25 Μαρτίου 1770 - Η επανάσταση των
Κρητικών εναντίον των Οθωμανών
Η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη έχει χαρακτηριστεί «το σημαντικότερο γεγονός της όψιμης Τουρκοκρατίας»
Το 1669 η Κρήτη που ως τότε ήταν στα χέρια των Βενετών έπεσε στα χέρια των Τούρκων που την πολιορκούσαν από το 1645. Η σκλαβιά για τους Κρητικούς ήταν αβάσταχτη, ιδιαίτερα λόγω της καταπίεσης και των βασανισμών από τους βίαια εξισλαμισμένους συμπατριώτες τους, τους λεγόμενους Τουρκοκρητικούς. Οι μόνοι που διατήρησαν την ανεξαρτησία τους και ορισμένα προνόμια ήταν οι Σφακιανοί που ζούσαν σε απρόσιτες ορεινές περιοχές.
Το 1769 τμήμα του ρωσικού στόλου ξεκίνησε για τον Μοριά, για να υποστηρίξει τους Μανιάτες στην εξέγερσή τους εναντίον των Οθωμανών. Ο Έλληνας αξιωματικός του ρωσικού στρατού Γεώργιος Παπάζωλης, ένας από τους πρωτεργάτες του ξεσηκωμού των Ελλήνων, ήρθε σε επαφή με τους Κρητικούς και αποφασίστηκε η εξέγερση και της μεγαλονήσου εναντίον των Τούρκων. Επικεφαλής των Κρητικών ήταν ο Γιώργος Βλάχος ή Δασκαλάκης ή Δασκαλογιάννης.
Είχε γεννηθεί στην Ανώπολη των Σφακίων το 1722 (ή το 1725). Ο πατέρας του ήταν πλούσιος και τον έστειλε να σπουδάσει στο εξωτερικό. Επιστρέφοντας στην Κρήτη απέκτησε σημαντική επιρροή ανάμεσα στους συμπατριώτες του. Μάλιστα, ενώ το αρχικό του επώνυμο ήταν Βλάχος, πήρε το επίθετο Δασκαλογιάννης με το οποίο έμεινε στην ιστορία, λόγω των γνώσεων και της ανδρείας του. Στην Ευρώπη έκοψε χρυσό νόμισμα το οποίο μέχρι σήμερα το φορούν οι Σφακιανές σαν κόσμημα.
Το 1770 που μαινόταν ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος (1768-1774) μία από τις στρατηγικές προτεραιότητες των Ρώσων ήταν η υποκίνηση κινημάτων ανεξαρτησίας σε διάφορες περιοχές της τουρκοκρατούμενης τότε Ελλάδας, υπό την καθοδήγηση των αδελφών Ορλώφ, με στόχο, μεταξύ άλλων, την αποσταθεροποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Εξεγέρθηκαν τότε Έλληνες της Πελοποννήσου, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Στερεάς Ελλάδας αλλά και των νησιών.
Τα Ορλωφικά, όπως έμειναν γνωστά αυτά τα γεγονότα, παρότι απέτυχαν να φέρουν την ανεξαρτησία στους Έλληνες, καθώς τα διάφορα κινήματα πατάχθηκαν από τους Τούρκους και τους Τουρκαλβανούς, ήταν μία από τις μείζονες στιγμές των εθνικοαπελευθερωτικών αποπειρών και αγώνων, που έμελλε να κορυφωθούν από το 1821 και στη συνέχεια.
Από τις κινητοποιήσεις των Ορλωφικών δεν θα μπορούσε να απέχει η Κρήτη. Με επικεφαλής τον εμποροπλοίαρχο, Ιωάννη Βλάχο ή Δασκαλογιάννη (προσωνύμιο που του δόθηκε μάλλον εξαιτίας της μόρφωσής του) ο οποίος είχε ήδη συνδεθεί με τους Ορλώφ στέλνοντας άνδρες στη Μάνη, οι Σφακιανοί εξεγέρθηκαν εναντίον των Οθωμανών, της βαριάς φορολογίας που επέβαλαν καθώς και της αυθαιρεσίας της διοίκησής τους. Όπως αναφέρεται και σε ηρωικό άσμα προς τιμήν του, αυτή ήταν η στάση του Δασκαλογιάννη απέναντι στους Οθωμανούς και τις αξιώσεις τους:
«[…] Δὲ δίδω ’γὼ δοσίματα, δὲ δίδω ’γὼ χαράτζια
Κι ἂς μᾶς ἔπεψ’ ὁ βασιλιᾶς χιλιάδες μπαϊράκια
Ἂς μᾶς ἐπέψ’ ὁ βασιλιᾶς, ἀσκέρια καὶ πασάδες,
Μὰ ’χούσιν ἄντρες τὰ Σφακιὰ κ’ ἄξιους πολεμιστάδες· […]»
Έχοντας συγκεντρώσει εφόδια και οχυρώνοντας στρατηγικά περάσματα, οι Σφακιανοί υπό την ηγεσία του Δασκαλογιάννη εκδίωξαν τον Οθωμανό φοροεισπράκτορα και στράφηκαν εναντίον των μουσουλμάνων της Κρήτης.
Ήταν λοιπόν οι Σφακιανοί που ξεκίνησαν τις επαναστατικές τους κινήσεις. Επιτέθηκαν εναντίον των Τούρκων, σκότωσαν αρκετούς, άρπαξαν τις περιουσίες τους και ανάγκασαν τους υπόλοιπους να κρυφτούν στα φρούρια. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε επαναστατικές τάσεις και στην υπόλοιπη Κρήτη. Ο σουλτάνος θορυβημένος διέταξε όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις του νησιού, περίπου 15.000 άνδρες (η Σωτηρία Αλιμπέρτη κάνει λόγο για 35.000, αριθμό μάλλον υπερβολικό) να χτυπήσουν τους Σφακιανούς και να αποτρέψουν τις επαναστάσεις σε άλλα σημεία της Κρήτης.
Πριν ξεκινήσουν οι Οθωμανοί την επίθεση, έστειλαν δύο κληρικούς για να πείσουν τους Σφακιανούς να παραδοθούν, όμως, ο Δασκαλογιάννης αρνήθηκε. Στη συνέχεια, με την υποστήριξη του πυροβολικού, οι οθωμανικές δυνάμεις κατέλαβαν σημαντικές θέσεις των επαναστατών και κάποια χωριά, όπου διέπραξαν σφαγές και λεηλασίες. Κυρίευσαν επίκαιρες θέσεις, κατέλαβαν μερικά χωριά, όπως την Ανώπολη όπου επιδόθηκαν σε λεηλασίες και έσφαξαν πολλούς από τους αιχμαλώτους που συνέλαβαν. Οι Σφακιανοί υποχώρησαν στα βουνά συνεχίζοντας τον κλεφτοπόλεμο.
Ο G.A. Olivier στο βιβλίο του «ATLAS POUR SERVIR AU VOYAGE DANS L’ EMPIRE OTHOMAN L’ EGYPTE ET LA PERSE», γράφει: «Τέσσερις μήνες κράτησαν οι σκληρές συγκρούσεις. Όλα τα χωριά τους (ενν. των Σφακιανών) πυρπολήθηκαν, τα κοπάδια και τα άλλα υπάρχοντά τους λεηλατήθηκαν και οι ίδιοι πολιορκούνταν πάνω στα βουνά χωρίς καμιά ελπίδα, χωρίς στέγη, βασανιζόμενοι από μύριες κακουχίες στερημένοι από τα πάντα. Τελικά αναγκάστηκαν να δεχτούν τους όρους υποταγής που πρότειναν. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου οι Τούρκοι πήραν πλήθος αιχμαλώτων και τους έσερναν σαν μεταφορικά ζώα φορτωμένους με τα σκεύη και τα πολεμοφόδια και σε ώρες μάχης τους έβαζαν μπροστά σαν προμαχώνες».
Ο δύσκολος χειμώνας εξάντλησε τελικά και τις δύο πλευρές, οδηγώντας σε διαπραγματεύσεις το 1771. Οι Σφακιανοί που είχαν μεταφέρει τις οικογένειές τους στα Κύθηρα, τον Μάρτιο του 1771 πρότειναν να σταματήσουν τον πόλεμο αν αμνηστεύονταν. Οι Τούρκοι δέχτηκαν μεν τις προτάσεις τους αλλά με επαχθείς όρους: να πληρώνεται ο κεφαλικός όρος «κατά κεφαλήν» και όχι όπως πριν «κατ’ αποκοπήν» (5.000 γρόσια), να παραδοθούν οι Οθωμανοί που είχαν αιχμαλωτιστεί, να μην χορηγούν οι Σφακιανοί τρόφιμα στα πολεμικά σκάφη που περιέπλεαν την Κρήτη και να παραδοθούν στον πασά του Χάνδακα για να τιμωρηθούν οι πρωταίτιοι της εξέγερσης. Υπήρχαν και άλλοι όροι όπως η ενδυμασία των «ραγιάδων», η ανέγερση νέων εκκλησιών και οι κωδωνοκρουσίες ενώ σημαντικό πλήγμα δέχτηκε και η αυτοδιοίκηση των Σφακιανών γιατί προβλεπόταν η αφαίρεση της δικαστικής εξουσίας από τους κοινοτικούς άρχοντες. Το βασικότερο, όμως, ήταν η απαίτηση που είχαν οι Οθωμανοί να παραδοθούν οι ηγέτες της εξέγερσης προκειμένου να τιμωρηθούν.
Ο Ιωάννης Δασκαλογιάννης βλέποντας την τραγική εξέλιξη της επανάστασης δέχτηκε να μεταβεί στον Χάνδακα (Ηράκλειο) με τους οπαδούς του πιστεύοντας ότι έτσι θα ελαφρύνει τη θέση του. Μάλιστα ο αδελφός του Νικόλαος που είχε ήδη συλληφθεί του είχε στείλει επιστολή στην οποία, κάτω από τον φόβο για τη δική του ζωή, του έγραφε ότι ο πασάς ήταν πρόθυμος να του δώσει αμνηστία και να σταματήσει την καταδίωξη του αν κατέθετε τα όπλα και πήγαινε να τον προσκυνήσει. Τον διαβεβαίωνε μάλιστα για τις αγαθές προθέσεις του πασά του Χάνδακα.
Όπως γράφει όμως η Σωτηρία Αλιμπέρτη στο τέλος της επιστολής ο Νικόλαος έγραψε μ.μ.μ δηλαδή μη, μη, μη (έρθεις) ή κατά άλλη εκδοχή το γράμμα Μ με την υπογραφή του νομίζοντας ότι ο αδελφός του θα καταλάβαινε. Δυστυχώς όμως ο Ιωάννης Δασκαλογιάννης πήγε στον Χάνδακα. Ο Τούρκος πασάς τον δέχθηκε αρχικά με φιλοφρονήσεις και περιποιήσεις. Του πρόσφερε «καφέ γλυκό σε χρυσό φλιτζάνι και τσιμπούκι γιασεμί» κατά το δημοτικό άσμα. Αμέσως μετά όμως τον συνέλαβε και προσπάθησε να μάθει πού είχε κρυμμένους τους θησαυρούς του. Τελικά τον παρέδωσε στους δήμιους οι οποίοι τον έγδαραν ζωντανό με πυρόπετρες στις 17 Ιουνίου 1771. Τραγικό θάνατο βρήκαν και πολλοί από τους οπαδούς του.
Κάποιοι κατάφεραν να ξεφύγουν μετά από τρία χρόνια και επέστρεψαν στα Σφακιά. Το τραγικό τέλος της επανάστασης των Σφακιανών είχε δραματικές συνέπειες για ολόκληρη την Κρήτη. Οι τρεις πασάδες της Κρήτης έλαβαν ακόμα πιο καταπιεστικά μέτρα σε βάρος των Χριστιανών και δημιούργησαν με τις δυσβάσταχτες επιβαρύνσεις που επέβαλαν αφόρητη κατάσταση για τους Έλληνες κατοίκους της Μεγαλονήσου οι οποίοι λιγόστεψαν επικίνδυνα. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι ο Χάνδακας, πολυάνθρωπη ως τότε πόλη, έμεινε με ελάχιστους κατοίκους και σχεδόν ερημώθηκε.
Η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη έχει χαρακτηριστεί «το σημαντικότερο γεγονός της όψιμης Τουρκοκρατίας», ενώ αποτέλεσε την έναρξη των διαφόρων επαναστάσεων της περιόδου 1770-1898, η οποία κατέληξε στην απελευθέρωση της Κρήτης και τη δημιουργία της Κρητικής Πολιτείας.
Πηγές: