πρακτικές δυνατότητες δράσεως, εάν δεν συνδυαζόταν από μια πολύ ευρύτερη άνοδο της ακραίας Ισλαμιστικής ιδεολογίας και του Μουσουλμανικού θρησκευτικού φανατισμού. Για την εξέλιξη αυτή έχει τραγικές ευθύνες η Αμερικανική πολιτική, η οποία νόμισε ότι μπορούσε ακινδύνως να παίξει με τον ακραίο Ισλαμισμό και να τον χρησιμοποιήσει ως μαχητικό παράγοντα στη γεωπολιτική αντιπαράθεση, προηγουμένως με τη Σοβιετική Ένωση και τώρα με τη Ρωσία.
Με την πολιτική αυτή ενθάρρυνε την άνοδο της Ισλαμιστικής ιδεολογίας και την αντικατάσταση ειδικότερα των κοσμικών καθεστώτων στον Αραβικό κόσμο, με όλες τις γνωστές αυταρχικές αδυναμίες τους, με Ισλαμικά καθεστώτα. Το πείραμα είχε αρχίσει με το «ήπιο» Ισλάμ και τον Ερντογάν στην Τουρκία. Για το πού έχει φτάσει η κατάσταση, με την αναζωπύρωση του ακραίου Ισλαμισμού, είναι ενδεικτική η περίπτωση δύο χωρών: Της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας.
Η πρώτη συνέδεσε τον Ισλαμισμό με την επιστροφή στο Οθωμανικό μεγαλείο. Η δεύτερη, αισθανόμενη ισχυρή με τα έσοδα του πετρελαίου και σε γεωπολιτικό ανταγωνισμό με το Σιιτικό Ιράν, ανέλαβε σταυροφορία για την ενότητα και τη συγκρότηση στρατιωτικής συμμαχίας των Μουσουλμάνων Σουνιτών. Οι μεγάλες στρατιωτικές ασκήσεις που οργάνωσε στη Βόρεια Σαουδική Αραβία, επισείοντας την απειλή επεμβάσεως στη Συρία, ήταν μια ευκαιρία επιδείξεως Μουσουλμανικής στρατιωτικής ισχύος αλλά και προαγωγής μιας ακραίας Ισλαμιστικής ιδεολογίας. Ο παρουσιαστής της παρελάσεως των στρατιωτικών δυνάμεων από 34 Μουσουλμανικές χώρες ωρυόταν κυριολεκτικά στο μικρόφωνο και φώναζε ότι αυτός είναι ο στρατός του Μωάμεθ! Μέσα σ’ αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η ακραία δράση τρομοκρατικών οργανώσεων βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να παρουσιασθεί ως υπερασπιστής και πρωτομάχος του Ισλάμ. Υπό τις συνθήκες αυτές, όσο κακό θα ήταν η υποχώρηση στον άκριτο πανικό, άλλο τόσο κακό θα ήταν η υποτίμηση του κινδύνου και η μη λήψη των επιβαλλομένων μέτρων. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ελλάδα, η συνέχιση της πολιτικής των ανοικτών συνόρων θέτει σε άμεσο κίνδυνο την εθνική ασφάλεια και δεν επιτρέπονται στο θέμα αυτό ούτε υποτίμηση, ούτε ολιγωρία, ούτε ψευδαισθήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου